Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TR INITATE ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (6)

Συνεχίζεται από Τρίτη, 15 Ιουλίου2014

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TRINITATE ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ 

του Werner Beierwaltes

10. Η ερμηνεία  του «ego sum qui sum»του Αυγουστίνου.  

Η διαπραγμάτευση  τού Είναι σαν πνεύματος, του Πλωτίνου, η ανάπτυξη τού Ενός τού Πορφυρίου,  σαν σκεπτόμενου Είναι, (εννοιολογήσεις οι οποίες επέτρεψαν την πρόσληψη του σκεπτόμενου Θεού του Αριστοτέλη από την νεοπλατωνική φιλοσοφία) και η κατανόηση τού Θεού σαν ενότητος που σκέπτεται τον εαυτό της με τριαδικό τρόπο, είναι τα εννοιολογικά στοιχεία που συστήνουν ουσιαστικά την έννοια του Θεού και του Είναι τού Αυγουστίνου, αλλά με διαφορετική ένταση και υπογράμμιση. Η πρόταση  ego sum qui sum (εγώ ειμί ο ων) κατανοημένη από αυτή και με αυτή την παράδοση, έχει κεφαλαιώδη σημασία για τον Αυγουστίνο. Τον βοηθά να ορίσει τον Θεό σαν αληθινό Είναι. Στο εγώ ειμί ο ων, προφέρει ο Θεός το όνομά του. «Είναι» αποτελεί λοιπόν το όνομα που ανήκει μόνον στον Θεό. Αλλά «Είναι» σημαίνει σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, αιώνιο, δηλαδή αμετάβλητο, υπάρχον πάντοτε με τον ίδιο τρόπο (χωρίς χρονική περίοδο) ταυτόσημο με τον εαυτό του και χωρίς καμμία διαφορά.
Όπως για τον Πλωτίνο η αιωνιότης είναι η ζωή του πνεύματος, η θεμελιώδης μορφή (είδος) στην οποία το πνεύμα, ενωνόμενο με τον εαυτό του, κατανοεί τον εαυτό του, έτσι και για τον Αυγουστίνο η αιωνιότης είναι ένας θεμελιώδης χαρακτήρας της θείας ουσίας.. [η αιωνιότης και το άπειρο δεν είναι ιδιότητες του Θεού. Υφίστανται του Θεού ένεκεν]. Η αιωνιότης είναι μάλιστα ταυτόσημη με την ουσία του Θεού. Γι’ αυτό το Είναι, καθώς κατανοείται σαν Θεός, και η αιωνιότης, ορίζονται σαν διαφανής εικόνα τού Ενός καί τού άλλου [αντικαθρέφτισμα]. Και επειδή λοιπόν «είναι» (απλώς), ο Θεός είναι αιώνιος, ή είναι ο ΑΙΩΝ. Επειδή τον Θεό μπορούμε να τον σκεφθούμε σαν αιώνιο, ο Θεός «είναι», δηλαδή είναι το ΕΙΝΑΙ.
Σχεδόν όλα τα χωρία στα οποία ο Αυγουστίνος αναφέρει ή ερμηνεύει την Έξοδο 3, 14, μπορούν να συμπεριληφθούν σε έναν νεοπλατωνικό εννοιολογικό ορίζοντα. Χωρίζει το κοσμικό ον που γίνεται, διότι υπόκειται στον χρόνο, από την αρχή και το θεμέλιο αυτού τού Όντος, δηλαδή το άχρονο Είναι το οποίο είναι Θείο. Αυτός ο χωρισμός δεν συστήνει όμως έναν διαχωρισμό. Στον ίδιο τον άνθρωπο η υπερβατική κίνηση η οποία στηρίζεται στην ελπίδα, στην πίστη και στην γνώση, διαμεσολαβεί το ον στο Είναι, τον κόσμο στον Θεό, το θεμελιωθέν στο θεμέλιο. Ο Θεός του Αβραάμ υποσχέθηκε και πραγματοποίησε παραδειγματικά αυτήν την διαμεσολάβηση στον μεσίτη Χριστό.

11. Το κείμενο των Εξηγήσεων (Enarrationes) των Ψαλμών.

Προτιθέμεθα τώρα να δείξουμε την εννοιολογική δομή τού Είναι παρούσα στους στοχασμούς του Αυγουστίνου γύρω από το όνομα Είναι, ερμηνεύοντας μερικά χωρία των Εξηγήσεών του στους Ψαλμούς. Θα μας οδηγήσει στην ερμηνεία μας, το κείμενο που ακολουθεί: 10. Τα χρόνια σου διαρκούν στις γενεές των γενεών. Γιατί ο ψαλμωδός δεν λέει: Τα χρόνια σου διαρκούν στους αιώνες των αιώνων; Έτσι μιλά για την αιωνιότητα η Αγία Γραφή! Γιατί λέει: Τα χρόνια σου διαρκούν στις γενεές των γενεών; Και ποια είναι «τα χρόνια σου»; Είναι τα χρόνια που δεν έρχονται και δεν περνούν. Τα χρόνια που δεν έρχονται γιατί δεν υπάρχουν. Στον χρόνο εδώ κάτω κάθε μέρα έρχεται, γιατί μετά δεν υπάρχει και έτσι κάθε ώρα, κάθε μήνας κάθε χρόνος. Κανένα από αυτά τα πράγματα δεν είναι σταθερό. Πριν έρθει θα είναι και αφού ήλθε, δεν θα είναι πια. Εκείνα τα δικά σου χρόνια λοιπόν, χρόνια αιώνια, χρόνια που δεν αλλάζουν, θα είναι στις γενεές των γενεών. Υπάρχει μια γενεά των γενεών και σ’ αυτή θα είναι τα χρόνια σου! Και ποιά είναι αυτή η γενεά; Υπάρχει στ’ αλήθεια και εάν την αναγνωρίσουμε, θα είμαστε σ’ αυτή και σε μας θα είναι οι Χρόνοι του Θεού. Με ποιο τρόπο θα είναι σε μας; Με τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός ο ίδιος θα είναι σε μας. Γι’ αυτό είναι γραμμένο! Ώστε ο Θεός να είναι το παν στα πάντα. Οι Χρόνοι του Θεού δεν διαφέρουν εξ άλλου από τον ίδιο τον Θεό. Οι Χρόνοι του Θεού είναι η αιωνιότης του Θεού και αυτή η αιωνιότης είναι η ίδια η ουσία του Θεού η οποία δεν γνωρίζει την αλλαγή. Εκεί τίποτε δεν είναι παρελθόν, σαν να μην είναι πλέον, τίποτε δεν είναι μέλλον σαν να μην είναι ακόμη. Εκεί δεν υπάρχει παρά το «Είναι», δεν υπάρχει ούτε το «υπήρξε» ούτε το «θα είναι», διότι εκείνο που υπήρξε δεν υπάρχει πλέον και εκείνο που θα είναι δεν υπάρχει ακόμη. Ο,τιδήποτε είναι εκεί, απλώς είναι. Πολύ σωστά λοιπόν μ’ αυτόν τον λόγο ο Θεός έστειλε τον δούλο του τον Μωυσή. Αυτός ρώτησε το όνομά Του, αυτού που τον έστελνε, και άκουσε την απάντηση. Αυτή η επιθυμία, καθορισμένος καρπός από έναν σωστό πόθο, μια φυσική επιθυμία, δεν έμεινε ανικανοποίητη. Είχε θέσει την ερώτηση, όχι από περιέργεια ή υπερηφάνεια, αλλά από την ανάγκη της ίδιας της εργασίας του. «Τί θα απαντήσω, είπε, στους γιούς του Ισραήλ, εάν με ρωτήσουν: ποιος σε έστειλε σα μας;» Και ο Κύριος παρουσιασθείς σαν δημιουργός του πλάσματος, σαν ο Θεός του ανθρώπου, όπως ο αθάνατος στον θνητό, όπως ο αιώνιος στον χρονικό, απάντησε: «Εγώ ειμί ο ών» Και εσύ θα μπορούσες να απαντήσεις: ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ. Ποιος είσαι; Ο Μάρκος! Αλλά θα μπορούσες να πεις κάτι πέραν του ονόματός σου; Αυτό περίμενε ο Μωυσής από τον Θεό: ακριβώς αυτό, και πράγματι τον είχε ρωτήσει: πώς λέγεσαι; Από ποιόν θα πω ότι στάλθηκα εάν με ρωτήσουν; Εγώ είμαι! Και ποιος; Ο ων. Αυτό είναι λοιπόν το όνομά σου; Όλο αυτό για να πεις πώς σε λένε; Και εσύ θα είχες για όνομα το καθαυτό Είναι, εάν ο,τιδήποτε είναι άλλο από σένα, συγκρινόμενο μαζί σου, δεν θα αποδεικνυόταν σαν μη-είναι; Αυτό είναι το όνομά σου, αλλά πρέπει να το εκφράσεις με καλύτερο τρόπο. Πήγαινε, λέει, και πες στους υιούς του Ισραήλ: Αυτός που Είναι με έστειλε σε σας. Εγώ είμαι αυτός που Είναι. Αυτός που είναι με έστειλε σε σας: Μεγαλειώδες στ’ αλήθεια αυτό το «Είναι»! Απέναντι σ’ αυτό τί είναι ο άνθρωπος; Απέναντι σ’ αυτό το μεγάλο ΕΙΝΑΙ, τί είναι ο άνθρωπος, όσο και αν είναι; ποιος θα μπορούσε να φθάσει εκείνο το Είναι, ή να γίνει μέτοχός του; ποιος θα μπορούσε να τον επιθυμήσει; Ποιος θα μπορούσε να υπερηφανευθεί ότι είναι ο ίδιος μέσα σ’ αυτόν; Άνθρωπε μην απογοητεύεσαι στην αδυναμία σου! «Εγώ είμαι –  λέει – ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, του Ιακώβ. Πριν άκουσες αυτό που Είμαι ο Ίδιος, για μένα. Άκουσε τώρα εκείνο που είμαι για σένα. Αυτή η αιωνιότης μας κάλεσε και από την αιωνιότητα πήδηξε έξω ο Λόγος. Η αιωνιότης ήδη «ήταν» και μ’ αυτή ο Λόγος και ο Χρόνος ακόμη δεν ήταν. Και γιατί δεν ήταν ακόμη ο Χρόνος; «Τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν και από όσα έγιναν τίποτε χωρίς αυτόν δεν έγινε». ‘Ω Λόγε που υπάρχεις προ των αιώνων (o verbum ante tempora), μέσω του οποίου έγιναν οι Χρόνοι, και όμως γεννήθηκες στον Χρόνο, γιατί είσαι εσύ η ζωή η αιώνιος που καλείς τους ζώντες στον χρόνο και τους μεταμορφώνεις σε αιώνιους. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΓΕΝΕΑ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ. Μια γενεά έρχεται και μια καταφθάνει. Βλέπετε πώς οι γενεές των ανθρώπων υπάρχουν πάνω στην γη όπως τα φύλλα του δένδρου. Μ’ αυτή την έννοια και μ’ αυτόν τον τρόπο η γη φέρει σαν τα φύλλα της το ανθρώπινο γένος. Αυτή είναι πλήρης ανθρώπων: αυτούς που πεθαίνουν διαδέχονται άλλοι που γεννιούνται. Αυτό το δένδρο είναι πάντοτε στολισμένο με το πράσινό του ένδυμα. Κοίταξε όμως και κάτω από αυτό, και σημείωσε πόσα φύλλα ποδοπατάς!

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: