Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (17)

Συνέχεια από:Τρίτη,26 Απριλίου 2016

Προλεγόμενα σε μία φιλοσοφική χριστολογία. 
Του Xavier Tilliette. 
CHRISTUS SUMMUS PHILOSOPHUS.

7. Ο Ιησους και η θεωρία της Επιστήμης!

Παράρτημα στην φιλοσοφία του Φίχτε. Μία προσπάθεια να φανερωθεί η σχέση τού Εγώ τού Φίχτε με το ιδανικό τού Χριστού και η μοιραία εξέλιξη του στο πρόσωπο!
Οι πληροφορίες και η έκθεση αντλούνται απο το κεφάλαιο αφιερωμένο στον Φίχτε τής "ιστορίας τής νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας" του Ζάν-Μισέ Μπενιέ, εκδ. Καστανιώτη!
        
  Απο το ξεκίνημά του ο Φίχτε θέλησε να προσφέρει στο κοινό μία πιό προσιτή εκδοχή τής σκέψης του Κάντ, μία έκθεση πιό παιδαγωγική. Όμως συνάντησε πολλές αντιρρήσεις στο εγχείρημά του, κατ'αρχάς απο τον ίδιο τον Κάντ, ο οποίος χωρίς να διαβάσει την θεωρία της επιστήμης, τον κατηγόρησε ότι θέλει να περάσει απο την απλή αυτοσυνείδηση στην πραγματικότητα, ότι συγχέει την γενική λογική με την υπερβατολογική.
          Οι ερμηνείες τού Φίχτε, γενικώς, τού αποδίδουν το σχέδιο παραγωγής τής πραγματικότητας (μή-Εγώ) απο την συνείδηση (Εγώ) δηλαδή ότι επεξεργάστηκε ένα σύστημα το οποίο θα εξέθετε τα στάδια που οδηγούν το απόλυτο Εγώ πρός την περατότητα. Ο Χέγκελ ο ίδιος δέχεται ότι ο Φίχτε δοκίμασε να παρουσιάσει την φιλοσοφία σαν απόπειρα παραγωγής του σύμπαντος απο το Εγώ. Η απόπειρα αυτή απαιτεί την έξοδο απο την Καντιανισμό και την υιοθέτηση ενός απόλυτου ιδεαλισμού που αρνείται, τον διαχωρισμό της έννοιας απο την εποπτεία. Ο Φίχτε εξέλαβε το Καρτεσιανό cogito σαν πρώτη βεβαιότητα και απο εκεί άντλησε τις κατηγορίες που επιτρέπουν να σκεφτούμε το πραγματικό.
          Η ερμηνεία του Χέγκελ στηρίζεται στην έκθεση των τριών αρχών τής θεωρίας τής επιστήμης 1) Το Εγώ τίθεται αφ'εαυτού και είναι ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου, 2) Είναι βέβαιο ότι στο Εγώ αντίκειται ένα μή-Εγώ (η εξωτερικότητα του κόσμου). 3) Αντιτάσσω στο Εγώ ένα μή-Εγώ διαιρετέο στο διαιρετό Εγώ (μία σύνθεση ανάμεσα στο Εγώ και στον κόσμο που επιτελείται στο εσωτερικό του Εγώ.
          Το σχέδιο αυτό απέτυχε διότι η πρώτη του αρχή είναι αφηρημένη και τυπική. Ταυτολογική όντας, η ταυτότητα του Εγώ με τον εαυτό του δέν ενέχει καμμία διαφορά απο όπου θα μπορούσε να παραχθεί ένα περιεχόμενο. Έτσι η δεύτερη αρχή που προσκομίζει αυτό το περιεχόμενο (η διαφορά) τίθεται χωρίς μεσίτευεση: το μή-Εγώ δέν παράγεται απο το Εγώ και επομένως του αντιτάσσεται, κάτι που επαναφέρει τον δυϊσμό του Κάντ. Η τρίτη αρχή θα επιτρέψει την παραγωγή των κατηγοριών ώς ισάριθμων σχέσεων ανάμεσα στο Εγώ και το μή-Εγώ, αλλά μάταια εφόσον το πέρασμα απο την πρώτη αρχή στην δεύτερη δέν κατέστη δυνατό.
          Ας δούμε τις διαμάχες οι οποίες στριφογυρίζουν γύρω απο την σχέση τού Εγώ με την πραγματικότητα! Υπάρχουν δύο ερμηνείες λοιπόν! Είτε ότι το μή-Εγώ προέρχεται απο τον αυτοπεριορισμό του απολύτου Εγώ και έτσι αναπτύσσεται ένας απόλυτος ιδεαλισμός που αποκλείει κάθε πρακτική φιλοσοφία, είτε ο περιορισμός τού Εγώ προκύπτει απο ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο που είναι το μή-Εγώ, που είναι ίσως το πράγμα καθεαυτό του Κάντ, και εμφανίζεται και η δυνατότητα θεμελίωσης τής ελεύθερης πράξης! Αυτή η δεύτερη ερμηνεία υποστηρίζει ότι η πρώτη αρχή, το αυτο-τιθέμενο Εγώ, δέν ειναι μία νοητική εποπτεία, δέν είναι μία έννοια που θα είχε την ικανότητα να πλάσει το περιεχόμενο της, αλλά είναι μία ψευδαίσθηση, μία υπερβατολογική ψευδαίσθηση που προκύπτει απο την Καντιανή κριτική τού παραλογισμού της υποστασιακότητας, του απολύτου Εγώ (Εγώ-Εγώ). Έτσι εφόσον το απόλυτο Εγώ είναι αυταπάτη, δέν καταργεί την περατότητα, αναγκαία ένδειξη τής οποίας είναι το μή-Εγώ, η πραγματικότης.
          Η συνείδηση τού αντικειμένου είναι πηγή τής αντικειμενικότητας και αυτή η συνείδηση δέν μπορεί να προκύψει απαγωγικά [ίσως γίνεται κατανοητό ότι στην φιλοσοφική αυτή διαλεκτική απορρίπτεται σαν Εγώ=Εγώ, σαν ψευδαισθησιακό το απόλυτο Εγώ, δηλαδή ο Χριστός και αναδεικνύεται ο Ιησούς, όπως διεγράφη στην προηγούμενη σύντομη έκθεση της ιδέας τού Φίχτε], μία πρακτική περατότητα που μας καλεί να αποφύγουμε τον πειρασμό του σολιψισμού, να συνάψουμε μία σχέση με τον κόσμο και τελικά να επιβάλλουμε στο δεδομένο (το μή-Εγώ) την ελευθερία (του Εγώ).
          Ο Φίχτε δέν έχει ανάγκη τον χώρο και τον χρόνο για να αποσπάσει το υποκείμενο απο την ψευδαίσθηση, απο τον πειρασμό, να πιστέψει πώς είναι το ίδιο η κάθε πραγματικότητα!
          Η καταστροφή τής μεταφυσικής λοιπόν αποκαθιστώντας τον κοινό νού, την κοινή συνείδηση ανακαλύπτει έναν χώρο επικοινωνίας ανάμεσα στα περατά υποκείμενα που είμαστε εμείς οι ίδιοι. Έτσι ο Φίχτε στην θεμελίωση τού Φυσικού Δικαίου διακρίνει το δίκαιο απο την ηθική καί καθιστά δυνατή την επιστήμη του δικαίου σαν μία αυτόνομη διδασκαλία. Αρνείται να διαχωρίσει την εκτελεστική απο την νομοθετική εξουσία και φαντάζεται την έννοια μίας κοινότητος όπου ο νόμος μπορεί να είναι πράξη και όπου το δίκαιο, αντικείμενο γενικής βούλησης, κυριαρχεί απολύτως. Είναι μία απόπειρα να αποδοθεί στό δικαιο μία συστηματική καταστατική τάξη που να επιτρέπει το πέρασμα απο την θεωρητική φιλοσοφία στην πρακτική, δηλαδή απο την φύση στην ελευθερία. Το δίκαιο είναι μία στάση βουλησιοκρατική, πραξιοκρατική, είναι προϊόν ελεύθερης πράξης, διότι δέν συνδέεται με την ηθική, και επιβάλλει έναν μηχανισμό που δέν υπάρχει μέσα στην φύση!
          Τελικώς όμως καταλήγει εχθρικός απέναντι στην Γαλλική επανάσταση και σε κάθε πολιτική που βασίζεται στα δικαιώματα του ανθρώπου. Δέν είναι πλέον υποστηρικτής τής κοινωνίας ενάντια στο κράτος, αλλά κρατιστής, βάρδος ενός επιθετικού πατριωτισμού. Η αρχική αισιοδοξία υπερφαλαγγίζεται απο μία βαθύτατα ανυπότακτη ανθρώπινη φύση, μοχθηρή, η οποία δικαιολογεί τον καταναγκασμό για την επιβολή του δικαίου. Απέβαλε την πεποίθηση μίας αλληλεγγύης ανάμεσα στην ελευθερία και την τελειότητα. Και εκλαμβάνει την ιστορία, όχι σαν αποτέλεσμα της δράσης των ανθρώπων αλλά σαν Οικουμενικό σχέδιο, σαν πτώση εκτός του ιδεώδους. Δέν σκέφτεται πιά την ιστορία με βάση το μέλλον, σαν αδιάλειπτη κλήση του δέοντος που γεννά την ελευθερία, αλλά κυριαρχείται απο μία νοσταλγία του παρελθόντος.
          Και ανάγει μία μακιαβελική ιστορική φρόνηση σε θεμελιακή αξία, η οποία επειδή συλλαμβάνει το παγκόσμιο σχέδιο, δέν καλεί σε δράση, αλλά σε συνδιαλλαγή με την ιστορική αναγκαιότητα και σε συμμαχία, με την ευκαιρία και τον χρόνο που αποτελούν τους κύριους παράγοντες της ιστορίας.
          Και το πρόβλημα της ανευρέσεως μίας θέσης που να συνδυάζει κάποια θεωρητική αναπαράσταση της ιστορίας με μίαν ακτιβιστική άποψη, παραμένει άλυτο ακόμη και σήμερα!

Συνεχίζεται

Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: