Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΣ (5)


Συνέχεια από: Πέμπτη, 12 Νοεμβρίου 2015

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ (1975).
Αλήθεια και Μέθοδος n.2/16.
Hans-Georg Gadamer.
         
 Τώρα λοιπόν στις απείρως πλούσιες αναλύσεις του Χούσσερλ, καταγράφεται ακριβώς σε αυτό το σημείο ένας εντυπωσιακός φαινομενολογικός δογματισμός. Ξεκινώντας από την υπερβατική υποκειμενικότητα ο Χούσσερλ επιμένει στο γεγονός ότι το άλλο γίνεται κατανοητό πάνω απ’ όλα σαν ένα δεδομένο της αντιλήψεως, με όλες τις ιδιαίτερες τυπικές ποιότητες της αντιλήψεως, τις οποίες ο Χούσσερλ μας εξέθεσε στην θεωρία των σκιών. Μόνο με μία δεύτερη ενέργεια υψηλοτέρου επιπέδου, ας πούμε, μπορεί να αποδοθεί η ζωτικότης τού πράγματος τής αντιλήψεως. Ο Χούσσερλ αυτό το ονομάζει η υπερβατική εμφατικότης, η οποία είχε αναπτυχθεί στο καιρό του από τον ψυχολόγο Theodor Lipps, στην σχολή του οποίου ανήκαν ο Pfaender, ο Geiger, ο Gallinger, ο Hildebrandt και άλλοι, πριν περάσουν όλοι αυτοί, δια της μεσολαβήσεως του Σέλερ, στο λεγόμενο «αναποδογύρισμα» της σχολής του Lipps, στο φαινομενολογικό κίνημα. Στην πραγματικότητα αυτή η εμφατικότης δευτέρου βαθμού είναι μία πολύ τεχνητή κατασκευή.

Στην ζωντανή σχέση, ανάμεσα σε ζωή και ζωή, το αισθητό δεδομένο ενός πράγματος της αντιλήψεως είναι μια πολύ δευτερεύουσα κατασκευή. Είναι φανερό ότι εδώ ο ίδιος ο Χούσσερλ κινείται περισσότερο προς την κατεύθυνση μιας καταστροφής δογματικών αποκρύψεων παρά προς το κέντρο του πρωτογενούς δεδομένου του πράγματος. Αυτό όμως υπήρξε και το σύνθημα της φαινομενολογίας, η επιστροφή δηλαδή στα ίδια τα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση ο Χούσσερλ πιεζόμενος από επιστημολογικούς λόγους, επέμεινε στο γεγονός ότι ο άλλος δίνεται (προσλαμβάνεται) κυρίως σαν ένα πράγμα της αντιλήψεως, και όχι στην ζωντάνια τής σωματικότητος. Ακριβώς σε αυτό το σημείο αρχίζει και η κριτική του Χάιντεγκερ στην φαινομενολογία του Χούσσερλ, σαν ένα σημείο υπέρτατης σπουδαιότητος για την φαινομενολογία αυτή. Μοιάζει ακριβώς σαν μια πολύ περιορισμένη έννοια του δεδομένου -η επιστημολογική έννοια της μετρήσεως- να σκοτείνιασε την ευθυκρισία η οποία κατά βάθος ήταν μια ιδιαίτερη ποιότητα του Χούσσερλ. Αλλά μόνον ο Χάιντεγκερ εξήγαγε την οντολογική συνέπεια αυτής της κριτικής, είδε δηλαδή σε αυτή την αδυναμία ευθυκρισίας την συνέχεια της προκαταλήψεως της ελληνικής οντολογίας (Παρμενίδης) και την προϋπόθεση του μετρησίματος της μοντέρνας επιστήμης.

Για τον Χάιντεγκερ έπρεπε να τεθεί ένα όριο στην σκέψη που βασίζεται στο υποκείμενο, και να έλθει στο φως η οντολογική προκατάληψη της φαινομενολογίας και της φιλοσοφικής έρευνας που κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Κατά τον δικό μου τρόπο να βλέπω τα πράγματα, προχώρησε με τον σωστό τρόπο όταν, επιδιώκοντας αυτόν τον σκοπό, σε μια εποχή στην οποία διαλύοντο όλες οι παραδόσεις και στην οποία δεν υφίστατο πλέον καμία αυθεντική κοινωνία των προθέσεων, δεν ήθελε να προϋποθέσει άλλη αλληλεγγύη από εκείνη στην οποία οι άνθρωποι αυτονόητα συναντιούνται, δηλαδή την οριακή κατάσταση, η οποία αντιστοιχεί στον καθένα, του θανάτου. Και αυτή μπορεί να είναι μία προϋπόθεση περιορισμένη στο πολιτισμικό χριστιανικό περιβάλλον, του οποίου μπορούμε να έχουμε καθαρή συνείδηση. Και στην πραγματικότητα η χαιντεγκεριανή διαφοροποίηση αυθεντικότητος και αναυθεντικότητος είναι περιορισμένη σε αυτό. Αυτό δεν είναι βεβαίως μια υποτίμηση του κοινωνικού κόσμου, αλλά θέλει να κατανοήσουμε ότι δεν είναι ένας αληθινά κοινός κόσμος εκείνος που παρουσιάζεται απλώς στην μορφή του κουτσομπολιού και της ομιλίας, του “υπαρκτού”. Ότι όλο αυτό αντιπροσωπεύει μάλλον ένα είδος παρακμής, στην οποία κρύβεται η ριζική μοναδικότης τού θανάτου και η αληθινή κοινωνία η οποία εγκαθίσταται με αυτόν. Όλο αυτό το θέμα τονίστηκε στην συνέχεια από τον Χάιντεγκερ, και εξηγήθηκε σαν το πεπερασμένο της υπάρξεως, με μοναδικό σκοπό να προετοιμάσει το ερώτημα του Είναι. Δεν ελήφθη λοιπόν στα σοβαρά από τον Χάιντεγκερ το θέμα του άλλου, και με αυτό το πρόβλημα της διϋποκειμενικότητος. Δεν είναι αυτό το κεντρικό σημείο του Χάιντεγκερ. Γνώριζε πολύ καλά, όπως είναι γνωστό ότι το υπάρχον είναι επίσης συνύπαρξη και υπολόγισε, στο Είναι και Χρόνος, την συνύπαρξη σαν συστατικό στοιχείο εξίσου πρωτογενή του “υπαρκτού”. Το υπαρκτό είναι πρωτογενώς τόσο συνύπαρξη, όσο και ύπαρξη.

Αλλά αυτό που εμφανίστηκε με αυτόν τον τρόπο στον ορίζοντα του ερωτήματος του Είναι, αποκλείει από την τοποθέτηση του Χάιντεγκερ το πρόβλημα της υποκειμενικότητος τόσο ριζικά ώστε ο “άλλος” δεν μπορεί ούτε καν να τεθεί σαν προβληματισμός. Το “υπαρκτό” δεν είναι υποκείμενο φυσικά. Έτσι ο Χάιντεγκερ άλλαξε στην προβληματική του την έννοια της υποκειμενικότητος με την έννοια της Sorge, της μέριμνας. Και ακριβώς σε αυτό το σημείο φαίνεται καθαρά ότι ο άλλος υπολογίζεται μόνον σε μια περιθωριακή και μονόπλευρη προοπτική. Έτσι μιλά για την μέριμνα και για το μεριμνώ. Αλλά η μέριμνα αποκτά σε αυτόν εκείνη την ιδιαίτερη σημασία λόγω της οποίας ονόμαζε την αυθεντική μέριμνα, «μέριμνα που ελευθερώνει». Το επίθετο δείχνει καθαρά περί τίνος πρόκειται.
Η αληθινή μέριμνα δεν είναι η φροντίδα του άλλου, αλλά μάλλον η τοποθέτηση του άλλου στην θέση να είναι ο εαυτός του - αναφορικά με μία φροντίδα του άλλου η οποία θα ήθελε να του αφαιρέσει την φροντίδα της δικής του υπάρξεως. Δεν πρόκειται λοιπόν καθόλου για “πολιτική μέριμνα”, για την οποία μίλησε ο κοινωνιολόγος Bourdieu. Ακόμη και εδώ ο Χάιντεγκερ θέλει να προετοιμάσει το ερώτημα του Είναι, το οποίο μπορεί να τεθεί μόνον πέραν κάθε μεταφυσικής. Η διατύπωση μιας μέριμνας που ελευθερώνει κατανοείται προφανώς σαν μία απελευθέρωση λόγω αυτού που συνιστά την αυθεντικότητα του υπαρκτού, και λόγω του οποίου το Είναι και Χρόνος σκόπευε να θέσει κάτω από μία νέα σημασία το ερώτημα του Είναι της αρχαίας Μεταφυσικής.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: