Πρόθυμα θὰ συμφωνούσαμε ν’ ἀναρωτηθοῦμε γιὰ τὴν εἰδικὴ χρησιμότητα τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο σήμερα.
Σὲ τί χρησιμεύει λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία; Εἴμαστε βέβαιοι, αἴφνης, πὼς χρειαζόμαστε, πλάι στ’ ἄλλα ἀγαθὰ ποὺ στοιχειοθετοῦν τὸ αὐτονόητο αἴτημα τῆς ἀτομικῆς καὶ συλλογικῆς εὐδαιμονίας – τὴν οἰκονομικὴ ἄνθηση, λόγου χάρη, καὶ τὴν κρατικὴ πρόνοια ἢ ἀκόμη τὴν «κοινωνία τοῦ δι­καίου» καὶ «πνευματικά» ἐπίσης ἀγαθά. Πλῆθος «ψυχικῶν» καὶ «πνευματικῶν» ἀναγκῶν ἀναμένουν νέους μύθους, νέες μαγεῖες ἢ ἔστω ἰδεολογίες προσφέροντας ἀνακούφιση ἀπὸ τὶς παρενέργειες τῆς ἀναπότρεπτα ἐφιαλτικῆς καὶ ἀποξενωτικῆς ἐκείνης πλευρᾶς τῆς μεταμοντέρνας ζωῆς πού, ὡστόσο, ἀδιερώτητα ὅσο καὶ παραγωγικὰ τραβᾶ τὸ δρόμο της.
Κάθε εἴδους θρησκεῖες καὶ φιλοσοφίες καθὼς καὶ διάφοροι μύθοι συλλογικοί (ἐθνικοί, φυλετικοί, ἐπιστημονικοί) ἀναλαμβάνουν ἐπειγόντως τὴν προμήθεια θεραπείας: ἀνταποκρίνονται «σώζοντας» καθημερινῶς ψυχὲς ἀπ’ τὸ παράλογο ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖο γνωρίζουμε ἤδη ἀπ’ τὸν Ἐπίκτητο πὼς εἶναι τὸ μόνο μαρτύριο τὸ ὁποῖο ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀδυνατεῖ νὰ βαστάσει. Κάθε ἀναχώρηση (ἰδίως ἄν, μάλιστα, ἔχει ἐξασφαλισμένη καὶ τὴν ἐπιστροφή) εἶναι εὐπρόσδεκτη: ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀποδράσει, διευρύνοντας τὴ φαντασίωσή του γιὰ ἕνα πλήρες νόημα, ὑπὸ τὸν ὅρο νὰ ἐπιστρέψει ξανὰ ὅμως σὲ μία πραγματικότητα ἀδιαπέραστη ἀπ’ αὐτό. Τὸ σημαντικὸ εἶναι δηλαδὴ νὰ μὴν ἀλλάξει τίποτα στὴ δομὴ ἀκριβῶς τῆς πραγματικότητας, ἐνῷ ὅλοι, ταυτόχρονα, νὰ δραπετεύουν» καὶ νὰ «ἐκφράζονται» κατὰ βούληση. Ἡ μεταβολὴ τοῦ τρόπου τοῦ εἶναι, παραμένει ἔτσι ἕνα ἐνδεχόμενο ἀπρόσμενο ἢ ἀπίστευτο καὶ πολὺ συχνότερα ἀνεπιθύμητο ἢ καὶ ἐχθρικό. Μεταβολὲς στὸν ὁρίζοντα τῆς φαντασιώσεως, στοὺς κατοπτρισμοὺς τοῦ ναρκισσισμοῦ (ἀτομικοῦ καὶ συλλογικοῦ) ἤ, ἀκόμη λεπτότερα, σοφὲς ἐξισορροπήσεις μεταξὺ ἀπογνώσεως καὶ ἐπιμονῆς, εἶναι ὅλες ἀσμένως δεκτές, ἀρκεῖ νὰ μὴν μεταβάλλεται τὸ «εἶναι» τῆς καθημέριας φθορᾶς καὶ τύρβης.
Ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τὴν πτώση του. Ἡ «λησμονιὰ τοῦ εἶναι» (γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Heidegger) εἶναι πίστη καὶ ἐπι- θυμία, εἶναι ὁ ἡδονικὸς γλυκασμὸς τοῦ μηδενός, ὡς ἡ τέλεια ἀκινησία τῶν δεσμωτῶν τοῦ πλατωνικοῦ Σπηλαίου ἢ τῶν ἡρώων τοῦ Samuel Beckett. Εἶναι σχεδὸν μιὰ μεταφυσικὴ θέση ἡ ἀκινησία αὐτή, σύμπτωση τοῦ ἐρωτήματος μὲ τὴν ἀπάντηση, τέλεια ἀναστολὴ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ ὑπάρξεως καὶ μηδενός, ἀπόλυτη ἔνδεια καὶ ταυτόχρονα ἡ ἀπόλυτη αὐτάρκεια.
Τοιουτοτρόπως, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καλεῖται καὶ αὐτὴ νὰ γίνει «Ὀρθοδοξία», «πνευματικότητα», «σωτηρία ψυχῆς», «θεραπεία» καὶ ἀκόμη ἐθνικὸ καταφύγιο ἢ ἄλλοθι καὶ πάει λέγοντας. Ἡ Ἐκκλησία ὡς «Εὐχαριστιακὴ Ὀντολογία», ὡς ζῶν Χριστὸς μεταβάλλων τὸν τρόπο τοῦ εἶναι τῶν ὄντων στὸν δικό Του τρόπο, εἶναι παράδοξη, ἀπρόβλεπτη ἢ καὶ ἐπίφοβη γιὰ τὸν ἔμπρακτο μηδενισμό μας. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἀπενεργοποιοῦμε στὴν πράξη, καταφάσκοντας ὁτιδήποτε δευτερευόντως συνεισφέρει στὴν παρεξήγησή της ὡς στοιχεῖο τοῦ κόσμου τούτου, ἰδεολογικὸ καταφύγιο ἢ θερα- πευτήριο, ἀνώδυνα αὐταπόδει- κτο συμπλήρωμα μεταφυσικῆς «ἀνησυχίας» στὶς φίλαυτες μέριμνές μας.
Χάνουμε ὅμως ἔτσι τὸ «πλεῖον» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως. Καμμιὰ χρησιμοθηρία ἀτομικὴ ἢ συλλογική κανένας θεραπευτικὸς θετικισμός, καμμιὰ ἀναγκαία «ὑπερβατικότητα» δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει τὴν ριζικὰ παράδοξη καὶ συγκλονιστικὰ αἰφνίδια καὶ πραγματικὴ κίνηση, παρὰ ταῦτα, τοῦ Θεοῦ νὰ βρίσκεται «ἐντὸς ἡμῶν», νὰ μεταβάλλει τὸν τρόπον τῶν φύσεων τῶν ὄντων, τὰ ὁποῖα, ἄλλωστε, συνίστανται ὡς δικοί Του λόγοι. Ἀντίθετα, ἡ πράξη αὐτὴ ἀκριβῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ θέτει τὸν μόνον ὁρίζοντα τῆς ἀλήθειας τοῦ Εἶναι: εἶναι ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ γίνουν ἐν Θεῷ τὰ ὄντα ποὺ μαθαίνουμε αὐτό πού πράγματι εἶναι. Πρέπει νὰ σπάσουμε τὰ μεταφυσικά μας παιχνίδια γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸ Θεὸ τοῦ Χριστοῦ. Νὰ καταλάβουμε, δηλαδή, τὴν Ἐκκλησία Του. Νὰ γίνει Ἐκκλησία ἀκόμη καὶ ἡ μεταφυσικὴ θεολογία μας νὰ μάθει τὴν Ἐκκλησία ὡς μόνη της πηγὴ καὶ ἀποκλειστικό της κριτήριο, νὰ (ξανα)γίνει ζωντανὴ καὶ ἀπρόβλεπτη, ταπεινὴ καὶ πολυόμματος... 
Τμῆμα τοῦ Προοιμίου ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἡ Αποφατικὴ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ὁμοουσίου, ἐκδ. Ἁρμός, 2002.
πηγή: Aντίφωνο
ΣΧΟΛΙΟ: Aς δούμε τό θέμα μέ τούς πρωτογενείς όρους, χωρίς τήν παρέμβαση τού Χάιντεγκερ. Τόν οποίο χρησιμοποιεί καί από τόν οποίο καθοδηγείται, ο Λουδοβίκος. Η καθημερινότης τού ανθρώπου είναι ανούσιος. Μπορεί όμως νά αποκτήσει ουσία, είναι, διά τής μετοχής του στίς άκτιστες ενέργειες τής Πρόνοιας. Αυτή τήν ουσία ΥΠΟΣΤΑΣΙΑΖΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥ.  Αλλά δέν μάς ενώνει μέ την ουσία Του, παρά μέ τήν Φύση τού Θεού η οποία δέν ταυτίζεται μέ τίς άκτιστες ενέργειες πού δίνουν τήν Ουσία, τό Είναι. Οι Πατέρες ομιλούν γιά τίς υποστάσεις σάν τρόπους υπάρξεως τού Ενός Θεού, αλλά εννοούν πώς έχουν μεταξύ τους,  τά ακοινώνητα, τά οποία δέν είναι σχέσεις, διότι δέν δεσμεύονται αλλήλως. Οι σχέσεις καταργούν τό ομοούσιο μέ τήν ταυτότητα. Δέν ζεί μέσα μας, ζούμε στούς κόλπους Του, στήν Βασιλεία, στήν Πλατυτέρα τών Ουρανών.
Αμέθυστος