Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

ΜΑΘΗΜΑ ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΜΟΥ

Αποσπάσματα από το αντιαιρετικό εγκόλπιο.


......Ο θυσιαστικός ρόλος εν τούτοις δεν είναι ο μόνος που ασκεί η Ιερωσύνη. Ο ιερέας δεν προσφέρει μόνον τις προσφορές των ανθρώπων στη θεότητα. Μεταφέρει και στους αν­θρώπους τις άνωθεν ευλογίες: Είτε πρόκειται κυριολεκτικά, για ευεργε­σίες, υλικές ή πνευματικές, είτε πρόκειται για διδασκαλίες ιδιαίτερες ή γενικές είτε και για διάφορες απαντήσεις, που η θεότητα μεταβι­βάζει στους πιστούς της είτε για τη χάρη της Σωτηρίας, είναι συνηθέστα­τα ή πάντα η Ιερωσύνη, που χρησι­μεύει ως ενδιάμεσος αγωγός αυτών των θεϊκών ανακοινώσεων και ενερ­γειών.

Το έργον, το οποίον τελεί η τάξις αύτη (η κατ' εξοχήν επιλεγόμενη Εκκλησία) δεν είναι έργον ίδιον, ού­τως ώστε να έχωμεν δύο μεσιτείας, αλλά συνέχεια του έργου του Ιησού Χριστού εν τω σημείω της εφαρμογής της θείας χάριτος επί των ανθρώπων εκάστων, το δε απολύτως σπουδαίον και άξιον ιδιαζούσης προσοχής είναι τούτο, ότι το έργον τούτο δεν τελεί η τάξις αύτη εξ ιδίου ονόματος, και ως αυ­τοτελής πηγή χάριτος, αλλ' ως απλούς εντολοδόχος του Κυρίου ημών και ταμιούχος της θείας χάριτος.

Δι ον δε λόγον η ύπαρξις εντολο­δόχων εις οιανδήποτε υπόθεσιν ούτε την ενότητα της υποθέσεως διασπά ούτε την ενότητα του εντολέως, δια τον αυτόν λόγον η ύπαρξις της Εκ­κλησίας (ιερατικής τάξεως) προς εφαρμογήν της θείας χάριτος ούτε την ενότητα της μεσιτείας του Ιησού Χριστού διασπά ούτε την ενότητα αυτού ως μόνου μεσίτου προσβάλ­λει.

Εκ των γενομένων διασαφήσεων απεδείχθη, που αναφέρεται η μεσι­τεία του Χριστού, και που η της Εκ­κλησίας, και ότι ούτε διάσπασις με­σιτείας υπάρχει, ούτε σφετερισμός ξένης μεσιτείας, αλλ' απλή εντολή προς συνέχισιν έργου, το οποίον ως εκ της φύσεώς του θα παραταθή μέχρι συντέλειας των αιώνων. Καθ' ον δε τρόπον ο αναθέτων εν έργον εις άλλον πρέπει να μεταβιβάση εις αυτόν και ειδικήν εξουσίαν και ικανότητα ούτω και ο Ιησούς αναθέσας την εφαρμογήν της θείας χάρι­τος εις την Εκκλησίαν (ιερατικήν τά­ξιν) έπρεπε να περιβάλη αυτήν με ειδικήν εξουσίαν και ικανότητα

Καθ' ημάς η διάκρισις των πιστών εις ποιμένας και ποιμαινομένους εί­ναι αρχική και στηρίζεται επί θείου δικαίου. Δηλ. η τάξις των ποιμένων ασχέτως προς τους αναμεταξύ των βαθμούς, οι οποίοι δεν μας ενδιαφέρουσιν αυτήν την στιγμήν, κατεστάθη άπ' ευθείας ύπ' αυτού του Θεού, και δεν παρουσιάσθη αποτόμως τον 4ον αιώνα, ως θέλουν οι Προτεστάνται. Οι ποιμένες δε ούτοι είναι οι επίσκο­ποι, ως διάδοχοι των Αποστόλων, χωρίς και πάλιν να ενδιαφερώμεθα δια την λέξιν διάδοχος, αν υπάρχη, ή όχι, εν τη Γραφή, αλλά μόνον δια το πράγμα.

Και ιδού πως. Είπομεν, ότι η αν­τικειμενική σωτηρία του κόσμου ετελέσθη άπαξ επί του Σταυρού, αλλ' ότι η οικείωσις αυτής υπό των αν­θρώπων εκάστων είναι έργον συνεχές μέλλον να διαρκέση μέχρι συντέλειας των αιώνων. Εφ' όσον όμως, ως απεδείξαμεν προ του διαλείμματος, η οικείωσις της σωτηρίας υπό των αν­θρώπων εκάστων γίνεται τη συν­δρομή της θείας χάριτος, η παροχή δε ταύτης συνδέεται προς εξωτερικάς πράξεις, δηλαδή προς ορατάς και αισθητάς τελετάς, ήτο απαραίτη­τον να εξασφαλίση ο Ιησούς την Εκκλησίαν εις το διηνεκές και με όργα­να ορατά και αισθητά προς εφαρμογήν ακριβώς της θείας χάριτος. Και τοιαύτα όργανα άφήκε τους Απο­στόλους, ουχί όμως προσωπικώς, αλλ' υπηρεσιακώς. Τούτο σημαίνει, ότι οι Απόστολοι αφιέμενοι υπό του Ιησού δια την εκτέλεσιν ωρισμένου έργου ήσαν υποχρεωμένοι να αφίσωσιν εις την Εκκλησίαν διαδόχους και οι διάδοχοι διαδόχους και ούτω καθεξής.

Η διάκρισις λοιπόν των πιστών εις ποιμένας και ποιμαινόμενους, εις επισκόπους και επισκοπούμενους, υπάρχει από της ιδρύσεως της Εκ­κλησίας, θείω δικαίω ουχί δε ως συμβατικόν κατασκεύασμα, ουδεμία δε υπό σοβαρών ανθρώπων αμφισβήτησις δύναται να εγερθή.

Και μολονότι αυτή η διάκρισις των πιστών εις ποιμένας και εις ποίμνιον δίδει την υπεροχήν εις τους ποιμένας, δεικνύει ότι οι ποιμένες αποτελούσι την άρχουσαν τάξιν, δεν κρίνω άσκοπον να αναφέρω και με­ρικά παραδείγματα εκ της Γραφής αποδεικνύοντα, ότι η ιδιαιτέρα τάξις, η ονομαζόμενη αδιακρίτως, ποιμένες, πρεσβύτεροι, επίσκοποι, είναι τάξις άρχουσα εν σχέσει προς αρχόμενους

Τα αναφερθέντα ανωτέρω "Προσέχετε ουν εαυτοίς (υμείς οι πρεσβύτεροι) και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού" (Πρ. κ' παρ. 28). "Ποιμάνατε (υμείς οι πρεσβύτεροι) το εν υμίν ποίμνιον ουκ αναγκαστώς" αλλ' εκουσίως (Α' Πετρ. ε’. Παρ. 2). αποδεικνύουσιν, ότι η τάξις των ποι­μένων, εντός της οποίας ρητώς κατα­λέγονται οι πρεσβύτεροι, ήτο τάξις άρχουσα των λοιπών πιστών.

Εις τον Τιμόθεον (Α'. Κεφ. Έ παρ. 1920) παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος να μη παραδέχηται κατηγο­ρίας κατά πρεσβυτέρου εική και ως έτυχεν, αλλ' επί στόματος δύο ή τριών μαρτύρων. Εκ της παραγγελίας ταύτης φαίνεται, ότι ο Τιμόθεος είχε δικαστικήν εξουσίαν επί των πρεσβυτέρων. Αλλά προφανώς ο δικαστής απέναντι του δικαζομένου είναι υπέρτερος.

Εις τον Τίτον ο Απόστολος Παύ­λος λέγει. "Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επι­διορθώση και καταστήσης (συ απ’ ευθείας, όχι κατ' εντολήν άλλου τινός των πιστών, δηλαδή της Κοινότητος) πρεσβυτέρους κατά πόλιν ως εγώ σοι διεταξάμην". Καθόν τρόπον εγώ ο Παύλος σε διέταξα, δυνάμει της εξουσίας, ην εγώ ο Παύλος σοι μετέδωκα. Η υπεροχή του Τίτου υπέρ τους λοιπούς είναι προφανής.

Τις η εξουσία της ειδικής τάξεως

Εάν κατόπιν πάντων των τελευ­ταίως ειρημένων επιθυμήτε να καθορίσωμεν και συστηματικώς το περιεχόμενον της εξουσίας των ποιμένων, πράττομεν τούτο αμέσως.

Κατά τη Ορθόδοξον διδασκαλίαν οι ποιμένες έχουσι την εξουσίαν 1) του διδάσκειν, 2) του τελείν τα μυ­στήρια, τελετουργείν (τας εξωτερικάς πράξεις, μεθ' ων συνδέεται η παροχή του Αγίου Πνεύματος) και 3) του ποιμαίνειν την Εκκλησίαν, δη­λαδή δικάζειν και τιμωρείν τους αμαρτάνοντας, ή ατακτούντας, και διευθετείν παν ζήτημα αναφυόμενον εν τη Εκκλησία νομοθετικώς και εκτελεστικώς.

1) Το "πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη..... Διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην" (Ματθαίος κη' 19-20).

Το "εις ο εγώ ετέθην κήρυξ και Απόστολος, διδάσκαλος εθνών", του Αποστόλου Παύλου (Α'. Τιμ. Β΄ 7).

Το "παράγγελνε ταύτα και δίδα­σκε", και "πρόσεχε τη αναγνώσει, τη παρακλήσει, τη διδασκαλία", τα οποία ο Παύλος απευθύνει προς τον Τιμόθεον (Α'. Τιμ. ο. 11-15) αποδεικνύουσι την διδακτικήν εξουσίαν των ποιμένων.

2) Το "βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος" (Ματθαίος κη' 19).

Το ότι οι Απόστολοι εβάπτιζον (Πρ. ιστ' 33, ιη'. 8 και Α' Κορινθίους Α'. 15-16).

Το ότι δι’ επιθέσεως των χειρών μετέδιδον Πνεύμα άγιον εις τους βεβαπτισμένους πιστούς (Πρ. κ'. 16-19).

Το ότι δι’ επιθέσεως των χειρών και προσευχής εγκαθίστων διακό­νους, δηλαδή όργανα ειδικής υπηρεσίας (Πρ. στ' 6-7).

Το ότι δι’ επιθέσεως των χειρών μετέδιδον χάρισμα (Α'. Τιμ. δ. 14) και εξουσιοδοτούν και τους εις ους μετέδωκαν να μεταδίδωση (Α'. Τιμ. ε’. 22).

Το ότι εχειροτόνουν δια προσευ­χών πρεσβυτέρους (Πρ. ιδ' 23). Το ότι δι’ ελαίου, εφ' ου ανεγνώσθησαν ευχαί, μετέδιδον ίασιν σωματικήν και άφεσιν αμαρτιών (Ιακ. ε’ 14-16).

3) Το ότι οι Απόστολοι διηυθέτουν τα της Εκκλησίας ζητήματα (Βλέπε ολόκληρους επιστολάς προς Κορινθίους, Τιμόθεον και Τίτον) και εξουσιοδοτούν και άλλους προς τούτο (Βλέπε επιστολ. Τιμ. Και Τίτου) και ειδικώς τα χωρία "Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιορθώση (Τιτ. α',5),"ποιμάνατε το εν υμίν ποίμνιο επισκοπούντες μη αναγκαστώς αλλ' εκουσίως" (Α'. Πετρ. ε’ 2).

Το ότι ετίθουν επιτίμια (Α. Κοριν. ε’ 16) και έλυον απ’ αυτών Β΄ Κορινθίους β΄. 511) Βλέπε και το "όσα αν δέσητε και λύσητε επί της γης έσται δεδεμένα και λελυμένα εν τοις ουρανοίς" (Ιωαν. κ΄ 23).

Το ότι έδιδον εξουσίαν εις τους μαθητάς των δικάζειν, "κατά πρεσ­βυτέρου κατηγορίαν μη παραδέχου εκτός ει μη επί στόματος δύο ή τριών μαρτύρων" (Α'. Τιμ. ε’19).

Το ότι συνήρχοντο εν συνόδοις και έτεμνον οριστικώς τας γεννωμένας αμφισβητήσεις επί των αναφυομένων ζητημάτων (Βλέπε Αποστ. Σύνοδον εν Πρ. Κεφ. ιε’ 1-29).

Ταύτα πάντα και τα τοιαύτα αποδεικνύουσι την εξουσίαν του ποι­μαίνειν, ήτοι την εξουσίαν του διοικείν, δικάζειν, και διευθετείν νομοθε­τικώς και εκτελεστικώς.

Ότι δε εν και το αυτό πρόσωπον των ποιμένων (ασχέτως προς τας με­ταξύ των ιεραρχικάς διακρίσεις, περί ων ου της παρούσης διαλέξεως), ετέλει τα τρία ταύτα είδη, περί τούτου πείθεται πας ο μετά προσοχής αναγινώσκων πάντα τα σχετικά χωρία, εις τα οποία παραπέμπομεν, μετά των συμφραζομένων αυτών.

Αποδείξαντες, ότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος συνδέεται με πρά­ξεις έξωτερικάς και αίσθητάς, απεδείξαμεν συνάμα, ότι τας πράξεις ταύτας δεν δύναται να τελέσει οιοσ­δήποτε, αλλ' ειδική τάξις ονομαζόμε­νη ιερατείον, απ’ αρχής της συστά­σεως της Εκκλησίας υφισταμένη, εις ουδένα δε, ουδέ εις κοινότητα τινά οφείλουσα την υπόστασίν της, αλλά λαμβάνουσα την εξουσίαν (ή την ικάνωσιν) παρά Θεού δια τελετής Ιε­ράς και μυστηριακής, της χειροτο­νίας, και ασκούσα έργον διδακτικόν, τελετουργικόν και ποιμαντικόν."2

Είδαμεν επίσης ότι αυτή η μεσι­τεία-ιερωσύνη του Ιησού Χριστού υπήρξε μοναδική στο είδος της, διότι το έργον της απολυτρώσεως, που αντικειμενικά ετέλεσεν ο Ιησούς Χριστός είναι αποκλειστικά προσωπικόν Του έργον. Και ένα απτότερον υλικόν παράδειγμα για το έργον, που ετέλεσεν ο Ιησούς ως αρχιερεύς επί του σταυρού: όλοι γνωρίζομεν ότι η Λίμνη του Μαραθώνος εξασφα­λίζει την ύδρευση της Αττικής αντι­κειμενικά, όμως είναι ανάγκη το νερόν να διοχετευθεί από τη λίμνη μέ­χρι της οικίας του καθενός, για να υδρευθεί ο καθείς, ανάλογόν τι με το υλικόν παράδειγμα συμβαίνει και με την Ιερωσύνην του Ιησού Χριστού. Αυτή επί του σταυρού εξασφάλισεν αντικειμενικά, εφ' άπαξ και δια παντός την σωτηρίαν, την οποίαν όμως πρέπει να την οικειοποιηθεί έκαστος και υποκειμενικά. Αυτό ακριβώς κάνει η Εκκλησία με τους Ιερείς της. Ο Ιησούς δηλαδή άφησεν ατέλεστην την υποκειμενικήν εφαρμογήν επί ενός εκάστου της αντικειμενικώς επί του σταυρού εξασφαλισθείσης υπ' αυτού αυτο­προσώπως σωτηρίας, κι αυτό είναι έργον που τελεί μεν ο ίδιος ο Ιησούς αοράτως, αλλά μέσω άλλων ορατών προσώπων, μέσω ορατών οργάνων Του, των Ιερέων.

ΣΧΟΛΙΟ : Η ορθόδοξη εκκλησία, δέν μπορεί νά είναι η Μία καθολική καί Αποστολική εκκλησία, επειδή έχει δίκαιο έναντι τών Προτεσταντών. Τήν ύπαρξή της από τούς άλλους παίρνει ο σύγχρονος κληρικαλισμός, διότι δέν έχει ουδεμία σχέση μέ τούς Πατέρες τής Εκκλησίας καί αποτελεί τήν πιό επικίνδυνη μορφή μετα-Πατερικής θεολογίας, διότι κυριάρχησε σάν ορθοδοξία, διότι έπεισε μέ τό ένδυμα φωτός.
Τίποτε από όσα ισχυρίζεται ο ανωτέρω ‘‘θεολόγος’’ δέν προέρχεται από τούς Πατέρες καί τό Ευαγγέλιο. Πληρώνουμε πολύ ακριβά τήν άγνοιά μας. ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΥΒΡΙΣ

Αμέθυστος

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"ουδεμία δε υπό σοβαρών ανθρώπων αμφισβήτησις δύναται να εγερθή".

Καλό θα ήταν ο σοβαρός αρθρογράφος να ρίξει μια ματιά στον Καβάσιλα που ανατρέπει πλήρως τα λέγομενά του. Σε πιάνει μεγάλη θλίψη να διαβάζεις τέτοια κείμενα που παρουσιάζονται ως ορθόδοξα άλλα το περιεχόμενό τους είναι ξεκάθαρα παπικό (το βασίλειο του κληρικαλισμού). Δυστυχώς είστε από τα λίγα blog που βρίσκουν και αναδεικνύουν τις επιχωματώσεις στην Εκκλησία του Κυρίου πράγμα πολύτιμο καθώς τα σκοτάδια μας είναι τεράστια. Το πιο ειρωνικό και ύπουλο είναι ότι τέτοιοι αρθρογράφοι παρουσιάζονται ως σούπερ-ορθόδοξοι και ιδεολόγοι αντιπαπικοί ενώ στην ουσία υποσκάπτουν εκ των έσω την Εκκλησία λανσάροντας στα ίσα μία από τις χειρότερες μορφές της λατινικής θεολογίας. Καλή συνέχεια στο δύσκολο έργο σας.

Ανώνυμος είπε...

Θα είχε ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς το κείμενο «Το της Ιερωσύνης επάγγελμα» του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, στο οποίο παραπέμπει το "αντιαιρετικό εγκόλπιο" στο τέλος του υπόψιν άρθρου. Πολλοί θα δουν καθρεφτισμένο τον εαυτό τους στην περιγραφή του αγίου, και δεν θα είναι προς έπαινο.
http://www.egolpion.com/ierosinis_epagelma.el.aspx

ΝΛ.

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Το παρόν μπλογκ αποτελεί πράγματι όργανο διακρίσεως και μέθοδο αντιρρητική μοναδική και υπερπολύτιμη και από τις σπανιότερες 'στο διαδίκτυο.Έχει αναδείξη πολλά σχετικά θέματα και συνιστά κόλαφο και ράπισμα έναντι των προδοτών της αμωμήτου,αμέμπτου πίστεώς μας,την οποία μετά μανίας αθέου προβατόσχημοι λύκοι έχουν επιδοθή να αλλοιώσουν προς θάνατον,προς απώλειαν της χριστιανικής ψυχής μας.