Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (21)

Συνέχεια από Κυριακή, 4 Οκτωβρίου 2015
                
  PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walterde Gruyteru. Co, Berlin 1964 )

                                    ΚΕΦΑΛΑΙΟ  VII   /   EIΡΩΝΙΑ  (συνέχεια)
     
    Ένα άλλο είδος ειρωνίας, με το οποίο και επιδιώκει μιαν ομοίωση ο καλλιτέχνης Πλάτων, είναι αυτό που θα μπορούσε να το ονομάση κανείς ως ειρωνική μετάθεση βάρους στο έργο τέχνης. Το «Συμπόσιο» είναι ένας διάλογος για τη φύση τού Έρωτα, κι έχουν όλες οι ομιλίες αυτόν τον έναν και σαφή σκοπό. Εντελώς αλλιώτικοι είναι οι λόγοι περί έρωτος του «Φαίδρου». Γιατί ξεκινά απ’ τη ρητορική τέχνη και τον ‘περιπαθή’ θαυμασμό που έχει γι’ αυτήν ο Φαίδρος, και προφασίζεται πως έχει κι ο Σωκράτης, αυτός ο διάλογος. Ο δε λόγος τού Λυσία που παρουσιάζει ο Φαίδρος, χρησιμεύει ως υπόδειγμα ενός δυσνόητου ρητορικού θέματος, για το αν θά ’πρεπε ν’ αρέση κανείς περισσότερο σ’ αυτόν που δεν είναι ερωτευμένος μαζί του παρά στον εραστή. Ο έρωτας δεν έχει κανένα βαθύτερο νόημα γι’ αυτόν τον δάσκαλο του λόγου (τον Λυσία…), κι έχει μεγάλο δίκιο λέγοντας ο Σωκράτης, πως θα μπορούσε να βρίσκεται εξίσου καλά στη θέση τού αγαπώντος και του μη αγαπώντος ο πλούσιος κι ο φτωχός, ο νεώτερος κι ο πιο ηλικιωμένος ή και κάτι οτιδήποτε άλλο (277 C).  Ο πρώτος λοιπόν λόγος τού Σωκράτη δεν θέλει παρά να δείξη κατ’ αρχάς, πως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για κάτι άλλο, και μάλιστα καλύτερο, αναφορικά με το ίδιο θέμα. Και τότε μόνο μοιάζει να συλλογίζεται και το ‘αντίτιμο’ αυτής τής στάσης ο Σωκράτης. Προσέβαλαν ο Λυσίας κι ο ίδιος τον Έρωτα. Και θέλει να ξεπλύνη τώρα μ’ έναν ‘πόσιμο’ λόγο όλο αυτό το ‘αρμυρό’ που ακούστηκε. Το ότι κινούμαστε όμως ακόμα κι εδώ – φαινομενικά – στο πεδίο τού ρητορικού αγώνα το δείχνει η συμβουλή στον Λυσία, ότι πρέπει το δυνατόν ταχύτερο να ακολουθήση μ’ έναν δικό του λόγο, με το ίδιο αλλά αντεστραμμένο τώρα θέμα, τον λόγο τού Σωκράτη (243 D).
           Αφού ανυψώθηκε, με την ορμή τής μανίας (Mania), στον ουρανό τών Ιδεών ο τρίτος ερωτικός λόγος, ο δεύτερος του Σωκράτη, επιστρέφει ακόμα πιο ριζικά η συζήτηση στη γη. Και μοιάζει σαν να μην έγινε ποτέ για τόσο υψηλά πράγματα ο λόγος, καθώς συζητούνται τώρα μόνον η ρητορική τεχνική, η διαμόρφωση του ρήτορα, κι η σχέση τού γραπτού προς τον προφορικό λόγο. Δεν μιλά δε, αν τον πάρη κανείς κατά γράμμα, παρά για τη ρητορική ο διάλογος, και δεν είναι παρά ρητορικά παραδείγματα οι ερωτικοί λόγοι, για τη σωστή ή λανθασμένη π.χ. δομή ή την αντίθεση του γραπτώς επεξεργασμένου  και του αυτοσχέδιου λόγου (Logos). Μας λέει όμως ακόμα κι η πρώτη μας εντύπωση, πως δεν μπορεί να είναι πράγματι έτσι. Και θα είχαμε ξεγελαστή απ’ την ειρωνική τέχνη του Πλάτωνα, αν χαρακτηρίζαμε και τελικά έτσι το θέμα. Γιατί όπως υπάρχουν ζωγραφιές, με κενό το κέντρο τους και μεταφερμένη αναπάντεχα σε μια γωνιά, μ’ ένα παιχνίδι γραμμών, χρωμάτων και φώτων, τη ‘βαρύτητά’ τους, παρόμοια αποκτά, εποπτεύοντας τώρα τον διάλογο, αυτό που φαινόταν μέχρις εδώ ως μέσο, ως το πραγματικό τώρα νόημα του όλου την ισχυρότερη λάμψη, φωτίζοντας και παρέχοντας ένα βαθύτερο περιεχόμενο ακόμα και σ’ αυτό, που εμφανιζόταν, καθ’ όσον δεν αναγνωρίζαμε αυτήν την ειρωνική μετατόπιση των ‘βαρών’, ως ο βασικός σκοπός.
           Ακόμα πιο συνειδητά επεξεργασμένη παρουσιάζεται η ίδια καλλιτεχνική ειρωνία σε δυό απ’ τους όψιμους διαλόγους, τον «Σοφιστή» και τον «Πολιτικό». Όπου και συμπλέκονται ιδιόμορφα αναμεταξύ τους οι μακρές τυπικο-διαλεκτικές ασκήσεις, να φτάση κανείς με τις ‘διχοτομήσεις’ στον ορισμό, καθώς και η αναζήτηση για κείνες τις πνευματικές ουσίες, που χαρακτηρίζονται με τα ονόματα του σοφιστή, του πολιτικού και του φιλοσόφου. Αν ακούση κανείς αυτό και μόνον που λέγεται, τότε δεν είναι παρά ένα τυπικό μέσο αυτή η αντικειμενική έρευνα, και «γίνεται μόνο γι’ αυτό η αναζήτηση περί τού πολιτικού, ώστε να είμαστε σε όλα τα πράγματα διαλεκτικοί» (Πολ. 285 D). Δεν μπορούμε ωστόσο και να παρακολουθήσουμε απλώς ‘πανηγυρίζοντας’ εκείνην την κατάταξη του σοφιστή σ’ αυτούς που ψαρεύουν με το αγκίστρι και άλλα πολλά παρόμοιου μ’ αυτό είδους. Γιατί αν αντιπαρατίθενταν εντελώς σοβαρά ως δίποδα απέναντι στα τετράποδα οι άνθρωποι και τα πουλιά (266 Ε), θα είχε κι απόλυτο δίκιο να κοροϊδεύη με τον καμπουριασμένο του πετεινό την πλατωνική οριοθέτηση ο Διογένης.  Παραπέμπει ωστόσο με έμφαση στην κωμικότητα της κατάταξής μας ο ίδιος ο διάλογος (266 ΒC). Και αποκαλύπτονται, απ’ τη μια μεταξύ σωστών και λανθασμένων κατατάξεων, ώστε να ξυπνήση η κριτική συνείδηση, κι απ’ την άλλη μεταξύ σκοπού και τρόπου ανάπτυξης (του διαλόγου…) οι ειρωνικές αυτές εντάσεις, που σηματοδοτούν το ότι προετοιμάζουν απλώς και μόνο γι’ αυτό που είναι και το σημαντικώτερο απ’ όλα αυτές οι ασκήσεις.
          Αν συναντώνται τώρα απ’ τη μεριά τής μορφής αυτές οι ειρωνικές εντάσεις, υπάρχει και μια άλλη ειρωνική ένταση που διατρέχει το ίδιο το αντικείμενο (της συζήτησης…). Αναζητάται δηλ. ο σοφιστής, αλλά συναντάται, όπως σ’ ένα παιχνίδι με δεμένα τα μάτια, ο φιλόσοφος! Και τίθεται το ερώτημα, μήπως τιμάται και υπερβολικά μ’ αυτόν τον ορισμό ο σοφιστής (Σοφ. 231 Α). Μήπως δεν αναζητάται όμως και εννοείται  πράγματι, και δεν εικονίζεται πίσω απ’ όλα όσα πρέπει να οριστούν, αφού προσδιορίστηκαν ο σοφιστής κι ο πολιτικός, ο φιλόσοφος; Υπάρχει μια ειρωνική ένταση λοιπόν εδώ ανάμεσα σ’ αυτό που πράγματι ορίζεται, και σ’ αυτό που τελικά αναζητείται, η οποία και ισχυροποιείται απ’ το ότι πλησιάζεται σαν από σύμπτωση, πάρα πολύ κάποια στιγμή ο πραγματικός εκείνος σκοπός. 
        Και ξαφνικά βλέπουμε πως δεν ‘αντιπαρατίθενται’ και τόσο συμπτωματικά, όπως φαίνεται κάποιες φορές, η διαλεκτική άσκηση και το αντικείμενό της. Είναι μάλιστα εντελώς απίθανο το να αξίζη στα σοβαρά μόνον ως διαλεκτική άσκηση ο ορισμός τού πολιτικού (άνδρα…), όσο κι αν αυτό μάς λέη ο διάλογος (Πολιτ. 285 D). Γιατί προετοιμάζει εντέλει τον σκοπό να ερευνηθή και να θεωρηθή η ουσία η διαλεκτική άσκηση, και είναι ο σκοπός τού φιλοσόφου αυτός ο σκοπός, ο οποίος και θα διακριθή φανερούμενος απ’ τη μορφή τού σοφιστή και του πολιτικού. Και συμπίπτουν έτσι τελικά ο ‘υλικός’ (αντικειμενικός…) κι ο σχηματικός σκοπός. Ενώ δεν αντιπαρατίθενται συμπτωματικά και οι ειρωνικές εντάσεις πάνω σ’ αυτές τις δυό ‘γραμμές’. Χαρακτηρίζοντας κάτι το οποίο εξαρτάται (είναι εξαρτημένο…) και τις δυό φορές, ‘προειδοποιώντας’  ταυτόχρονα για το βάθος τού απολύτου.
         Οδηγούν έτσι σε μιαν τελευταία μορφή ειρωνικού παιχνιδιού και οι δυό διάλογοι: την  άρρητη  ειρωνία , που γεννιέται απ’ το ότι καθίσταται με τη σιωπηλή του παρουσία, φορέας ανέκφραστων μεν, αλλά αισθητών ειρωνικών εντάσεων ο Σωκράτης. Πίσω κι απ’ τους δυό ορισμούς, εκείνον τού σοφιστή κι εκείνον τού πολιτικού, υπάρχει ως εργασία, να ορισθή ο φιλόσοφος. Υφίσταται επανειλημμένα αυτός ο ‘υπαινιγμός’, και είναι τόσο μεγάλη η αναμονή ενός τέτοιου ορισμού, ώστε να περιμένη κανείς τις περισσότερες φορές την ανεύρεση ενός τρίτου διαλόγου, του «Φιλοσόφου», και είτε να τον ανακαλύπτη σ’ έναν άλλον διάλογο ή να ‘αποδέχεται’ πως δεν είναι παρά τα θραύσματα μιας ανολοκλήρωτης διαλογικής τριλογίας οι δυό διασωθέντες διάλογοι. Μήπως δεν γινόμαστε όμως κι εμείς έτσι θύματα μιας πλατωνικής ειρωνίας; Μια ειρωνική ένταση διατρέχει την ‘απόσταση’ απ’ τον σιωπηλά ακροώμενον Σωκράτη μέχρι τον διάλογο του φιλοξενούμενου απ’ την Ελέα και των νεαρών συνομιλητών του. Είναι ο δρόμος προς το Ύψιστο αυτό που αναζητάται. Και παρίσταται ο Σωκράτης, που εκπροσωπεί  (ακριβώς…) αυτόν τον δρόμο στον Πλάτωνα. ‘Αιωρείται’ λοιπόν η ίδια ειρωνική διαλεκτική, όπως απ’ τους ορισμούς τών δυό διαλόγων προς τον κρυμμένον ορισμό τού φιλοσόφου και πάλι πίσω στους δυό ορισμούς, κι ανάμεσα στους φορείς εκείνους τών διαλεκτικών, διαλογικών ασκήσεων (τους σοφιστές…) και τον φιλόσοφο, που παρευρίσκεται «κρυμμένος» όπως ένας ομηρικός θεός «στον αέρα».
             Η σωκρατική ειρωνία εκφράζει στον πυρήνα της την ‘ένταση’ ανάμεσα στην άγνοια, την αδυναμία δηλ. να ειπωθή τελικά με λέξεις «τί είναι το Δίκαιο», και το βίωμα αυτού το οποίο και αγνοούμε, την ύπαρξη δηλ. του δικαίου ανδρός, που ανυψώνεται μέχρι και την περιοχή τού θείου. Μπορεί να απαντηθή (βέβαια…) «με λόγια ή λόγους» (εν λόγοις) το σωκρατικό ερώτημα για τον Πλάτωνα. Αλλά πληρούται μόνο στη θέα τών αιωνίων μορφών και στη διαισθαντική γνώση εκείνου που βρίσκεται πέρα (επέκεινα…) από κάθε Είναι αυτή η απάντηση. Και επαναλαμβάνεται έτσι ακόμα μια φορά, σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο η ίδια βασική σχέση, η ίδια ‘σύγκρουση’ του εξαρτημένου και του απολύτου εδώ. Και φανερώνεται έτσι, αφού προσέλαβε ολόκληρη τη διδαχή (Didaxis) κι ολόκληρη τη μαγεία τής σωκρατικής μορφής, και ως περικάλυψη και προφυλακή τού πλατωνικού μυστικού η πλατωνική ειρωνία. Όπως όμως δεν περικαλύπτει μόνον, αλλά και φανερώνει μ’ έναν εντελώς συγκεκριμένον τρόπο το ένδυμα σ’ ένα ελληνικό γλυπτό, έτσι οδηγεί ταυτόχρονα προς τις αιώνιες μορφές (τις Ιδέες, τον νοητό κόσμο…) και προς εκείνο που υπάρχει επέκεινα τού Είναι η ειρωνία του Πλάτωνα.

( Τέλος κεφαλαίου – Συνεχίζεται με το 8ο κεφάλαιο, «Διάλογος» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: