Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (14)

Συνέχεια από: Τρίτη, 21 Απριλίου 2015

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ

ΤΟΥ ENRICO BERTI.
2. Η άρνηση της αρχής της μη-αντιφάσεως αποδίδεται από τον Αριστοτέλη, όπως είδαμε, και σε πολλούς από τους φυσικούς φιλοσόφους και γι' αυτούς δηλώνει πως αγκάλιασαν αυτόν τον τρόπο της θεωρίας λόγω της δυσκολίας που συνάντησαν (εκ του απορήσαι). Η τελική λογική την οποία τούς αποδίδει είναι η ακόλουθη: “ελήλυθε δε τοις διαπορούσιν (στους συζητητές) αυτή η δοξασία εκ των αισθητών. Και σχημάτισαν αυτή την δοξασία ότι οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις (ταναντία) μπορούν να συνυπάρξουν, εξ' αιτίας του γεγονότος ότι έβλεπαν τα εναντία να γίνονται (γιγνόμενα) από το αυτό πράγμα (ταυτού) διότι πράγματι εάν δεν είναι δυνατόν γίγνεσθαι το μη-όν, προυπήρχαν τότε στο ίδιο πράγμα και τα δύο αντίθετα” (Μεταφυσική 1009α 22-26)"! Σημείο εκκίνησης λοιπόν είναι η παρατήρηση των αισθητών πραγμάτων, δηλαδή η εμπειρία, την οποία αυτοί οι στοχαστές δεν θέλουν να εγκαταλείψουν, σε αντίθεση με τον Παρμενίδη και τους Ελεάτες γενικώς. Αλλ' όμως η εμπειρία πιστοποιεί το γίγνεσθαι, δηλαδή τήν γένεση, και για την ακρίβεια τήν γένεση των αντιθέτων από το ίδιο πράγμα, με την έννοια ότι ένα και το αυτό πράγμα, για παράδειγμα το νερό, μπορεί να γίνει ζεστό όσο και κρύο, ή ο αέρας, μπορεί να γίνει ξερός ή υγρός. Και δεν μπορούν να αγνοήσουν το γίγνεσθαι αυτοί οι φιλόσοφοι: αυτό αποτελεί ένα πρόβλημα, μια αυθεντική απορία, λόγω τού ότι ακριβώς περιέχει και τα δύο αντίθετα, αλλά είναι ταυτοχρόνως πραγματικό, δεν  μπορούμε να το αρνηθούμε. Από εδώ έρχεται λοιπόν η ανάγκη “σώζειν τα φαινόμενα”, να βρεθεί δηλαδή μία θεωρία, μία εξήγηση η οποία θα μπορεί να διατηρήσει ότι πιστοποιείται από την εμπειρία, και στην προκείμενη περίπτωση το γίγνεσθαι (ή η πολλαπλότης).

Δίπλα σε αυτή την πρώτη απαίτηση όμως, οι φιλόσοφοι στους οποίους αναφερόμαστε, θέτουν σε ισχύ μία δεύτερη, η οποία είναι και αυτή απαράβατη, εκείνη δηλαδή λόγω της οποίας “δεν είναι δυνατόν να γεννηθεί, να γίνει, αυτό που δεν είναι”. Αυτός είναι ο νόμος της αμεταβλητότητος τού Είναι, τον οποίο δίδαξε πρώτος ο Παρμενίδης, ένεκεν του οποίου γι' αυτό που “ήταν” ή γι' αυτό που “θα είναι” δεν μπορούμε να πούμε ότι “είναι”. Το Είναι είναι ένα και μόνο, αυτό που είναι αιωνίως παρόν. Από την σύνθεση αυτών των δύο απαιτήσεων, εκείνη της εμπειρίας και εκείνη της αμεταβλητότητος των Ελεατών δηλαδή της μονοσημαντότητος του Είναι, κατάγεται αναγκαίως (αυτή είναι η “σκέψη”) το συμπέρασμα ότι τα αντίθετα, για παράδειγμα το θερμό και το κρύο, το ξηρό και το υγρό, ή ακόμη και οι αντιφάσεις, δηλαδή το Είναι και το μη-Είναι, προϋπήρχαν μαζί με τον ίδιο τρόπο ή ακριβέστερα, “το πράγμα προϋπήρχεν ομοίως άμφω όν”.

Αυτή η τελευταία δήλωση είναι για τον Αριστοτέλη μία αντίφαση και επομένως οι φιλόσοφοι που εξετάζονται φτάνουν να δεχθούν την αντίφαση για να εξηγήσουν το γίγνεσθαι και ταυτοχρόνως για να σταθούν πιστοί στο αμετάβλητο και μονοσήμαντο Είναι το οποίο δέχθηκε ο Παρμενίδης. Δεν πρόκειται βεβαίως για μία ξεκάθαρη άρνηση, ούτε θεληματική, τής αρχής τής μη-αντιφάσεως, αλλά για μία αναγκαία άρνηση η οποία οφείλεται περισσότερο στην άγνοια, δηλαδή στην άγνοια της πολλαπλότητος των σημασιών του Είναι. Σε αυτούς λοιπόν ο Αριστοτέλης θα απαντήσει πως το Είναι λέγεται με δυό σημασίες, δηλαδή εν δυνάμει και εν ενεργεία, και πως είναι δυνατόν να προέλθει κάτι από το μη-όν, όταν αυτό κατανοείται σαν ένα όν εν δυνάμει, όπως ακριβώς είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να είναι και να μην είναι, αλλά ου κατά ταυτό. Και έτσι είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να είναι, ταυτόχρονα, τα αντίθετα εν δυνάμει, αλλά όχι εν ενεργεία. Έτσι λοιπόν κατά κάποιο τρόπο το λάθος αυτών των φιλοσόφων είναι παρόμοιο με του Ηράκλειτου και οφείλεται στον αρχαϊκό χαρακτήρα τού στοχασμού τους.

Αυτοί που ταυτοποιούνται καθαρά από τον Αριστοτέλη, ως εκφραστές αυτής της θέσης είναι ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος. Από τον πρώτο αναφέρει το διάσημο δόγμα σύμφωνα με το οποίο “παν εν παντί”, δηλαδή όλα τα πράγματα είναι ανακατεμένα μαζί (ομού πάντα χρήματα). Μεταφ. 1009 α27,30-36. Πρόκειται για την καταγωγική μείξη των σπόρων, ή των ποιοτήτων, ή για τις ομομέρειες, για τα ομογενή μέρη, όλων των πραγμάτων, πάνω στα οποία εφαρμόζεται στην συνέχεια η διαχωριστική και οργανωτική ενέργεια του Νου. [Όλη η βάση της ψυχολογίας του βάθους, της εξατομικεύσεως, του Γιούνγκ].

Γύρω από την αυθεντικότητα αυτού του δόγματος, το οποίο αποδίδεται στον Αναξαγόρα, σε συμφωνία με όλες τις πηγές, δεν υπάρχουν αμφιβολίες, παρότι δεν λέγεται ότι ο Αναξαγόρας δήλωσε καθαρά την συνύπαρξη των αντιθέτων και των αντιφατικών. Το συμπέρασμα δηλαδή του Αριστοτέλη είναι ορθό διότι ένα απόσπασμα τού φιλοσόφου αναφέρει σαν αναμεμειγμένα μαζί, το υγρό και το ξηρό, το θερμό και το ψυχρό, το φωτεινό και το σκοτεινό και κάτι ακόμη μαζί με αυτά, το αραιό και το πυκνό (Diels-Kranz 59 B4, 59 B12). [Σ' αυτή τήν πρωτόγονη αντίληψη τής συνύπαρξης οφείλεται καί ο οικουμενισμός]

Λίγο πιο αντικρουόμενη είναι η ερμηνεία του Δημόκριτου. Σε αυτόν ο Αριστοτέλης αποδίδει την θέση σύμφωνα με την οποία “το κενό και το πλήρες βρίσκονται, κατά τον ίδιο τρόπο, σε κάθε μέρος, μόνον που γι' αυτό το τελευταίο το πλήρες είναι το ον (το Είναι) και το κενό το μη-ον” (Μεταφ. 1009α 27-30). Για να ερμηνευθεί αυτή η θεωρία σαν μία συμπαρουσία των αντιθέτων, μάλιστα δε τών αντιφατικών, στο ίδιο πράγμα, και επομένως σαν παράβαση της αρχής της μη-αντιφάσεως, πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι το κενό και το πλήρες κατανοούντο από τον Δημόκριτο σαν δύο ιδιότητες της ίδιας πρωτογενούς ύλης, η οποία δεν μπορεί να ταυτισθεί ούτε με το ένα μόνο ούτε με το άλλο των δύο. Από άλλες μαρτυρίες όμως του ιδίου του Αριστοτέλη, προκύπτει ότι το πλήρες και το κενό του Δημόκριτου ήταν δύο στοιχεία εξίσου πραγματικά και επομένως αποτελούντα εξίσου ένα είδος μοναδικής ύλης, ή πρωτογενούς υποστρώματος (Μεταφ. 985 b 4-22).

Αυτή είναι φυσικά μία ερμηνεία του Δημόκριτου που δίνει ο Αριστοτέλης πάνω στην βάση τής δικής του θεωρίας των τεσσάρων αιτιών, οπότε υποχρεωμένος να δείξει κατά κάποιο τρόπο παρούσα στον Δημόκριτο την υλική αιτία, δεν βρίσκει τίποτε καλύτερο από το να την ταυτίσει με την ενότητα τού πλήρους και του κενού, παρά με τα μόνα άτομα, όπως το θεωρούν πιο φυσικό οι σύγχρονοι ερμηνευτές. Εδώ όμως δεν συζητούμε την ακριβή σκέψη του Δημόκριτου, αλλά για ποιον λόγο ο Δημόκριτος θεωρήθηκε από τον Αριστοτέλη σαν ένας αρνητής τής αρχής τής μη-αντιφάσεως.

Για να πούμε την αλήθεια, ούτε η αριστοτελική ερμηνεία στην οποία αναφερόμαστε είναι αρκετή για να εξηγήσει την απόδοση στον Δημόκριτο τής αρνήσεως τής αρχής της μη-αντιφάσεως. Σύμφωνα με αυτή το πλήρες και το κενό είναι δύο στοιχεία, δηλαδή δύο συνθετικά της πρωτογενούς ύλης, υπάρχοντα το ένα δίπλα στο άλλο, και όχι δύο ιδιότητες που ανήκουν στο ίδιο υπόστρωμα. Ίσως όμως υπάρχει ένας βαθύτερος λόγος για τον οποίο ο Αριστοτέλης θεωρεί τον Δημόκριτο έναν αρνητή τής αρχής αυτής. Και είναι το γεγονός πως ο Δημόκριτος αποδίδει μια θετική πραγματικότητα στο μη-ον. Σε αυτό πολύ πιθανόν θέλει να αναφερθεί ο Αριστοτέλης όταν, αφού μας λέει ότι για τον Δημόκριτο το πλήρες και το κενό βρίσκονται με τον ίδιο τρόπο (ομοίως) σε κάθε μέρος, προσθέτει “μόνον που το πλήρες είναι το όν και το κενό το μη-όν”. Αποδίδει δηλαδή στο μη-όν μια ταυτόσημη ύπαρξη (ομοίως) με εκείνη του Είναι, τού όντος, κάτι που είναι αντίφαση για τον Αριστοτέλη. Είναι αντίφαση επίσης και για τον Παρμενίδη, ενώ για τον Αριστοτέλη μόνον εάν το Είναι και το μη-Είναι, κατανοούνται με τον τρόπο του Παρμενίδη, με τρόπο δηλαδή μονοσήμαντο. Εάν όμως εφαρμοστεί σε αυτά η αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει και ενεργεία, μπορούμε να πούμε άνετα ότι το μη-ον είναι, με την σημασία ότι είναι όν εν δυνάμει, δεν είναι εν ενεργεία. Ακόμη μια φορά λοιπόν η μονοσημαντότητα του Είναι αποκαλύπτεται στην βάση της αρνήσεως τής αρχής τής μη-αντιφάσεως.

Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος για τον οποίο ο Αριστοτέλης θεωρεί τους φυσικούς φιλοσόφους υπεύθυνους για την άρνηση αυτή. Γράφει λοιπόν: “Γενικώς, διότι αυτοί οι φιλόσοφοι, λόγω του ότι θεωρούν ότι η νόηση, η φρόνηση, είναι αίσθηση, και ότι αυτή είναι μία αλλοίωσις” (όλως δε δια το υπολαμβάνειν φρόνησιν μεν την αίσθησιν, ταύτην δ' είναι αλλοίωσιν). Μεταφ. 1009b 11-15. Από αυτό απορρέει λοιπόν ότι εάν τα πράγματα εμφανίζονται στις αισθήσεις τώρα με έναν τρόπο, και πότε με έναν άλλον, πρέπει να υποθέσουμε πως αυτές, για να μπορούν να αλλοιώσουν τα αισθητήρια με αντίθετους τρόπους, είναι, υπάρχουν, σε αντίθετους τρόπους, και ότι αυτό είναι αληθές και από την άποψη του νοός. Ο Αριστοτέλης εκφράζει αυτή την συνέπεια ως εξής: “δήλον ουν ότι, ει αμφότεραι φρονήσεις, και τα όντα άμα ούτω τε και ουχ ούτως έχει” (Μεταφ. 1009b 31-33).
Σε αυτή την λογική ο Αριστοτέλης απαντά κατ' αρχάς με ένα είδος λύπης, η οποία όμως φανερώνει ότι σκέπτεται αληθινούς φιλοσόφους, και καταλήγει με ένα συνεπέστατο επιχείρημα: “Κάτι που είναι και ακόμη χειρότερο, αυτό που συμβαίνει (χαλεπώτατον). Εάν δηλαδή όσοι έχουν δει την αλήθεια στον μέγιστο βαθμό που μπορεί ενδεχομένως να την δει άνθρωπος -ούτοι δ' είσιν οι μάλιστα ζητούντες αυτό και φιλούντες- διαθέτουν τέτοιες δοξασίες και ταύτα αποφαίνονται περί της αληθείας, πως είναι δυνατόν να μην χάσουν το θάρρος τους όσοι δοκιμάζουν να φιλοσοφούν (τους φιλοσοφείν επιχειρούντας;) το γαρ τα πετόμενα διώκειν το ζητείν αν είη την αλήθειαν (διότι τότε η αναζήτηση της αλήθειας θα ισοδυναμούσε με το κυνήγι των πετούμενων) [θα ήταν άπιαστη]”(Μεταφ. 1009b 33 – 1010α 1).

Το επιχείρημα είναι το εξής: Αιτία για να σχηματισθεί αυτή η δοξασία ήταν ότι εξέταζαν βέβαια την αλήθεια σχετικά με τα όντα, είχαν όμως την γνώμη ότι υπήρχαν μόνον τα αισθητά όντα. Μέσα όμως στα αισθητά υπάρχει σε μεγάλο βαθμό η φύσις τού αορίστου, εκείνος δηλαδή ο τύπος τού όντος ώσπερ είπομεν, διό εικότως μεν λέγουσιν, (με υποθέσεις ομιλούν), ουκ αληθή δε λέγουσιν” (Μεταφ. 1010 α 1-5).

Η αναφορά στο αόριστο αναφέρεται στην πρωτογενή μείξη την οποία υποστήριξε ο Αναξαγόρας, την οποία είχε ονομάσει ο Αριστοτέλης ότι είναι το αόριστον, το οποίο είναι στην πραγματικότητα μη-όν, αλλά για την ακρίβεια ένα όν εν δυνάμει και όχι εν ενεργεία (Μεταφ. 1007 b 25-29). Ακόμη μια φορά λοιπόν η σύγχυση οφείλεται στην καταγωγική σύγχυση της έννοιας του Είναι που προέρχεται από την μονοσημαντότητα, λόγω της αρχαϊκής του συλλήψεως.


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: