Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Τα Συμπεράσματα του Διεθνούς Συνεδρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών στο Βόλο

Την Κυριακή 6 Ιουνίου 2010, μετά τη τέλεση της θείας Λειτουργίας στο ναό της Αναλήψεως του Χριστού, στο Βόλο, συνεχίστηκαν και ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών. Στην τελευταία συνεδρία του συνεδρίου ομιλητές ήταν ο π. Εμμανούλ Κλάψης καθηγητής της ελληνορθόδοξης Θεολογικής σχολής του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο Δρ. Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη» και ο Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης Συντονιστής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών

Στην πρώτη εισήγηση ο π. Εμμανουήλ Κλάψης ανέπτυξε το θέμα «Προς μια ορθόδοξη θεολογία των θρησκειών». Σε μια προσπάθεια να κινηθούμε προς μια ορθόδοξη θεολογία των θρησκειών, η παρούσα ανακοίνωση εξέτασε την άκρως ενδιαφέρουσα ερώτηση για το εάν η σωτηριώδης χάρις του Θεού περιορίζεται μόνο εντός των κανονικών ορίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ή εκτείνεται σε διαφορετικό βαθμό και πρότυπο σε άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, σε κοινότητες άλλων ζωντανών πίστεων, σε αγνωστικιστές ή ακόμη και άθεους. Το κείμενο αυτό ισχυρίστηκε ότι μια μυστηριακή και χαρισματική προοπτική της Εκκλησίας δεν αφήνει, ως πεδίο πραγμάτωσης της σωτηριώδους χάριτος του Θεού, να παραμένει μόνο αυτό που βρίσκεται εντός των κανονικών ορίων της Εκκλησίας. Η ανακοίνωση υποστήριξε ότι η δράση του Πνεύματος του Θεού σε άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες και στον κόσμο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί σε βάρος της σημασίας των κανονικών ορίων της Εκκλησίας. Παράλληλα με τον ισχυρισμό ότι η πληρότητα της σωτηριώδους χάριτος του Θεού μπορεί να βρεθεί εντός των κανονικών ορίων της Εκκλησίας, ο συγγραφέας πρότεινε ότι υπάρχει μια ανάγκη να κινηθούμε πέρα από μια κατανόηση του Θεού, κατά την οποία Αυτός είναι περιορισμένος να είναι είτε πλήρως παρών ή τελείως απών από τις ζωές και τις πράξεις κοσμικών και άλλων θρησκευόμενων ανθρώπων. Οι κοσμικές διαστάσεις της Ευχαριστίας, επί τη βάσει των οποίων η Δημιουργία μέσω του Χριστού και του Πνεύματος του Θεού μετέχει στο είναι του Θεού, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση της αναγνώρισης της σωτηριώδους παρουσίας του Θεού σε όλο τον δημιουργημένο κόσμο. Η σωτηριώδης παρουσία του Πνεύματος του Θεού μέσα στον κόσμο δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το σωτηριώδες έργο του Σαρκωθέντος Λόγου του Θεού. Ο Χριστομονισμός δεν θα πρέπει να υποκατασταθεί από τον Πνευματομονισμό. Το Άγιο Πνεύμα είτε προηγείται του Χριστού, είτε ακολουθεί τον Χριστό, στην προσπάθεια του Θεού για τη σωτηρία όλης της Δημιουργίας. Η τριαδική πίστη προσδένει την Αποκάλυψη του Θεού στις ιδιαιτερότητες της ιστορίας - της οποίας κορύφωση είναι ο Χριστός- αλλά δεν επιτρέπει τον περιορισμό του Θεού σε κάθε επιμέρους ιδιαιτερότητα vis-à-vis με την παγκόσμια δράση και παρουσία του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο. Το Άγιο Πνεύμα ανοίγει τα όρια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε αγγίζει και οδηγεί όλους και όλα σε μια διαρκή και μεταμορφωτική σχέση με τον αναστημένο Χριστό, με ένα διάφανο τρόπο εντός της Εκκλησίας και με ένα κρυφό στη ζωή του κόσμου. Η δυνατότητα της σωτηρίας η οποία υπάρχει για εκείνους που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία θα πρέπει να οδηγήσει τους χριστιανούς σε μια ακλόνητη ελπίδα ότι ο Θεός στην απεριόριστη αγάπη και το έλεος του, κοινωνεί την σωτηριώδη χάρι Του μέσω άλλων άγνωστων και κρυφών οδών σε εκείνους που φέρουν τη φυσική γνώση του Θεού και της πίστης, όπως επίσης ως μια ηθική συνείδηση η οποία χαρακτηρίζεται από μια ζωή με αγάπη, που υπάρχει όμως πέραν των διακριτών ορίων της Εκκλησίας. Η παρούσα ανακοίνωση υποστήριξε ότι η σωτηρία προσφέρεται σε όλους ως μια δυνατότητα μέσω της Εκκλησίας και όχι ξέχωρα από αυτήν. Η εισήγηση ολοκληρώθηκε σημειώνοντας τις συνέπειες που έχει μια τέτοια αποδοχή για την ζωή και την αποστολή της Εκκλησίας.


Ο Δρ. Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου μίλησε με θέμα «H Iεραποστολή ως πρόκληση για την Ορθόδοξη θεολογία της συνάφειας». H θεολογία της ιεραποστολής συχνά νοείται ως ένα είδος παραρτήματος της "κυρίως" θεολογίας. Ωστόσο, μια προσεκτική ματιά στην εκκλησιαστική εμπειρία μπορεί να δείξει το αντίθετο: ότι ιστορικά η ιεραποστολή έχει αποτελέσει μήτρα της θεολογίας. Ο λόγος είναι ότι καθεαυτή η Εκκλησία αποτελεί μια αδιάκοπη ζύμωση. Δεν υπάρχει, παρά ως συνάντηση του Θεού με τον κόσμο και ως μεταμόρφωση του κόσμου. Με άλλα λόγια, η συνάντηση του ευαγγελίου με τις ποικίλες συνάφειες δεν είναι κάτι που ενδέχεται να προστεθεί εκ των υστέρων στον εαυτό της Εκκλησίας. H συναφειακότητα (contextuality) είναι καθαυτός ο τρόπος πραγμάτωσης του εκκλησιαστικού γεγονότος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, ότι οι συζητήσεις για τη συναφειακότητα κατά τα νεώτερα χρόνια γεννήθηκαν στον χώρο της ιεραποστολικής πράξης και θεωρίας. Ο πρώτος κίνδυνος, λοιπόν, είναι να πιστέψουμε ότι η Εκκλησία συμπίπτει με έναν και μόνο πολιτισμό ή να λησμονήσουμε ότι η Εκκλησία δεν είναι η Βασιλεία, αλλά εικόνα της μέλλουσας Βασιλείας και διάκονος της πρόσκλησης που ο Θεός απευθύνει σε όλη τη δημιουργία του. Όσο περισσότερο αδυνατίζει η ιεραποστολική συνείδηση και όσο περισσότερο πιστεύεται ότι η Εκκλησία έχει φτάσει στο τέρμα της ιστορικής πορείας της, τόσο περισσότερο εντείνεται ο κίνδυνος αυτός. Ωστόσο, αν σκεφτούμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι αυτός ο κίνδυνος συνιστά περιφρόνηση της συναφειακότητας (αδιαφορία για τους άλλους πολιτισμούς), ταυτόχρονα όμως προέρχεται ακριβώς από την συναφειακότητα! Μια συγκεκριμένη πολιτισμική συνάφεια, δηλαδή, τίθεται πάνω από το Ευαγγέλιο. Σ` αυτή την περίπτωση, αντί η ανθρώπινη πραγματικότητα να λειτουργεί ως σάρκα του Ευαγγελίου (σε μια αδιάκοπη διαδικασία σάρκωσής του στο εκάστοτε παρόν), καταντά σαρκοφάγος του (κι έτσι εμποδίζει την περαιτέρω σάρκωσή του)! Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία (ιδίως στα νεώτερα χρόνια, πλην λιγοστών εξαιρέσεων) δεν έχει εργαστεί ακόμα πάνω στη σχέση Ευαγγελίου και συναφειών, και δεν έχει προβληματιστεί πάνω στο ενδεχόμενο να αναδυθούν εκκλησιαστικές εκφράσεις διαφορετικές από την ελληνο-ρωμαϊκή συνάφεια. Επίσης, δεν μελετά τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων μοντέλων συνάντησης Ευαγγελίου και κόσμου (adaptation, indigenization, inculturation, contextualization κλπ), τα οποία απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνιολογική και ιεραποστολική θεωρία. Θεωρεί ότι το ιεραποστολικό χρέος εκπληρώνεται με την αυτούσια μεταφορά των κειμένων, της τέχνης και της νοοτροπίας της στις εκκλησίες του Τρίτου Κόσμου, και δεν διερωτάται καν τι χρειάζεται να συνεισφέρουν αυτές οι εκκλησίες στην οικουμενική Ορθοδοξία. Εδώ, όμως, μπορεί να αναφυεί ένας νέος κίνδυνος: Το να αποδεχτούμε τη συναφειακότητα χωρίς περίσκεψη και κριτική σκέψη. Έτσι, όμως, διαμορφώνεται μια αφελής στάση, η οποία νοεί τους παραδοσιακούς πολιτισμούς σαν συμπαγείς ουσίες, δεν δύναται να διακρίνει τις αλλαγές τους μέσα στον χρόνο, δεν ξεχωρίζει τα ζωηφόρα από τα θανατερά στοιχεία τους και δεν κατορθώνει να διακρίνει ποιοι πολιτισμοί υπάρχουν σήμερα στην πραγματικότητα (κι όχι μόνο στο μυαλό του ιεραποστόλου) και ποιοι νέοι αναδύονται. Η ιεραποστολή, συνεπώς, καλείται να είναι συμφιλιωτική, αλλά ταυτόχρονα και απελευθερωτική. Ταυτόχρονα, η ιεραποστολική (η θεολογία της ιεραποστολής) καλείται να αποτελεί τον καταλύτη ώστε η συνείδηση της Εκκλησίας να παραμένει ζωντανή και πιστή στο Ευαγγέλιο.

Τέλος ο Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης μίλησε με θέμα «Προς μία «μετα-πατερική» θεολογία;». H «επιστροφή στους Πατέρες» που στάθηκε το κυρίαρχο θεολογικό «παράδειγμα» για την ορθόδοξη θεολογία τον 20ο αιώνα, συνέβαλε τα μέγιστα στην ανανέωση της ορθόδοξης θεολογίας και στην απελευθέρωση της από τη «βαβυλώνια αιχμαλωσία» στη δυτική θεολογία, στη γλώσσα, τις προϋποθέσεις και την προβληματική της. Είχε όμως και ορισμένες αρνητικές συνέπειες όπως: α) τη θεωρητική δικαιολόγηση της διαδεδομένης στα ορθόδοξα περιβάλλοντα υποτίμησης των βιβλικών σπουδών β) τη μυθοποίηση και ανιστορική προσέγγιση της πατερικής θεολογίας γ) την απουσία της ορθόδοξης θεολογίας από τις μεγάλες θεολογικές ζυμώσεις του 20ου αιώνα δ) την έξαρση του αντιθετικού άξονα Ανατολή-Δύση και την καλλιέργεια αντιδυτικού, αντιοικουμενικού πνεύματος ε) τη συντήρηση της ιστορικής εκκρεμότητας μεταξύ Ορθοδοξίας και νεωτερικότητας. Οι παραπάνω διαπιστώσεις καθιστούν επείγον το αίτημα της νέας σάρκωσης του λόγου και της συναφειακής ανάγνωσης των Πατέρων, θέτοντας ταυτόχρονα το ερώτημα της δυνατότητας ύπαρξης μιας μετα-πατερικής ορθόδοξης θεολογίας. Στην παρούσα εισήγηση διερευνήθηκαν, σε μία πρώτη μορφή, τα ζητήματα και τα πεδία που καλείται να προσεγγίσει η συζήτηση για μια μετα-πατερική ορθόδοξη θεολογία και τα οποία μπορούν πολύ επιγραμματικά να συνοψιστούν στα παρακάτω σημεία: 1. Έννοια και περιεχόμενο της Παράδοσης, της αυθεντίας και συμφωνίας των Πατέρων, και της προσφυγής στην επίκληση της αυθεντίας τους. 2. Αποκλειστικότητα (;) σχέσης ανάμεσα στην πατερική θεολογία και τις ελληνικές κατηγορίες σκέψης, στην πατερικότητα και την ελληνικότητα, και ερώτημα για τη θεολογική γλώσσα ενός μετα-ελληνικού κόσμου όπως ο δικός μας. Μπορεί όντως ο «χριστιανικός ελληνισμός» να αποτελεί «αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως»; 3. Διαχρονικότητα και κανονιστικός χαρακτήρας της χρήσης της οντολογίας και των ελληνικών φιλοσοφικών κατηγοριών στη θεολογία. Αποκλειστικότητα (;) διαμεσολάβησης της φιλοσοφίας και της οντολογικής γλώσσας στο διάλογο της Εκκλησίας και της θεολογίας με τον κόσμο. Νέες μορφές διαμεσολάβησης (και καθολικότητας), όπως π. χ. λογοτεχνία, επιστήμες του ανθρώπου, κ. ά. Ευαγγέλιο και φιλοσοφία, Οντολογία και ιεραποστολή. 4. Αυταρχικό πατριαρχικό προνεωτερικό πρότυπο, σχέση του με την πατερική θεολογία, απουσία κάθε έννοιας θρησκευτικού πλουραλισμού και ετερότητας. Επανεξέταση του ζεύγους καθολικότητα-αίρεση, εν σχέσει προς τα ζεύγη ετερότητα-αίρεση, διαφορά-ενότητα. Ανοχή και καταδίωξη των «αιρετικών» στα πατερικά κείμενα και στη σημερινή πολιτισμική συνθήκη. 5. Διαπλοκή Εκκλησίας και θεολογίας με αυτοκρατορική ιδεολογία. Παράδειγμα Συνόδων, ζητήματα αλάθητου των Συνόδων, ιδίως όταν ληφθούν υπόψη οι αυτοκρατορικές παρεμβάσεις, ή τα αυτοκρατορικά «ενδιαφέροντα». 6. Ανθρωπολογικές κορυφώσεις της θεολογίας των Πατέρων, αλλά και ατελής ανθρωπολογία των Πατέρων: προβληματικές ανθρωπολογικές απόψεις της πατερικής θεολογίας π. χ. για την γυναίκα (το κατ` εικόνα Θεού αποδίδεται σε αυτήν μόνο δια μέσου του άνδρα)·  παρομοίωση της γυναίκας με το διάβολο, το καταστροφικό πυρ, κλπ., δικαιολόγηση της πατρικής αυθαιρεσίας εις βάρος ανύπανδρων γυναικών που θεωρούνται «ιδιοκτησία» των πατέρων τους (βλ. Μ. Βασίλειος)· «άπαξ» Γρηγορίου του Θεολόγου υπέρ γυναικών και Ιωάννου Χρυσοστόμου στην προοπτική μιας θεολογίας του γάμου και της τρυφερότητας·  διάχυτος αντιφεμινισμός της Εκκλησίας και της πατερικής θεολογίας νέες ανθρωπολογικές προκλήσεις της βιοηθικής και βιοτεχνολογίας, κλπ. Τα παραπάνω θέτουν επιτακτικά το αίτημα μιας σύγχρονης ορθόδοξης μετα-πατερικής θεολογίας, και επανερμηνείας της πιστότητας στην πατερική παράδοση, καθώς στον ερμηνευτικό ορίζοντα της παρούσας εισήγησης, το «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν» δεν σημαίνει απλώς την συνέχιση, την επικαιροποίηση ή και την επανερμηνεία της παράδοσης αυτής, αλλά -κατά το προηγούμενο της πρωτοχριστιανικής και της πατερικής υπέρβασης- και την υπέρβασή της όπου και όταν χρειάζεται.

Πριν τη λήξη του συνεδρίου οι οικουμενικοί παρατηρητές του συνεδρίου Hevre Legrand o.p. (Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία-Παρίσι), Δρ. Karl Piggera (Ευαγγελική Εκκλησία-Γερμανία) και Ιoan Ovidiou Ionut (Ορθόδοξη Εκκλησία-NECLEE-Ρουμανία) παρουσίασαν τα συμπεράσματά τους για τις εργασίες του συνεδρίου.

Πηγή: Eθελουσία Λήθη
 
Σχόλιο:
Εμείς θα τούς σχολιάσουμε σε λίγο, αλλά τόσοι θεολόγοι πού υπάρχουν στην Ελλάδα τί κάνουν συμφωνούν;
 
Αμέθυστος

2 σχόλια:

Κυπριανός Χριστοδουλίδης είπε...

"H συναφειακότητα (contextuality) είναι καθαυτός ο τρόπος πραγμάτωσης του εκκλησιαστικού γεγονότος."

ΚΧ : Τι να σχολιάσει κανείς; Τη συναφειακότητα που έχει η βλακότητα με την επισκοπικότητα και εκκλησιαστικότητα του Δημητριάδος Ιγνατίου;
Η ακατανοητότητα θα μας αποτελειώσει.

Δεν μας παρατάνε καλύτερα, λέω εγώ.

Ιωάννης είπε...

Εντάξει, ακαδημαικές καριέρες κάνουν οι άνθρωποι. Να μην κάνουν κανα συνέδριο και καμια ομιλία?
Κι εκεί κάτι πρέπει να βρούνε να πούνε.