Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Η ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΝΟΪΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ «ΙΝΑ ΩΣΙΝ ΕΝ» (4)-επανάληψη

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ
του Raniero Cantalamessa

Ο Κέλσος και ο Ωριγένης. 

Ας δούμε όμως τον φάκελλο των κατηγοριών και των προτάσεων με τις οποίες ο Εθνικός Κέλσος παρουσιάζεται στην συζήτηση με τους Χριστιανούς. Το πρώτο πράγμα που έρχεται στην επιφάνεια είναι ο τρόμος, ο πανικός σχεδόν, που αρπάζει τους εθνικούς απέναντι στις επιδρομές των βαρβάρων στα σύνορα, στις οποίες προστίθενται στο εσωτερικό, η απόσπαση όλο και πιο φανερή των Χριστιανικών μαζών από την μοίρα της αυτοκρατορίας, που τους αποκλείει στο γκέτο μίας παράνομης θρησκείας. 

«Εάν όλοι οι άνθρωποι έκαναν σαν και σένα -λέει σε κάποιον υποθετικό Χριστιανό συνομιλητή- τίποτε δεν θα μπορέσει να εμποδίσει τον αυτοκράτορα να μείνει μόνος και εγκατηλειμμένος και όλα τα αγαθά της Γής να λεηλατηθούν από τους βάρβαρους». Εάν οι Χριστιανοί επιθυμούν την Ειρήνη, ας δεχθούν να «βοηθήσουν τον αυτοκράτορα με όλες τους τις δυνάμεις, ας συνεργασθούν στις πιο σωστές επιχειρήσεις του, ας πολεμήσουν μαζί του, ας υπηρετήσουν μαζί με τους στρατιώτες του, εάν είναι απαραίτητο, και με τους στρατηγούς του». Δεν πρέπει να αποσυρθούν από την πολιτισμένη ζωή αλλά «να πάρουν μέρος στην κυβέρνηση τής πατρίδος, εάν υπάρχει ανάγκη, για την υπεράσπιση των νόμων και της Ειρήνης». Και ο Κέλσος γνωρίζει πώς υπάρχει ανάγκη. Διότι βρισκόμαστε σε μία στιγμή βαθειάς κρίσεως, σε μία εποχή αγωνίας, όπως ορίστηκε (E.R Dodds), και οι πολίτες, αποφεύγουν τα αξιώματα που είναι ο τάφος των ιδιωτικών περιουσιών. 
Όσο και αν ήταν πολεμική, ο Κέλσος πρότεινε μία αληθινή συνεργασία στους Χριστιανούς. Την στιγμή κατά την οποία, εβδομήντα χρόνια αργότερα, ο Ωριγένης απαντά στον Κέλσο, η Ιστορική κατάσταση απαιτούσε με μεγαλύτερη βιασύνη μία συμφωνία. Διότι είχαν υπάρξει εκτός των άλλων οι Σεβήροι, με την πολιτική τους ανοχή, εκτός σπάνιων εξαιρέσεων, απέναντι στους Χριστιανούς.
Για μία στιγμή μάλιστα, κάτω από τον Φίλιππο τον Άραβα, είχαν πιστέψει, παρότι λανθασμένα, πώς στην κορυφή της αυτοκρατορίας υπήρχε ήδη ένας Χριστιανός. 
Και τι απαντά ο Ωριγένης στον Κέλσο; Όσον αφορά το πρώτο σημείο, πώς θα κατέληγε η αυτοκρατορία εάν όλοι γινόταν Χριστιανοί; Ο Ωριγένης απαντά: «Εάν όλοι οι άνθρωποι έκαναν σαν εμένα, είναι φανερό τότε πώς οι βάρβαροι, μετεστραμμένοι και αυτοί στον λόγο του Θεού, θα υπάκουαν στους νόμους και θα εκπολιτιζόντουσαν, θα έπαυαν δηλαδή να είναι βάρβαροι. Όλες οι λατρείες θα είχαν εγκαταλειφθεί και μόνον η Χριστιανική λατρεία θα ήταν σε ισχύ». 
Αρνούμενος να αφεθεί στην παγίδα της παραδοσιακής αντιθέσεως και να διαλέξει ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Βαρβάρους ο Ωριγένης έριξε το βλέμμα του μακριά, πιο μακριά από όσο θα μπορούσε να το κάνει εκείνο τον καιρό κάθε πνεύμα μικρότερο από το δικό του. Η ειρήνευση ανάμεσα στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τον Χριστιανισμό δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί εις βάρος τών βαρβάρων, αλλά θα πραγματοποιηθεί μέσα σ’ένα καινούργιο πλαίσιο στο οποίο Ρωμαίοι και βάρβαροι θα μπορέσουν να ζήσουν μαζί στην ίδια Χριστιανική πίστη και στον ίδιο πολιτισμό (η έννοια ανήκει στον Ωριγένη) της Ρώμης. Ανακοινώνεται ήδη εδώ ο σκελετός του μεσαιωνικού πολιτισμού με την συστατική του Τριάδα: Ρωμαϊκότης, Χριστιανισμός, βάρβαροι. 

Όσον αφορά την συμμετοχή στην στρατιωτική ζωή, σαν στρατιώτες και σαν στρατηγοί, ο Ωριγένης είναι κοφτός, εδώ, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση στην οποία συναντάται το πρόβλημα: οι Χριστιανοί δεν μπορούν να πάρουν τα όπλα και να επιστρέψουν σπίτι τους υπερήφανοι για το Εχθρικό αίμα που έχυσαν. Ακόμη και αν ο πόλεμος είναι σωστός οι Χριστιανοί πρέπει να μείνουν απέξω, όπως απείχαν οι Ιερείς της Ρώμης. Διότι οι Χριστιανοί, απέναντι σε όλους τους λαούς της γής, είναι λαός Ιερατικός. Υπάρχει όμως και μία άλλη σημαντικότερη αιτία την οποία εκθέτει αλλού. «Εμείς δεν κραδαίνουμε πλέον το σπαθί εναντίον άλλου λαού, ούτε και ασκούμαστε στο να κάνουμε πόλεμο: εμείς γίναμε υιοί της ειρήνης μέσω του Ιησού Χριστού που είναι ο καθοδηγητής μας». Οι Χριστιανοί έχουν σφυρηλατήσει τα σπαθιά τους σε αλέτρια και τα ακόντια τους σε δρεπάνια. Δίνουν στον στρατό βοήθεια, αλλά βοήθεια πνευματική, προσευχής, όπως του Μωυσή, πάνω στο όρος. Ενώ οι άλλοι μάχονται σαν στρατιώτες, αυτοί μάχονται σαν στρατιώτες και δούλοι του Θεού, διατηρώντας καθαρή την δεξιά τους, αλλά παλεύουν με τις προσευχές που απευθύνουν στον Θεό για όσους μάχονται σε έναν δίκαιο πόλεμο, για κάποιον που βασιλεύει με έναν σωστό και δίκαιο τίτλο. «Εμείς δεν θα υπηρετήσουμε σαν στρατιώτες -ολοκληρώνει- ακόμη και αν ο αυτοκράτωρ το απαιτήσει, αλλά θα πολεμήσουμε γι’αυτόν υψώνοντας έναν ειδικό στρατό: τον στρατό της Ειρήνης». 

Ακόμη και σ’αυτόν τον στρατό της Ειρήνης, που λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας, χρειάζονται στρατηγοί για να την κυβερνήσουν και αυτή είναι η κοινωνική λειτουργία, την οποία οι πιο άξιοι Χριστιανοί υποχρεώνονται με βαρειά καρδιά, ίσως να αναλάβουν «Εκλεγμένοι ή υποχρεωμένοι, τότε όλοι αυτοί κυβερνούν την πατρίδα σύμφωνα με τον Θεό που είναι η Εκκλησία». Και αυτό το λειτούργημα των Χριστιανών είναι άραγε άχρηστο για την κοινωνία; Ακόμη χειρότερα: είναι ένα κράτος μέσα στο κράτος; Υπάρχουν μερικοί οι οποίοι κατανόησαν τοιουτοτρόπως τα λόγια του Ωριγένη, όταν λέει: «πίσω από την γήινη πόλη υπάρχει ένα άλλο είδος πατρίδος, η οποία έχει οικοδομηθεί από τον Λόγο του Θεού: η Εκκλησία». Όμως ο Ωριγένης δεν κατανοεί σαν αντιπαρατιθέμενες τις δύο πατρίδες, έτσι ώστε εκείνο που δίνεται στην μία να αφαιρείται από την άλλη, αλλά σαν να έχουν κληθεί να υπηρετήσουν σε διαφορετικά επίπεδα στην εξύψωση της ίδιας της ανθρωπότητος. Η πατρίδα σύμφωνα με τον Θεό, δεν είναι αντίπαλος της γήινης πατρίδος. Και μάλιστα μόνον παραμένοντας έτσι, μία πνευματική πατρίδα, η Εκκλησία προσφέρει μία αληθινή και αναντικατάστατη λειτουργία στην κοινωνία και επομένως και στο κράτος. «Οι Χριστιανοί, γράφει είναι πολύ πιο χρήσιμοι στην πατρίδα από όλους τους άλλους ανθρώπους. Αποτελούν τους συμπολίτες τους, διδάσκουν σ’αυτούς την αγάπη προς τον Θεό που προστατεύει την πόλη. Βοηθούν την ανάβαση προς μία ουράνια πόλη και Θεία, όσους ζούν τίμια, στις μικρές τους πόλεις» ολοκληρώνει ο Ωριγένης, ιχνογραφώντας ήδη την σύλληψη των δύο πόλεων του Αυγουστίνου. Έτσι λοιπόν προκύπτει καθαρά πώς η άρνηση δημοσίων αξιωμάτων εκ μέρους των Χριστιανών πήγαζε από τον συνδυασμό αυτών των αξιωμάτων με ειδωλολατρικές τελετές, (θυσίες, παιχνίδια, όρκοι κ.τ.λ.). Μόνον έναν χρόνο περίπου μετά την ειρήνευση ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τον Χριστιανισμό το 314, στην σύνοδο της Arles, που καταδίκασε τον Δονατισμό, θα εμφανιστεί ένας κανόνας που θα ελευθερώσει τους Χριστιανούς οι οποίοι επιθυμούν να ακολουθήσουν την πολιτική (Καν. 7). Ένας άλλος κανόνας (Καν. 3) προβλέπει επιτίμια στους Χριστιανούς που αρνούνται να υπηρετήσουν στον στρατό, τουλάχιστον σε βοηθητικές θέσεις, στις οποίες δεν υπάρχει κίνδυνος να σκοτωθεί κάποιος. 

Έτσι λοιπόν δεν πρέπει να ξεχνούμε πώς η θέληση να βρεθεί ένας τρόπος συνυπάρξεως, που δεν θα έβλαπτε την φύση των δύο θεσμών, προερχόταν από την Εκκλησία των Μαρτύρων. Όσοι κάθισαν στην τράπεζα της Ειρήνης με τον Κων/νο, προερχόταν από τον πιο σκληρό διωγμό και δεν πρέπει να ξεχνούμε πώς ξαφνικά βρέθηκαν μπρός στην πιο μεγάλη, στην πιο επιθυμητή εύνοια και ελευθερία. Και δεν είχαν γνωρίσει, ούτε μπορούσαν να προβλέψουν τις συνέπειες που θα προέκυπταν στην διάρκεια του χρόνου, στην ιστορία, τους πειρασμούς που θα συναντούσαν οι Χριστιανοί από αυτή την εύνοια προς αυτούς, από την εξουσία της Αυτοκρατορίας. 

Συνεχίζεται. 

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: