Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (64)

                                       
                                       PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                         ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                 ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ – Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ
                                         14.  ΕΥΘΥΔΗΜΟΣ

     Πλαισιώνει ως αρχικός και τελικός διάλογος τον κυρίως διάλογο, παρεμβαίνοντας μάλιστα  στο πιο σημαντικό σημείο σ’ αυτόν (290 Ε), η συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Κρίτωνα. Θα μπορέσουμε όμως μόνο στο τέλος να καταλάβουμε πλήρως τί σημαίνει αυτό.
     Αφηγείται λοιπόν ο Σωκράτης. Και ‘υποδεχόμαστε’ μόνο μέσα απ’ τον ειρωνικό του αντικατοπτρισμό τον κυρίως διάλογο· όπως αμφισβητεί δε σε κείνο το πιο σημαντικό σημείο την αλήθεια του αφηγητή ο Κρίτων, έτσι έχουμε κι εμείς κάποιον λόγο να πιστέψουμε, πως επενεργεί ευθύς εξαρχής αυτή η ειρωνία, όταν αρχίζη να λέη πως «βρισκόταν ύστερα από θεϊκή παρότρυνση» στο Γυμνάσιο (Gymnasium) ο Σωκράτης (272 Ε), κι ότι τον εμπόδισε τότε το «συνηθισμένο δαιμονικό στοιχείο» (τό ειωθός σημείον τό δαιμόνιον) απ’ το να σηκωθή και να φύγη. Δεν ξεχωρίζουν αναμεταξύ τους, ως συνήθως, το παιχνίδι κι η σοβαρότης εδώ. Γιατί θα ασχοληθή με τη γνήσια παιδαγωγία απέναντι στη ‘γελοιοποίηση’ (Clownerie), με την αλήθεια απέναντι στην απάτη, με το Είναι απέναντι στο Φαίνεσθαι ο διάλογος, αποτελώντας βέβαια μια κωμωδία (Komdie), αλλά και κάτι το εντελώς διαφορετικό ακόμα παραπέρα.
     Είναι τα αποδυτήρια μιας παλαίστρας, όπως και στον «Λύσι», ο τόπος τού διαλόγου. Κι όπως έρχονται εκεί τα δυό αγόρια, ο Μενέξενος κι ο Λύσις, έτσι έρχεται κι εδώ και κάθεται δίπλα του, μόλις βλέπει τον Σωκράτη, και ο Κλεινίας: δεν θα μπορούσε πράγματι να φανερωθή απλούστερα, αλλά και με μεγαλύτερη ταυτόχρονα ισχύ, η δύναμη που προέρχεται απ’ τον Σωκράτη. Και κάθονται λοιπόν μαζί και με τους άλλους που παίρνουν μέρος στη συζήτηση σ’ έναν πάγκο, όπως ακριβώς συνέβη και στον «Λύσι» και τον «Χαρμίδη». Συνδέει δε τον διάλογό μας με τον «Λύσι» και το ότι εμφανίζεται δίπλα στ’ αγόρια, με τα οποία και εργάζεται ως παιδαγωγός ο Σωκράτης, αυτός που τα κολακεύει – ο Ιπποθαλής εκεί, κι ο Κτήσιππος εδώ – , παρουσιάζοντάς μας τον λανθασμένον τρόπο τής ερωτικής αγάπης. Παρίστατο μάλιστα ως ‘πρόσωπο’ ήδη στον «Λύσι» ο Κτήσιππος. Και ‘ιχνογραφεί’ και μια λεπτομέρεια, το ότι θέλει να αφήση το αγόρι «να ησυχάση» μετά την πιεστική διανοητική εργασία, τον εξίσου έμπειρο όσο και καλοκάγαθο (επιεική…) παιδαγωγό κι εδώ κι εκεί (βουλόμενος αναπαύσαι – Ευθ. 277 D, Λύσ. 213 D). Θα αποδειχθή δε ότι συγγενεύει στους τελικούς σκοπούς, προς τους οποίους και τείνει η συλλογιστική εξέλιξη, και ο «Χαρμίδης» με τον διάλογό μας, μέχρι που τελειώνουν στην απορία (Aporie) και οι δυό διάλογοι.
    Σχηματίζει όμως μόνον τη μια ‘γραμμή’ το βασικό θέμα τού «Λύσι» και του «Χαρμίδη» στο σύμπλεγμα του «Ευθύδημου». Με την οποίαν και διαπλέκεται μια ακόμη. Μαθαίνουμε ότι είναι ένας εξάδελφος του Αλκιβιάδη ο Κλεινίας. Κι εμφανίζεται στη σκέψη μας η αττική νεολαία, το ευγενέστερο ‘υλικό’ που είδε ποτέ ο κόσμος, και ταυτόχρονα, όπως συχνά, ο κίνδυνος, που τον εκφράζει έτσι εδώ ο Σωκράτης: θα επιθυμούσε να στρέψη κάποιος προς μιαν άλλην απασχόληση τον νου τού Κλεινία και να τον διαφθείρη (275 Β). Και ζωντανεύει αυτός ο κίνδυνος στους ‘καλλιτέχνες τής έριδος’ Ευθύδημο και Διονυσόδωρο, και την επικίνδυνη και λανθασμένη καθοδήγηση με την οποίαν και επιχειρούν αμφότεροι προς τον Κλεινία. Κι έτσι όπως βρίσκεται αυτός ανάμεσα στον ψεύτικον και στον αληθινόν παιδαγωγό εδώ, έτσι κι ο νεαρός Ιπποκράτης ανάμεσα στον ‘αρχηγό’ τών σοφιστών και τον Σωκράτη στον «Πρωταγόρα». Εξελίσσεται δε κι εδώ κι εκεί σε μιαν εναλλαγή σοφιστικών και σωκρατικών λόγων ο αγώνας τών δυό παιδαγωγικών αρχών, απ’ τους οποίους μόνον οι σωκρατικοί συνδέονται αναμεταξύ τους, καθοδηγώντας με μιαν ουσιωδώς ενιαία κίνηση προς έναν συγκεκριμένον, και συγκεκαλυμμένον βέβαια στο τέλος σκοπό. Βαδίζουν κι εδώ κι εκεί, πάνω-κάτω στη σκεπαστήν αίθουσα, μαζί με τους μαθητές που τους ακολουθούν, ο ένας ή και οι δυό εδώ σοφιστές. Και φέρνει κι εδώ κι εκεί ο ίδιος ο Σωκράτης σε επαφή με τον επικίνδυνον αντίπαλο τον προστατευόμενόν του, ‘αντλώντας’ απ’ τον αντίπαλο την αξίωση, ότι διδάσκει (δήθεν…) την «πολιτική τέχνη» ή και την αρετή (που είναι άλλωστε τελικά το ίδιο), την οποίαν όμως και φανερώνει ως ‘αδίδακτη’ στον «Πρωταγόρα» (319 Β) ο Σωκράτης, ενώ εκδηλώνει μεγάλην τουλάχιστον αμφιβολία ως προς τη ‘διδακτότητά’ της στον «Ευθύδημο» (274 Ε).
    Τελείται στην πραγματικότητα για την ψυχή τού νέου και στους δυό διαλόγους ο αγώνας. Δεν γίνεται βέβαια πλέον λόγος, μετά το αρχικό μέρος, για τον νεαρόν Ιπποκράτη στον «Πρωταγόρα». Και δεν καθίσταται έτσι σαφές, ότι αποβλέπει σ’ αυτόν εκείνος ο αγώνας. Κάτι που γίνεται όμως απολύτως σαφές στον «Ευθύδημο». Στον οποίον και συνενώνονται, στην πλούσιαν ‘αντίστιξη’ που τον χαρακτηρίζει, η ‘μελωδία’ τού «Λύσι» και του «Χαρμίδη» με τη ‘μελωδία’ τού «Πρωταγόρα»   (( «Bάλε Μελωδία…»… )) . Όπου παρουσιάζουν, η μεν δεύτερη τον αγώνα των δυό παιδαγωγικών αρχών, ενώ η πρώτη, όχι μόνον τον αγώνα τής σωκρατικής αρχής απέναντι στο ψέμμα όπως στον «Πρωταγόρα», αλλά και το ίδιο το παιδαγωγικό έργο προς τους νέους που ζητούν να παιδαγωγηθούν.
     Πρέπει να προσθέσουμε ωστόσο, εκείνο που προσδίδει πέρα απ’ αυτόν τον αγώνα, την ιδιαίτερή του οξύτητα, ‘διασκεδαστικότητα’ (‘γελοιότητα’…), αλλά και επικινδυνότητα στον «Ευθύδημο». Ήταν λοιπόν υψίστης σημασίας η μορφή τού λόγου, είτε μονολόγου είτε διαλόγου, στον «Πρωταγόρα». Το θέτει μάλιστα ως προϋπόθεση για να παραμείνη κι ο ίδιος, το να συμμετέχη ρωτώντας ή απαντώντας στον διάλογο ο άλλος, ο Σωκράτης (338 D). Στον δικό μας διάλογο προέρχεται αντίθετα απ’ τον Ευθύδημο η ίδια προϋπόθεση (278 Β 8). Και είναι υψίστης σημασίας αυτή η εξωτερική συμφωνία. Γιατί δεν είναι πλέον η κεκαλυμμένη τέχνη τής κολακείας τού Πρωταγόρα η σοφιστική των δυό δασκάλων τής έριδος, αλλά είναι πολύ περισσότερο εκείνη η εριστική τέχνη (Eristik), που δεν ξεχωρίζει καθόλου με την εξωτερική της μορφή απ’ τη σωκρατική διαλεκτική, ούτε κι απ’ το ότι αποφεύγει π.χ. τα συνειδητά, εσφαλμένα συμπεράσματα ο Σωκράτης – ο οποίος και πράττει ως γνωστόν πολύ συχνά το αντίθετο - , αλλά μόνον ως προς το φρόνημα και τη δίκαιη κρίση. Κυριαρχεί αποκλειστικά η παιδαγωγική βούληση στον Σωκράτη, και η υπακοή (που συνομολογεί το ίδιο, μόνον από μιαν άλλην πλευρά) απέναντι στον Λόγο (Logos), ακόμα κι εκεί που νομίζει πως μπορεί να χρησιμοποιήση κάποιους διαλεκτικούς ‘δόλους’ ο παιδαγωγός. Ενώ δεν θέλουν παρά να εντυπωσιάσουν και να κερδίσουν χρήματα οι ‘εριστικοί’.
    Πουθενά αλλού δεν φανερώνεται σαφέστερα η αντιπαράθεση της θέλησης σε εξωτερικά όμοιες μεθόδους, παρά σε κείνο το σημείο τού διαλόγου, όπου αντιπαρατίθενται οι ίδιοι, ο Σωκράτης κι ο Διονυσόδωρος, ως προς τη ‘διαδικασία’ τού ‘παιχνιδιού’ ρωτάω-απαντάω (287 Β – D). Έχει αποδείξει στη βάση τών ίδιων τους των προτάσεων στους εριστικούς ο Σωκράτης, ότι αναιρούν με την (παλαιά, σοφιστική) άρνηση της αντίφασης και του λάθους τον ίδιον τους τον εαυτό. Ζητά να ξεγλιστρύση ο σοφιστής: ας μη μείνη μόνο στην τελευταία απαγωγή, αλλά και σε κάποια προηγούμενη ο Σωκράτης (σαν να μπορούσε να σημαίνη κάτι η χρονική στιγμή για την ισχύ τού Λόγου). Για να προχωρήση παραπέρα, θέτει τώρα μιαν ελεγκτική ερώτηση ο Σωκράτης. Αντί όμως να απαντήση, απαιτεί απ’ τον ίδιον τον Σωκράτη να απαντήση ο σοφιστής! Κι έχουμε έτσι μιαν απαίτηση απέναντι σε μιαν απαίτηση. Το ότι έχει όμως μόνον ένας δικαίωμα εδώ να απαιτή, γίνεται σαφές όταν ρωτά κατά τον λόγο, στον οποίον και θα μπορούσε να αναφέρεται η απαίτηση του Διονυσόδωρου (κατά τίνα λόγον), ο Σωκράτης. Και αποδεικνύεται, ότι καθοδηγείται μόνον απ’ την αυθαιρεσία ο άλλος («επειδή μάς ήρθες τώρα ως ένας παντογνώστης στη σκέψη και στον λόγο και ξεύρεις, τί πρέπει να απαντάη και τί όχι κανείς»), ενώ φανερώνεται ο ίδιος ο λόγος και η ισχύ του, που κυριαρχούν στον γνήσιο, σωκρατικό διάλογο, στη μεθοδική ερώτηση του Σωκράτη. Υπάρχουν δε κι άλλες, παρόμοιες ‘βιαιότητες’, με τις οποίες και καλύπτονται οι ‘στριμωγμένοι’ δάσκαλοι της έριδος (297 Β κ.ε.), όπου και παρατηρεί όμως ο Σωκράτης, ότι διαβλέπει το τέχνασμα. Ήταν ωστόσο δύσκολο να ξεχωρίση ένας «που βρίσκεται απ’ έξω» (όπως ο Κρίτων στον διάλογο-πλαίσιο) τη σοφιστική εριστική - που εισέδυε εξάλλου βαθειά, ως η λογική τών Μεγαρικών και Κυνικών, και στις σωκρατικές ακόμα σχολές - απ’ τη σωκρατικο-πλατωνική διαλεκτική, και μπορούσε να αμφιβάλη και γενικά ως προς την αξία τής φιλοσοφικής παιδαγωγίας (306 D κ.ε.). Έπρεπε να γράψη λοιπόν, λόγω τού πιεστικού κινδύνου συγχύσεως, και λόγω τής ανάγκης να προσδιοριστούν τα όρια απέναντι στην εχθρική δύναμη, ακόμα και σ’ αυτόν τον ίδιον, τον «Ευθύδημο» ο Πλάτων.
     Είναι ωστόσο απαραίτητο, να κατανοήσουμε ακόμα περισσότερο στις λεπτομέρειες τους ανθρώπους, αφού φανερώσαμε ήδη το συμβολικό στοιχείο τού χώρου. Είναι ένα ‘ζευγάρι’ οι επικίνδυνοι Εριστικοί, και το ότι έχει μεγάλη σημασία αυτός ο αριθμός ‘δύο’ προκύπτει ευθύς εξαρχής απ’ το λάθος τού Κρίτωνα, που νομίζει πως έχει δη μονάχα έναν. Επιτρέπει λοιπόν αυτό το λάθος στον Κρίτωνα ο συγγραφέας, ώστε να επιστήση ακόμη περισσότερο την προσοχή μας με τη διόρθωση – δεν ήταν ένας, αλλά δύο. Kαι είναι απαραίτητη αυτή η ‘διπλότητα’, γιατί εργάζονται όπως οι ταχυδακτυλουργοί με τα χέρια, ενώ είναι ένας, όπως είναι μια και η αλήθεια, ο αληθινός δάσκαλος. Έχουν ταξιδέψει σε πολλά μακρινά μέρη οι δυό τους, κι είναι άνθρωποι χωρίς πατρίδα (271 C), για το οποίο και τους ‘χλευάζει’ στον διάλογο ο Κτήσιππος (288 ΑΒ): έτσι διακρίνονται όμως πάντοτε απ’ τον προσκολλημένον στην πατρίδα του Σωκράτη οι σοφιστές. Ονομάζονται δε «πάνσοφοι», όπως ονομάζει εξάλλου γενικά τούς σοφιστές και τους εριστικούς ο Πλάτων, και μπορούμε να βρούμε στο 10Ο βιβλίο τής «Πολιτείας» με τον σαφέστερον τρόπο την ‘κρίση’ που υπάρχει μέσα σ’ αυτό το «παν» (598 CD): όταν ισχυρίζεται κανείς ότι κατέχει όλα τα χειρονακτικά επαγγέλματα, βασίζεται μια τέτοια «πανσοφία» στην πίστη και μόνον ενός ‘ακρίτου’ ανθρώπου, που αφέθηκε να οδηγηθή στην πλάνη. Έχουν ‘μαζευτή’ με ιδιάιτερα αστείον τρόπο τα ‘αξιώματα’ στους σοφιστές μας. Γιατί όπως «τελειοποιείται» στις λογομαχίες τους μπροστά στο δικαστήριο και στη διδασκαλία τους για τέτοιους δικαστικούς αγώνες η αρχική τέχνη τών όπλων (272 Α 5), έτσι θα διδάξουν και την αρετή, που τη συμπεριέλαβαν – μόλις πρόσφατα! – στο πρόγραμμά τους, όπως και τις άλλες τέχνες: σαν ξιφομαχία!
    Eίναι με τη μέγιστη σαφήνεια αρχιτεκτονημένος ο εσωτερικός διάλογος, έτσι ώστε να διακρίνονται μεταξύ τους με δυό σωκρατικά ‘μέρη’ τα τρία εριστικά αποσπάσματα. Και συνομιλούν άλλοτε ο Κλεινίας, άλλοτε ο Κτήσιππος, κι άλλοτε ο ίδιος ο Σωκράτης – ανάλογα πώς εναλλάσσεται το ‘ύψος’ τού διαλόγου – με τους δυό σοφιστές στα ‘αποσπάσματα’, ενώ σχεδόν αποκλειστικά ο Σωκράτης με τον Κλεινία στα ‘μέρη’. Υποδεικνύεται λοιπόν στον έναν άνθρωπο απ’ τον έναν παιδαγωγό ο δρόμος στη μιαν περίπτωση, ενώ ‘πετάει’ η μπάλλα σε όλους ολόγυρα που θέλουν να την πιάσουν στην άλλη.
     Συναντιούνται σε μιαν κοινή αποδεικτική πορεία τα δυό σωκρατικά διαλογικά μέρη, που ξεκινά απ’ τον πόθο τού ανθρώπου για ευτυχία και τελειώνει στη βασιλική τέχνη, στην οποία και πρέπει να οδηγηθή ο νεανίας. Κι όταν εισέρχεται αυτή η τέχνη στη ματιά μας, ‘κυλάει’ πλέον στον διάλογο ανάμεσα στον Κρίτωνα και τον Σωκράτη η αφήγηση και τελειώνει στην απορία (Aporie). Αντίθετα προς αυτό, συνίστανται από μια πιο χαλαρή σειρά μεμονωμένων εριστικών ΄καλλιτεχνημάτων’ τα σοφιστικά αποσπάσματα. Και  χαρακτηρίζει τούς Εριστικούς αυτή η έλλειψη οποιασδήποτε ‘τακτικής’ μεθόδου κατά τον Πλάτωνα. «Δεν έχει όμως καθόλου αποκλειστή μ’ αυτό, ότι μπορεί να διαβλέπη μιαν ορισμένη τάξη στη φαινομενική αταξία και αυθαιρεσία αυτής τής ‘καλλιτεχνικής’ απομίμησης της Εριστικής απ’ την πλευρά του ο Πλάτων». Υπάρχει στην πραγματικότητα μια συνέχεια, τόσο όσον αφορά στα τυπικά μέσα τής πλάνης όσο και στο περιεχόμενο των εκφράσεων. Ενώ κορυφώνεται, ανερχόμενος ακριβώς, και πλησιάζοντας στις σημαντικότατες γνώσεις, στην απορία ο σωκρατικός διάλογος, καταλήγουν,  έχοντας θίξει σοβαρά ακόμα στην αρχή αντικείμενα και μη έχοντας ακόμα μπερδευτή εντελώς εύκολα σε ‘αναλυτικούς’ λογικούς κόμπους  (( ‘επιχειρήματα’… )) , στην καθαρή ΄κουταμάρα’ οι Εριστικοί. Αν το διαβάσουμε δε σύμφωνα μ’ αυτές τις υποδείξεις, που επιχειρούν απλώς να πουν με οξύτητα, αυτό το οποίο και βλέπουν άλλωστε οι περισσότεροι, θα το καταλάβουμε κατά έναν ορισμένον τρόπο το κείμενο. Του οποίου ανοίγεται ωστόσο, μόνον όταν εισέλθουμε πίσω απ’ αυτό το επίπεδο, η πραγματική πληρότητα σε ειρωνικές εντάσεις και αντι-εντάσεις.

    Πρέπει «να γίνη άξιος» ο νέος, πρέπει «να φιλοσοφήση και να αποκτήση την αρετή» (275 Α), σε μιαν αξεχώριστη ακόμα ενότητα αυτού, το οποίο και ξεχωρίζουμε αργότερα ως θεωρητική και πρακτική συμπεριφορά. Και αναδύεται αμέσως το πρόβλημα, αν «είναι διδακτή η αρετή» ή αν είναι δυνατή, για να το πούμε αλλιώς, η παιδαγωγία. Διαισθανόμαστε, πως δεν θα επιθυμούσε να απαντήση καταφατικά εδώ κι ο ίδιος ο Σωκράτης στο ερώτημα. Γνωρίζουμε αυτήν την προβληματική, μιαν εξαιρετικά ειρωνική προβληματική, απ’ τον «Πρωταγόρα», και θυμόμαστε πως έχει την ίδια θέση εκεί, στην οικονομία τού διαλόγου, το ίδιο ερώτημα (319 Β). Αντιλαμβανόμαστε δε στην αρχή τής συζήτησης αυτό, το οποίο και ονομάσαμε ‘γραμμή τού Πρωταγόρα’ στον «Ευθύδημο» προηγουμένως. Περιορίζει λοιπόν την εργασία για τώρα ο Σωκράτης, ζητώντας απ’ τους σοφιστές «να πείσουν τον νεανία, ότι πρέπει να μάθη!». Μας έχει όμως ήδη φανερωθή, ότι η επιτυχία τού εγχειρήματος υπόκειται σε μια βασική προϋπόθεση, η οποία δεν έχει όμως κατά κανέναν τρόπο αποφασισθή. 

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: