Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Το Μοντέρνο Πνεύμα της Ασίας (10) - Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΟΝΤΕΡΝΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ. -Επανάληψη

Η απομυθοποίηση της ενώσεως των θρησκειών καί τής θρησκειολογίας
Η πνευματικότητα στην μοντέρνα κοινωνία  
Κεφάλαιο 3α
Δημιουργώντας την Θρησκεία της Ανατολής
 

Max Muller
Ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός, ο Κονφουκιανισμός και ο Ταοϊσμός, θεωρούνται σήμερα θρησκείες της Ινδίας και της Κίνας. Ενώ φυσικά υφίστανται ως μείζονες παραδόσεις για πάρα πολύ καιρό, δεν ήταν «ισμοί» ή «θρησκείες» με την σύγχρονη έννοια. Ως τέτοιες επινοήθηκαν ή κατασκευάστηκαν  κατά τον 19ο αιώνα1. Ενώ αυτό το δεδομένο είναι γενικά αποδεκτό στις θρησκειολογικές σπουδές, οι συνέπειες του δεν τονίζονται πάντοτε ξεκάθαρα. Η θρησκεία κατασκευάζεται, επινοείται ή οικοδομείται; Και αν η θρησκεία οικοδομείται, έχει καμιά διαφορά από άλλες κατηγορίες της κοινωνικής σκέψης, όπως η κοινωνία ή η οικονομία; Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν την σύγχρονα γενιά μελετητών της θρησκείας, οι οποίοι δεν κατέχουν πια την επιστημολογική αυτοπεποίθηση των προηγούμενων γενεών2
James Legge
Το κεφάλαιο αυτό έχει σκοπό να εξετάσει την επίδραση που είχε στην ινδική και κινέζικη θρησκεία η δυτική επιστήμη του 19ου αιώνα. Η επιστήμη αυτή ονομάστηκε «ανατολικές σπουδές» (oriental studies) κατά την περίοδο αυτή, και ο όρος «ανατολιστής» (orientalist) αναφέρεται απλώς σε άνθρωπο που μελέτησε τους πολιτισμούς της Ανατολής. Το έργο του Edward Said, πάνω στο θέμα που ο ίδιος ονόμασε «orientalism», έφερε στο προσκήνιο την σύνδεση της αυτοκρατορικής ισχύος με την διαμόρφωση γνώσης. Στην ερμηνεία που έδωσε ο Said στον οριενταλισμό, εστιάστηκε στην δυτική πρόσληψη της αραβικής Μέσης Ανατολής. Δεν έδωσε προσοχή στους τρόπους με τους οποίους η αντίληψη των οριενταλιστών είχε κατασκευασθεί δια της αλληλεπίδρασης Αράβων και Δυτικών διανοουμένων. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές είναι φυσικά πολύ σημαντικές, και ο οριενταλισμός δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς αυτές. Είναι σαφές πως οι μεγαλύτεροι ειδικοί στην θρησκεία της Ινδίας και της Κίνας, όπως οι Müller και Legge, αλλά και οι Ολλανδοί συνάδελφοι τους, τους οποίους θα παρουσιάσουμε στο παρόν κεφάλαιο, δημιούργησαν μια νέα έννοια, της «παγκόσμιας θρησκείας», την οποία και εφάρμοσαν στις μεταφράσεις ενός ολόκληρου φάσματος παραδόσεων της Ινδίας και της Κίνας. Η προσπάθεια αυτή δεν βρήκε αντίσταση μόνο στους κύκλους των Χριστιανών ιεραποστόλων, αφού δημιουργούσε έτσι μια ψευδή εξίσωση του Χριστιανισμού με τις άλλες θρησκείες. Αντέδρασαν και Κινέζοι διανοούμενοι, οι οποίοι αρνήθηκαν πως ο Κονφουκιανισμός είναι θρησκεία. Αυτή η αρένα των αλληλεπιδράσεων έχει μετατρέψει τις παραδόσεις της Ινδίας και της Κίνας σε μοντέρνες θρησκείες της Ανατολής. Εφόσον οι αλληλεπιδράσεις αυτές έλαβαν χώρα στα ιμπεριαλιστικά και αντί-ιμπεριαλιστικά κινήματα, η ταυτόχρονη συζήτηση στους κύκλους τών ειδικών αλλά και μορφωμένων μη ειδικών πολιτών, ήταν σημαντική για την δημιουργία ενός θρησκευτικού κοινού. Ο οριενταλισμός είχε ενισχύσει τα διανοητικά προγράμματα μεταρρύθμισης (βραχμανικού και κονφουκιανού χαρακτήρος) στην Ινδία και την Κίνα. Η ευρωπαϊκή αντίληψη περί εξέλιξης και νοησιαρχίας, αλλά και της κοινωνικής ηθικής, είχαν συνδεθεί μέσα στις νέες ερμηνείες του Ινδουισμού, Βουδισμού, Ταοϊσμού και Κομφουκιανισμού. Η μοντέρνα προσπάθεια να αποκτήσουν χαρακτήρα ηθικής οι τοπικές παραδόσεις, ήταν μέρος της προσπάθειας να δημιουργηθούν θρησκείες, οι οποίες θα ήταν ταυτόχρονα παγκοσμίως σεβαστές(world religions),  αλλά θα ήταν και εθνικές θρησκείες. Αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο εξαιτίας των ερμηνειών που έδωσαν οι οριενταλιστές στις παραδόσεις αυτές. Αυτές οι νεόκοπες θρησκείες θα έπρεπε να εκπληρούν ταυτόχρονα δυο συνθήκες: να μοιάζουν με τον Χριστιανισμό αλλά και να αντιτίθενται στην Χριστιανική προσπάθεια προσηλυτισμού.
Και ενώ όλα όσα ειπώθηκαν ισχύουν τόσο για την Ινδία όσο και γα την Κίνα, η κρίσιμη διαφορά είναι ότι η Ινδία εποικίστηκε, και για τον λόγο αυτό, η θρησκευτική μεταρρύθμιση ήταν βασικό μέρος του αντιαποικιακού (πρώτο)εθνικισμού. Οι μεταρρυθμιστές διανοητές στην Κίνα προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την ισχύ της κυβέρνησης Qing, και αργότερα της ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης, προς όφελος των προσπαθειών τους να καταστήσουν την θρησκεία πηγή ηθικής για το έθνος. Και στις δυο περιπτώσεις βλέπουμε πως η προσκόλληση στο γράμμα από πλευράς των οριενταλιστών, είχε ενισχύσει τις προκαταλήψεις εναντίον των λαϊκών θρησκειών. Στην Κίνα η έμφαση δίνεται στην αντίθεση μεταξύ μιας αναπτυξιακής κατάστασης και «δεισιδαίμονος» μάζας. Στην Ινδία από την άλλη, η λαϊκή θρησκεία δέχεται επίθεση επειδή θολώνει την διάκριση μεταξύ κοινοτήτων (κυρίως Ινδουιστών και μουσουλμάνων), που θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για χωριστά έθνη.
Στο παρόν κεφάλαιο πρέπει να ξεκαθαρίσει επίσης, τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην θρησκεία, και πως μπορεί να μελετηθεί αυτή η κατηγορία. Η γενεαλογική μέθοδος3 του Foucault έχει ασκήσει την μεγαλύτερη επίδραση στην πρόσφατη εργασία επί του θέματος. Η μέθοδος αυτή δείχνει πως  μια έννοια όπως η θρησκεία δεν έχει υπεριστορική ουσία, αλλά ο όρος διαμορφώνεται και μεταμορφώνεται δια μέσου της ιστορίας αναλόγως του εννοιολογικού πεδίου. Πρέπει να θέσουμε ως προϋπόθεση μια υπεριστορική, υπερπολιτισμική έννοια της «θρησκείας», ώστε να είμαστε σε θέση να συγκρίνουμε τις θρησκείες διαχρονικά αλλά και διαπολιτισμικά; Αυτό νομίζουν πολλοί ιστορικοί και ανθρωπολόγοι που έχουν ως θέμα την θρησκεία. Άλλοι όμως ορθώς τόνισαν, πως θα ήταν πιο χρήσιμο να αναλύσει κανείς ιστορικά τις μετατοπίσεις στην γραμματική του διαλόγου που καθιστά δυνατές συγκεκριμένες κοσμοθεωρίες και πράξεις. Ένα άλλο πλεονέκτημα της γενεαλογικής μεθόδου, είναι ότι ο μελετητής δεν χρειάζεται να συγκεντρωθεί στην τέλεια επεξεργασμένη ιστορική παράθεση των δεδομένων, αλλά να εστιαστεί στους αγώνες, στην επικράτηση των κυρίαρχων σημασιών και την περιθωριοποίηση κάποιων άλλων. Η μέθοδος από την φύση της παράγει μια αποσπασματική, και όχι μια τεχνητά ενοποιημένη παρουσίαση του ζητήματος. Επίσης, η εστίαση στον αγώνα υποδεικνύει πως ο ορισμός της θρησκείας σχετίζεται με την ιστορία της εξουσίας.
Η παρούσα προοπτική πρέπει να συμπληρωθεί από την κριτική κατανόηση του ιστορικού τόπου του καθενός(μελετητή). Ο Χριστιανισμός μπορεί να μελετηθεί από Βουδιστές ειδικούς και το Ισλάμ από Χριστιανούς. Η συνάφεια όμως του καθενός προς μια συγκεκριμένη θρησκευτική προοπτική, μπορεί να θολώσει την άποψη για το αντικείμενο μελέτης. Αυτή η δυσκολία ανακύπτει πάντοτε κατά την μελέτη ανθρωπίνων πρακτικών, είναι όμως ιδιαίτερα εμφανής και επίμονη στο πεδίο των θρησκευτικών σπουδών. Εν μέρει, λόγω του ιδρυματικού χαρακτήρα των σπουδών αυτών, που λαμβάνει χώρα στα τμήματα θεολογίας ή τις ιερατικές σχολές. Η λύση δεν είναι η εξεύρεση μιας απολύτως εκκοσμικευμένης προοπτικής, όπως ισχυρίζονται μερικοί θεωρητικοί4 που ακολουθούν την γραμμή λογικής επιλογής(rational-choise, ιδιαίτερα σημαντική στην κοινωνιολογία της θρησκείας), αφού η εκκοσμικευμένη προοπτική δεν πρέπει να θεωρείται ως εγγύηση ουδετερότητας. Πάνω απ’όλα, η εκκοσμικευμένη προοπτική περιορίζει την κατανόηση μας περί θρησκείας, και πρέπει να υποστεί και η ίδια ανάλυση. Η ιστορική θέση του ερευνητή πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την διερεύνηση της θρησκείας.
Η προαποικιακή ιεραποστολή και οι πολιτικές συναντήσεις προηγήθηκαν της συνάντησης των δυνάμεων της Δύσεως με τις θρησκείες της Ασίας. Προηγήθηκε όμως και μια μακρά ιστορία επέκτασης και διάδοσης θρησκευτικών μορφωμάτων εντός των πλαισίων της Ασίας. Η παρουσία του Χριστιανισμού, του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού στην Ασία προηγείται της ευρωπαϊκής επέκτασης. Υπάρχει επίσης μια μακρά ιστορία επέκτασης και διάδοσης θρησκειών της Ασίας, όπως ο Βουδισμός ή ο Ινδουισμός. Στην πραγματικότητα, ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ προέρχονται από την Δυτική Ασία και είναι ασιατικές θρησκείες. Πρέπει λοιπόν να διερωτηθούμε από ποια περίοδο η «Ασία» είναι μια κατηγορία που έχει κάποιο νόημα. Είναι προφανές πως η συνάντηση Χριστιανισμού και Ισλάμ έχει μια μακρά ιστορία, όπως μας υπενθύμισε ο πάπας Βενέδικτος ο ιστ’, αναφερόμενος στα εχθρικά σχόλια που έκανε ένας βυζαντινός αυτοκράτορας για το Ισλάμ. Γνωρίζουμε επίσης πως η συνάντηση Ινδουισμού και Βουδισμού με το Ισλάμ είναι το ίδιο παλιά και διαρκής5. Δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός λόγος να μη θεωρήσουμε τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ ως εγγενείς στις κοινωνίες της Ασίας, όπως γίνεται με τις αληθινά εγγενείς θρησκείες Βουδισμό και Ινδουισμό. Ο ισχυρός εθνικιστικός χαρακτήρας στην Ινδία θα μπορούσε βέβαια να μας ωθήσει να υποστηρίξουμε μια τέτοια θεμελιώδη διαφορά. Αλλά και στην Κίνα, το μεγάλο πρόβλημα με τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ είναι ότι «δεν ανήκουν»-δεν είναι γηγενείς. Αυτοί οι ιδεολογικοί ισχυρισμοί περί αυθεντικότητας και μη οικειότητας δεν είναι καθόλου ακίνδυνοι, όπως ξέρουμε από την ιστορία του κομμουναλισμού στην Ινδία, αλλά καί του αντισημιτισμού στην Ευρώπη. 
Συνεχίζεται.

Σχόλιο:  Εδώ βρίσκεται η βόμβα στά θεμέλια τής θρησκειολογίας καί τής ενώσεως τών θρησκειών.
Αμέθυστος. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Διορθώστε στο κείμενο την λέξη "κονφουκιανισμός". Το σωστό είναι κομφουκιανισμός.