Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Ταξίδια στον νέο Τρίτο Κόσμο: Ελλάδα, Ισλανδία, Ιρλανδία, Γερμανία, ΗΠΑ"

Προδημοσίευση: "Μπούμερανγκ", Michael Lewis

Ένα τσουνάμι φτηνού χρήματος κατέκλυσε την παγκόσμια οικονομία μεταξύ του 2002 και του 2008. Ήταν κάτι περισσότερο από ένα οικονομικό φαινόμενο: ήταν ένας πειρασμός που πρόσφερε σε ολόκληρες κοινωνίες την ευκαιρία να αποκαλύψουν τις καταπιεσμένες πλευρές του χαρακτήρα τους, κάτι που κανονικά με κανένα τρόπο δεν θα είχαν τη δυνατότητα να κάνουν.

Οι Ισλανδοί θέλησαν να πάψουν να είναι ψαράδες και να γίνουν τραπεζίτες επενδύσεων. Οι Έλληνες θέλησαν να μετατρέψουν τη χώρα τους σε ένα πυροτέχνημα γεμάτο τζάμπα χρήμα, και να φάνε από αυτό όσο περισσότερο μπορούσαν. Οι Γερμανοί θέλησαν να γίνουν ακόμα πιο πολύ Γερμανοί. Οι Ιρλανδοί να σταματήσουν να είναι Ιρλανδοί...


Τα παραπάνω ακούγονται ίσως χιουμοριστικά, για όσους είναι εκτός. Όταν όμως ο συγγραφέας στρέφει το ανελέητο βλέμμα του στις ΗΠΑ, στη χρεοκοπημένη πολιτεία της Καλιφόρνιας και στην Ουάσινγκτον, η αφήγηση μετατρέπεται σε μια σκληρή προφητεία για το τι περιμένει τα πιο πλούσια και άπληστα έθνη μέσα στον κλυδωνιζόμενο πλανήτη μας.

Προδημοσίευση: "Οι κρυφές ζωές των γερμανών"
Όταν το καλοκαίρι του 2011 έφτασα στο Αµβούργο, η µοίρα του χρηµατοπιστωτικού σύµπαντος φαινόταν να κρέµεται από τα συναισθηµατικά σκαµπανεβάσµατα του γερµανικού λαού. Η Moody’s ετοιµαζόταν να υποβαθµίσει το δηµόσιο χρέος της Πορτογαλίας, ρίχνοντάς το σε επίπεδο τίτλων υψηλού κινδύνου, ενώ η Standard & Poor’s είχε υπαινιχθεί σκαιώς ότι η επόµενη µπορεί να ήταν η Ιταλία. Τα ιρλανδικά οµόλογα επρόκειτο, επίσης, να υποβαθµιστούν σε επίπεδο «σκουπιδιών» (junk), ενώ υπήρχε πολύ µεγάλο ενδεχόµενο οι νεοεκλεγείσες τοπικές αυτοδιοικήσεις της Ισπανίας να αδράξουν την ευκαιρία για να ανακοινώσουν ότι οι πρώην τοπικές αυτοδιοικήσεις της χώρας είχαν κάνει λάθος υπολογισµούς και όφειλαν στους ξένους πολύ περισσότερα χρήµατα απ’ όσα φαντάζονταν έως τότε. Έπειτα υπήρχε η Ελλάδα. Ανάµεσα σε 126 χώρες µε διαβαθµισµένο χρέος, η Ελλάδα κατατασσόταν πλέον στην 126η θέση: οι Έλληνες θεωρούνταν επισήµως ο λαός µε τη µικρότερη πιθανότητα στον κόσµο να εξοφλήσει τα χρέη του. Μιας και οι Γερµανοί δεν ήταν απλώς ο µεγαλύτερος πιστωτής των διάφορων µπαταχτσήδων της Ευρώπης αλλά και η µοναδική σοβαρή ελπίδα τους για µελλοντική χρηµατοδότηση, αναγορεύτηκαν σε ηθικό κριτή, ο οποίος θα αποφάσιζε ποιες οικονοµικές συµπεριφορές θα γίνονταν ανεκτές και ποιες όχι. Όπως µου το έθεσε ένας υψηλόβαθµος υπάλληλος της Bundesbank, «Αν πούµε όχι, είναι όχι. Τίποτα δεν γίνεται χωρίς τη Γερµανία. Εδώ καταλήγουν οι ζηµίες». Μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, όταν δηµόσια πρόσωπα της Γερµανίας αποκαλούσαν τους Έλληνες απατεώνες ή γερµανικά περιοδικά κυκλοφορούσαν µε επικεφαλίδες όπως «ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΟΥΛΑΤΕ ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΣΑΣ, ΧΡΕΟΚΟΠΗΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ;», οι απλοί Έλληνες το εκλάµβαναν ως απαράδεκτη προσβολή. Τον Ιούνιο του 2011 η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να πουλά νησιά ή, τέλος πάντων, συνέταξε µια λίστα µε χιλιάδες ακίνητα –γήπεδα γκολφ, ακτές, αεροδρόµια, αγροτικές γαίες, δρόµους– που θα έβγαιναν κοψοχρονιά στο σφυρί µε την ελπίδα ότι θα συνέβαλαν στην αποπληρωµή του χρέους. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η ιδέα αυτή δεν προήλθε από Έλληνες.

Κανείς δεν θεωρεί ευνόητο ότι το Αµβούργο είναι µέρος για διακοπές παρά µόνο αν είναι Γερµανός – και επειδή έτυχε να είναι αργία στη Γερµανία το Αµβούργο είχε πληµµυρίσει από Γερµανούς τουρίστες. Όταν ρώτησα το θυρωρό του ξενοδοχείου τι αξιοθέατα είχε η πόλη του, χρειάστηκε να το σκεφτεί λίγο προτού απαντήσει: «Οι περισσότεροι απλώς πάνε στη Ρίπερµπαν». Η Ρίπερµπαν είναι η συνοικία του Αµβούργου µε τα κόκκινα φανάρια, η µεγαλύτερη συνοικία µε κόκκινα φανάρια στον κόσµο, σύµφωνα µε έναν τουριστικό οδηγό, αν και δεν µπορείς να µην αναρωτηθείς πώς κατέληξε κανείς σε αυτό το συµπέρασµα. Και, όπως προκύπτει, η Ρίπερµπαν ήταν ο λόγος που βρέθηκα εκεί.

Ίσως εξαιτίας του ταλέντου τους να δηµιουργούν προβλήµατα για τους µη Γερµανούς, οι Γερµανοί έχουν αποτελέσει στόχο πολλών ακαδηµαϊκών προσπαθειών να γίνει κατανοητή η συλλογική συµπεριφορά τους. Σε αυτό τον τεράστιο και αναπτυσσόµενο τοµέα, υπάρχει ένα βιβλιαράκι µε αστείο τίτλο, το οποίο επισκιάζει πολλά πολύ πιο µεγάλα και πιο ποµπώδη έργα. Γραµµένο στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από τον διαπρεπή Αµερικανό ανθρωπολόγο Άλαν Ντάντες, το Life is Like a Chicken Coop Ladder (Η ζωή είναι σαν τη σκάλα στο κοτέτσι) αποτελεί µια απόπειρα να σκιαγραφηθεί ο χαρακτήρας των Γερµανών µέσα από τις ιστορίες που αρέσει στους απλούς Γερµανούς να διηγούνται ο ένας στον άλλον. Ο Ντάντες ειδικευόταν στο φολκλόρ και, όπως γράφει, στο γερµανικό φολκλόρ «βρίσκει κανείς έναν υπερβολικά µεγάλο αριθµό κειµένων που σχετίζονται µε Scheisse (σκατά), Dreck (βροµιά), Mist (κοπριά), Arsch (κώλο) … Λαϊκά τραγούδια, λαϊκά παραµύθια, παροιµίες, αινίγµατα, λαϊκά γνωµικά – όλα επιβεβαιώνουν το παµπάλαιο ειδικό ενδιαφέρον των Γερµανών γι’ αυτό τον τοµέα της ανθρώπινης δραστηριότητας».

Στη συνέχεια συσσώρευσε έναν εκπληκτικά µεγάλο σωρό από στοιχεία για να στηρίξει τη θεωρία του. Υπάρχει ένας δηµοφιλής γερµανικός λαϊκός χαρακτήρας που ονοµάζεται der Dukatenscheisser (αυτός που χέζει λεφτά), ο οποίος συνήθως απεικονίζεται να χέζει κέρµατα. Το πρώτο µουσείο στον κόσµο που είναι αποκλειστικά αφιερωµένο στις τουαλέτες βρίσκεται στο Μόναχο. (Το δεύτερο εγκαινιάστηκε στο Νέο Δελχί.) Η γερµανική λέξη για τα «σκατά» επιτελεί έναν τεράστιο αριθµό από αλλόκοτα γλωσσολογικά καθήκοντα – παραδείγµατος χάρη, µια συνηθισµένη κάποτε έκφραση στοργής στα γερµανικά ήταν «µικρή µου σκατοσακούλα». Το πρώτο πράγµα που επιδίωξε να δηµοσιεύσει ο Γουτεµβέργιος µετά την Αγία Γραφή ήταν ένα καθαρτικό χρονοδιάγραµµα, το οποίο ονόµαζε «Ηµερολόγιο Κενώσεων». Έπειτα, υπάρχει ο εκπληκτικός αριθµός πρωκτικών λαϊκών ρητών στα γερµανικά. «Όπως ζει το ψάρι στο νερό, έτσι κολλάει και το σκατό στον κώλο!» για να επιλέξουµε µόνο ένα από τα, καταπώς φαίνεται, ατέλειωτα παραδείγµατα.

Ο Ντάντες προκάλεσε κάποιο σάλο, για ανθρωπολόγος, εντοπίζοντας το ποταπό αυτό εθνικό χαρακτηριστικό γνώρισµα στις σηµαντικότερες στιγµές της γερµανικής ιστορίας. Ο αγρίως σκατολόγος Μαρτίνος Λούθηρος («Είµαι ώριµο σκατό και ο κόσµος µια γιγάντια κωλοτρυπίδα» εξήγησε κάποτε ο Λούθηρος) κατέβασε την ιδέα που αποτέλεσε το έναυσµα της προτεσταντικής Μεταρρύθµισης ενώ καθόταν στον καµπινέ. Οι επιστολές του Μότσαρτ αποκαλύπτουν ένα νου που, σύµφωνα µε τον Ντάντες, η «εντρύφησή του σε πνευµατικές αναπαραστάσεις περιττωµάτων ήταν σχεδόν απαράµιλλη». Η αγαπηµένη λέξη του Χίτλερ ήταν Scheisskerl (σκατοκέφαλος): φαίνεται πως δεν τη χρησιµοποιούσε για να περιγράψει µόνο άλλους ανθρώπους αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Μετά τον πόλεµο οι γιατροί του Χίτλερ είπαν σε αξιωµατικούς της αµερικανικής αντικατασκοπείας ότι ο ασθενής τους αφιέρωνε εκπληκτικές ποσότητες ενέργειας για να εξετάζει τα περιττώµατά του· ενώ υπήρχαν ισχυρότατες ενδείξεις ότι µία από τις αγαπηµένες πρακτικές του µε τις γυναίκες ήταν να τις βάζει να κάνουν κακά τους πάνω του. Ο Ντάντες διατύπωσε την υπόθεση ότι ίσως ο Χίτλερ να ήταν τόσο πειστικός για τους Γερµανούς επειδή συµµεριζόταν ένα αναπόσπαστο χαρακτηριστικό τους, µια δηµόσια αποστροφή για την ακαθαρσία, η οποία έκρυβε µια ιδιωτική εµµονή. «Ο συνδυασµός καθαρού και βρόµικου: καθαρού εξωτερικού-βρόµικου εσωτερικού ή καθαρής µορφής και βρόµικου περιεχοµένου είναι σε µεγάλο βαθµό τµήµα του εθνικού χαρακτήρα των Γερµανών» έγραφε.

Ο Ντάντες περιορίστηκε κυρίως στη µελέτη της λαϊκής γερµανικής κουλτούρας. (Σε όσους ελπίζουν να µελετήσουν την κοπροφιλία στην υψηλή γερµανική κουλτούρα συνέστησε ένα άλλο βιβλίο, από ένα ζευγάρι Γερµανών ακαδηµαϊκών, µε τίτλο Το κάλεσµα της ανθρώπινης φύσης: Ο ρόλος της σκατολογίας στη σύγχρονη γερµανική λογοτεχνία.) Και πάλι, ήταν δύσκολο να αφήσει κανείς αυτή την πραγµατεία χωρίς να νιώσει έντονα ότι όλοι οι Γερµανοί, λαός και διανόηση, είναι κάπως διαφορετικοί από εσάς κι εµένα – παρατήρηση που έκανε στην εισαγωγή της χαρτόδετης έκδοσης του βιβλίου του. «Η Αµερικανίδα σύζυγος ενός γεννηµένου στη Γερµανία συναδέλφου µού εξοµολογήθηκε ότι κατανόησε τον άντρα της πολύ καλύτερα αφού διάβασε το βιβλίο» έγραφε. «Πριν απ’ αυτό είχε εσφαλµένα υποθέσει ότι πρέπει να αντιµετώπιζε κάποιο ιδιόµορφο ψυχολογικό πρόβληµα, λαµβανοµένου υπόψη ότι επέµενε να συζητά εκτενώς για την κατάσταση της πιο πρόσφατης κένωσής του».

Η συνοικία του Αµβούργου µε τα κόκκινα φανάρια είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του Ντάντες επειδή οι ντόπιοι έκαναν πολύ ντόρο για την πάλη σε λάσπη. Γυµνές γυναίκες πάλευαν µέσα σε ένα ρινγκ γεµάτο ακαθαρσίες, ενώ οι θεατές φορούσαν πλαστικούς σκούφους, κάτι σαν προφυλακτικά κεφαλής, για να µην πιτσιλιστούν. «Έτσι» έγραφε ο Ντάντες «το ακροατήριο µπορεί να παραµένει καθαρό, ενώ απολαµβάνει τη βρόµα!» Οι Γερµανοί λαχταρούσαν να βρίσκονται δίπλα στα σκατά αλλά όχι µέσα τους. Αυτή, όπως αποδεικνύεται, είναι µια εξαιρετική περιγραφή του ρόλου τους στην τρέχουσα χρηµατοπιστωτική κρίση.
Μία εβδοµάδα νωρίτερα, στο Βερολίνο, είχα πάει να συναντήσω τον υφυπουργό Οικονοµικών της Γερµανίας, έναν σαραντατετράχρονο κρατικό λειτουργό καριέρας ονόµατι Γεργκ Ασµούσεν. Οι Γερµανοί πλέον διαθέτουν το µοναδικό υπουργείο Οικονοµικών µεγάλης χώρας του αναπτυγµένου κόσµου που οι επικεφαλής του δεν έχουν να ανησυχούν αν η οικονοµία τους θα καταρρεύσει τη στιγµή που οι επενδυτές θα πάψουν να αγοράζουν τα οµόλογά τους. Τη στιγµή που η ανεργία στην Ελλάδα σκαρφαλώνει στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ (16,2%, σύµφωνα µε τον πιο πρόσφατο υπολογισµό), στη Γερµανία πέφτει σε χαµηλά εικοσαετίας (6,9%). Απ’ ό,τι φαίνεται, η Γερµανία βίωσε µια χρηµατοπιστωτική κρίση χωρίς οικονοµικές επιπτώσεις. Οι Γερµανοί φόρεσαν προφυλακτικά κεφαλής παρουσία των τραπεζιτών τους, αποφεύγοντας έτσι να πιτσιλιστούν µε τις λάσπες τους. Ως αποτέλεσµα, εδώ και ένα χρόνο περίπου οι χρηµατοπιστωτικές αγορές προσπαθούν, µάταια, να βγάλουν άκρη µε τους Γερµανούς: προφανώς έχουν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν τα χρέη των άλλων Ευρωπαίων, θα το κάνουν όµως; Είναι πλέον Ευρωπαίοι ή µήπως παραµένουν Γερµανοί; Κάθε κουβέντα ή κίνηση οποιουδήποτε Γερµανού αξιωµατούχου, που να έχει έστω και µια αµυδρή σχέση µε αυτή την απόφαση, είναι και µια επικεφαλίδα που ταρακουνά τις αγορές – και έχουν υπάρξει κάµποσες από δαύτες, οι οποίες στην πλειονότητά τους απηχούν τη γερµανική κοινή γνώµη και εκφράζουν αδυναµία κατανόησης και αγανάκτηση για το γεγονός ότι είναι δυνατόν κάποιοι άλλοι λαοί να φέρονται τόσο ανεύθυνα. Ο Ασµούσεν είναι ένας από τους Γερµανούς που κάθε κίνησή τους παρακολουθείται πλέον µανιωδώς. Μαζί µε το αφεντικό του, τον Βόλφγκανγκ Σόιµπλε, είναι ένας από τους δύο Γερµανούς αξιωµατούχους που παρίστανται σε κάθε συζήτηση ανάµεσα στη γερµανική κυβέρνηση και στους µπαταχτσήδες.

Χτισµένο στα µέσα της δεκαετίας του 1930, το υπουργείο Οικονοµικών αποτελεί µνηµείο της φιλοδοξίας αλλά και του γούστου των Ναζί. Πρόκειται για έναν απρόσωπο ογκόλιθο, τόσο µεγάλο ώστε αν κάνεις το γύρο του από τη λάθος µεριά µπορεί να σου πάρει έως και είκοσι λεπτά για να βρεις την κεντρική είσοδο. Κάνω το γύρο του από τη λάθος µεριά, κι έτσι ξεφυσάω και ιδροκοπάω για να καλύψω τον χαµένο χρόνο, ενώ διαρκώς αναρωτιέµαι αν οι επαρχιώτες Ναζί είχαν την ίδια εµπειρία, περιφερόµενοι έξω απ’ αυτούς τους βλοσυρούς πέτρινους τοίχους πασχίζοντας να βρουν τρόπο να µπούνε µέσα. Τελικά βρίσκω µια αυλή που φαίνεται οικεία: η µόνη διαφορά ανάµεσα στη σηµερινή της όψη και στις περίφηµες παλιές φωτογραφίες είναι ότι ο Χίτλερ δεν µπαινοβγαίνει καµαρωτός από την πύλη της, ενώ έχει αποµακρυνθεί και το άγαλµα του αετού που κουρνιάζει πάνω στη σβάστικα. «Χτίστηκε για να στεγάσει το υπουργείο Αεροπορίας του Γκέρινγκ» λέει ο υπεύθυνος δηµοσίων σχέσεων του υπουργείου Οικονοµικών, ο οποίος µε περιµένει και ο οποίος, όλως παραδόξως, είναι Γάλλος. «Φαίνεται από τη χαρούµενη αρχιτεκτονική». Εξηγεί ότι το κτίριο είναι τόσο µεγάλο επειδή ο Χέρµαν Γκέρινγκ ήθελε να µπορεί να προσγειώνει αεροσκάφη στην οροφή του.

Έχω καταφθάσει µε καθυστέρηση περίπου τριών λεπτών, όµως ο Γερµανός υφυπουργός Οικονοµικών αργεί πέντε ολόκληρα λεπτά, πράγµα που, όπως θα µάθω, θεωρείται από τους Γερµανούς σχεδόν έγκληµα σε βαθµό κακουργήµατος. Ζητάει συγγνώµη πολύ πιο έντονα απ’ ό,τι αιτιολογεί η συγκεκριµένη καθυστέρηση. Φορά τα γυαλιά µε τον λεπτό σκελετό που φορούν οι Γερµανοί σκηνοθέτες του κινηµατογράφου, και είναι εξαιρετικά γυµνασµένος και φαλακρός, αν κι αυτό είναι µάλλον ζήτηµα επιλογής παρά σύµπτωσης. Η εµπειρία µου µου λέει ότι οι εξαιρετικά γυµνασµένοι λευκοί άντρες που ξυρίζουν τα κεφάλια τους κάνουν µια δήλωση. «Δεν χρειάζοµαι σωµατικό λίπος και δεν χρειάζοµαι µαλλιά» φαίνονται να λένε, υπονοώντας, επίσης, ότι όποιος τα χρειάζεται είναι φλώρος. Ο υφυπουργός Οικονοµικών γελά κιόλας, όπως πρέπει να γελούν όλοι οι εξαιρετικά γυµνασµένοι άντρες µε ξυρισµένα κεφάλια αν θέλουν να κρατήσουν χαρακτήρα. Αντί να ανοίξει το στόµα του και να αφήσει τον αέρα να περάσει από µέσα, σουφρώνει τα χείλη και αφήνει τον ήχο να βγει από τη µύτη, σαν ρουθούνισµα. Μπορεί να χρειάζεται το γέλιο εξίσου µε τους άλλους άντρες, αλλά χρειάζεται λιγότερο αέρα για να γελάσει. Το γραφείο του αποτελεί πρότυπο αυτοπειθαρχίας. Αφενός βρίθει από ενδείξεις δραστηριότητας –σηµειωµατάρια, κίτρινα Post-it, κίτρινους φάκελους– και αφετέρου κάθε επιµέρους αντικείµενο επάνω του είναι τέλεια ευθυγραµµισµένο µε τα άλλα, καθώς και µε τις άκρες του γραφείου. Κάθε γωνία είναι ακριβώς ενενήντα µοιρών. Όµως το πιο εντυπωσιακό από τα προαιρετικά διακοσµητικά στοιχεία είναι µια µεγάλη λευκή επιγραφή στον τοίχο δίπλα στο γραφείο. Είναι στα γερµανικά, αλλά µεταφράζεται εύκολα στην αρχική αγγλική της µορφή:
"Το μυστικό της επιτυχίας είναι να κατανοείς
την άποψη των άλλων."

           –Χένρι Φορντ
Νιώθω έκπληξη. Αν είναι δυνατόν ένας εξαιρετικά γυµνασµένος φαλακρός άντρας να έχει µια τέτοια φράση για σύνθηµά του. Μια φράση µαλθακή. Ο Γερµανός υφυπουργός Οικονοµικών αναστατώνει ακόµα περισσότερο τις άστοχες υποθέσεις µου για το άτοµό του µιλώντας µε σαφήνεια, που αγγίζει ακόµα και τα όρια της απερισκεψίας, για ζητήµατα που οι περισσότεροι υπουργοί Οικονοµικών θεωρούν ότι είναι καθήκον τους να συσκοτίζουν. Χωρίς ιδιαίτερη παρακίνηση λέει ότι µόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση της πιο πρόσφατης αδηµοσίευτης έκθεσης των ελεγκτών του ΔΝΤ για την πρόοδο που έχει σηµειώσει η ελληνική κυβέρνηση στο πεδίο των µεταρρυθµίσεων. «Δεν έχουν εφαρµόσει τα µέτρα που είχαν υποσχεθεί ότι θα εφάρµοζαν» λέει απλά. «Δεν προχωρούν στις συµφωνηµένες µεταρρυθµίσεις».

«Τόσο ξεκάθαρα το θέτουν οι άνθρωποι του ΔΝΤ;» ρωτάω.
Πηγαίνει στη σελίδα εφτά της έκθεσης του ΔΝΤ, όπου γίνεται η σύσταση να µη δοθεί στους Έλληνες η επόµενη δόση των χρηµάτων που χρειάζεται το δηµόσιο για να αποφύγει τη στάση πληρωµών επί των οµολόγων του. «Εξακολουθούν να αντιµετωπίζουν τεράστιο πρόβληµα µε την είσπραξη των εσόδων. Όχι µε αυτή καθαυτή τη φορολογική νοµοθεσία. Το εισπρακτικό σύστηµα είναι που πρέπει να αναδιοργανωθεί».

Με άλλα λόγια, οι Έλληνες ακόµα αρνούνται να πληρώσουν τους φόρους τους. Αλλά δεν είναι αυτή η µοναδική τους αµαρτία. «Η αγορά εργασίας τους δεν αλλάζει όσο θα έπρεπε». Του ζητώ να µου δώσει ένα παράδειγµα. «Είναι σαφές ότι υπήρχε η παράδοση να δίνεται 13ος και 14ος µισθός» λέει αµέσως. «Λόγω των εξελίξεων της τελευταίας δεκαετίας, µια παρόµοια δουλειά [δηµοσίου τοµέα] στη Γερµανία αµείβεται µε 55.000 ευρώ. Στην Ελλάδα αµείβεται µε 70.000». Για να παρακάµψει περιορισµούς στις αµοιβές κατά τη διάρκεια του ηµερολογιακού έτους, η ελληνική κυβέρνηση απλώς πλήρωνε τους υπαλλήλους για ανύπαρκτους µήνες. «Πρέπει να αλλάξουν τη σχέση των ανθρώπων προς το δηµόσιο» συνεχίζει. «Αυτή η δουλειά δεν γίνεται µέσα σε τρεις µήνες». Πρόσθεσε, δε, ότι η αλλαγή της σχέσης ανάµεσα στους ανθρώπους και στο δηµόσιο δεν είναι ασήµαντο ζήτηµα. Οι Έλληνες έπρεπε να αλλάξουν την κουλτούρα τους. Δεν θα µπορούσε να το θέσει πιο ωµά: αν ήταν να συνυπάρξουν Έλληνες και Γερµανοί σε µια νοµισµατική ένωση, οι Έλληνες έπρεπε να αλλάξουν αυτό που είναι.

Αυτό είναι απίθανο να συµβεί αρκετά νωρίς ώστε να έχει σηµασία. Οι Έλληνες δεν έχουν απλώς τεράστια χρέη αλλά διατηρούν και µεγάλα ελλείµµατα. Παγιδευµένοι από ένα τεχνητά ισχυρό νόµισµα, αδυνατούν να µετατρέψουν αυτά τα ελλείµµατα σε πλεονάσµατα, ακόµα κι αν κάνουν ό,τι τους ζητούν οι ξένοι. Οι εξαγωγές τους, που τιµολογούνται σε ευρώ, παραµένουν ακριβές. Η γερµανική κυβέρνηση ζητά απ’ τους Έλληνες να µειώσουν το µέγεθος του δηµοσίου τους, αλλά κάτι τέτοιο θα επιβραδύνει τους ρυθµούς οικονοµικής µεγέθυνσης και θα περιορίσει τα φορολογικά έσοδα. Άρα πρέπει να συµβεί το ένα από τα εξής δύο: ή οι Γερµανοί θα συµφωνήσουν να προχωρήσουν στη δηµοσιονοµική ολοκλήρωση της Ευρώπης, έτσι ώστε η Γερµανία και η Ελλάδα να έχουν µεταξύ τους την ίδια σχέση που έχουν, λόγου χάρη, οι πολιτείες της Ιντιάνα και του Μισισιπή –οι φόροι των απλών Γερµανών θα κατέληγαν σε έναν κοινό κορβανά και θα χρησιµοποιούνταν για να χρηµατοδοτείται ο τρόπος ζωής των απλών Ελλήνων– ή οι Έλληνες (και τελικά µάλλον όλοι οι µη Γερµανοί) θα προχωρήσουν σε «διαρθρωτική µεταρρύθµιση», έναν ευφηµισµό που δηλώνει ότι πρέπει µε µαγικό και ριζικό τρόπο να µεταµορφωθούν σε έναν λαό εξίσου αποδοτικό και παραγωγικό µε τους Γερµανούς. Η πρώτη λύση είναι ευχάριστη για τους Έλληνες αλλά οδυνηρή για τους Γερµανούς. Η δεύτερη λύση είναι ευχάριστη για τους Γερµανούς αλλά οδυνηρή, ενδεχοµένως ακόµα και αυτοκτονική, για τους Έλληνες.

Το µόνο αληθοφανές από οικονοµικής άποψης σενάριο είναι να κάνουν οι Γερµανοί µόκο και, µε λίγη βοήθεια από έναν ταχύτατα φθίνοντα πληθυσµό φερέγγυων ευρωπαϊκών χωρών, να εργαστούν σκληρότερα και να πληρώσουν για όλους τους υπόλοιπους. Αλλά φαίνεται πως το οικονοµικά αληθοφανές είναι πολιτικά απαράδεκτο. Όλοι οι Γερµανοί ξέρουν τουλάχιστον το εξής σχετικά µε το ευρώ: ότι προτού συµφωνήσουν να ανταλλάξουν τα γερµανικά τους µάρκα, οι ηγέτες τους τους είχαν ρητά υποσχεθεί ότι ποτέ δεν θα υποχρεώνονταν να ξελασπώσουν άλλες χώρες. Ο κανόνας αυτός δηµιουργήθηκε µε την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και παραβιάστηκε το 2010. Η κοινή γνώµη εναντιώνεται καθηµερινά όλο και περισσότερο σε αυτή την παραβίαση – σε τέτοιο βαθµό ώστε η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ, η οποία έχει τη φήµη ότι διαβάζει τις διαθέσεις της κοινής γνώµης, δεν µπήκε καν στον κόπο να προσπαθήσει να απευθυνθεί στον γερµανικό λαό και να τον πείσει ότι ίσως είναι προς το συµφέρον του να βοηθήσει τους Έλληνες.

Να γιατί τα οικονοµικά προβλήµατα της Ευρώπης δεν φαίνονται απλώς σηµαντικά αλλά και αθεράπευτα. Να γιατί οι Έλληνες ταχυδροµούν βόµβες στη Μέρκελ, και οι τραµπούκοι στο Βερολίνο πετούν πέτρες στα παράθυρα του ελληνικού προξενείου. Και να γιατί οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν κάνουν τίποτα άλλο από το ν’ αναβάλλουν την αναπόφευκτη ώρα του λογαριασµού, πασχίζοντας κάθε µερικούς µήνες να βρουν λεφτά για να κλείσουν τις όλο και µεγαλύτερες τρύπες στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, και κάνοντας την προσευχή τους µην αποκαλυφθούν ακόµα πιο µεγάλες και ανησυχητικές τρύπες στην Ισπανία, την Ιταλία, ακόµα και τη Γαλλία.

Μέχρι τώρα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη Φρανκφούρτη ήταν η κύρια πηγή αυτής της ρευστότητας. Η ΕΚΤ δηµιουργήθηκε έτσι ώστε να ενεργεί µε την ίδια πειθαρχία µε την οποία ενεργεί η Bundesbank, αλλά η χρηµατοπιστωτική κρίση την αναδιαµόρφωσε σε κάτι άλλο. Ήδη έχει αγοράσει απευθείας ελληνικά, ιρλανδικά και πορτογαλικά κρατικά οµόλογα αξίας σχεδόν 80 δισεκατοµµυρίων δολαρίων, ενώ έχει δανείσει άλλα 450, περίπου, δισεκατοµµύρια δολάρια σε διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και ευρωπαϊκές τράπεζες, αποδεχόµενη σχεδόν κάθε λογής ασφάλεια, ακόµα και οµόλογα του ελληνικού δηµοσίου. Όµως η ΕΚΤ έχει ως κανόνα –και οι Γερµανοί θεωρούν ότι ο κανόνας αυτός είναι πολύ σηµαντικός– να µην αποδέχεται ως ασφάλειες οµόλογα που κατατάσσονται σε κατηγορία «αθέτησης πληρωµών» από τους αµερικανικούς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Δεδοµένου ότι η ΕΚΤ κάποτε είχε ως κανόνα να µην αγοράζει οµόλογα απευθείας από την ανοιχτή αγορά, όπως και να µην προβαίνει σε διασώσεις κυβερνήσεων, είναι λίγο παράξενο που εµµένει σε αυτή τη λεπτοµέρεια – όµως εµµένει. Αν η Ελλάδα κηρύξει στάση πληρωµών επί του χρέους της, η ΕΚΤ δεν θα χάσει απλώς ένα σωρό λεφτά από τις θέσεις της σε ελληνικά οµόλογα, αλλά πρέπει να επιστρέψει τα οµόλογα αυτά στις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες πρέπει να ξηλωθούν πάνω από 450 δισεκατοµµύρια δολάρια σε µετρητά. Η ίδια η ΕΚΤ µπορεί να απειληθεί µε πτώχευση, πράγµα που σηµαίνει ότι θα στραφεί για κονδύλια στις φερέγγυες χώρες µέλη της, µε πρώτη και καλύτερη τη Γερµανία. (Ο υψηλόβαθµος υπάλληλος της Bundesbank µου είπε ότι έχουν ήδη σκεφτεί πώς θα αντιµετωπίσουν ένα τέτοιο αίτηµα. «Έχουµε 3.400 τόνους χρυσού» είπε. «Είµαστε η µόνη χώρα που δεν έχει πουλήσει την αρχική ποσότητα που της διατέθηκε [στα τέλη της δεκαετίας του 1940]. Άρα είµαστε καλυµµένοι σε κάποιο βαθµό».)

Το µεγαλύτερο πρόβληµα µε µια ελληνική στάση πληρωµών είναι ότι µπορεί κάλλιστα να υποχρεώσει άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τις τράπεζές τους να προβούν επίσης σε στάση πληρωµών. Κάτι τέτοιο αν µη τι άλλο θα δηµιουργούσε πανικό και σύγχυση στην αγορά τόσο κρατικών, όσο και τραπεζικών, τίτλων, σε µια περίοδο κατά την οποία πολλές τράπεζες και τουλάχιστον δύο µεγάλες ευρωπαϊκές καταχρεωµένες χώρες, η Ιταλία και η Ισπανία, αδυνατούν να αντέξουν το ενδεχόµενο πανικού και σύγχυσης.
Κατά την άποψη του γερµανικού υπουργείου Οικονοµικών, η βαθύτερη αιτία γι’ αυτό το απίστευτο χάλι είναι η απροθυµία, ή η ανικανότητα, των Ελλήνων να αλλάξουν συµπεριφορά. Αυτό συνεπαγόταν πάντα η νοµισµατική ένωση: ολόκληροι λαοί έπρεπε να αλλάξουν τρόπο ζωής. Ενώ το ευρώ είχε επινοηθεί ως εργαλείο για να ενοποιηθεί η Γερµανία µε την Ευρώπη και να εµποδιστούν οι Γερµανοί να κυριαρχήσουν πάνω σε άλλους, είχε καταντήσει ακριβώς το αντίθετο. Καλώς ή κακώς, οι Γερµανοί ελέγχουν πλέον τη χρηµατοπιστωτική µοίρα της Ευρώπης. Αν η υπόλοιπη Ευρώπη ήθελε να συνεχίσει να απολαµβάνει τα οφέλη από ένα ουσιαστικά γερµανικό νόµισµα, έπρεπε να γίνει πιο γερµανική. Κι έτσι, για µία ακόµα φορά, κάθε λογής άνθρωποι που δεν θα ήθελαν ούτε να διανοηθούν τι σηµαίνει να είσαι «Γερµανός» υποχρεώνονται να το κάνουν.

Ο Γεργκ Ασµούσεν δίνει µια πρώτη υπόνοια απάντησης µε την προσωπική του στάση. Ήταν ένας τύπος ανθρώπου συνηθισµένος στη Γερµανία αλλά εντελώς τερατώδης στην Ελλάδα ή, επί προκειµένω, στις Ηνωµένες Πολιτείες: ένας οξυδερκής και ευφυής, εξαιρετικά φιλόδοξος, δηµόσιος υπάλληλος, χωρίς άλλη βλέψη από το να υπηρετήσει τη χώρα του. Από το εντυπωσιακό βιογραφικό του σηµείωµα λείπει µια αράδα την οποία συναντάµε στα βιογραφικά ανθρώπων που έχουν την ίδια θέση σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον κόσµο – εκεί όπου λέει ότι αποχώρησε από το δηµόσιο λειτούργηµα και πηγαίνει στην Goldman Sachs για να εξαργυρώσει τα προσόντα του. Όταν ρώτησα έναν άλλο εξέχοντα Γερµανό δηµόσιο υπάλληλο γιατί δεν είχε αποχωρήσει προσωρινά από το δηµόσιο λειτούργηµα προκειµένου να πλουτίσει εργαζόµενος για κάποια τράπεζα, όπως καταπώς φαίνεται θέλει να κάνει κάθε Αµερικανός δηµόσιος υπάλληλος που έχει ασχοληθεί έστω και περιστασιακά µε τα χρηµατοπιστωτικά, τον είδα να ταράζεται. «Μα πώς θα µπορούσα να κάνω τέτοιο πράγµα;» είπε. «Θα ήταν ανέντιµο!» Το ίδιο συναίσθηµα απηχεί ο Ασµούσεν όταν τον ρωτάω γιατί δεν µπήκε στον κόπο να πλουτίσει.

Κατόπιν στρέφεται πιο άµεσα στο γερµανικό ζήτηµα. Το παράξενο µε την έκρηξη του φτηνού και αδιάκριτου δανεισµού που σηµειώθηκε µεταξύ 2002 και 2008 ήταν η διαφορετική επίδρασή του από χώρα σε χώρα. Κάθε αναπτυγµένη χώρα εκτέθηκε, λίγο πολύ, στον ίδιο πειρασµό, αλλά δεν υπήρξαν ούτε δύο χώρες που να αντιδράσουν µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μεγάλο µέρος της Ευρώπης είχε δανειστεί φτηνά για να αγοράσει πράγµατα που στην πραγµατικότητα δεν άντεχε οικονοµικά να αγοράσει. Στην ουσία πολλοί µη Γερµανοί χρησιµοποίησαν την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας της Γερµανίας για να ικανοποιήσουν τις υλικές επιθυµίες τους. Οι Γερµανοί αποτέλεσαν την εξαίρεση. Όταν τους δόθηκε η ευκαιρία να πάρουν κάτι τζάµπα, οι Γερµανοί απλώς αγνόησαν την προσφορά. «Δεν σηµειώθηκε πιστωτική έκρηξη στη Γερµανία» λέει ο Ασµούσεν. «Οι τιµές των ακινήτων παρέµειναν εντελώς αµετάβλητες. Δεν χορηγήθηκαν δάνεια για κατανάλωση. Επειδή αυτή η συµπεριφορά είναι εντελώς απαράδεκτη στη Γερµανία. Έτσι είναι οι Γερµανοί. Αυτό βρίσκεται βαθιά στα γερµανικά γονίδια. Είναι ίσως αποµεινάρι της συλλογικής µνήµης από τη Μεγάλη Οικονοµική Κρίση και τον υπερπληθωρισµό της δεκαετίας του 1920». Η γερµανική κυβέρνηση φέρθηκε εξίσου συνετά, συνέχισε να µου λέει, επειδή «υπάρχει ανάµεσα στα διάφορα κόµµατα συναίνεση πάνω στο εξής: αν δεν επιµείνεις στη δηµοσιονοµική υπευθυνότητα δεν έχεις καµία τύχη στις εκλογές, επειδή έτσι είναι ο κόσµος».

Τη στιγµή του πειρασµού η Γερµανία έγινε κάτι σαν το αντικαθρέφτισµα της Ισλανδίας και της Ιρλανδίας και της Ελλάδας – και των Ηνωµένων Πολιτειών. Άλλες χώρες χρησιµοποίησαν χρήµα ξένων για να τροφοδοτήσουν διάφορες µορφές παραλογισµού. Οι Γερµανοί, µέσω των τραπεζιτών τους, χρησιµοποίησαν το χρήµα τους για να δώσουν σε ξένους τη δυνατότητα να φερθούν παράλογα.

Κι αυτό είναι που καθιστά τόσο ιδιαίτερη την περίπτωση των Γερµανών. Αν είχαν αποτελέσει το µοναδικό µεγάλο αναπτυγµένο έθνος µε υψηλόφρονες χρηµατοπιστωτικές ηθικές αρχές, θα παρουσίαζαν µια συγκεκριµένη εικόνα, µια εικόνα αφελούς ακεραιότητας. Αλλά είχαν κάνει κάτι πολύ λιγότερο συνηθισµένο: κατά τη διάρκεια της πιστωτικής έκρηξης οι Γερµανοί τραπεζίτες είχαν κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να λερωθούν. Δάνεισαν χρήµατα σε Αµερικανούς δανειολήπτες µειωµένης πιστοληπτικής ικανότητας, Ιρλανδούς βαρόνους της κτηµαταγοράς, Ισλανδούς µεγιστάνες του τραπεζικού κλάδου, για να κάνουν πράγµατα που κανείς Γερµανός δεν θα έκανε ποτέ. Οι γερµανικές απώλειες ακόµα υπολογίζονται, αλλά µε την τελευταία καταµέτρηση ανέρχονται σε 21 δισεκατοµµύρια δολάρια από τις ισλανδικές τράπεζες, 100 δισεκατοµµύρια δολάρια από τις ιρλανδικές τράπεζες, 60 δισεκατοµµύρια δολάρια από διάφορα αµερικανικά οµόλογα µε κάλυµµα subprime δάνεια, και ένα απροσδιόριστο ακόµα ποσό από τα ελληνικά οµόλογα. Η µόνη χρηµατοπιστωτική καταστροφή της τελευταίας δεκαετίας που φαίνεται να έχασαν οι Γερµανοί τραπεζίτες ήταν που δεν επένδυσαν µε τον Μπέρνι Μάντοφ (ίσως το µοναδικό πλεονέκτηµα της ανυπαρξίας Εβραίων στο γερµανικό χρηµατοπιστωτικό σύστηµα). Στην ίδια τους τη χώρα, ωστόσο, αυτοί οι, καταπώς φαινόταν, παλαβοί τραπεζίτες φέρονταν µε αυτοσυγκράτηση. Ο γερµανικός λαός δεν τους επέτρεπε να φερθούν αλλιώς. Άλλη µια περίπτωση καθαρού εξωτερικού, βρόµικου εσωτερικού. Οι γερµανικές τράπεζες που ήθελαν να λερωθούν λιγάκι έπρεπε να πάνε στο εξωτερικό.

Ο υφυπουργός Οικονοµικών δεν έχει πολλά να πει γι’ αυτό, αν και αναρωτιέται, τάχα µου αδιάφορα, πώς είναι δυνατόν µια κρίση στην αγορά ακινήτων της Φλόριντας να καταλήγει σε τεράστιες χρηµατοπιστωτικές ζηµίες στη Γερµανία. Το γεγονός ότι έχει συµβεί τέτοιο πράγµα φαίνεται να του γεννά ειλικρινή απορία.
Ο Γερµανός οικονοµολόγος Χένρικ Εντερλάιν, ο οποίος διδάσκει στη Σχολή Διακυβέρνησης Hertie του Βερολίνου, έχει περιγράψει τη ριζική αλλαγή που σηµειώθηκε στις γερµανικές τράπεζες αρχής γενοµένης γύρω στο 2003. Σε µια µελέτη που βρίσκεται υπό διαµόρφωση, ο Εντερλάιν επισηµαίνει ότι «Πολλοί παρατηρητές αρχικά πίστευαν ότι οι γερµανικές τράπεζες θα ήταν σχετικά λιγότερο εκτεθειµένες στην κρίση. Αποδείχτηκε ότι ίσχυε το αντίθετο. Οι γερµανικές τράπεζες στο τέλος βρέθηκαν ανάµεσα στις πλέον επηρεασµένες της ηπειρωτικής Ευρώπης, και αυτό σε πείσµα των σχετικά ευνοϊκών οικονοµικών συνθηκών». Όλοι πίστευαν ότι οι Γερµανοί τραπεζίτες ήταν πιο συντηρητικοί και πιο ξεκοµµένοι από τον έξω κόσµο απ’ ό,τι, ας πούµε, οι Γάλλοι. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. «Ποτέ δεν υπήρξε οποιαδήποτε καινοτοµία στη γερµανική τραπεζική» λέει ο Εντερλάιν. «Έδινες χρήµα σε κάποια εταιρεία, και η εταιρεία σε εξοφλούσε. Πέρασαν [σχεδόν εν µία νυκτί] από αυτό το µοντέλο στο αµερικανικό. Και δεν ήταν καλοί σ’ αυτό».
Τα όσα έκαναν οι Γερµανοί µε το χρήµα από το 2003 µέχρι το 2008 δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να γίνουν στο εσωτερικό της χώρας τους, µιας και δεν υπήρχε κανείς για να αναλάβει το ρόλο του αντισυµβαλλόµενου πολλών από τις ανόητες συµφωνίες που έκλειναν. Έχασαν τεράστια ποσά απ’ ό,τι κι αν έπιασαν στα χέρια τους, από αµερικανικά subprime δάνεια µέχρι ελληνικά κρατικά οµόλογα. Μία, µάλιστα, από τις απόψεις για την ευρωπαϊκή κρίση χρέους –η άποψη που επικρατεί στους δρόµους της Ελλάδας– είναι ότι πρόκειται για µια καλοδουλεµένη απόπειρα της γερµανικής κυβέρνησης να πάρει πίσω τα λεφτά των τραπεζών της χώρας χωρίς να τραβήξει την προσοχή στις βροµοδουλειές τους. Η γερµανική κυβέρνηση δίνει χρήµατα στο ταµείο διασώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έτσι ώστε αυτό να µπορεί να δώσει χρήµατα στην ιρλανδική κυβέρνηση έτσι ώστε η ιρλανδική κυβέρνηση να µπορεί να δώσει χρήµατα στις ιρλανδικές τράπεζες, έτσι ώστε οι ιρλανδικές τράπεζες να µπορέσουν να εξοφλήσουν τα δάνεια που έχουν πάρει από τις γερµανικές. «Παίζουν µπιλιάρδο» λέει ο Εντερλάιν. «Το ευκολότερο θα ήταν να δώσουν χρήµατα στις γερµανικές τράπεζες και να αφήσουν τις ιρλανδικές να πτωχεύσουν». Το γιατί δεν κάνουν απλώς αυτό το πράγµα είναι ένα ερώτηµα που αξίζει να απαντηθεί.
Η εικοσάλεπτη διαδροµή µε τα πόδια από το γερµανικό υπουργείο Οικονοµικών µέχρι το γραφείο του προέδρου της Commerzbank, µίας από τις δύο κολοσσιαίες ιδιωτικές τράπεζες της Γερµανίας, είναι διάσπαρτη από επίσηµα επικυρωµένες µνήµες: το νέο Μνηµείο Ολοκαυτώµατος, µε έκταση δυόµισι φορές µεγαλύτερη από εκείνη της αµερικανικής πρεσβείας· τον νέο δρόµο δίπλα του, που ονοµάζεται οδός Χάνα Άρεντ· τις πινακίδες που δείχνουν το δρόµο προς το νέο Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου· το πάρκο που περιλαµβάνει τον Ζωολογικό Κήπο του Βερολίνου, όπου, αφού πέρασαν δεκαετίες αρνούµενες ότι είχαν ποτέ κακοµεταχειριστεί Εβραίους, οι αρχές πρόσφατα εγκατέστησαν στο κλουβί της αντιλόπης µια πλάκα όπου µνηµονεύεται η απαλλοτρίωση των εβραϊκής ιδιοκτησίας µετοχών του ζωολογικού κήπου κατά τη ναζιστική περίοδο. Στην πορεία προσπερνάς, επίσης, το καταφύγιο του Χίτλερ, αλλά δεν καταλαβαίνεις µε τίποτε ότι ήταν εκεί, µιας και έχει σκεπαστεί από ένα χώρο στάθµευσης, ενώ η µικρή πλάκα που το µνηµονεύει είναι καλά κρυµµένη. Οι δρόµοι του Βερολίνου δηµιουργούν την αίσθηση ενός πολύπλοκου τόπου προσκυνήµατος. Είναι λες και η ιστορία σταµάτησε και µοίρασε ρόλους σε κάθε λαό, και οι Γερµανοί υποχρεώθηκαν να αποδεχτούν ότι θα παίζουν πάντα τον κακό της ιστορίας. Από την άλλη, είναι ευκολότερο να εκφράσει κανείς µεταµέλεια σχεδόν για τα πάντα όσο λιγότερο προσωπικά υπεύθυνος αισθάνεται. Η ενοχή εκφράζεται τόσο κραυγαλέα ακριβώς επειδή δεν είναι πια προσωπική και βασανιστική. Σχεδόν κανένας που να είναι ακόµα ζωντανός δεν είναι υπεύθυνος για όσα συνέβησαν εδώ: όλοι είναι. Αλλά όταν όλοι είναι ένοχοι, κανένας δεν είναι ένοχος.

Αν, τέλος πάντων, ένας Αρειανός προσγειωνόταν στους δρόµους του Βερολίνου δίχως να ξέρει τίποτα για την ιστορία του, ίσως αναρωτιόταν: Ποιοι είναι αυτοί οι «Εβραίοι», και πώς κατάφεραν να κουµαντάρουν αυτό τον τόπο; Αλλά δεν υπάρχουν Εβραίοι στη Γερµανία, ή τουλάχιστον δεν υπάρχουν πολλοί. «Οι Γερµανοί δεν βλέπουν ποτέ Εβραίους» λέει ο Γκάρι Σµιθ, διευθυντής της Αµερικανικής Ακαδηµίας του Βερολίνου. «Γι’ αυτούς οι Εβραίοι είναι κάτι το εξωπραγµατικό. Στο νου τους οι Εβραίοι ισοδυναµούν µε θύµατα». Όσο περισσότερο αποµακρύνονται οι Γερµανοί από τα θύµατά τους, τόσο πιο επιδεικτικά τιµούν τη µνήµη τους. Κανένας, βέβαια, λογικός Γερµανός δεν θέλει να κάθεται να θυµάται τα τροµερά εγκλήµατα που διέπραξαν οι πρόγονοί του – και υπάρχουν τα σηµάδια, ανάµεσά τους και τα µνηµεία, που δείχνουν ότι βρίσκουν τρόπους για να το ξεπεράσουν. Ένας καλός µου φίλος, ένας Εβραίος που διώχτηκε από τη Γερµανία τη δεκαετία του 1930, πρόσφατα επισκέφτηκε ένα γερµανικό προξενείο στις Ηνωµένες Πολιτείες για να κάνει αίτηση χορήγησης διαβατηρίου. Ήδη κατείχε ένα ευρωπαϊκό διαβατήριο, φοβόταν, όµως, ότι µια µέρα η Ευρωπαϊκή Ένωση µπορεί να διαλυθεί, και ήθελε καλού κακού να έχει πρόσβαση στη Γερµανία. Ο Γερµανός υπεύθυνος –ένας Άρειος, διαλεγµένος θα έλεγε κανείς για δεύτερο ρόλο κινηµατογραφικής ταινίας, ντυµένος µε ένα γιλέκο βγαλµένο από τη Μελωδία της Ευτυχίας– του έδωσε ένα αντίτυπο µιας µπροσούρας µε τίτλο Η ζωή ενός Εβραίου στη σύγχρονη Γερµανία.

«Θα σας πείραζε να βγάλουµε µια φωτογραφία;» ρώτησε το φίλο µου, αφού διεκπεραίωσε την αίτησή του για διαβατήριο.
«Κανένα πρόβληµα» απάντησε ο φίλος µου.
«Μπορούµε να τη βγάλουµε µπροστά στη σηµαία;» ρώτησε ο υπεύθυνος.
Ο φίλος µου κοίταξε έκπληκτος τη γερµανική σηµαία. «Για ποιο λόγο;» ρώτησε.
«Για τον ιστότοπό µας» είπε ο Γερµανός υπεύθυνος, και πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση έλπιζε να αναρτήσει τη φωτογραφία µε µια επιγραφή που να λέει: Αυτός ο άντρας είναι απόγονος επιζώντων του Ολοκαυτώµατος και αποφάσισε να επιστρέψει στη Γερµανία.
Η Commerzbank ήταν η πρώτη ιδιωτική τράπεζα που η γερµανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να διασώσει κατά τη διάρκεια της χρηµατοπιστωτικής κρίσης, µε µια ένεση ρευστότητας 25 δισεκατοµµυρίων δολαρίων, δεν είναι, όµως, αυτός ο λόγος για τον οποίο τράβηξε την προσοχή µου. Ένα βράδυ έκανα βόλτα στη Φρανκφούρτη µε έναν Γερµανό κεφαλαιούχο, όταν παρατήρησα το κτίριο της Commerzbank να διαγράφεται στον ορίζοντα. Στη Γερµανία υπάρχει νόµος που απαγορεύει τα κτίρια πάνω από είκοσι ορόφους, αλλά στη Φρανκφούρτη επιτρέπονται κάποιες εξαιρέσεις. Ο Πύργος της Commerzbank φτάνει τους 53 ορόφους και έχει ασυνήθιστο σχήµα: θυµίζει γιγαντιαίο θρόνο. Η κορυφή του κτιρίου, τα µπράτσα του θρόνου, παίζουν µάλλον διακοσµητικό παρά χρηστικό ρόλο. Το ενδιαφέρον, µου είπε ο Γερµανός κεφαλαιούχος που τον επισκεπτόταν συχνά, είναι το γυάλινο δωµάτιο στην κορυφή, απ’ όπου βλέπει κανείς όλη τη Φρανκφούρτη. Είναι µια τουαλέτα ανδρών. Τα στελέχη της Commerzbank τον είχαν πάει εκεί για να του δείξουν πώς µπορούσε να χέσει την Deutsche Bank ατενίζοντας από ψηλά τον κόσµο.

Ο πρόεδρος της Commerzbank, Κλάους-Πέτερ Μίλερ, στην πραγµατικότητα εργάζεται στο Βερολίνο, σε έναν εξίσου γερµανοπρεπέστατο χώρο. Το γραφείο του εφάπτεται στο πλάι της Πύλης του Βρανδεµβούργου. Κάποτε το Τείχος του Βερολίνου περνούσε, χοντρικά, από τη µέση του. Η µία πλευρά του κτιρίου του αποτελούσε κάποτε πεδίο βολής για τους Ανατολικογερµανούς συνοριακούς φρουρούς, ενώ το άλλο αποτέλεσε το φόντο για την περιβόητη οµιλία του Ρόναλντ Ρίγκαν. («Κύριε Γκορµπατσόφ, ανοίξτε αυτή την πύλη. Κύριε Γκορµπατσόφ, γκρεµίστε αυτό το τείχος».) Κοιτώντας το κτίριο δεν θα µπορούσες να φανταστείς τίποτα απ’ όλα αυτά. «Όταν έπεσε το τείχος µάς δόθηκε η ευκαιρία να το ξαναγοράσουµε» λέει ο Μίλερ. «Το κτίριο ήταν δικό µας πριν από τον πόλεµο. Αλλά ο όρος ήταν πως έπρεπε να ξαναφτιάξουµε τα πάντα όπως ακριβώς ήταν. Όλα έπρεπε να δουλευτούν στο χέρι». Δείχνει τα µπρούτζινα πόµολα που µοιάζουν αντίκες και τα παράθυρα που µοιάζουν αντίκες. Εδώ και είκοσι περίπου χρόνια σε όλη τη Γερµανία έχουν ανοικοδοµηθεί πέτρα πέτρα τα κέντρα πόλεων που είχαν καταστραφεί από βοµβαρδισµούς κατά τον Β΄ Παγκόσµιο πόλεµο. Η γερµανική κυβέρνηση δέχτηκε να καταβάλει ένα τεράστιο χρηµατικό ποσό για την ανοικοδόµηση του Berliner Schloss, του παλιού Βασιλικού Ανακτόρου που κατεδαφίστηκε στη δεκαετία του 1950 από τις αρχές της Ανατολικής Γερµανίας, έτσι ώστε να δείχνει ολόιδιο µε τις προπολεµικές φωτογραφίες. Αν συνεχιστεί αυτή η τάση κάποια µέρα θα δίνεται η εντύπωση ότι τίποτα φριχτό δεν συνέβη ποτέ στη Γερµανία, ενώ καθετί φριχτό συνέβη εκεί. «Μη µε ρωτάτε για το κόστος» λέει ο πρόεδρος της τράπεζας, και γελάει.

Στη συνέχεια µου παραθέτει την ίδια επισκόπηση του γερµανικού τραπεζικού κλάδου την οποία θα ακούσω από καµιά δεκαριά άλλους. Οι γερµανικές τράπεζες δεν είναι κατά βάση ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως οι αµερικανικές τράπεζες. Οι περισσότερες είτε υποστηρίζονται απευθείας από το κράτος ή είναι µικρά συνεταιριστικά ταµιευτήρια. Η Commerzbank, η Dresdner Bank και η Deutsche Bank, που όλες ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1870, είναι οι µοναδικές γερµανικές ιδιωτικές τράπεζες. Το 2009 η Commerzbank εξαγόρασε την Dresdner. Όπως αποδείχτηκε, και οι δύο ήταν φορτωµένες µε τοξικά στοιχεία ενεργητικού, µε αποτέλεσµα η τράπεζα που προέκυψε από τη συγχώνευσή τους να πρέπει να διασωθεί από το δηµόσιο. «Δεν είµαστε ένα έθνος που ξέρει από χρηµατιστηριακές συναλλαγές προς ίδιον όφελος» λέει ο Μίλερ, φτάνοντας αρκετά γρήγορα στην ουσία των προβληµάτων του γερµανικού τραπεζικού κλάδου. Η γερµανική τραπεζική δεν είχε ποτέ προορισµό να αποτελέσει υπόθεση όπου διακυβεύονται πολλά. Όταν γίνεται µε τον σωστό γερµανικό τρόπο η τραπεζική δεν αποτελεί τόσο ιδιωτική πρωτοβουλία, όσο υπηρεσία κοινής ωφέλειας. «Γιατί να πληρώσεις είκοσι εκατοµµύρια σε έναν εικοσάχρονο διαπραγµατευτή;» αναρωτιέται ο Μίλερ. «Χρησιµοποιεί το χώρο του γραφείου, το µηχανογραφικό σύστηµα, µια εταιρική κάρτα µ’ ένα όνοµα πρώτης τάξης πάνω της. Αν του πάρω την κάρτα θα καταντήσει να πουλάει χοτ ντογκ». Αυτός ο άντρας είναι ισότιµος του επικεφαλής της Bank of America ή της Citigroup. Και αντιµετωπίζει µε σαφή εχθρότητα την άποψη ότι οι τραπεζικοί πρέπει να βγάζουν τεράστια χρηµατικά ποσά.

Επ’ ευκαιρία µου λέει γιατί η τρέχουσα χρηµατοπιστωτική κρίση έχει κλονίσει τόσο πολύ την άποψη του Γερµανού τραπεζίτη για το χρηµατοπιστωτικό σύµπαν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, και αφού ο ίδιος είχε προσληφθεί στην Commerzbank, η τράπεζα άνοιξε το πρώτο κατάστηµα που άνοιγε ποτέ γερµανική τράπεζα στη Νέα Υόρκη, κι εκείνος πήγε να εργαστεί εκεί. Βουρκώνει λίγο όταν διηγείται ιστορίες για τους Αµερικανούς µε τους οποίους συνεργαζόταν τότε: Σε µία από τις ιστορίες ένα στέλεχος αµερικανικής επενδυτικής τράπεζας, που τον είχε από αβλεψία πετάξει έξω από µια συµφωνία, τον κυνήγησε και του έδωσε ένα φάκελο µε 75 χιλιάδες δολάρια, επειδή δεν είχε πρόθεση να ρίξει τη γερµανική τράπεζα. «Πρέπει να καταλάβετε» λέει µε έµφαση «ότι από κάτι τέτοια αντλώ την άποψή µου για τους Αµερικανούς». Εδώ και µερικά χρόνια, προσθέτει, η άποψη αυτή έχει αλλάξει. Αντιλαµβάνοµαι ένα αίσθηµα απώλειας.

«Πόσα χρήµατα χάσατε στην αγορά subprime;» ρωτάω.
«Δεν θέλω να σας πω» απαντά.
Γελά και συνεχίζει. «Επί σαράντα χρόνια δεν χάσαµε ούτε δεκάρα από οτιδήποτε είχε πιστοληπτική αξιολόγηση ΑΑΑ» λέει. «Σταµατήσαµε να χτίζουµε το χαρτοφυλάκιο των subprime το 2006. Ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά µε την [αµερικανική] αγορά σας. Ούτε που µου περνούσε απ’ το νου ότι η αγορά σας θα κατέρρεε ολοκληρωτικά». Κάνει µια παύση. «Αυτό µου ’δωσε να καταλάβω κάτι. Πίστευα ότι το καλύτερα εποπτευόµενο απ’ όλα τα τραπεζικά συστήµατα βρισκόταν στη Νέα Υόρκη. Για µένα η Fed και η SEC [Αµερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς] δεν είχαν ταίρι. Δεν πίστευα ότι στελέχη επενδυτικής τραπεζικής θα επικοινωνούσαν µε email λέγοντας ότι πουλάνε…» Κάνει νέα παύση, και αποφασίζει ότι δεν πρέπει να πει «σκατά». «Βροµιά» λέει. «Πρόκειται για τη µακράν µεγαλύτερη απογοήτευση που έχω βιώσει ως επαγγελµατίας. Ήµουν πάρα πολύ θετικά προκατειληµµένος υπέρ των ΗΠΑ. Είχα συγκεκριµένες πεποιθήσεις σχετικά µε τις αµερικανικές αξίες».

Μπορεί το παγκόσµιο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα να υπάρχει προκειµένου να φέρνει κοντά δανειστές και δανειολήπτες, αλλά εδώ και µερικές δεκαετίες έχει µετατραπεί και σε κάτι άλλο: ένα µέσο για να µεγιστοποιείται ο αριθµός επαφών ανάµεσα στους δυνατούς και στους αδύνατους, έτσι ώστε οι µεν να εκµεταλλεύονται τους δε. Μέσα στις επενδυτικές τράπεζες της Γουόλ Στριτ, ευφυέστατοι διαπραγµατευτές επινοούν εξαιρετικά αθέµιτα, διαβολικά περίπλοκα στοιχήµατα, κι έπειτα στέλνουν τους υπεύθυνους πωλήσεών τους να χτενίσουν την υφήλιο για να βρουν τον ηλίθιο που θα αναλάβει την άλλη πλευρά αυτών των στοιχηµάτων. Κατά τη διάρκεια των ετών της οικονοµικής άνθησης ένας συντριπτικά δυσανάλογος αριθµός τέτοιων ηλιθίων βρισκόταν στη Γερµανία. Όπως µου το έθεσε ένας ανταποκριτής της Bloomberg News στη Φρανκφούρτη, ο Άαρον Κίρτσφιλντ, «Μιλούσες µε ένα στέλεχος επενδυτικής τραπεζικής από τη Νέα Υόρκη και σου έλεγε “Κανείς δεν πρόκειται να αγοράσει αυτά τα σκατά. Ωπ. Για στάσου. Θα τα αγοράσουν οι Landesbank!» Όταν η Morgan Stanley σχεδίασε συµβάσεις µεταφοράς κινδύνου αθέτησης υποχρέωσης (credit default swaps) τόσο περίπλοκες ώστε να είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα καταρρεύσουν, και να µπορούν οι διαπραγµατευτές της που εκτελούσαν συναλλαγές για δικό της λογαριασµό να στοιχηµατίσουν εναντίον τους, ο αγοραστής ήταν Γερµανός. Όταν η Goldman Sachs βοήθησε τον Νεοϋορκέζο διαχειριστή κεφαλαίων αντιστάθµισης κινδύνων Τζον Πόλσον να σχεδιάσει ένα οµόλογο εναντίον του οποίου µπορούσε να ποντάρει –ένα οµόλογο που ο Πόλσον έλπιζε ότι θα έχανε την αξία του– ο αγοραστής από την άλλη πλευρά ήταν η γερµανική τράπεζα ΙΚΒ. Η ΙΚΒ, µαζί µε ένα άλλο διαβόητο κορόιδο στο τραπέζι του πόκερ της Γουόλ Στριτ, τη WestLB, είχε την έδρα της στο Ντίσελντορφ – γι’ αυτό και άµα γύρω στον Ιούνιο του 2007 ρωτούσες κάποιον ξύπνιο διαπραγµατευτή ενυπόθηκων subprime οµολόγων της Γουόλ Στριτ ποιος εξακολουθούσε να αγοράζει τα σκατά του, εκείνος θα απαντούσε απλά «Κάτι βλάκες Γερµανοί από το Ντίσελντορφ».
Μετάφραση: Νίκος Ρούσσος

*Το βιβλίο του Michael Lewis "Μπούμερανγκ: Ταξίδια στον νέο Τρίτο Κόσμο: Ελλάδα, Ισλανδία, Ιρλανδία, Γερμανία, ΗΠΑ" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: