Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (4)

Συνέχεια από Πέμπτη, 31 Ιουλίου 
HANSGEORG  GADAMER 

(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES) 

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ  ΜΕΤΑΞΥ  ΤΟΥ  ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ  ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 


                      Ι.  ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΓΝΟΙΑ

Επισκοπώντας κατ’ αρχάς την ιδιαίτερη θέση τού Αγαθού στην πλατωνική σκέψη περί τών Ιδεών μάθαμε, ότι δεν μπορεί να κατανοηθή κατά την ιδιαίτερη θεωρία τού Πλάτωνα σύμφωνα με το πρότυπο της Τέχνης (Techne) η γνώση τού Αγαθού, παρ’ όλο που ή ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί διαρκώς, αναιρώντας κριτικά τις απόψεις τών συνομιλητών του, αυτό το πρότυπο ο Σωκράτης. Αν στραφούμε δε στις διαφωτιστικές αναλύσεις, που μας έδωσε στο 6ο βιβλίο τής ‘Ηθικής’ για τους τρόπους τού να γνωρίζη κανείς (έξεις τού αληθεύειν), και για τη διαφορά ιδιαιτέρως μεταξύ τεχνικής και πρακτικής γνώσης ο Αριστοτέλης, προκύπτει τότε μια – ούτε καν εκπληκτική τελικά – εγγύτητα ανάμεσα στη γνώση τού Αγαθού που αναζητά ο Σωκράτης και την αριστοτελική ‘φρόνηση’ (Phronesis). Διακρίνεται δηλ. κατηγορηματικά εκεί, τόσο απ’ τη θεωρητική όσο κι απ’ την τεχνική γνώση η πρακτική γνώση, και χαρακτηρίζεται ως ένα άλλο είδος γνώσεως. Εμφανίζεται μάλιστα ως μια ‘επιτομή’ η πρακτική γνώση, η ‘φρόνησις’, αυτού που έζησε (ακριβώς…) στην ζωή του ο Σωκράτης. Ενώ τον εμφανίζει εντελώς απομακρυσμένον από κάθε ‘θεωρητικό’ απλώς  ενδιαφέρον και η εικόνα που ‘του ζωγραφίζει’ στην ‘Απολογία’ ο Πλάτων.
Είναι ωστόσο εντελώς διαφορετική κατά τα άλλα η εικόνα τού Σωκράτη στον Πλάτωνα, ο οποίος και του ‘επιβάλλει’ εξαιρετικής εμβέλειας ρόλους, όπως τον ρόλο ενός δραματικού π.χ. αντίπαλου της σοφιστικής παιδείας (Paideia), αλλά και κείνον ενός χαρούμενου με τους μύθους εξιστορητή ασυνήθιστων ενδιάμεσων ‘καταστάσεων’ μεταξύ θρησκευτικών προσώπων και φιλοσοφικών σκέψεων, αλλά και κείνον προπάντων ενός διαλεκτικού, που ‘διευρύνει’ σε παράδειγμα (Paradigma) κάθε γνώσης και κάθε αλήθειας την ίδια του την τέχνη, τη διεξαγωγή δηλ. ενός διαλόγου. Καθίσταται εδώ μια μυθική μορφή, στην οποία και συμπίπτουν, όπως σε μιαν ύψιστη ΄θεωρία’ (Theoria), η γνώση τού Αγαθού με τη γνώση τού Αληθινού και του Είναι, ο Σωκράτης. Κι από εδώ ξεκινά και η δική μας εργασία, να συσχετίσουμε δηλ. με την περιοχή τών εννοιών αυτήν τη μυθικήν ενότητα, καθιστώντας έτσι κατανοητό, τί είναι αυτό που ‘μοιράζεται’, ακόμα κι όταν διαχωρίζεται απ’ αυτόν κριτικά, με τον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης. 
Είναι χαρακτηριστικό, ότι έχει επισημάνει πάντοτε με αρνητική και μόνο μορφή τη διαφορά γνώσης ανάμεσα στη γνώση τού Αγαθού και κάθε άλλη γνώση, την οποίαν (διαφορά…) και επεξεργάζεται με μιαν ‘ανώτερην’ απορητική (Aporetik) στους σωκρατικούς διαλόγους, ο ίδιος ο Πλάτων. Αντικρούεται όποιος νομίζει πως γνωρίζει, τί είναι μια αρετή (Arete), και τίθεται αυτονόητα το μέτρο πάντοτε των Τεχνών (και…) γι’ αυτήν τη γνώση. Με αποτέλεσμα να αποδεικνύεται πάντοτε, ότι λείπει σε όλους η γνώση τού Αγαθού. Όταν όμως μιλά κατόπιν, είτε στον ‘Φαίδωνα’ είτε στην ‘Πολιτεία’, για την υπέρβαση πέρα από κάθε τι άλλο γνωστό (που μπορεί να γνωσθή…) στην κατεύθυνση να γνωρίσουμε το Αγαθό, και διακρίνει μέσα απ’ τη μεταφυσικότητά του το Αγαθό ο πλατωνικός Σωκράτης, συνδέεται βέβαια με το σωκρατικό ερώτημα για τις αρετές και από εκεί για το Αγαθό, περνώντας όμως σε μια ‘θεωρητική’ αιφνιδίως περί τού ‘Αγαθού’ και του ‘Είναι’ γνώση. Και δεν είναι παρά σαν μια ‘υπερ-επιστήμη’ αυτό που ονομάζει διαλεκτική, που ‘ανοίγεται’ πίσω απ’ τις μαθηματικές επιστήμες, οι οποίες και περιγράφονται ως καθαρά θεωρητικές ωστόσο επιστήμες.
Και δεν ονομάζεται βέβαια χωρίς περίσκεψη ‘διαλεκτική’ αυτή η επιστήμη. Στην οποίαν και βρίσκεται ζωντανή η κληρονομιά τού Σωκράτη και της τέχνης του τού διαλόγου. Ταιριάζει δε εδώ, το ότι χρησιμοποιεί συχνά με μιαν ευρείαν έννοια και ως συνώνυμο μάλιστα με την Τέχνη ή την Επιστήμη (Episteme), τη λέξη ‘φρόνηση’ ο Πλάτων, η οποία και χαρακτηρίζει την αρετή τής πρακτικής λογικότητας (ή: σύνεσης…) για τον Αριστοτέλη. Αυτό δεν μπορεί ποτέ βέβαια να σημαίνη, πως είναι πράγματι μια γνώση όπως η Τέχνη η γνώση τού Αγαθού. Έχει (απλώς…) μια τέτοια παραδειγματική σημασία γι’ αυτό που είναι γενικώς γνώση η χειρωνακτική γνώση, ώστε να παραμένη σ’ αυτήν η χρήση τής γλώσσας μας, ενώ υφίσταται πράγματι και μια κοινότητα ανάμεσα στην πρακτική λογική και την τεχνική γνώση τού ειδήμονα:
 Ισχύει για τον καθέναν, υπό μιαν ορισμένην έννοια, που κατέχει μιαν επιστήμη ή μιαν τέχνη, το να γνωρίζη θεμελιακά (εκ βάθρων…), για τον γιατρό π.χ. (παράδειγμα που το αγαπά ιδιαιτέρως ο Αριστοτέλης), για τον μαθηματικό και γενικώς για τον καθέναν, που έχει (εγείρει…) την απαίτηση να γνωρίζη, απέναντι στην απλή γνώμη.
 Βλέπουμε ωστόσο μιαν ουσιαστική αμέσως διαφορά, που διακρίνει από μια τέτοια τεχνικο-θεωρητική, την πρακτική λογικότητα. Αν πρέπη ένας οποιοσδήποτε που γνωρίζει (κάτι…), να αποδίδη και τις αιτίες ή τούς λόγους τής γνώσης του, μπορή να τις αντλήση από μια γενική γνώση, που την απέκτησε με τη μάθηση. Κι αυτό είναι που χαρακτηρίζει ακριβώς την τέχνη ή την επιστήμη, και ονομάζεται και ‘μάθημα’ (‘Mathema’) στον Πλάτωνα. Συμβαίνει ωστόσο διαφορετικά με την πρακτική λογική εξάσκηση  (( Σημ. τ. μετ.:  Όπου η ‘λογική’ έχει να κάνη με τον ελληνικό ‘λόγο’ τών πραγμάτων, και όχι με τη σημερινή ‘διάνοια’… )) , όπου δεν μπορεί να στηριχθή σε μια γενική και προαποκτηθείσα κανείς γνώση, παρ’ όλο που έχει (και δικαίως…) την απαίτηση να αποκτήση, σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά ο ίδιος, μια κρίση και να αποφασίση λογικά κάθε φορά. Όποιος ‘διαβουλεύεται’ με τον εαυτό του και με άλλους, για το ποιο θα ήταν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση πράξης το σωστό, είναι προφανώς και έτοιμος, να μη δεχτή παρά ‘καλούς λόγους’ για την απόφασή του, κι όποιος συμπεριφέρεται  τόσο πάντοτε λογικά, αυτός ‘κατέχει’ και την αρετή τής λογικότητας, ή τής ‘καλής διαβούλευσης’. Αποτελούσε δε ένα πολιτικό ‘σύνθημα’ της καινούργιας τότε παιδείας (Paideia) η ‘ευβουλία’ (‘Eubulie’). Και μου φαίνεται εδώ σημαντικό για τον Πλάτωνα, ότι κρατά αυτό το χαρακτηριστικό τής ‘πρακτικής’ γνώσης και διακρίνεται απέναντι στην ‘τεχνική’ λεγόμενη γνώση. Δεν συνιστά καθόλου μια γενική και διδακτή γνώση η διαλεκτική, ακόμα κι όταν αναφέρη, ακολουθώντας την ‘καθομιλουμένη’, τις λέξεις τέχνη ή επιστήμη γι’ αυτήν ο Πλάτων. Δεν είναι όμως και καθόλου εκπληκτικό, το ότι μπορεί να ονομάζη και ‘φρόνηση’ (‘Phronesis’) τη διαλεκτική, γιατί δεν είναι πράγματι κάτι που μπορεί έτσι απλά να το μάθη κανείς, αλλά κάτι περισσότερο: ‘λογικότητα’ (σύνεση και φρονιμάδα, ή: αυτό που είναι έλλογο…).
Και ακολουθεί βέβαια εδώ ξανά τη συνηθισμένη γλωσσική χρήση, που ονομάζει αυτονόητα ως φρόνηση την πραγματική ‘αρετή’ τής ανθρώπινης πράξης. Κάτι που προκύπτει εξάλλου απ’ το χωρίο προπάντων στον ‘Μένωνα’ (88b κ.ε.) με σαφήνεια   (( Ακόμα και ο τρόπος που θα διακρίνη την αρετή τού φρονήσαι απ’ τις επονομαζόμενες αρετάς τής ψυχής η ‘Πολιτεία’ (518e), απεικονίζει καλώς την ‘αιωρούμενη’ στη φρόνησιν βασική σημασία, την οποίαν και έχει συνεχώς μπροστά του π.χ. ο Ξενοφών. Πρβλ. και τη φράση φρόνησίν τε καί τήν άλλην αρετήν καθώς και τα παρόμοια στο ‘Συμπόσιον’ (209a)  )) . Είναι δε ιδιαιτέρως ενδιαφέρον, λόγω τού ότι παρουσιάζεται εδώ, και σε συνάρτηση με τους προηγηθέντες λόγους του, εκπληκτικά διαλλακτικός και δίχως να επιμένη καθόλου σε μια πλήρη ταύτιση αρετής και γνώσης ο Σωκράτης, αυτό το χωρίο: αφήνοντας ‘ανοιχτό’, το αν ανήκη και κάτι άλλο εκτός απ’ τη φρόνηση στην αρετή (89a, φρόνησιν άρα φαμέν αρετήν είναι, ήτοι σύμπασαν ή μέρος τι ! ). ‘Οσον αφορά στον ίδιον, είναι προφανές μόνον το ότι ανήκει, σε κάθε περίπτωση, η φρόνηση εκεί. Και πρόκειται για το ίδιο ακριβώς που λέει στα ‘Ηθ. Νικ.’ VI 13 και ο Αριστοτέλης (1144b17 κ.ε.).
Μας επιτρέπεται να συμπεράνουμε λοιπόν, ότι μένει πιστός στην ‘Ηθική’ του – όπως και γενικώς – στην πραγματική χρήση τής γλώσσας (έτσι όπως χρησιμοποιείται στην πραγματικότητα η γλώσσα…) ο Αριστοτέλης. Και δεν πρόκειται για την αναγωγή ενός ‘πανηγυρικού’ τεχνικού όρου τού Πλάτωνα – όπως νόμιζε ο Natorp - στο ηθικό πεδίο. Επέκτεινε αντίθετα μάλλον τη συνηθισμένη λέξη, η οποία και βρισκόταν πάντοτε εμπειρικά κοντά στην πράξη (Praxis)  (( Και μπορεί να συγκρίνη κανείς την εξαντλητική έρευνα της ομηρικής της χρήσης απ’ τον Bruno SnellGlotta LV. Band, 1977, σ. 32 – 64  )) , για να ανυψώση ‘πανηγυρικά’ τη διαλεκτική γνώση ο Πλάτων, διευρύνοντας δηλ. στη θεωρητική στάση τού διαλεκτικού (ανθρώπου…) αυτό που ονόμαζαν πρακτική (ελ)λογικότητα (το πρακτικό έλλογο…).
Δεν θα πρέπη να επιβαρύνουμε ωστόσο με  ‘εξελικτικές’ απ’ την άλλη ‘υποθέσεις’ το γεγονός, ότι ακολουθεί ενίοτε ακόμα κι ο ίδιος ο Αριστοτέλης τη διευρυμένη γλωσσική χρήση τού Πλάτωνα – όπως το επιχείρησαν κάποια στιγμή ο Jaeger, o Walzer κ.α. Γιατί αυτό δείχνει στ’ αλήθεια, ότι συνεχίζει να ζη εξ ολοκλήρου στον γλωσσικό κόσμο τού δασκάλου του. Κι όσο ελάχιστα σημαίνει αυτό, το ότι έχει (δήθεν…) λησμονήσει σ’ αυτές τις περιπτώσεις την πραγματική έννοια της φρονήσεως, που (ωστόσο…) την ανέλυσε, ή ότι ‘πλατώνιζε’ συνειδητά ο Αριστοτέλης, τόσο πολύ δηλώνει η χρήση αυτή τής γλώσσας στον Πλάτωνα, ότι κατευθυνόταν, πέρα κι απ’ τη διαφορά μεταξύ πρακτικής και θεωρητικής γνώσης, σε κάτι το Κοινό. Κι εδώ πρέπει να ανήκη κι η ‘επιθυμία’ του, να διευρύνη τη γλωσσική χρήση τής φρόνησης (Phronesis) μέχρι την υψίστη γνώση. Γιατί θέλει ακριβώς να αποδώση, όχι μιαν απλήν ικανότητα, αλλά το  πραγματικό έλλογο στον αληθινόν διαλεκτικό. Πράγμα που σημαίνει γι’ αυτόν ταυτόχρονα, πως δεν κατέχει μιαν υπερέχουσα τέχνη, που τη χρησιμοποιεί προς χάριν τής φιλονικίας, αλλά ότι αναζητά την πραγματική ΄λογοδοσία’ (να δίνη λόγο …) ο διαλεκτικός. Ότι δεν κατέχει μια τέχνη, που να τη χρησιμοποιεί δηλ. κατά βούληση. Δεν είναι τόσο πολύ μια Τέχνη (Techne), μια δυνατότητα και μια γνώση, όσο ένα Είναι, μια ‘στάση’ (έξις με την αριστοτελική έννοια), που χαρακτηρίζει απέναντι στον σοφιστή τον γνήσιο φιλόσοφο η διαλεκτική. Και θα χρειαστούν  ιδιαίτερες βέβαια προσπάθειες, για να υπερασπιστή κανείς μπροστά στους εκπροσώπους τής νέας παιδείας αυτή τη διαφορά. Η πραγματική αιτία, γιατί δεν είναι παρά ‘διαλεκτική’ η διαλεκτική, μια ‘ενέργεια’, μια ‘πράξη’ δηλ. όπου ‘δίνεις και παίρνεις λόγο’, κι όχι μια γνώση όπως η χειρωνακτική ή όπως οι επονομαζόμενες επιστήμες, βρίσκεται προφανώς στο ότι δεν υφίσταται με τον ίδιον τρόπο σε κείνες τις δύο περιοχές γνώσης ο κίνδυνος να μπερδευτή κανείς μέσω τής ομιλίας όπως όταν ρωτά για το Αγαθό   (( Σημ. τ. μετ.: Πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε, έως ότου ‘ανοίξη’ και σε μας η θύρα τού νοητού κόσμου, όπου και φανερώνεται π.χ. το Αγαθό. – Κάτι που δεν συμβαίνει βέβαια ‘στις μέρες μας’, καθώς ο σύγχρονος και ‘προοδευμένος’ άνθρωπος δέχτηκε να κυριαρχηθή απ’ τη ‘στενή’ του λογική, για να τα ‘κυριαρχήση’ όλα, καταντώντας έτσι αυτό που είμαστε δυστυχώς λίγο-πολύ όλοι: ‘διανοούμενοι’. – Κάτι απ’ το οποίο ‘ξέφευγαν’ μέχρι πρότινος οι παραδοσιακοί Έλληνες, παπούδες και γιαγιάδες μας… )) . Μπορούμε βέβαια να πούμε και για τις δύο εκείνες περιοχές γνώσης, ότι γνωρίζουν, ότι έχουν δηλ. λόγους και αιτίες γιατί συμπεριφέρονται έτσι ή αλλιώς ή θεωρούν αυτό ή το άλλο για αληθινό. Έτσι αυτο-χαρακτηρίζονται άλλωστε ως προς την περιοχή τους, όταν τούς ρωτά (τούς εξετάζει…) στην ‘Απολογία’ του ο Σωκράτης, οι χειρώνακτες τεχνίτες: οι οποίοι και γνωρίζουν, αν έχουν μάθει το ‘αντικείμενό’ τους, γιατί πράττουν έτσι, και πώς το πράττουν, ενώ φανερώνεται και στο ότι γνωρίζουν να διδάξουν την τέχνη τους η γνώση τους. Και δεν μπορούν να τους κλονίσουν, εκεί όπου είναι οι ίδιοι ‘αρμόδιοι’, σοφιστικοί λόγοι και επιχειρήματα (η ‘τέχνη’ τών επιχειρημάτων…), και δεν θα ‘εντυπωσίαζε’ κανέναν απ’ αυτούς μια μορφή όπως ο Ιππίας,  παριστάνοντας (βέβαια…) ένα είδος ‘παντογνώστη’.
Το ίδιο ισχύει και για τη γνώση τού ιατρού ή τού μαθηματικού. Γνωρίζουμε δηλ. κι εδώ, πως προσπαθεί να εγκαθιδρύση μια σύγχυση με τις ‘τέχνες’ της η καινούργια Παιδεία (Paideia). Και άπτεται αυτό μ’ ένα γενικό, στην περίπτωση της ιατρικής τέχνης, πάθος, που αναστέλλεται ωστόσο ολοένα μπροστά στα όρια της ιατρικής τέχνης και στο ότι δεν αποδεικνύονται τελικά οι επιτυχίες της. Πρόκειται άραγες, γενικώς, για μιαν επιστήμη εδώ; Μας δίνει μάλιστα η καταγώμενη από σοφιστικούς καιρούς ‘Περί τέχνης’ πραγματεία μιαν καλήν ιδέα περί αυτού. Ενώ παρόμοια ισχύουν και για τη γνώση τού μαθηματικού, όπου επίσης αντιλαμβανόμαστε, να ‘προκαλή’ ενίοτε την αντίσταση της καθημερινής εμπειρίας αυτή η γνώση. Και μας είναι γνωστό, ότι αφιέρωσε σε μεγάλον βαθμό στο να ‘(δια)κρίνη’ τούς μαθηματικούς τις διαλεκτικές του τέχνες ο Πρωταγόρας   (( Diels VS II 266 )) . Και καθώς δεν είναι τόσο χειροπιαστό, όσο στην περίπτωση του χειρωνακτικού έργου, το νόημα του πράγματος εδώ, γίνεται αυτό που λέμε ακόμα πιο κατανοητό. Μπορεί και να αδυνατή να ξεσκεπάση βέβαια απ’ την πλευρά του τη λανθασμένη εμφάνιση τέτοιων παραπλανητικών επιχειρηματολογιών ο μαθηματικός, αποδεικνύει όμως ταυτόχρονα ο εισερχόμενος σε μιαν τέτοιαν κατάσταση διάλογος ‘Θεαίτητος’, πώς συμπεριφέρεται εδώ ένας πραγματικός μαθηματικός. Δεν επιτρέπουν να τους προσβάλουν τέτοιες επιχειρηματολογίες ο Θεόδωρος κι ο Θεαίτητος, και απλώς τις παραμερίζουν (Θεαίτ. 164e, 169c7). Βλέπουν δε αυτό για το οποίο και πρόκειται, αριθμούς ή σχήματα, τρόπον τινά μπροστά τους. Δεν είναι παρά η αμεσότητα ενός πράγματος που το βλέπουμε ακριβώς μπροστά μας, και γι’ αυτό μπορεί και ονομάζεται ‘αίσθησις’ (‘Aisthesis’) η γνώση.
Είναι εντελώς διαφορετική αντίθετα η κατάσταση παντού όπου δεν υπάρχει καμμιά ειδική γνώση και κανένας ειδικός, και όπου πρέπει να απαιτή ή να αξιώνη ωστόσο, να έχη ο καθένας μια γνώμη. Κι αυτό είναι που συνιστά, τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική και πολιτική ζωή, το ερώτημα του Αγαθού. Εκεί μιλά ο καθένας με τον καθέναν και αναζητά να πείση για την ορθότητα της άποψής του ο κάθε ένας, ιδιαιτέρως αν πρόκειται για πολιτικές αποφάσεις. ‘Εξελίσσεται’ μια συνεχής ‘αντιπαράθεση’ (ανάλυση ή ‘έρις’…) για το ‘Αγαθό’, και είδαμε πως δεν μπορεί να ισχυριστή κανείς τίποτα εκεί ως λόγους ή αιτίες. Αυτή είναι δε και η βάση, απ’ την οποίαν και προέρχεται το αίτημα της νέας παιδείας, και το αίτημα προπάντων της ρητορικής, που είναι και η πραγματικά καινούργια τέχνη. Παρουσιάζεται δε σαφέστατα στον τρόπο, με τον οποίον και εκπροσωπεί το αίτημα αυτό στον ομώνυμό του πλατωνικόν διάλογο ο Πρωταγόρας: θέλει να διαπαιδαγωγήση στο Αγαθό, και προφανώς με τίποτα άλλο παρά με τη ρητορική και διαλεκτική του τέχνη (Πρωτ. 318d). Σ’ αυτό το αίτημα αντιπαραθέτει την αληθινή διαλεκτική τέχνη τής ‘λογοδοσίας’ ο Πλάτων, που εγγυάται λόγο και απάντηση περί τού Αγαθού. Και  καθιστά με τον τρόπο του σαφές, ότι δεν πρόκειται μόνο για μια τεχνική τού λόγου και της ‘φιλονικείας’, έτσι ώστε να μη μπερδευτή κανείς, σε τέτοια πράγματα, κι ούτε καν για μιαν οξύνοια. Πρέπει να το ονομάσουμε βέβαια μια τέχνη, όταν είναι σε θέση να διακρίνη κατά τα ‘γένη’ τους κανείς τα πράγματα, και να ξεσκεπάση έτσι τις ‘συγχύσεις’. Απαιτείται όμως κάτι περισσότερο απ’ την οξύνοια γι’ αυτό. 

                ( συνεχίζεται )
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: