Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

ΕΛΕΓΧΟΣ τῆς ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ μητρ. Περγάμου Ἰω. ΖΗΖΙΟΥΛΑ


ΕΛΕΓΧΟΣ τῆς ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ μητρ. Περγάμου Ἰω. ΖΗΖΙΟΥΛΑ : περὶ «ΔΙΑΒΑΘΜΗΣΕΩΣ» καὶ «ΑΡΙΘΜΗΣΕΩΣ» στὴν ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ


 Πόσοι ἐπίσκοποι γνωρίζουν τὶς αἱρετικὲς ...ἐπιτυχίες(!)
τοῦ Ζηζιούλα; Μᾶλλον πολλὰ ζητᾶμε ἀπὸ τοὺς
σημερινοὺς Ἐπισκόπους! Γιατὶ ν’ ἀνησυχήσουν;
Ἡ ἀνησυχία ἀρχίζει, ὅταν ὑπερασπίζεσαι καὶ
ὁμολογεῖς τὴν Πίστη μὲ κίνδυνο νὰ χάσεις
τὸ θρόνο σου! Και γνωρίζουν ὅτι ὁ Ζηζιούλας εἶναι
     «ὁ δεξιὸς βραχίων τοῦ Βαρθολομαίου»!

Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἀσχολούμαστε μὲ τὶς ἀτυχεῖς θέσεις καὶ διδασκαλίες τοῦ μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα. Καὶ σὲ ἄλλα ἄρθρα ἀσχοληθήκαμε μὲ τὶς κακοδοξίες του, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ θελήσει νὰ ἀπαντήσει καὶ νὰ διευκρινήσει αὐτά, ποὺ μὴ ἀντικρουόμενα, καταγράφονται ὡς αἱρετικὲς διδασκαλίες. Ἴσως, θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀνάξιο σὲ ἕνα Ἀκαδημαϊκὸ δάσκαλο τῆς περιοπῆς του, νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ ἀσημότητες. Τοῦτο ὅμως δὲν τὸν τιμᾶ ὡς ποιμένα, ἂν νιώθει ὅτι ἔχει (ἐκτὸς τὶς ἄλλες περγαμηνές) καὶ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα. Ἐμεῖς, παρόλο ποὺ δὲν ἔχουμε τὶς περγαμηνές του, καὶ ἀφοῦ, ἐκεῖνοι ποὺ ἔπρεπε καὶ μποροῦν, οἱ Ἐπίσκοποι, δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τὶς κατευθυνόμενες οἰκουμενιστικὲς ἰδέες του, θὰ συνεχίσουμε νὰ τὶς ὑπενθυμίζουμε, σύμφωνα μὲ τὶς μικρές μας δυνατότητες.
Ἐπανερχόμαστε λοιπόν, καὶ παραθέτουμε
Α. εἰσαγωγικὰ ἕνα ἐνημερωτικὸ μικρὸ τμῆμα ἀπὸ ἄλλο ἐκτενὲς ἄρθρο μας μὲ τίτλο «Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΣΤΗΝ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ» τὸ ὁποῖο ἔμεινε ἀναπάντητο (τὸ ἄρθρο στὴν διεύθυνση:
καὶ στὴ συνέχεια, παραθέτουμε
Β. ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὸ νέο βιβλίο «Χριστός, Κτιστὸς καὶ Ἄκτιστος, Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος» τῆς Δρ θεολογίας Δέσποινας Ἀγορίτσα, διὰ τοῦ ὁποίου δίδονται οἱ δέουσες ἀπαντήσεις στὸν κ. Ζηζιούλα.

(Τὶς ὑποσημειώσεις τοῦ τμήματος τοῦ βιβλίου ποὺ παραθέτουμε, τὶς ἐντάξαμε στὸ κείμενο μὲ μικρότερα γράμματα).

Α. «Στὶς 23 Φεβρουαρίου 2008 στὴν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου ὁ κ. Ζηζιούλας, ἐρωτώμενος γιὰ τὸ Μυστήριο τῆς Ἱεραρχίας, δὲν διστάζει νὰ συγκρίνει τὰ ἀσύγκριτα· τολμᾶ νὰ εἰσάγει τὴν «εἰδωλολατρικὴ» ἔννοια τῆς ἀναλογίας μεταξὺ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος· καὶ θεολογεῖ περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος μὲ ἐφόδιο ὄχι τὸν θεῖο φωτισμό, ἀλλὰ τοὺς φαυλεπίφαυλους ὀρθολογιστικοὺς συλλογισμούς, ποὺ ἀνέκαθεν ἐξάγουν τὰ βατικάνεια, προτεσταντικὰ καὶ οἰκουμενιστικὰ ἐργαστήρια. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ κάνει μὲ ποιά σκοπιμότητα; Γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὸ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα! Μᾶς διδάσκει, λοιπόν, τὴν κακόδοξη θεωρία ὅτι, μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε «διαβάθμηση»! Μᾶς λέγει, «οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δεύτερος Θεός». Ἂς ἀκούσουμε τοὺς κακόδοξους καὶ βλάσφημους λόγους του τοὺς ὁποίους δὲν εἴδαμε νὰ ἀναιρέσει:
«Ὁ πρῶτος λοιπὸν αὐτομάτως γεννᾷ τὴν Ἱεραρχία. Ὀντολογικὰ ἡ Ἱεραρχία ὑπάρχει καὶ στην Ἁγ. Τριάδα. Ἡ πηγή, ἡ Ἀρχή, εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ ’κεῖ πηγάζουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος. Στὴν Ἁγία Τριάδα, λοιπόν, ἔχουμε  μία  διαβάθμιση,  δὲν ἔχουμε αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλὰ ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία μεταφέρεται ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Ἐὰν βάλουμε τὰ πρόσωπα νὰ ἐμφανίζονται ἔτσι ταυτόχρονα, τότε καταργοῦμε τὴν ἔννοια τῆς αἰτιότητος. Ἡ αἰτιότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ παραβλέψουμε. Ἡ αἰτιότητα εἶναι βασικὸ στοιχεῖο τῆς Ἑτερότητος. Ἡ Ἑτερότητα στὴν Ἁγία Τριάδα δὲν ἀναδύεται ἔτσι φυσικά, αὐτομάτως. Ὑπάρχει ἕνα πρόσωπο, πρέπει νὰ προέρχεται ἐλεύθερα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ εἰσάγουμε αὐτὸ τὸ πρόσωπο, αὐτὴ τὴν αἰτιότητα, εἰσάγουμε Ἱεραρχία».
(Γιὰ τοὺς δύσπιστους, ὑπάρχει Video, στὸ ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀκούσει τὸν κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα νὰ διδάσκει μὲ στόμφο καὶ ἔμφαση τὶς κακοδοξίες του (ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ 26ο λεπτό καὶ μετά). Ἡ διεύθυνση εἶναι:

Β. Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Δέσποινας Ἀγορίτσα,
«Χριστός, Κτιστὸς καὶ Ἄκτιστος
1. Ἡ ἀρίθμηση στήν Πατερική θεολογία. Ἡ χρήση τῶν ἀριθμῶν
Στά θέματα τῆς ἀριθμολογίας, ἡ Ἐκκλησία ἦρθε ἀντιμέτωπη μέ τή μεγάλη παράδοση τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ... Ἡ χρήση τῶν ἀριθμῶν ἀπό τούς Πατέρες ὑπηρετεῖ τήν ἀνάγκη γιά τή διάκριση καί διασάφηση ἐννοιῶν πού ὁρίζουν τό δόγμα... Οἱ Καππαδόκες ἀκολουθοῦν τήν Ἀριστοτελική θέση γιά νά ἐπισημάνουν πώς, ὅπως στά κοσμικά μεγέθη ἡ ἀνάγκη καί ἡ χρήση τῆς ἀριθμήσεως δέ μεταβάλλει τήν οὐσία τους, ἔτσι ὅσα ἡ θεολογία ἀριθμεῖ δέ μεταβάλλουν τήν οὐσία τους, οὔτε ὑποβιβάζεται ἡ ἀξία τους· οἱ ἀριθμοί, ἕνα στοιχεῖο τῆς λογικῆς γνώσεως, χρησιμοποιοῦνται γιά νά δηλωθεῖ τό ποσόν, τό πλῆθος τῶν πραγμάτων(1). (ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Καισαρείας, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ΙΖ΄. PRUCHE, (SC 17bis), 43:29-31. PG 32, 148Β· «...Οὐ τοίνυν ἐπειδή ἑαυτοῖς σημεῖα πρός τήν τοῦ ποσοῦ γνῶσιν ἐπενοήσαμεν, ἤδη καί τήν φύσιν τῶν σημειωθέντων ἡλλάξαμεν»· καὶ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Καισαρείας, στὸ ἴδιο, 44:6. PG 32, 148D: «ὁ δέ ἀριθμός σημεῖον γνωριστικόν τοῦ ποσοῦ τῶν ὑποκειμένων ἐπινενόηται»).
Ἡ χρήση τοῦ ἀριθμοῦ στή μελέτη τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος δέν σημαίνει σύνθεση ἤ διαίρεση, διότι ἡ θεία φύση εἶναι «ὑπέρ ἀριθμόν»(*), ἀλλά δηλώνει τήν ἑνότητα καί τήν Τριαδικότητα τῆς Θεότητας(**), τήν τάξη κατά τήν φανέρωση τῶν Ὑποστάσεων στό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας.

[Σ.σ. Ἡ συγγραφέας ἐδῶ μᾶς παραπέμπει ἐν ὑποσημειώσει στὰ παρακάτω πατερικὰ κείμενα, ἐκ τῶν ὁποίων παραθέτουμε ἕνα μεγαλύτερο τμῆμα ἀπὸ τὸ ὑποσημειούμενο, παρμένο ἀπὸ τὸν TLG:
(*) «Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα παραδιδοὺς ὁ Κύριος, οὐ μετὰ τοῦ ἀριθμοῦ συνεξέδωκεν. Οὐ γὰρ εἶπεν ὅτι εἰς πρῶτον καὶ δεύτερον καὶ τρίτον· οὐδὲ εἰς ἓν καὶ δύο καὶ τρία· ἀλλὰ δι' ὀνομάτων ἁγίων τὴν γνῶσιν τῆς πρὸς σωτηρίαν ἀγούσης πίστεως ἐχαρίσατο. Ὥστε τὸ μὲν σῷζον ἡμᾶς ἡ πίστις ἐστίν. Ὁ δὲ ἀριθμὸς σημεῖον γνωριστικὸν τοῦ ποσοῦ τῶν ὑποκειμένων ἐπινενόηται. Ἀλλ' οἱ πανταχόθεν ἑαυτοῖς τὰς βλάβας ἐπισυνάγοντες, καὶ τῇ τοῦ ἀριθμεῖν δυνάμει κατὰ τῆς πίστεως κέχρηνται· οἵγε οὐδενὸς τῶν ἄλλων ἐκ τῆς τοῦ ἀριθμοῦ προσθήκης ἀλλοιουμένου, οὗτοι ἐπὶ τῆς θείας φύσεως εὐλαβοῦνται τὸν ἀριθμόν, μὴ δι' αὐτοῦ τῆς ὀφειλομένης τῷ Παρακλήτῳ τιμῆς ὑπερβῶσι τὸ μέτρον. Ἀλλ' ὦ σοφώτατοι, μάλιστα μὲν ὑπὲρ ἀριθμὸν ἔστω τὰ ἀνέφικτα· ὡς ἡ παλαιὰ τῶν Ἑβραίων εὐλάβεια ἰδίοις σημείοις τὸ ἀνεκφώνητον ὄνομα τοῦ Θεοῦ διεχάρασσε, καὶ ἐκ τούτου τὴν κατὰ πάντων ὑπεροχὴν παριστῶσα. Εἰ δὲ ἄρα δεῖ καὶ ἀριθμεῖν, μήτοιγε καὶ ἐν τούτῳ κακουργεῖν τὴν ἀλήθειαν. Ἢ γὰρ σιωπῇ τιμάσθω τὰ ἄρρητα, ἢ εὐσεβῶς ἀριθμείσθω τὰ ἅγια» (ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Καισαρείας, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ΙΖ΄. PRUCHE, (SC 17bis), 44:10-13. PG 32, 149A).
(Μτφρ.) Για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα διδάσκοντας ο Κύριος, δεν χρησιμοποίησε μαζί κι αρίθμηση. Δεν είπε δηλαδή: Στον πρώτο και δεύτερο και τρίτο. Ούτε: Σ' ένα και δύο και τρία. Αλλά με άγια ονόματα, χάρισε τη γνώση της πίστης που άγει στη σωτηρία. Άρα, ό,τι μας σώζει, είναι η πίστη. Κι ο αριθμός επινοήθηκε σαν σημάδι για να γνωρίζουμε πόσα είναι τα πρόσωπα. Αλλά εκείνοι που από παντού συνάζουν ζημίες για τον εαυτό τους, χρησιμοποιούν εναντίον της πίστης και την ικανότητα της αρίθμησης. Λοιπόν, ενώ τίποτ' από τα άλλα δεν μεταβάλλεται με την προσθήκη του αριθμού, τρέμουν να χρησιμοποιήσουν τον αριθμό στη θεία φύση, μήπως έτσι υπερβούν το μέτρο της τιμής που οφείλεται στον Παράκλητο. Αλλά, σοφότατοι, οπωσδήποτε τα απρόσιτα πρέπει να είναι πάνω από αριθμούς. Όπως κι η παλιά ευλάβεια των Εβραίων με ιδιαίτερα σημάδια δήλωνε το όνομα του Θεού, που δεν επιτρεπόταν να το προφέρει κανείς, παριστάνοντας κι έτσι την υπεροχή του απέναντι σε όλα. Αλλά αν πρέπει και ν' αριθμούμε, ας έχουμε το νού μας μην κι έτσι κακοποιήσουμε την αλήθεια. Ή με σιγή πρέπει να τιμάμε τα ανείπωτα ή μ' ευσέβεια ν' αριθμούμε τα άγια.
 (**) «Γελῶ σου καὶ τὰς προαριθμήσεις, καὶ τὰς ὑπαριθμήσεις, αἷς σὺ μέγα φρονεῖς, ὥσπερ ἐν τῇ τάξει τῶν ὀνομάτων κειμένων τῶν πραγμάτων. εἰ γὰρ τοῦτο, τί κωλύει κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον, ἐπειδὴ τὰ αὐτὰ καὶ προαριθμεῖται καὶ ὑπαριθμεῖται παρὰ τῇ θείᾳ γραφῇ διὰ τὴν ἰσοτιμίαν τῆς φύσεως, αὐτὰ ἑαυτῶν εἶναι τιμιώτερά τε καὶ ἀτιμότερα; ὁ δὲ αὐτός μοι καὶ περὶ τῆς Θεὸς φωνῆς καὶ Κύριος λόγος· ἔτι δὲ τῶν προθέσεων, τῆς ἐξ οὗ, καὶ δι' οὗ, καὶ ἐν ᾧ, αἷς σὺ κατατεχνολογεῖς ἡμῖν τὸ θεῖον, τὴν μὲν τῷ πατρὶ διδούς, τὴν δὲ τῷ υἱῷ, τὴν δὲ τῷ ἁγίῳ πνεύματι. τί γὰρ ἂν ἐποίησας, παγίως ἑκάστου τούτων ἑκάστῳ νενεμημένου ὁπότε πάντων πᾶσι συντεταγμένων, ὡς δῆλον τοῖς φιλοπόνοις, τοσαύτην σὺ διὰ τούτων εἰσάγεις καὶ τῆς ἀξίας καὶ τῆς φύσεως ἀνισότητα; ἀπόχρη καὶ ταῦτα τοῖς μὴ λίαν ἀγνώμοσιν» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Θεολόγου, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Λόγος ΛΑ΄, 20. BARBEL 20:8-9 PG 36,156Β).
(Μτφρ.) Γελάω και με τις προαριθμήσεις και με τις υπαριθμήσεις σου, για τις οποίες νομίζεις ότι είναι κάτι σπουδαίο, σαν να βρίσκονται τα πράγματα (η πραγματικότητα…) στην τάξη ακριβώς τών ονομάτων. Γιατί αν ισχύη κάτι τέτοιο, τί εμποδίζει, με την ίδια λογική, επειδή οι ίδιες οι υποστάσεις και προαριθμούνται και υπαριθμούνται στη θεία γραφή λόγω τής ισοτιμίας τής φύσης τους, να είναι ταυτόχρονα και τιμιώτερη και ατιμότερη η μια από την άλλη; Και το ίδιο συμβαίνει και με τον λόγο: Θεός Κύριος. Αλλά και με τις προθέσεις: εξ’ οὗ, και δι οὗ και εν ὧ, με τις οποίες εσύ επινοείς να εξηγήσης το θείο, αποδίδοντας τη μεν μια στον Πατέρα, την άλλη στον Υιό και την τρίτη στο Άγιο Πνεύμα. Και τί κατάφερες με τον να αποδίδης μόνιμα την κάθε μια στον καθέναν απ’ αυτούς, ενώ το γνωρίζουν οι φιλόπονοι ότι ανήκουν και οι τρείς και στους τρείς τους , παρά να εισάγης έτσι μ’ αυτόν τον διαχωρισμό των προθέσεων μιαν τέτοια μεγάλη ανισότητα και στην αξία και στη φύση των τριών υποστάσεων; Ας μένουν λοιπόν μακριά απ’ όλα αυτά αυτοί που δεν είναι εντελώς αγνώμονες.

(Καὶ ἡ συγγραφέας συνεχίζει):
Στήν ἀντίθετη περίπτωση εἰσάγει στή θεολογία τά «ἔνυλον καί περιγραπτήν ἔχειν λαχόντα τήν φύσιν» (ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Καισαρείας, Τοῖς Καισαρεῦσιν περί ἀποχωρήσεως καί περί Πίστεως. Ἐπ. 8΄. COURTONNE, Ep.8. 2:35-42. PG 32, 249Α). Τή διαστρέβλωση τῆς χρήσεως τῶν ἀριθμῶν ἐκ μέρους τῶν Μονοφυσιτῶν καί τήν κακή ἐφαρμογή τους στήν ἑρμηνεία τοῦ δόγματος ἐπισήμανε ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἀργότερα ὁ Λεόντιος ὁ Βυζάντιος καί Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής· ἡ ἀρίθμηση δέ δικαιολογεῖ οὔτε τή διαίρεση οὔτε τή σύγχυση, ἀφοῦ δέν ἀφορᾶ τή σύσταση τῶν πραγμάτων, ἀλλά ἀναφέρεται σέ αὐτά γιά να δηλώσει τά στοιχεῖα ἑνός συνόλου ἤ τή διάκριση μεταξύ τους ἐφ’ ὅσον «πᾶς ἀριθμός διαφορᾶς καί οὐ διαιρέσεώς ἐστι δηλωτικός».
Θά πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο, ἡ χριστιανική θεολογία δέ χρειάζεται τόν ἀριθμό γιά νά προσδιορίσει τήν πίστη στήν Ἁγία Τριάδα ἀλλά μόνο τή θεία ἀποκάλυψη. Διότι ἄν δεχθοῦμε ἕνα πρῶτο αἴτιο, θά πρέπει νά δεχθοῦμε καί ἕνα δεύτερο· ἀμέσως ὅμως καταλήγουμε στήν ἀποδοχή χρονικῆς διαδοχῆς στή Θεότητα (ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Ἰωάννου, Ἑρμηνεία εἰς τό κατά Ἰωάννην, Β, γ΄. PG 59, 33Β. «Καί τί δήποτε τό πρῶτον αἴτιον ἀφείς, εὐθέως ἡμῖν περί τοῦ δευτέρου διείλεκται; τό μέν πρῶτον καί τό δεύτερον παραιτησόμεθα λέγειν· ἀριθμοῦ γάρ τό Θεῖον ἀνώτερον καί χρόνων ἀκολουθίας. Διό καί ταῦτα μέν παρῃτησάμεθα· Πατέρα δέ ὁμολογοῦμεν ἐξ ἑνός ὄντα, καί Υἱόν ἐκ Πατρός γεγεννημένον») καί στήν ἀνάγκη κατανοήσεως τῆς Τριάδος «σάν ἐκδίπλωση τῆς ἀρχικῆς Μονάδας σέ ὑποστάσεις» (Στ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία Α΄, σ. 401. —Μέρος τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας κατακρίνει τή χρήση τοῦ ἀριθμοῦ στή θεολογία διότι εἰσάγει στήν ἑρμηνεία τῆς θεότητας χρονική καί ποιοτική διαβάθμιση. Μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο συμφωνεῖ π.χ. καί ὁ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Πηλουσιώτης, Ἐπιστολή (Γ΄18) Ἀγαθῷ Πρεσβυτέρῳ. PG 78, 744D-745Α. «Εἰ μεταγενέστερος, ὥς φασιν, οὐκ ἀΐδιος, εἰ δ’ ἀΐδιος, ὡς φαμέν, οὐ μεταγενέστερος. Ἐπί μέν γάρ τῶν γεννητῶν τό πρό καί μετά χώραν ἐχέτω, ἐπί δέ τῆς σεπτῆς καί βασιλικωτάτης Τριάδος τό πρῶτον καί δεύτερον οὐκ ἔχει χώραν. Καί ἀριθμοῦ γάρ καί χρόνων τό Θεῖον ἀνώτερον»).
Αὐτό ἦταν τό σφάλμα ἀφενός τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἐξέλαβε τό Θεό ὡς μονάδα καί προσπάθησε νά προσαρμόσει τή Χριστολογία σέ αὐτή τή θεωρία, καί ἀφετέρου τῶν Τριθεϊστῶν (Βλ. Βασ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Ἐκκλ. Ἱστ. σ. 336. «Ἐξ αὐτῶν ὁ Ἰωάννης Φιλόπονος (490-570) ἐργάστηκε γιά τήν ἀπόδοση φιλοσοφικοῦ περιεχομένου στό Τριαδικό δόγμα καί θεώρησε τίς Τρεῖς Ὑποστάσεις ταυτόσημες μέ τίς Ἀριστοτελικές κατηγορίες. Ἀφοῦ οἱ τρεῖς Ὑποστάσεις δέν εἶναι συμβεβηκότα, τότε εἶναι τρεῖς χωριστές Ὑποστάσεις μέ διακριτές ἰδιότητες καί μέ αὐτή τήν ἔννοια κατανοεῖται τό Ὁμοούσιον στήν Ἁγία Τριάδα». Στό Χριστολογικό ζήτημα, κατά τήν Σωτ. ΤΡΙΑΝΤΑΡΗ, Επίδραση αρχαιοελληνικής γνώσης, σ. 140, «επισημαίνει ότι με την ένωση των δύο φύσεων στό Χριστό διαφυλάσσονται και οι ιδιότητές τους, χωρίς αυτές να αντιστοιχοῦν πρός τον αριθμό τῶν φύσεων, εφόσον η φύση στην ολότητά της είναι μία»), οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐφαρμόσει τίς Ἀριστοτελικές ἀρχές ἐπί τοῦ Τριαδικοῦ ἀλλά καί τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος, ταυτίζοντας οὐσία καί ὑπόσταση.
Στά Συνοδικά κείμενα Ἀγάθωνος καί Σωφρονίου οἱ ἀριθμολογικές ἀναφορές στήν ἀνάπτυξη τῶν Τριαδολογικῶν καί Χριστολογικῶν ὅρων ἐντάσσονται στό Πατερικό καί Συνοδικό ἐννοιολογικό πλαίσιο, μέ σκοπό τή διασάφηση τοῦ ζητήματος τῆς ἀπόλυτης Ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ καί συνάμα τῆς σχέσεως Αὐτοῦ μέ τόν κόσμο.
(...) «Θεοῦ δέ ὅταν εἴπω, ἑνί φωτί περιαστράφθητε καί τρισί· τρισί μέν, κατά τά ἰδιότητας, εἴτουν ὑποστάσεις, εἴ τινι φίλον καλεῖν, εἴτε πρόσωπα (οὐδέν γάρ περί τῶν ὀνομάτων ζυγομαχήσομεν, ἕως ἄν πρός τήν αὐτήν ἔννοιαν αἱ συλλαβαί φέρωσιν)· ἑνί δέ, κατά τόν τῆς οὐσίας λόγον, εἴτουν θεότητος. Διαιρεῖται γάρ ἀδιαιρέτως, ἵν’ οὕτως εἴπω, καί συνάπτεται διῃρημένως. Ἕν γάρ ἐν τρισίν ἡ θεότης, καί τά τρία ἕν. τά ἐν οἷς ἡ θεότης, ἤ, τό γε ἀκριβέστερον εἰπεῖν, ἅ ἡ θεότης. Τάς δέ ὑπερβολάς καί ἐλλείψεις ἐλλείψωμεν· οὔτε τήν ἕνωσιν σύγχυσιν ἐργαζόμενοι, οὔτε τήν διαίρεσιν ἀλλοτρίωσιν. Ἀπέστω γάρ ἡμῶν ἐξ ἴσου, καί ἡ Σαβελλίου συναίρεσις, καί ἡ Ἀρείου διαίρεσις, τά ἐκ διαμέτρου κακά, καί ὁμότιμα τήν ἀσέβειαν· τί γάρ δεῖ Θεόν, ἤ συναλείφειν κακῶς, ἤ κατατέμνειν εἰς ἀνισότητα;» ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ Κύρου, Ἐρανιστής G.H.E. σ. 63:26-29. PG 83, 32C).
(Μτφρ.) Και όταν ονομάζω τον Θεό, ας σας περιτυλίγη ένα φως ταυτόχρονα και τρία· τρία μεν, κατά τις ιδιότητες, δηλαδή τις υποστάσεις, σαν να ονομάζουμε έναν φίλο, ή τα πρόσωπα (γιατί δεν θα φέρουμε σε αντιπαράθεση τα ονόματα, μέχρι να οδηγηθούμε στην ίδιαν έννοια)· ένα δε φως, ως προς την ουσία, δηλαδή τη θεότητα. Η οποία και διαιρείται αδιαίρετα, για να το πω έτσι, και συνάπτεται διαιρεμένη. Γιατί είναι ένα σε τρία η θεότητα, και τα τρία είναι πάλι ένα. Σ’ αυτά τα τρία υπάρχει η θεότητα, ή για να το πούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, αυτά τα τρία είναι η θεότητα. Και ας μην καταφεύγουμε σε ελλείψεις και σε υπερβολές (στα τρία πρόσωπα της Τριάδος!...), να μην ονομάζουμε δηλαδή αυθαίρετα ως σύγχυση την ένωση, ή ως αλλοτρίωση (αποξένωση) τη διαίρεση. Ας μείνη μακριά από μας τόσο η συναίρεση του Σαβέλλιου όσο και η διαίρεση του Άρειου, αυτά που είναι και τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα κακά, ομότιμα δε ως προς την ασέβεια· για ποιόν λόγο χρειάζεται άλλωστε, ή να συγχέουμε κακώς τον Θεό, ή να τον κατατεμαχίζουμε στην ανισότητα;
Ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὅμως ἐπισημαίνει ἕνα πρόβλημα στήν κατανόηση τῶν ὅρων ἰδιότητα-ὑπόσταση. Ἄν ἰδιότητα λέγεται ὅ,τι ἀνήκει ἀποκλειστικά καί μόνο στήν κάθε θεία Ὑπόσταση, εἶναι θεμιτή καί ἀποδεκτή ὡς διατύπωση. Ἄν ὅμως δηλώνει ποιότητα, δηλαδή χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς θείας οὐσίας, τότε εἶναι ἀπαράδεκτη, διότι ὁ Θεός δέν εἶναι συγκρίσιμο μέγεθος «εἴπερ οὐδέν πάρεξ Θεοῦ τῶν ὄντων ἄποιον, ὡς οὐκ ἄσχετον, οὐδέ ἀνείδεον». Ἄν οἱ ὑποστάσεις-ἰδιότητες ἔχουν τήν ἔννοια τῆς ποιότητας τότε, βεβαίως, δέν εἶναι ἀναγκαία ἡ ἀρίθμηση, διότι συνιστοῦν «συμβεβηκότα», ἐκφράσεις-τρόπους τῆς μίας θείας οὐσίας (Σαβέλλιος) ἤ συνιστοῦν μέρη τῆς μίας θείας οὐσίας (Ἰω. Φιλόπονος). Αὐτό ἀντίκειται στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Ἁπλότητα τῆς Θεότητας, ἐφ’ ὅσον κατά τόν ἅγιο Μάξιμο «ἐπεί καί κτιστόν ἔσται πάντως ὡς ἐκ τούτων σύνθετον καί συγκείμενον». Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων καί ὁ πάπας Ἀγάθων ἀπέκλεισαν ἀπό τήν Τριαδολογία τους τίς πρίν ἀπό αὐτούς χρημοποιούμενες ἔννοιες “ἰδιότης” καί “ποιότης”.


2. Ἡ Ἑνικότητα καί Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ

Ὁ περί τοῦ ἀριθμοῦ προβληματισμός διατυπώνεται πρῶτον στήν Ἀναφοράν τοῦ πάπα Ἀγάθωνος καί συνδέεται μέ τή διακήρυξη τοῦ Ὁμοουσίου τοῦ Θεοῦ... Ὁ πάπας χρησιμοποιεῖ τήν ἀρίθμηση γιά νά διακρίνει τή Θεολογία ἀπό τήν Οἰκονομία, ἕνα ζήτημα τό ὁποῖο οἱ μονοθελῆτες ἀντέτειναν ὡς ἐπιχείρημα κατά τῶν δύο ἐνεργειῶν καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦ...
Ὁ ἑνικός ἀριθμός ἀναφέρεται στήν ἁγία Τριάδα «οὐσιωδῶς» ἕνεκα τοῦ Ὁμοουσίου. Ἀλλά περί τοῦ
«μυστηρίου τῆς προσκυνητῆς αὐτοῦ κατά σάρκα οἰκονομίας ὁμολογοῦμεν
πάντα διπλᾶ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ κυρίου τοῦ σωτῆρος ἡμῶν...».
Ἡ μονοθελητική ἀντιστροφή ὑποκρύπτει δολιότητα, ἀνειλικρινῆ συμπεριφορά καί κατασκευασμένη, πλαστή θεολογία. Ἦταν ἐμφανές ὅτι δέν εἶχε ἀπεμπλακεῖ ἀπό τήν «προβληματική τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἡ ὁποία συνέδεε τόν ἀριθμό “δύο” μέ τήν ἔννοια τῆς διαιρέσεως σέ ὅλα τά Χριστολογικά ζητήματα»...
Οἱ θέσεις τοῦ Σωφρονίου συνταυτίζονται μέ ἐκεῖνες τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὅπου ὁ Θεός εἶναι Μονάς, ἡ ὁποία δέν μεταβάλλεται σέ Τριάδα «κατά παραγωγήν» καί Τριάς, ἡ ὁποία δέν ἀποτελεῖται «κατά σύνθεσιν» Μονάδων (Μαξιμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία ΚΓ΄. Χ. Σωτηροπουλου, σ. 240. PG 91, 701Α. Σχόλια περί θείων Ὀνομάτων. PG 4, 220ΑΒ. Περί ἀποριῶν Β΄, PG 91,1036Α. Μιά ἀνάλογη διευκρίνηση κάνει ὁ Μ. Ἀθανάσιος στό Κατά Ἀρειανῶν Α΄ ιζ΄-1η΄. PG 26, 48Α-49C). Ὁ ἀριθμός “εἶς” ἀναφέρεται στή μία Οὐσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀλλά οἱ τρεῖς Ὑποστάσεις δέν εἶναι ὁ “μερισμός” τῆς μονάδος (Πρβλ. ΛΕΟΝΤΙΟΥ Βυζαντίου, Ἐπίλυσις, PG 862 , 1920Α· «ἡ φύσις τοῦ ἀριθμοῦ καθ’ ἑαυτήν οὔτε συνάπτει οὔτε διαιρεῖ· οὐδέ γάρ ἔχει ὑποκείμενα πράγματα»). Ἡ Ὁμοούσιος Τριάδα τῶν Προσώπων ἀποκαλύπτει τήν Ἑνότητα τοῦ Θεοῦ κατά τή μία οὐσία καί φύση τῆς Θεότητας:
«Τριάδα γάρ ἐν μονάδι πιστεύομεν καί μονάδα ἐν τριάδι δοξάζομεν, | τριάδα μέν ταῖς τρισίν ὑποστάσεσι, μονάδα δέ τῷ μοναδικῷ τῆς θεότητος· | ἥ τε γάρ ἁγία τριάς ἀριθμητή ταῖς προσωπικαῖς ἐστιν ὑποστάσεσιν».
Ὁ σκοπός τῆς ἀριθμήσεως δέν εἶναι νά μοιράσει τή θεϊκή οὐσία σέ “πλῆθος” ὑποστάσεων, ἀλλά νά διακηρύξει τήν πίστη στήν Τρισυπόστατη Θεότητα· ἡ πραγματική διαίρεση θά μποροῦσε νά ἰσχύει μόνο στήν περίπτωση «οὐσιαστικῆς ἑτερότητας» καί ὄχι στήν ὁμοουσιότητα, πού κατά τήν ἀποκάλυψη ὑπάρχει στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας, οἱ «ἐναντίοι», εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θέτουν στό Θεό «τήν παραλλαγήν καί τήν ἀνομοιότητα» κατά τόν Γρηγόριο Νύσσης (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Νύσσης, Ἀντιρρητικός Εὐνομίου Α΄. JAEGER GNO ΙΙ. 2, 229:7, PG 45, 320D). Ἡ Πατερική Παράδοση δέ δέχθηκε σέ καμμία περίπτωση «τό συμβεβηκός, τό γινόμενον καί ἀπογινόμενον, τό ἐνδεχόμενον καί μεταβαλλόμενον» ὡς χαρακτηρισμούς τοῦ Ὑπερουσίου. Ἀπό τήν πλευρά τοῦ Μακαρίου διατυπώθηκε ἕνας τέτοιος φόβος, ἀλλά οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τόν κατηγόρησαν ὅτι κάνει ἀπαράδεκτες, ἀνεδαφικές μετακινήσεις ἀπό τό Τριαδικό στό Χριστολογικό δόγμα.
Ἡ ἀρίθμηση τῶν θείων Ὑποστάσεων δέ συνεπάγεται ἀλλαγή στήν κατανόηση τῆς θείας οὐσίας. Ἀρχαῖες καί νεώτερες αἱρέσεις ἔχει ὑπ’ ὄψιν του ὁ Σωφρόνιος ὅταν διατυπώνει αὐτές τίς προτάσεις. Ἄν γίνει «κατ’ οὐσίαν ἀρίθμησις» προκύπτει δεύτερη καί τρίτη θεία οὐσία, δηλαδή παράλληλες θεότητες, ἀλλά ὁ Θεός εἶναι «μονάς ἀσύζυγος», ἀπόλυτα Ἕνας, Αὐτός πού κατά τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου.
Ἄν ἡ ἀρίθμηση γίνει μέ τήν ἔννοια τῆς διακρίσεως λόγω τῶν Ὑποστάσεων, συνεπάγεται διαίρεση τῆς οὐσίας καί προκύπτει ἡ τριθεϊστική αἵρεση, τήν ὁποία καταδικάζει στή Συνοδική ἐπιστολή του. Ἡ θεία Ἀποκάλυψη δέν εἶναι δυνατό νά παραχωρήσει τή θέση της στή φιλοσοφία. Αὐτό πού «γινώσκεται» ὡς Τριαδικότητα δέν ἀναλύεται περαιτέρω μέ τούς «Ἀριστοτελικούς συλλογισμούς», ἀλλά «πιστεύεται» καί «κηρύττεται» ὡς Ἑνότητα οὐσίας καί φύσεως. Ἡ ἐφαρμογή τῆς φιλοσοφίας στά θέματα τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι καθαρή «ματαιοπονία». Ἡ ὁμοουσιότητα τῶν Τριῶν θείων Ὑποστάσεων, ἡ ἑνότητα τῆς θείας φύσεως, ἡ μοναδικότητα τῆς οὐσίας τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι τά ἐξ ἀρχῆς δεδομένα γιά τόν Σωφρόνιο καί γι αὐτό ἡ ἀπό τῆς πλευρᾶς του χρήση τῆς ἀριθμήσεως δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο, γιά νά κατηγορηθεῖ ὅτι ἐπαναφέρει ἀρχαῖες αἱρέσεις (Ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου συνιστοῦσε, κυρίως, Τριαδολογικό σφάλμα. Ἐάν ὁ Υἱός «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν» τότε στή Θεότητα ἐμφιλοχωρεῖ ὁ χρόνος καί ἡ ἀρίθμηση. Γιά τό θέμα αὐτό βλ. Κων. ΣΚΟΥΤΕΡΗ, Ἱστορία Δογμάτων Β΄, σ. 119) ὁτι εἰσάγει κάποια καινοτομία:
«ἥ τε παναγία μονάς πάσης ἐκτός ἐστίν ἀριθμήσεως,
καί ἡ μέν ἀδιαίρετον ἔχει διαίρεσιν καί ἀσύγχυτον φέρει συνάφειαν*.
διαιρουμένη γάρ ταῖς ἀριθμηταῖς ὑποστάσεσι
καί ἀριθμουμένη ταῖς προσωπικαῖς ἑτερότησι
τῷ ταυτῷ τῆς οὐσίας καί τῆς φύσεως ἥνωται καί τόν παντελῆ μερισμόν οὐ προσίεται.
ἥ τε μονάς ἑνιαῖα τέ ἐστιν καί ἀσύζυγος
καί πᾶσαν φεύγει τήν κατ’ οὐσίαν ἀρίθμησιν. εἷς γάρ θεός ἡμῖν ἀραρότως πιστεύεται, ὅτι καί θεότης μία διαπρυσίως κηρύττεται,
κἀν Τριάδι προσώπων γινώσκεται»


(Μτφρ.) «Η δε πανάγια μονάδα βρίσκεται πέρα από κάθε αρίθμηση, έχοντας αδιαίρετη τη διαίρεση και ασύγχυτη τη συνάφεια. Καθώς διαιρείται μεν ως προς τις αριθμούμενες υποστάσεις και αριθμείται ως προς τις προσωπικές ετερότητες, ενωμένη όμως με την ίδιαν ουσία και φύση και μη αποδεχόμενη έναν πλήρη καταμερισμό. Γιατί η μονάδα είναι και ενιαία και ασύζυγη (χωρίς κάτι το έτερο ή δεύτερο…) και πέρα από κάθε κατ’ ουσίαν αρίθμηση. Γιατί πιστεύουμε ακριβώς σε έναν αδιαίρετο Θεό, και κηρύττουμε με όλην τη δύναμη της ψυχής μας μια θεότητα, έστω και αν μας έχη αποκαλυφθή η Τριάδα των προσώπων.
(ACO s2, II.1, 418:19-420:4. MANSI 11, 465DE.* Συνοδικόν Σωφρονίου. Ὁ ὅρος “συνάφεια” χρησιμοποιήθηκε καί ἀπό τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, Βίβλος Θησαυρῶν. PG. 77, 1144C, καί ἀπό τόν Μέγα Ἀθανάσιο καί τούς Καππαδόκες στήν Τριαδολογία, γιά νά διακρίνονται οἱ τρεῖς Ὑποστάσεις στήν Ἁγία Τριάδα καί νά διατηρεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Οὐσίας. Ὁ Τερτυλλιανός χρησιμοποίησε τόν ὅρο συνάφεια στήν Τριαδολογική του διδασκαλία μέ τήν ἔννοια τοῦ Ὁμοουσίου. Βλ. Luise ABRAMOWSKI, «ΣΥΝΑΦΕΙΑ und ΑΣΥΓΧΥΤΟΣ ΕΝΩΣΙΣ» als bezeichnunc für Trinitarische und Christologische Einheit». Drei christologische Untersuchungen. De Gruyter, Berlin, New York, 1981, σ. 83 ἑξ.).

Ὁ Θεός ἀριθμεῖται ὡς πρός τήν Τριαδικότητα, ἀλλά εἶναι μή ἀριθμήσιμη ἡ Ἑνικότητά Του, διότι αὐτό συνιστᾶ ὑπέρβαση τῆς θείας οὐσίας. Ἡ ἀρίθμηση μερίζει τή θεία φύση σέ τρία Πρόσωπα, κατανοώντας αὐτήν ὡς τό σύνολο τῶν μελῶν Της, πράγμα πού ὁδηγεῖ στήν πολυθεῒα. Ὁ Σωφρόνιος εἶχε ἐκτιμήσει τίς διαστάσεις τῆς Τριθεϊστικῆς δοξασίας καί τήν καταμέτρησε μεταξύ τῶν αἱρέσεων. Ἦταν μία αἵρεση πού δέν ἀφοροῦσε μόνο τό Τριαδικό δόγμα, ἀλλά καί τή μεθοδολογία, μέ τήν ὁποία οἱ εἰσηγητές της ὁδηγήθηκαν σέ αὐτό τό ἀποτέλεσμα. Ἦταν μιά θεώρηση διπλῆς εἰσαγωγῆς· ἀστοχία στήν ἑρμηνευτική βάση καί εἰσαγωγή νέων-ξένων δεδομένων στήν Τριαδολογία. Γιά τό λόγο αὐτό ἡ ὑπερβολική εὐαισθησία τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων εἶναι θεμιτή, διότι ἀφορᾶ στήν οὐσία καί τήν ἀλήθεια τοῦ δόγματος.
Ἡ χρήση τῆς ἀριθμήσεως δέν προσβάλλει τήν ἁπλότητα καί τό ἀπερινόητο τοῦ Θεοῦ, ἀπεναντίας διατρανώνει «τήν ἀνέκφραστον ταύτην τοῦ μυστηρίου βαθύτητα πῶς τό αὐτό καί ἀριθμητόν ἐστι καί διαφεύγει τήν ἐξαρίθμησιν καί διῃρημένως ὁρᾶται καί ἐν μονάδι καταλαμβάνεται καί διακέκριται τῇ ὑποστάσει...» κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, τόν ὁποῖον ἐν προκειμένῳ ἀκολουθεῖ ὁ Σωφρόνιος:
«τό γάρ αὐτό καί ἀριθμητόν ἐστι καί διαφεύγει τήν ἐξαρίθμησιν·
ἀριθμητόν μέν ταῖς ἑαυτοῦ τρισσαῖς ὑποστάσεσι,
διαφεῦγον δέ τήν ἀρίθμησιν τῷ ἑνικῷ τῆς θεότητος,
τό γάρ ἑνικόν αὐτοῦ τῆς οὐσίας καί φύσεως ἀριθμεῖσθαι παντελῶς οὐκ ἀνέχεται,
ἵνα μή καί διαφοράν εἰσοίσοι θεότητος καί λοιπόν οὐσίας καί φύσεως
καί πολυθεΐαν τήν μοναρχίαν ἐργάσοιτο».
(Μτφρ.) Γιατί ο Θεός είναι ταυτόχρονα και αριθμητός και πέρα από κάθε εξαρίθμηση· αριθμητός μεν ως προς τις τρείς του υποστάσεις (και καθόλου άρα ως πρώτος, δεύτερος και τρίτος…), ενώ διαφεύγει από κάθε αρίθμηση επειδή είναι μια θεότητα. Η μια δε ουσία και φύση του δεν ανέχεται καθόλου την παραμικρή αρίθμηση, ώστε να μην θεωρήσουμε πως υπάρχει διαφορά στη θεότητα, και άρα στην ουσία και τη φύση, και να μην κατασκευάσουμε μια πολυθεΐα   στη θέση τής μοναρχίας.

Σέ συμφωνία μέ τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ὁ Σωφρόνιος ἐπισημαίνει τό ὅριο, ἀριθμεῖται τό ἀποκαλυμμένο, ἐφ’ ὅσον μπορεῖ νά ἀριθμηθεῖ, δέν ἀριθμεῖται τό ὑπερούσιο (ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἀλεξανδρείας, Εἰς τούς Ψαλμούς Ι, PG. 69, 793Α· «ἔξω τε σχημάτων καί ποσότητος καί περιγραφῆς, εἴδους τε καί τῶν ἑτέρων, ἅ τοῖς σώμασιν ἀκολουθεῖ, νοείτω θεόν· ἔστι μέν γάρ ὑπέρ πάντα νοῦν»). Κατά τόν αὐτό λόγο ὁ ἀριθμός στή θεολογική γλώσσα, δέ μετρᾶ μεγέθη καί δέν προσδιορίζει ὅρια, ἀλλά ἐκφράζει τό γεγονός τῆς πίστεως, τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ:
«πᾶς γάρ ἀριθμός τήν διαφοράν κέκτηται σύνοικον
καί πᾶσα διαφορά καί διάκρισις τόν ἀριθμόν συνεπάγεται σύμφυτον.
ἀριθμεῖται γοῦν ἡ μακαρία τριάς οὐκ οὐσίαις καί φύσεσι διαφόροις θεότησιν
ἤ τρισσαῖς κυριότησιν».
Ἡ ἔννοια τῶν ἀριθμῶν ἕνα (1) καί τρία (3), παρά τό ὅτι συνιστοῦν βασικά ἐργαλεῖα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς γιά τήν ἀπόδοση τῆς διαφορᾶς καί τῆς διακρίσεως τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου, στή θεολογία χρησιμεύει γιά νά δηλώσει τή μοναδικότητα τῆς θείας Οὐσίας καί τήν τριαδικότητα τῶν Ὑποστάσεων. Κάθε ἔννοια «ἀντιτύπου» ἤ διαδοχικῆς προόδου τοῦ Εἶναι τῆς Θεότητας ἀποκλείεται:
«...ἕν τά τρία τά ἐν οἷς ἡ θεότης κηρύττομεν
καί τά τρία ἕν ὧν ἡ θεότης ἐστίν ἐξαγγέλομεν».
Ὁποιαδήποτε ἀριθμητική πράξη, ὅπως διαίρεση ἤ πρόσθεση, γιά τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν κάποιας ἑρμηνευτικῆς μεθόδου, ἡ ὁποία ὑποχρεωτικά —ὡς μέθοδος κατανοήσεως, εἰσάγει στή θεογνωσία νοηματικά στοιχεῖα πρόσθετα ἀπό τόν κτιστό κόσμο, εἶναι ξένη στή θεολογική ἀνάλυση τοῦ Σωφρονίου. Ἡ διαιρετότητα στό Θεό, «πρᾶγμα παράδοξον» κατά τόν Γρηγόριο Θεολόγο, πρέπει νά γίνεται κατανοητή ὡς τρόπος ὑπάρξεως τῆς ἑνικότητάς Του, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ ἑνικότητά Του κατανοεῖται ὡς περιχώρηση, ἐνάντια σέ κάθε ἔννοια διαιρετότητας. Ἡ πληθυντικότητα τῆς Τριάδος δέν εἶναι δευτερογενές στοιχεῖο, εἶναι ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τό τρισυπόστατο ἀποκαλύπτει τήν ἁπλότητα καί τό «ἀσύνθετον τῆς Θεότητος» μέσα στήν ὁμοουσιότητα...
Ἐπί πλέον ἡ ἀρίθμηση τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων διαφυλάσσει τή θεολογία ἀπό τήν πρόοδο τῶν διαιρέσεων τοῦ Ἑνός μέχρι τό ἄπειρο, διότι ἡ θεία ἀπειρότητα στό Χριστιανισμό ἔχει ἐν ἑαυτῇ τά “ὅρια”, τά ὁποία συμπίπτουν μέ τό Εἶναι Της καί εἶναι ἀντίθετη, ὄχι μόνο διαφορετική ἀπό κάθε φυσική ἀπειρότητα (Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Θεολόγου, Λόγ. 23. Εἰρηνικός Γη΄. MOSSAY (SC 270), σ. 298:11-15. PG 35, 1160D. «Τριάδος δέ ὁρισθείσης διά τό τέλειον, πρώτη γάρ ὑπερβαίνει δυάδος σύνθεσιν, ἵνα μήτε στενή μένῃ ἡ θεότης, μήτε εἰς ἄπειρον χέηται. Τό μέν γάρ ἀφιλότιμον, τό δέ ἄτακτον· καί τό μέν ἰουδαϊκόν παντελῶς, τό δέ ἑλληνικόν καί πολύθεον». Πρβλ. E. F. OSBORN, «The Christian God », σ. 124).
Στά φυσικά-κτιστά μεγέθη, ἐπειδή εἶναι σύνθετα «πολυειδῆ, ἑτεροειδῆ, ἀνόμοια» ἐφαρμόζεται ἡ μέτρηση, ἀλλά στή Θεότητα ἡ Ὁποία εἶναι ἄκτιστη, ἀΐδια «μοναδική, μονοειδής, ἄποιος, ἀκίνητος, δημιουργική» τά φυσικά μεγέθη ἀπορρίπτονται ὡς γνωστικά μέσα. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι δυνατό νά διαπερασθεῖ ἀπό τή νοητική διαδικασία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μπορεῖ νά προσεγγισθῆ μόνο ἀπό τό μυστήριο τῆς πίστεως, κυρίως μέ τήν Ἀποκάλυψη διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Πρβλ. Chr Von. SCHÖNBORN, Sophrone de Jérusalem, σ. 128).


[Μερικὰ ἀκόμα σχετικὰ κείμενα:
«Εἰ δὲ τῷ Πνεύματι πρέπειν οἴονται μόνῳ τὴν ὑπαρίθμησιν, μανθανέτωσαν ὅτι κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον συνεκφωνεῖται τῷ Κυρίῳ τὸ Πνεῦμα, καθ' ὃν καὶ ὁ Υἱὸς τῷ Πατρί. Τὸ γὰρ ὄνομα Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος ὁμοίως ἐκδέδοται. Ὡς τοίνυν ἔχει ὁ Υἱὸς πρὸς τὸν Πατέρα, οὕτω πρὸς τὸν Υἱὸν τὸ Πνεῦμα κατὰ τὴν ἐν τῷ βαπτίσματι παραδεδομένην τοῦ λόγου σύνταξιν. Εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τῷ Υἱῷ συντέτακται, ὁ δὲ Υἱὸς τῷ Πατρί, δηλονότι καὶ τὸ Πνεῦμα τῷ Πατρί. Τίνα οὖν ἔχει χώραν, τὸ μὲν συναριθμεῖσθαι, τὸ δὲ ὑπαριθμεῖσθαι λέγειν, ἐν μιᾷ καὶ τῇ αὐτῇ συστοιχίᾳ κατατεταγμένων τῶν ὀνομάτων; Ὅλως δέ, τί τῶν πάντων ἐξέστη ποτὲ τῆς ἑαυτοῦ φύσεως ἀριθμούμενον; Ἀλλ' οὐχὶ τὰ μὲν ἀριθμητὰ διαμένει οἷα πέφυκεν ἐξ ἀρχῆς, ὁ δὲ ἀριθμὸς σημεῖον γνωριστικὸν τοῦ πλήθους τῶν ὑποκειμένων παρ' ἡμῶν ἐφαρμόζεται; Τῶν γὰρ σωμάτων τὰ μὲν ἀριθμοῦμεν, τὰ δὲ μετροῦμεν, τὰ δὲ σταθμώμεθα· καὶ ὧν μὲν συνεχὴς ἡ φύσις, μέτρῳ καταλαμβάνομεν· ὧν δὲ διωρισμένη, τῷ ἀριθμῷ ὑποβάλλομεν» (ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Καισαρείας, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ΙΖ΄. PRUCHE, (SC 17bis), 43: 22- 25. PG 32, 148B. Πρβλ. J. PELIKAN, Christianity and classical, σ. 101, 253.).

Ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἑρμηνεία εἰς τό Πάτερ ἡμῶν. van Deun (CCG 23), 440-5. PG 91, 892C-893Α, κάνοντας τή διάκριση μεταξύ τοῦ Χριστιανικοῦ περί Θεοῦ λόγου καί τοῦ Ἑλληνικοῦ καί Ἰουδαϊκοῦ χρησιμοποίησε ἀριθμητικές κατηγορίες γιά νά δώσει τό ἀκριβές περιεχόμενο τοῦ δόγματος τῆς πίστεως. «μίαν εἰδέναι θεότητος φύσιν καί δύναμιν· ἤγουν, ἕνα Θεόν ἐν Πατρί καί Υἱῷ καί ἁγίῳ Πνεύματι θεωρούμενον· οἷα δή μόνον ἀναίτιον νοῦν οὐσιωδῶς ὑφεστῶτα, μόνου κατ᾿ οὐσίαν ὑφεστῶτος ἀνάρχου Λόγου γεννήτορα, καί μόνης ἀϊδίου ζωῆς οὐσιωδῶς ὑφεστώσης, ὡς Πνεύματος ἁγίου πηγήν· ἐν μονάδι Τριάδα, καί ἐν Τριάδι μονάδα· οὐκ ἄλλην ἐν ἄλλῃ· οὐ γάρ ὡς ἐν οὐσίᾳ τῇ μονάδι συμβεβηκός ἐστιν Τριάς· τό ἔμπαλιν, ἐν Τριάδι μονάς· ἄποιος γάρ. Οὐδ᾿ ὡς ἄλλην καί ἄλλην· οὐ γάρ ἑτερότητι φύσεως τῆς Τριάδος μονάς διενήνοχεν ἁπλῆ τε καί μία φύσις τυγχάνουσα. Οὐδὡς ἄλλην παρ᾿ ἄλλην, οὐ γάρ ὑφέσει δυνάμεως διακέκριται τῆς μονάδος Τριάς, τῆς Τριάδος μονάς· ὡς κοινόν τε καί γενικόν ἐπινοίᾳ μόνῃ θεωρητόν τῶν ὑπ᾿ αὐτό μερικῶν, παρήλλακται τῆς Τριάδος μονάς, οὐσία κυρίως ἀνθύπαρκτος οὖσα, καί δύναμις ὄντως αὐτοσθενής. Οὐδ᾿ ὡς δι᾿ ἄλλης ἄλλην· οὐ γάρ μεσιτεύεται σχέσει τό ταυτόν πάντη καί ἄσχετον, ὡς πρός αἴτιον αἰτιατόν. Οὐδ᾿ ὡς ἐξ ἄλλης ἄλλην· οὐ γάρ κατά παραγωγήν ἐκ μονάδος Τριάς, ἀγένητος ὑπάρχουσα καί αὐτέκφαντος· ἀλλά τήν αὐτήν ὡς ἀληθῶς μονάδα καί Τριάδα, καί λεγομένην καί νοουμένην»].

Από τόν αδελφό θεολόγο Παναγιώτη Σημάτη

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ξερεις τι ειναι να εισαι ο Περγαμου να σε υποδεχονται στον γενεθλιο τοπο ο προεδρος της Εταιριας Μακεδονικων Σπουδων , να συνομιλεις με πρυτανεις να εισαι στην ιδια συνοδο με τον αρχιεπισκοπο Αμερικης που εχει αδερφο τον πρωην πρυτανη του ΑΠΘ , να εχεις επαφη με τους μεγαλους αρχοντες του Πατριαρχειου Κοκκαλη , Αγγελοπουλους να παντρευονται στο Φαναρι επιχειρηματιες , προεδροι συλλογων ακομη και ο Ρουβας να ερχεται να παρει την ευλογια του απο τον προισταμενο σου και να ανοιγεις το ευαγγελιο και να βλεπεις οτι ολα αυτα ειναι τιποτα . Και να μνημονευει ο Χριστος ο αχαριστος μονο το διλεπτο της χηρας . Και οχι μονο αυτο αλλα να βαζει στον παραδεισο στους κολπους Αβρααμ οχι απλα εναν παμπτωχο αλλα εναν αστεγο που να λεει και το ονομα του κα τον συναδελφο των ανθρωπων που εσυ εχεις λακριντι να τον εχει και ανωνυμο και στην κολαση . Οταν λοιπον δεν εισαι μικρολαμογιο σαν τους παρ ημιν επισκοπους της Ελλαδικης Εκκλησιας που ειναι στην ουσια φυσιογνωμιες βγαλμενες απο εργα του Τσιφορου - Πειραιως , Καλαβρυτων , Αθηνων ακομη και ο Ναυπακτου ολοι εχουν κατι τσιφορικο - αλλα εχεις συνειδηση αρχοντα και εξουσιαστη και γαλαζοαιματου τοτε μισεις τον Χριστο . Γιατι μεσα τους βαθια μεσα τους ξερουν οτι το ευαγγελιο εναι αληθεια και οτι ο Χριστος ειναι ο Κυριος που θα κανει την κριση . Και ας υποκρινονται τους πιστους που ειναι απιστοι . Ειναι πιστοι οι τωρινοιΦαναριωτες αλλα με τον τροπο των δαιμονιων . Φριτουν την ωρα που θα ειναι στον τοπο του ανωνυμου πλουσιου και θα βλεπουν πολλους απο αυτους που περιφρονουν απανω στον παραδεισο . Εξ ου και το μισος για τον Χριστο και ο τοσος αγωνας να βγαλουν το ευαγγελιο παραμυθι . Α.Μ

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Για τι δεν κατονομάζονται οι αιρετικοί,ώστε και να καταδικασθούν αναθεματιζόμενοι,σπιλώνοντας,ρυπαίνοντας,αλλοιώνοντας με τον καιρό ολονέν και περισσότερο το χριστιανικό φρόνημα;Εξέλειψε το φρόνημα,δήλα δη;Εξαλείφθη;Εξηφανίσθη;Δεν υφίστανται υπό τον ήλιον αγωνιστές,πια;Τι γίνεται,εν γένει;''ΧΟΥΣ ΕΙ ΚΑΙ ΕΙΣ ΧΟΥΝ ΑΠΕΛΕΥΣΕΙ''(της αίγλης του αξιώματος που έχεις και που σου παρέχεται αφειδέστατα και των αξιωματισμών που κατέχεις και επιδεικνύεις όπου σταθής και όπου 'βρεθής),Ω ΑΝΘΡΩΠΕ(,)ΧΡΙΣΤΙΑΝΕ ΕΝ ΤΟΥΤΩι ΤΩι ΑΙΩΝΙ,ΤΩι (ΜΕΓΙΣΤΩι) ΑΠΑΤΕΩΝΙ;ΕΧΟΥΜΕ ΔΑΙΜΟΝΙΣΘΗι,ΑΔΕΛΦΕ;ΠΑΡΑΦΡΟΝΗΣΗι ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΘΗι,ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΟΛΥΑΞΙΟΣΕΒΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ,ΠΟΛΥΑΞΙΑΓΑΠΗΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΕΣ;ΕΧΟΥΜΕ ΑΡΝΗΘΗι ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΘΗι ΤΟ ΣΑΡΚΙΟ,ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΦΑΝΕΙΣ,ΠΕΡΙΔΕΕΙΣ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΜΟΙ,ΑΣΤΟΙΧΕΙΩΤΟΙ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΟΦΡΕΝΕΙΣ,ΕΞΟΥΣΙΟΛΑΓΝΟΙ,ΕΞΟΥΣΙΟΜΑΝΕΙΣ,ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΟΙ,ΗΤΤΟΠΑΘΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΙ,ΔΟΥΛΟΠΡΕΠΕΙΣ ΚΑΙ ΕΘΕΛΟΔΟΥΛΟΙ Π Α Ν Τ Ε Λ Ω Σ;


ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Παρατύπως και ατύπως,λοιπόν,διαπιστούται,κατά τον οφθαλμοφανέστερο δυνατό τρόπο από εδώ η ανάδειξή του 'στον υπ'αριθ. Ένα Αιρεσιάρχη,Ηγήτορα της μιας Νέας Ανθρωπότητας της Απιστίας του Υλισμού,όπου αντί κωνείου προσέφερε(σχεδόν και περί που 'χάρισε-//'δώρισε) το Νέκταρ της Αμβροσίας ενός Ασβεστοκονιάματος 'στους Έλληνες,υποβιβάζοντάς τους και μετατρέποντας είτε 'στο παλαιό και παμπάλαιο γνωμικό ''σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος'' είτε (και) 'στον πασίγνωστο,πια,''Νεοέλληνα'' του,επ'ίσης,πασιγνώστου και δεινού -νεοέλληνα,ομοίως,εδώ..- στιχοπλόκου,Πανούση(ή συντομότερον εδώ ''Τζιμάκου''..).(''Επίπεδο,χρυσή μου!Επίπεδο...''εγκρύπτει'',ο...''άνθρωπος'',δα!''!).