Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Εσχατολογία και παγκόσμια ιστορία στον διανοητικό κόσμο του Αυγουστίνου(8)


Του Ernst Lewalter
Στον τόμο: Zeitschrift für Kirchengeschichte 53, 1934

IV. Ordo naturalis  (Η τάξη της φύσεως) β
Σε αυτό το λάθος περιέπεσαν κυρίως οι καθολικοί ερμηνευτές, στην προσπάθεια τους να φέρουν τον Αυγουστίνο σε συμφωνία με την ύστερη επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας. Ο Seidel βλέπει μεν, πως «ο Αυγουστίνος δεν μιλά περί αναίρεσης της δουλείας», δε θέλει όμως να παραδεχθεί πως «θέλει οπωσδήποτε να την διατηρήσει». Υποθέτει πως «υποχώρησε στο θέμα αυτό, καθώς στην εποχη του ήταν αδύνατο να ικανοποιηθεί μια τέτοια απαίτηση». Αλλά και ο Schilling φτάνει στο συμπέρασμα, πως ο Αυγουστίνος «θεωρεί την δουλεία αδικία», αλλά καθώς τα πράγματα παραμένουν ίδια (rebus sic stantibus) δεν βλέπει άλλη διέξοδο από την υπόδειξη προς απελευθέρωση. Και όταν αυτή δεν είναι δυνατή, τότε μόνο υπηρετώντας μέ καλή θέληση (cum bona voluntate servire). Και αυτός λοιπόν βρίσκει μια αντίφαση μεταξύ του Αυγουστίνου ως θεωρητικού και πολιτικού που βλέπει την πραγματικότητα.
Η σκέψη του Αυγουστίνου όμως παραμορφώνεται με τέτοιους εξωραϊσμούς, μάλιστα τής αφαιρείται η αξιοπρέπεια και μόνο με την πρόθεση τέτοιων εξωραϊσμών. Τα πράγματα είναι απλά αν λάβουμε υπ’ όψιν την αντίθεση μεταξύ της λαϊκής φιλοσοφίας τής ύστερης ρωμαϊκής περιόδου και της παράδοσης τής αρχαίας Εκκλησίας. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για αναίρεση της δουλείας, την κοσμική ζωή (στα πλαίσια της civitas terrena). Η δουλεία αντιτίθεται στην ordo naturalis, εφόσον βάσει αυτής δεν πρέπει να υπάρχουν σκλάβοι (Nullus autem natura, in qua prius Deus hominem condidit, servus est hominis aut peccati, XIX,15). Η κατάργηση όμως της δουλείας στην κοσμική ζωή, δε θα οδηγούσε στην αποκατάσταση της φυσικής τάξης, αλλά στην καταστροφή της. Γιατί μόνο δια της δουλείας μπορεί να διατηρηθεί κάπως η φυσική τάξη μέσα στην κοσμική ζωή (). Το γεγονός της δουλείας αποδεικνύει πως η κοσμική ζωή, έτσι όπως είναι, θεμελιώνεται σε μια παράβαση της φυσικής τάξης, η οποία μόνο δια της βίας επανορθώνεται (). Για τον Αυγουστίνο λοιπόν, η δουλεία δεν είναι μια iniuria (αδικία), αλλά η τιμωρία για την iniuria (una radicale ingiustizia, Brucculeri). Η κατανομή των ατόμων στις πόλεις δεν εκτελείται με κάποιο «δίκαιο» κριτήριο, έτσι ώστε (όπως θεωρεί ο Seidel) η κατάσταση του δούλου να θεωρείται σε κάθε περίπτωση αμετάκλητη. Αντιθέτως, η δουλεία (in toto) είναι μια τιμωρία για το genus humanum (in toto) (για το ανθρώπινο γένος στο σύνολο του).
Ενώ ο Αριστοτέλης, και όλοι όσοι συμφωνούν  μαζί του (από τον Ποσειδώνιο μέχρι τον Αριστείδη) αποδίδουν στην δουλεία ένα φυσικό θεμέλιο, και η ρωμαϊκή λαϊκή φιλοσοφία αρνείται κάθε φυσικό θεμέλιο (το πολύ να παραδέχεται μια θετική νομιμότητα), ο Αυγουστίνος απορρίπτει το ερώτημα περί θεμελίου που βασίζεται στην δικαιοσύνη. Προσπαθεί να εξηγήσει το ιστορικό δεδομένο με την πρόνοια. Η ιδέα που ανέδειξαν μοντέρνα κινήματα, πως η δουλεία πρέπει να καταργηθεί επειδή είναι αντίθετη προς την φύση, είναι για τον Αυγουστίνο ξένη. Και πρέπει να του είναι ξένη, επειδή θεωρεί πως η κοσμική ζωή δεν είναι σε θέση να επανορθώσει με δικές της δυνάμεις την ordo naturalis.  Η κατάργηση της δουλείας θα έρθει μόνο όταν «transit iniquitas et evacuatur omnis principatus et potestas humana et sit Deus omnia in omnibus» (XIX, 15, βάσει της προς Κορινθίους, 15, 24.28).
Και επίσης: ενώ για τον Αριστοτέλη και όσους τον ακολουθούν, η «φύσις» είναι η πηγή των μορφών μέσα στον ηθικό κόσμο- ώστε να σημαίνει κάθε τι το αμετάβλητο-, και για την Στοά η «natura» είναι το θεμέλιο του εσωτερικού νόμου, στον οποίο συμμετέχει και ο ηθικός κόσμος, ο Αυγουστίνος, με το συστηματικό πνεύμα τής εκκλησιαστικής θεώρησης του κόσμου, θεωρεί πως η κοσμική και η εκκλησιαστική ζωή έχουν διαφορετικά θεμέλια (αιτίες).
Οι συνθήκες της κοσμικής ζωής (domination-κυριαρχία, potestas-δύναμη, servitus-υπηρεσία, principatus-επικυριαρχία, poena-τιμωρία) στο σπίτι, την πόλη και την αυτοκρατορία), δεν μπορούν να υπαχθούν στην φυσική  τάξη. Όλες τους υπηρετούν την διόρθωση της αμαρτωλότητας με αναφορά προς την (σχετική) επίγεια ειρήνη (pax terrena).
Η παλιά διαμάχη, αν το κράτος σύμφωνα με τον Αυγουστίνο είναι «θεϊκής» ή «διαβολικής» προέλευσης, βασίζεται σε μια ερώτηση που τέθηκε με λάθος τρόπο. Πρέπει να ρωτήσουμε πως ο Αυγουστίνος εξηγεί την πηγή της εξασκούμενης βίας (dominatio, potestas). Και εδώ δίδεται η απάντηση: η αιτία κάθε εξασκούμενης βίας είναι η αμαρτωλότητα του ανθρώπινου γένους. Η πηγή της αμαρτωλότητας είναι βεβαίως ο διάβολος. Η πηγή τής βίας είναι η πρόνοια που εξαναγκάζει το ανθρώπινο γένος σε μια επίγεια ειρήνη.
Το ιδανικό της κοσμικής ζωής-concordia civitatis-πρέπει και μπορεί να επιδιωχθεί. Τα άστρα οδηγοί των αρχόντων δεν πρέπει να είναι η dominandi cupiditas (εξουσιολαγνεία), αλλά το officium consulendi (η συμβουλευτική λειτουργία) και η providendi misericordia (έλεος της πρόνοιας). Η κατευθυντήρια γραμμή τού συνόλου τής κοσμικής ζωής, στο σπίτι, στην πόλη και στην αυτοκρατορία, πρέπει να είναι το consulere (το να συμβουλεύουν) και το sibi consuli velle (και να θέλουν να συμβουλεύσουν τους εαυτούς τους). Η πραγματοποίηση αυτού του ιδανικού δεν είναι αντικείμενο της νομοθεσίας ή της πολιτικής, αλλά της παραίνεσης (Paraenese). Στο πολιτικό επίπεδο είναι απαραίτητη η potestas. Το ότι όμως η concordia είναι το αληθές θεμέλιο της pax terrena, μπορεί να δειχθεί μόνο δια της παραίνεσης-και αυτή είναι η δουλειά του sacerdos (ιερέως).
Με τον τρόπο αυτό δεν είναι δυνατό να προσανατολιστούν πάνω στην ordo naturalis οι μορφές της κοσμικής ζωής. Μόνο το πνεύμα της κοσμικής ζωής μπορεί να προσανατολιστεί προς την ordo naturalis-και αυτό σημαίνει να προσανατολιστεί στην ιδέα της civitas Dei peregrinans, την οποία πρέπει να υπηρετεί η κοσμική ζωή.
Από αυτές τις ιδέες προκύπτει αυτό που χαρακτηρίζεται ως το θεμέλιο της κοινωνιολογίας τού Αυγουστίνου: οι φορείς των κοσμικών εξουσιών έχουν την υποχρέωση, σε όλα όσα κάνουν, να υπηρετούν την civitas Dei peregrinans. Οι sacerdotes (ιερείς) έχουν την υποχρέωση να εμφυτεύσουν στην κοσμική ζωή το χριστιανικό πνεύμα της caritas-αγάπη, clementia-ανεκτικότητα, sollicitudo-έγνοια, misericordia-έλεος.
Εφόσον οι φορείς των κοσμικών εξουσιών είναι πολίτες της civitas Dei peregrinans, και προΐστανται τής υπηρεσίας τους ως αληθινοί πολίτες, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στο πεδίο τού διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων μεταξύ «κράτους» και «Εκκλησίας».
Ήταν ένα τεράστιο λάθος της παλαιότερης ερμηνείας του Αυγουστίνου, που προσπαθούσε να βρει ένα τέτοιο διαχωρισμό στον Αυγουστίνο. Μπορεί να θεωρηθεί πλέον βεβαιότητα τής νεώτερης έρευνας, πως η σκέψη του Αυγουστίνου επιδεικνύει στο σημείο αυτό ένα χαρακτηριστικό άνοιγμα. Και αυτό το άνοιγμα έδωσε την δυνατότητα στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα του μεσαίωνα, να ερμηνεύσουν τον Αυγουστίνο όπως ήθελαν.
Από αυτή την διαπίστωση προκύπτει το ερώτημα, κατά πόσον η έλλειψη μιας σαφώς καθορισμένης θεωρίας περί της σχέσης κράτους και Εκκλησίας προκύπτει από την θεωρία του Αυγουστίνου περί παγκόσμιας ιστορίας.


Προτού όμως εξετάσουμε το ερώτημα αυτό, πρέπει να διασαφηνίσουμε την έννοια της Εκκλησίας στον Αυγουστίνο

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: