Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (4) επανάληψη

F.M. SCIACCA - ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ
- Επιστήμη και σοφία: φιλοσοφία και θεολογία της Ιστορίας. Οι δύο αγάπες και οι δύο πόλεις. Ελευθερία και χρόνος. Η Ιστορία σαν «προσωπική» Ιστορία.

Ο Θεός είχε δώσει μία εντολή στον Αδάμ και ο Αδάμ παράκουσε : η ελεύθερη βούληση δέν θέλησε να αναγνωρίσει την σοφία και να την αγαπήσει, επαναστάτησε: η θέληση, νικημένη απο την αλαζονεία, απεμακρύνθη απο τον Θεό και χάθηκε. Η αγάπη του Θεού και η αγάπη του εαυτού, αυτά τα δύο βάρη που έλκουν τον άνθρωπο απο τον Αδάμ και έπειτα, αυτό είναι το πιό βαθύ του μυστήριο, αυτό που ζεί στιγμή σε στιγμή μέχρι την τελευταία στιγμή. Σ’αυτό τον αγώνα ανάμεσα στην ταπείνωση και στην αλαζονεία, που ανήκει σε κάθε άνθρωπο, απο καταγωγής, υπάρχει κάτι που υπερβαίνει την ανθρώπινη και Φυσική τάξη. Είναι το εσωτερικό δράμα του κάθε ανθρώπου που βρίσκεται σε κάθε άνθρωπο και είναι σε κάθε άνθρωπο το δράμα τής επιστήμης και της γνώσεως, της αμαρτίας και της λυτρώσεως, της ελευθερίας ικανής να αμαρτήσει και της Χάριτος. Η λύση του δράματος δέν βρίσκεται στην εκμηδένιση της ίδιας της Φύσης σαν να είναι το κακό ή τίποτα, ούτε στην  άρνηση της αγάπης του Θεού. Βρίσκεται στην εκμηδένιση του κακού ή στην απελευθέρωση της Βουλήσεως απο την αμαρτία (το μυστικό «μηδέν» έχει ηθική, ασκητική αξία και όχι οντολογική) απο την στιγμή που ελεύθερα υποτάχθηκε στην Γνώση, στην Αρχή της. Η απελευθέρωση όμως της ελευθερίας είναι έργο επίσης και της Χάριτος, του Χριστού, του Απελευθερωτού. Δύο αγάπες σε μία ψυχή: η σύγκρουση είναι εσωτερική, ο στέφανος της νίκης είναι η σωτηρία ή η απώλεια. Η αλήθεια στο εσωτερικό του ανθρώπου είναι στο κέντρο της μάχης και μας βοηθά να την συνειδητοποιήσουμε. Αλλά μας την γνώρισε η Θεία Σοφία που απεκαλύφθη, μέσω της κυριαρχίας της αμαρτίας και της ενσαρκώσεως—λυτρώσεως : μέσω της αποκαλύψεως ο άνθρωπος εισέρχεται στο ενδόμυχο στο εσωτερικό του. Ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο, που είναι μία έξυπνη κτίση, την ελευθερία, αλλά ακριβώς η ελευθερία είναι και η υπέρτατή του δοκιμασία: χωρισμένη ανάμεσα σε δύο αγάπες καλείται να επιλέξει ή την δουλεία τού εαυτού της με την εξέγερση («Όποιος αγαπά τον εαυτό του χωρίς να αγαπά τον Θεό, μισεί τον εαυτό του») ή την απελευθέρωση της με την χάρη («Όποιος αγαπά τον Θεό και όχι τον εαυτό του, αγαπά τον εαυτό του»), που σημαίνει να αρνηθεί τον εαυτό της στην αγάπη για τον Θεό και επομένως να βεβαιωθεί σαν αληθινά ελεύθερη. Δύο αγάπες, δύο επιλογές - η ελευθερία ζεί και ενεργεί στους όρους αυτής της διαλεκτικής.
Δύο αγάπες, δύο χρόνοι, αυτός της αμαρτίας και αυτός της χάριτος.
Διαλεκτική τού χρόνου και  διαλεκτική της ελευθερίας στο εσωτερικό του κάθε ξεχωριστού ανθρώπου: είναι μία και μόνη διαλεκτική, άν και είναι διπλής όψεως, η οποία σημαίνει πως το πρόβλημα του χρόνου και εκείνο της ελευθερίας είναι αξεδιάλυτα. Και ο χρόνος είναι το θεμέλιο τής ιστορίας: οπότε το πρόβλημα της «Ιστορίας» της ελευθερίας κάθε ξεχωριστού ανθρώπου στον οποίο συγκρούονται δύο αγάπες—δύο επιλογές—δύο χρόνοι ολοκλήρου της ανθρωπότητος. Μία μεγαλειώδης σύλληψη της Ιστορίας : ουρανός και γή, Θεός και άνθρωπος και σύμπαν, είναι όλα παρόντα.
Ο χρόνος του θανάτου γεννήθηκε απο την πρώτη αμαρτία: δέν εδημιουργήθη απο τον Θεό. Ο Αδάμ και η Εύα δέν εδημιουργήθησαν μ’αυτόν. Απο τη στιγμή της αμαρτίας, οι δύο αρχαίοι πρόγονοι άρχισαν να πεθαίνουν. Γνώρισαν τα γηρατειά, το πέρασμα των χρόνων, την πορεία πρός τον Θάνατο. Είναι ο χρόνος των ημερών που τρέχουν : λίγος θόρυβος κι έπειτα τίποτα, η σιωπή του παρελθόντος και η σιωπή του μέλλοντος - πού καταλήγει αυτό το νεκρό νερό της ζωής; Στο Μηδέν.
Οι ημέρες αυτού του χρόνου δέν στέκονται όρθιες: παραιτούνται σχεδόν πρίν φθάσουν.
Χρόνος που πάει και χρόνος που έρχεται, μόνο που το πάν πάει πρός τον θάνατο: όσο πιό πολύ μεγαλώνουν τα πράγματα τόσο πιό πολύ βιάζονται πρός το μή-είναι. Φαίνεται σαν να είναι πεινασμένος για θάνατο ο χρόνος της αμαρτίας. Πως χτυπάει, πως πληγώνει την ανθρώπινη ζωή και της βάζει μέσα στα οστά της μία μεγάλη βιασύνη για τον θάνατο. Να υπάρχουμε σύμφωνα μ’αυτόν τον χρόνο σημαίνει να υπάρχουμε για τον θάνατο. Όλες οι μέρες είναι γερασμένες, παιδιά ενός χρόνου ξεπερασμένου.
Φαίνεται να είναι η γλώσσα που χρησιμοποιούν και παραχρησιμοποιούν οι υπαρξιστές, αλλά μόνον μία επιφανειακή ερμηνεία θα μπορούσε να ωθήσει και εμάς να μιλήσουμε για υπαρξισμό του Αυγουστίνου. Ο Αυγουστίνος δέν αρνείται την ισχύ και την αξία του χρόνου ούτε μειώνει την ύπαρξη σε «ένα κάτι, για τον θάνατο» και δέν κάνει τον άνθρωπο «τον φύλακα του Μηδενός». Η σημασία του λόγου του είναι εντελώς διαφορετική: είναι ξεπερασμένες και γερασμένες οι ημέρες τής αμαρτίας, του δημιουργήματος δηλ. που αρνείται τον Θεό, απο υπερβολική αγάπη για τον εαυτό του, απο υπερηφάνεια και απληστία, πεπεισμένου πως αυτή είναι η αρχή του εαυτού του και πως το νόημα και το τέλος της ιστορίας του είναι στον εαυτό του και στην χρονική διάρκεια. Αυτός είναι ο χρόνος της πτώσεως, του γήρατος, του θανάτου, διότι είναι ο χρόνος που σέρνεται απο την αγάπη του εαυτού, χωμένος στον κόσμο, αιωρούμενος στο κενό και προσκολλημένος στο κενό τής συγκυρίας του, που είναι σ’αυτή την περίπτωση η ματαιοδοξία του. Μέσα και απο αυτόν τον χρόνο οτιδήποτε γεννιέται είναι ήδη νεκρό, διότι είναι νεκρό το πνεύμα που το παράγει ενάντια στη Φύση του και ενάντια στην αλήθεια. Είναι ο χαμένος χρόνος, του χαμένου πνεύματος, ο χρόνος της γήϊνης πολιτείας, της υποταγής  της ελευθερίας στην αμαρτία.
Εάν όμως η ελευθερία μας γνωρίζει να ελευθερώσει τον εαυτό της μέσα στο φώς της αλήθειας και εάν αγαπούμε σε μάς όχι εμάς αλλά τον Θεό (και μόνον αγαπώντας τον Θεό αγαπούμε και εμάς), η συνθήκη αυτή της αγάπης του Θεού ανακαινίζει τον χρόνο στην θετικότητά του και οι γερασμένες και περαστικές ημέρες μεταμορφώνονται όλες σε νέες και σταθερές. Η πτώση του χρόνου είναι η πτώση της ελευθερίας στην αμαρτία, ο θεληματικός της αποχωρισμός απο την μετοχή της στην αιωνιότητα: η πτώση του χρόνου είναι η διακοπή του δημιουργημένου δεσμού, η λήθη του γεγονότος πως η ζωή στον χρόνο είναι πορεία πρός το αιώνιο, το αληθινό μέλλον του πνεύματος και όχι πρός τον θάνατο. Ο σκοπός της ζωής δέν είναι το τέλος της. Αλλά η υπέρβαση του χρονικού της τέλους στο υπερχρονικό τέλος. Και εδώ βρίσκεται επίσης και το τέλος της ιστορίας, η σκοπιμότης τού χρόνου που περνά και περνώντας συγκεντρώνεται στην συνείδηση, η οποία βαδίζει προς το μέλλον και προχωρώντας οργανώνεται προς ένα τέλος έξω της ιστορίας. Αυτή όμως η θετική πλευρά υπάρχει μόνον εφόσον ο χρόνος δέν χωρίζει απο την αιωνιότητα, η επιστήμη απο την σοφία, ο άνθρωπος απο τον Θεό, μόνον εφόσον η αγάπη για τον εαυτό μεταλλάσσεται σε αγάπη του Θεού, στην οποία το δημιούργημα ολοκληρώνει τον εαυτό του και την ιστορία του.
Σ’αυτό το σημείο οι δύο χρόνοι δέν είναι πλέον δύο, ο ένας εναντίον του άλλου, απο τον άλλον χωρισμένος και εγκατειλημένος σε μία αποκλειστική αντίθεση, αλλά είναι δύο στιγμές διαλεκτικές ενός και μόνον χρόνου, μ’αυτή την σημασία : είναι ενάντια στον χρόνο της ζωής, ο χρόνος της αλαζονείας, που κλείνει στον εαυτό της και απαιτεί να βρεί εις εαυτήν την αρχή της και το τέλος της (απολυτότης της ιστορίας) : αυτός ο χρόνος τίθεται ενάντια στον εαυτό του, ο άνθρωπος ενάντια στην βαθειά εσωτερική του φύση και γι’αυτό αυτοαναιρείται στο Μηδέν. Αλλά δέν είναι πλέον χρόνος του θανάτου εκείνος της ζωής μας μέσα στον χρόνο, παρότι παραμένει εφήμερος και προορισμένος να έχει ένα τέλος, εάν δέν αποκοπεί απο την μετοχή του στην αιωνιότητα, εάν ο άνθρωπος δέν αρνηθεί την διαφωτιστική εσωτερική του αλήθεια και την χάρη, η οποία, εάν το επιθυμεί, μπορεί να τον επισκεφθεί. Σ’αυτή την περίπτωση, ο χρόνος που περνά, δέν χάνεται : είναι παρών στην συνείδηση μας, η οποία είναι συγκεντρωμένη πρός το μέλλον της. Είναι πάντοτε «νέος» χρόνος, ακόμη και στα βαθειά γηρατειά, διότι κατευθύνεται πρός την ζωή και την νεότητα και την χάρη η οποία τον καλεί και τον συναντά. Δέν πρόκειται λοιπόν για μία άρνηση του χρόνου στην αιωνιότητα ή της αιωνιότητος στον χρόνο, αλλά για μία αναγνώριση πως η ιστορία κάθε ιδιαιτέρου ανθρώπου και της ανθρωπότητος κυλά σύμφωνα με την μεταφυσική αρχή και τάξη της μετοχής τού χρόνου στην αιωνιότητα, του ανθρώπου στον Θεό, της ίδιας της ιστορίας στην Αξία που της δίνει την ύπαρξη και μάλιστα της επιτρέπει να είναι ο εαυτός της και να είναι διάρκεια μέσα στην αξία για την Αξία. Είναι η νέα ιστορία, η οποία είναι πάντα νέα, του νέου ανθρώπου, του ανθρώπου του Χριστού.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: