Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Marie Louise von Franz --- Puer aeternus (14)

Συνέχεια από : Παρασκευή, 8 Οκτωβρίου 2010
Αιώνιος έφηβος και δημιουργικός - Genius Ewiger Jüngling und kreativer Genius
Μέρος πρώτο: “Ο μικρός πρίγκηπας”(Saint-Exupery)
2. Η συνάντηση στην έρημο 4

Αν τώρα το μοτίβο του θεϊκού παιδιού διπλασιάζεται, και χωρίζεται σε ένα ναι και ένα όχι, σε ένα θεϊκό παιδί και την σκιά του, αυτό σημαίνει για τον Saint-Exupery πως κάτι που ήταν ασυνείδητο αρχίζει να αγγίζει το κατώφλι του συνειδητού. Γιατί όμως διασπάται σε αντίθετα; Μπορεί να ειπωθεί πως η μορφή του αστρικού πρίγκηπα είναι και τα δυο: μια νηπιώδης σκιά και ένα σύμβολο του εαυτού. Μέχρι τώρα όμως εμφανιζόταν η μορφή αυτή ως διπλή, και γι' αυτό δεν ήταν ακριβώς γνωστό αν έπρεπε να θεωρηθεί θετικά ή αρνητικά, αν πρόκειται για νηπιακότητα ή για την μελλοντική ζωή. Ήταν και τα δυο, και σε αυτό συνίσταται και η μεγαλύτερη δυσκολία. Στο άρθρο του “Η ψυχολογία του αρχετύπου του παιδιού”27 ο Γιουνγκ γράφει:

Το “παιδί” είναι ...renatus in novam infantiam (ξαναγεννημένο σε μια νέα παιδικότητα). Δεν είναι λοιπόν μόνο ένα πλάσμα της αρχής αλλά και του τέλους. Το πλάσμα της αρχής ήταν πριν τον άνθρωπο και το πλάσμα του τέλους είναι μετά τον άνθρωπο. Η δήλωση αυτή σημαίνει ψυχολογικά πως το “παιδί” συμβολίζει την προσυνειδησιακή και την μετασυνειδησιακή ύπαρξη του ανθρώπου. Η προσυνειδησιακή του ύπαρξη είναι η ασυνείδητη κατάσταση της πιο πρώιμης παιδικής ηλικίας, η μετασυνειδησιακή ύπαρξη είναι αναλογικά η αντίληψη που πάει πέρα από τον θάνατο. Σε αυτή την αντίληψη εκφράζεται η ύπαρξη της ψυχικής ολότητας. Η ολότης δεν συνίσταται ποτέ στα πλαίσια του συνειδητού, αλλά περιλαμβάνει την απροσδιόριστη και μη προσδιορίσιμη έκταση του ασυνείδητου...

Και τώρα έρχεται η πραγματικά σημαντική πρόταση:

Το “αιώνιο παιδί” μέσα στον άνθρωπο είναι μια απερίγραπτη εμπειρία, μια κατάσταση μη προσαρμογής, μια δυσχέρεια και ένα θεϊκό δικαίωμα (ο Γιουνγκ περιγράφει εδώ με καλύτερη γλώσσα και ως δυνατότητα αυτό προς το οποίο οδηγούμαστε: το απροσάρμοστο ή η δυσχέρεια είναι η παιδική σκιά, αλλά και ένα θεϊκό δικαίωμα). Κάτι απρόβλεπτο (Imponderabile), που συνιστά την έσχατη αξία ή την μη-αξία μιας προσωπικότητας.

Είναι εντελώς ξεκάθαρο πως αυτό το θεϊκό παιδί μέσα στον Saint-Exupery, είναι ο genius του. Δεν θα ήταν τέτοια ιδιοφυΐα ή τέτοιος καλλιτέχνης, αν δεν είχε την ικανότητα να είναι εντελώς αφελής και αυθόρμητος. Αυτή είναι η πηγή της δημιουργικότητας του, και όμως πολύ κοντά στο να είναι εντελώς χωρίς αξία, κάτι μειώνει την προσωπικότητα του. Για τον λόγο αυτό γλιστρώ στην ερμηνεία μου μεταξύ μιας αρνητικής και μιας θετικής αξιολόγησης, γιατί είναι συνδυασμένες, και δεν ξέρουμε ακριβώς πως να αξιολογήσουμε την κατάσταση. Δεν μπορεί κανείς να αποφασίσει, αλλά πρέπει απλά να το αποδεχθεί ως αντιφατικό, ως κάτι για το οποίο δεν μπορεί να αποφανθεί. Μπορούμε να πούμε πως εδώ βλέπουμε την προσπάθεια του ασυνειδήτου να ξεμπλέξει τα δυο μοτίβα. Το ένα θα ήταν ξεκάθαρα η νηπιακή σκιά, ο τεμπέλης που αμελεί να καταπολεμά το μητρικό σύμπλεγμα, μέχρι να είναι πολύ αργά. Το άλλο, ο πρίγκηπας από τα άστρα, θα ήταν ο εαυτός που προσπαθεί να πλεύσει για να συναντήσει το μέλλον, προς την δυνατότητα μιας αναγέννησης, ώστε μετά από μια κρίση να βρει μια νέα δυνατότητα ζωής και μια ανανέωση. Το ασυνείδητο προσπαθεί εδώ να δείξει τις δυο πτυχές ξεχωριστά, ώστε η συνείδηση να μπορεί να τις αντιληφθεί, γιατί δεν είναι ικανή να καταλάβει ένα mixtum compositum. Συνήθως πρέπει κάτι πρώτα να διαχωριστεί για να μπορεί μετά να ξανασυντεθεί, γιατί η συνείδηση μας είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε θέλει να χωρίζει να πράγματα.

Στο πρώτο κεφάλαιο μίλησα για την νεύρωση της πρόχειρης ζωής, μέσα στην οποία οι άνθρωποι ζουν με την προσμονή πως μια μέρα (όχι τώρα, αλλά κάποτε) θα είναι δημιουργικοί. Αυτό είναι συχνά συνδεδεμένο με ένα μεσσιανικό σύμπλεγμα. Στο δοκίμιο του “Περί του αισθήματος της αδυναμίας (απελπισίας)” ο Fromm εξετάζει διεξοδικά αυτό το πρόβλημα. Γράφει:

Αν κάποιος έχει πίστη στον χρόνο, τότε δεν έχει την δυνατότητα μιας ξαφνικής αλλαγής. Τότε επικρατεί μια διαρκής αναμονή, “πως με τον καιρό” όλα θα έρθουν (γίνουν). Αν κάποιος δεν είναι ικανός να λύσει μια σύγκρουση, περιμένει πως οι συγκρούσεις θα λυθούν “με τον καιρό” από μόνες τους, χωρίς να χρειαστεί να ρισκάρει μια απόφαση. Αυτό το συναντάτε πολύ συχνά, ιδιαίτερα την πίστη στον χρόνο, εάν πρόκειται για προσωπικές υποθέσεις. Οι άνθρωποι παρηγορούνται με αυτό όχι μόνο επειδή δεν κάνουν κάτι, αλλά και για να μην χρειαστεί να προετοιμαστούν γι' αυτό που έχουν να κάνουν, γιατί αυτά έχουν τον χρόνο τους, και δεν χρειάζεται να βιάζονται. Ένας τέτοιος μηχανισμός απεικονίζεται στην περίπτωση ενός πολύ χαρισματούχου συγγραφέως, που ήθελε να γράψει ένα βιβλίο, για το οποίο πίστευε ότι θα γινόταν το πιο σημαντικό της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Δεν έκανε όμως τίποτα πέρα από το να μαζεύει κάποιες ιδέες για το τι θα έγραφε, και χαιρόταν με την φαντασία, πόσο δυνατή θα ήταν η επίδραση του βιβλίου, και έλεγε στους φίλους του ότι ακόμη δεν το έχει ολοκληρώσει πλήρως. Όσο γηράσκουν αυτοί οι άνθρωποι, τόσο πιο πολύ γαντζώνονται στην ψευδαίσθηση πως μια μέρα θα το κάνουν. Σε μερικούς ανθρώπους, όταν φτάσουν σε κάποια ηλικία, συνήθως γύρω στα σαράντα, συμβαίνει ένα ξύπνημα, ώστε αρχίζουν να χρησιμοποιούν τις δικές τους δυνάμεις, ή έχουν μια νευρωτική κατάρρευση, που οφείλεται στο γεγονός, πως δεν μπορούν να ζουν χωρίς την παρηγορητική ψευδαίσθηση του χρόνου.

Αυτή είναι μια ζωντανή περιγραφή της κατάστασης που προσπάθησα να εκφράσω, και για την οποία προ καιρού έχει γράψει ο H.G. Baynes, στο δοκίμιο του περί της πρόχειρης ζωής. Το επόμενο κομμάτι της διήγησής μας το μεταφέρω επί λέξει:

Αχ μικρέ πρίγκηπα, σιγά σιγά κατάλαβα την μικρή βαρύθυμη ζωή σου. Για πολύ καιρό, δεν είχες κάτι άλλο για να διασκεδάσειςψ(την βαρυθυμία) παρά την γλυκύτητα των ηλιοβασιλεμάτων. Αυτό το έμαθα το πρωί της τέταρτης ημέρας όταν μου είπες:

“Αγαπώ πολύ τα ηλιοβασιλέματα. Έλα, ας δούμε ένα...”

“Πρέπει όμως να περιμένουμε..”

“Τι να περιμένουμε;”

“Να περιμένουμε μέχρι να πάει ο ήλιος κάτω. ”

Τότε στο πρόσωπο σου φάνηκε η έκπληξη και τότε γέλασες με τον εαυτό σου. Και τότε μου είπες:

“Συνεχώς φαντάζομαι πως είμαι σπίτι!”

Πράγματι. Όταν στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μεσημέρι, στην Γαλλία, όπως το ξέρουν όλοι, ο ήλιος δύει. Για να δει κανείς εκεί την δύση του ήλιου, θα έπρεπε να μπορεί να πετάξει σε ένα λεπτό στην Γαλλία. Δυστυχώς η Γαλλία είναι πολύ μακρυά. Αλλά πάνω στον μικρό σου πλανήτη θα ήταν αρκετό να μεταφέρει κανείς μερικά βήματα την καρέκλα. Και θα μπορούσες να ζήσεις το βράδιασμα όσες φορές επιθυμείς...

“Μια μέρα είδα το ηλιοβασίλεμα σαράντα τρεις φορές!”

Και λίγο αργότερα πρόσθεσες:

“Ξέρεις όμως, πως αν κανείς είναι λυπημένος, αγαπά τα ηλιοβασιλέματα...”

“Την ημέρα με τα σαράντα τρία ηλιοβασιλέματα ήσουν ιδιαίτερα λυπημένος;”

Αλλά ο μικρός πρίγκηπας δεν απάντησε.

Πρόκειται εδώ για την πρόβλεψη του δικού του πρόωρου θανάτου; Θα μπορούσε να το πει κανείς-με τον συμβολισμό των 43 ηλιοβασιλεμάτων. Είναι ρομαντικός ο τρόπος αυτός, να σκέφτεται κανείς τον θάνατο, που τον προφτάνει στην πρώιμη νεότητα του. Η σχέση αυτής της κατάστασης με το υπόλοιπο πρόβλημα είναι πως δεν έχει τίποτα το ρεαλιστικό. Το πράγμα επαναλαμβάνεται συνεχώς: ξανά και ξανά ηλιοβασίλεμα. Είναι ένα είδος εγωισμού ή ναρκισσισμού, και αυτή είναι διάθεση στην οποία καταλήγουν οι άνθρωποι, όταν η ζωή δεν κυλά, όταν ο χρόνος δεν είναι γεμισμένος. Όταν βρίσκεστε σε μια εσωτερική ή εξωτερική περιπέτεια, δεν έχετε χρόνο να δείτε το ηλιοβασίλεμα, αν και μπορεί να είναι μια στιγμή γεμάτη ησυχία, μια ωραία εμπειρία μετά από μια γεμάτη μέρα-η στιγμή όπου έρχεται σε σας η ειρήνη της νύχτας. Κανονικά όμως δεν αισθάνεται κανείς λυπημένος, τότε είναι το ηλιοβασίλεμα κάτι όμορφο και καθησυχαστικό. Αν σας κάνει λυπημένους, είναι γιατί δεν προηγήθηκε αρκετή περιπέτεια.

Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός πως οι νέοι άνθρωποι υποφέρουν από ένα είδος βαρεμάρας. Θυμάμαι πως μεταξύ 14 και 18 χρονών, πολλές φορές βαριόμουνα. Αργότερα όμως όχι. Ο εξωτερικός λόγος ήταν πως έπρεπε να κάθομαι στο σχολείο για ώρες, αντί να κάνω αυτά που ήθελα. Μόλις μπορούσα να κάνω αυτό που με ευχαρίστηση έκανα, εξαφανιζόταν η βαρεμάρα. Παρατήρησα πως κατά παράδοξο τρόπο βρίσκεται μια νεύρωση στους νέους, η οποία μειώνεται όσο μεγαλώνουν. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός πως ακόμα δεν μπορούν να κάνουν αυτό πού ευχαρίστως θα έκαναν, αλλά κάνουν ένα σωρό πράγματα που δε θέλουν, και γι' αυτό δεν αισθάνονται ζωντανοί. Η βαρεμάρα είναι απλά ένα υποκειμενικό αίσθημα, πως δεν λαμβάνεις μέρος στη ζωή. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει η βαρεμάρα. Στο πανεπιστήμιο έπρεπε επίσης να παρακολουθώ βαρετές παραδόσεις, αλλά είχα μάθει πως να διασκεδάζω ταυτόχρονα. Αν είναι κανείς αρκετά εφευρετικός, μπορεί πάντα να αποφεύγει την βαρεμάρα, πρέπει όμως να ξέρει πως να επαναφέρει τον εαυτό του στην πραγματικότητα. Παίρνει κανείς την δική του αυθόρμητη φαντασία στην πραγματικότητα, και τότε φεύγει η βαρεμάρα. Τότε η ζωή μπορεί να είναι άνετη ή άβολη, συναρπαστική ή μη, αλλά όχι πια βαρετή. Η βαρεμάρα είναι λοιπόν ένα σύμπτωμα στάσιμης ζωής. Δεν γνωρίζει αυτός που βαριέται πως να βάλει στην πραγματικότητα αυτό που έχει μέσα του. Όταν μπορεί κανείς να παίξει, φεύγει η βαρεμάρα. Υπάρχουν όμως παιδιά και ενήλικες, που δεν ξέρουν τι θα έπρεπε να κάνουν ή πως μπορούν να πάνε στις εσωτερικές τους πηγές. Κατά την νεότητα αυτό δεν είναι τόσο αρνητικό σύμπτωμα. Είναι μέχρι ενός βαθμού μέρος της κατάστασης, γιατί οι νέοι δεν μπορούν να γεμίσουν από μόνοι τους.

Το βάσανο των κανονικών νεαρών ανθρώπων συνίσταται εν μέρει στο ότι εσωτερικά είναι πολύ ικανοί, ευφυείς και ενηλικιωμένοι, αλλά εξωτερικά δεν τους δύνεται η δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν αυτές τις ικανότητες. Η κοινωνία τους κρατάει πίσω με αποτέλεσμα να βαριούνται. Και εγώ δίδαξα στο σχολείο, κυρίως μαθητές 14 με 18 χρονών, και συχνά είδα πως πολλά από τα προβλήματα τους προέρχονταν από το γεγονός, πως εσωτερικά ήταν ώριμοι, ευφυείς και ικανοί, σώφρονες για να κρίνουν, στις εξωτερικές όμως περιστάσεις, στο σπίτι και στο σχολείο, αντιμετωπίζονταν σαν παιδιά. Φυσικά τότε η ζωή μένει στάσιμη και συμπιέζεται. Τότε δημιουργείται ένα είδος από βαρεμάρα διαποτισμένης αντίδρασης προς όλα, με κακή διάθεση και λίγη προσπάθεια. Αν γινόταν να φέρει κανείς τους μαθητές αυτούς σε ένα υψηλότερο επίπεδο, με το να τους δοθούν πιο έξυπνα προβλήματα και περισσότερες ευθύνες, το πρόβλημα θα έφευγε από μόνο του. Κρατούνταν όμως τεχνητά κάτω από το επίπεδο τους, κάτι που οδηγούσε σε αντιδραστική βαρεμάρα. Θα πρέπει λοιπόν πάντα να λέμε: “Ακριβώς επειδή βαριέσαι και επειδή είσαι τόσο αδρανής, σου δίνω διπλάσια δουλειά, αλλά κάνε κάτι της προκοπής!” Αυτό βάζει ένα τέλος στην βαρεμάρα.

Όπως είναι γνωστό, η αυτοκτονία είναι πολύ συχνή μεταξύ 16 και 20 ετών. Αργότερα είναι πιο σπάνια. Οι νεαροί αυτής της ηλικίας έχουν συχνά αυτήν την περίεργη μελαγχολική λύπη πάνω τους. Αισθάνονται γέροι, και έχουν μια τέτοια έκφραση στο πρόσωπο τους, σαν να ξέρουν τα πάντα για την ζωή, και σαν να είναι πάρα πολύ γέροι. Σε τι χρησιμεύει να παίζεις με τους άλλους, να χορεύεις με κορίτσια και αγόρια; Αποτραβιούνται από την ζωή, με μια στάση που έχουν παππούδες και γιαγιάδες. Αυτό είναι μόνο ένα σύμπτωμα, και σημαίνει απλά πως δεν βρήκαν ακόμα το κλειδί για το ύδωρ της ζωής, όπου θα είχαν ένα σημείο εκκίνησης για τον εαυτό τους, και έτσι αφήνονται και παρασύρονται με αυτό τον τρόπο. Σε αυτή την ηλικία είναι δύσκολο για ανθρώπους που είναι λίγο ιδιαίτεροι και λίγο διαφορετικοί από τους άλλους, να βρουν τις δικές τους δυνατότητες ζωής, και τότε η ζωή βαλτώνει. Στην περίπτωση του παιδιού που πάντα λυπημένο βλέπει τα ηλιοβασιλέματα, έχουμε προφανώς την ίδια κατάσταση.

Aμέθυστος

1 σχόλιο:

Αchernar είπε...

Πολύ διαφωτιστικά τα κείμενα της Von Franz,υπάρχει μέσα τους καθαρότατη η επεξήγηση για πολλά θέματα τα οποία στην καθημερινή ζωή μόνο "ψυχανεμιζόμαστε" αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε. Παρόλο που μας ενοχλούν, τα προσπερνούμε ακριβώς επειδή στο συνειδητό μας είναι αόριστα - και στον πολιτισμό μας, ό,τι είναι "αόριστο" και δεν μπορεί να εκφρασθεί καθαρά,αρνούμαστε την ύπαρξή του. Από μέσα μας όμως, μία φωνή λέει ότι "κάτι δεν πάει καλά"....Συνέχισε έτσι, είναι μεγάλη προσφορά αυτά τα κείμενα!Σ' ευχαριστώ!