Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Περί θείας ενώσεως και διακρίσεως - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (2)

ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ
Και ότι ως προς τον Θεόν διδαχθήκαμε ότι υπάρχει διάκρισις, όχι μόνον κατά τις υποστάσεις, αλλά και κατά τις κοινές προόδους και ενέργειες, και ότι παραλάβαμε να φρονούμε αυτόν άκτιστον τόσο κατά την ένωσιν όσον και κατά την διάκρισιν, έστω και αν τούτο δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο.


Συνέχεια από: Δευτέρα, 17 Ιουλίου 2017

5.  Ας επαναλάβουμε λοιπόν και εμείς τις πρότερες θεολογικές διατυπώσεις τού μεγάλου θεολόγου, ας διευκρινίσουμε καθεμιά κατά δύναμιν και ας δώσουμε αληθινή πίστη στα δεικνυόμενα από αυτές. «Πράγματι σε όλη την θεολογία συμπλέκεται το ρητό με το άρρητο», για να εκφρασθούμε κατά τον ίδιον, «και το μεν ένα μέρος της ως μυστικό και τελετουργικό δρα και ενιδρύει στον Θεό με τις αδίδακτες μυσταγωγίες, το δε άλλο ως φιλόσοφο και αποδεικτικό πείθει και χρειάζεται την αλήθεια των λόγων», την οποία πρέπει να εμφανίσουμε εμείς τώρα κατά την δύναμίν μας με βάση τους λόγους τούτους τού μεγάλου ανδρός σαν αναπόδεικτες και αυτόπιστες αρχές. Διότι αυτός είναι περισσότερο από κάθε άλλον αξιόπιστος μυσταγωγός σε αυτά τα ζητήματα, και από αυτόν σχεδόν πρώτον, καθώς και τον συμφώνως προς αυτόν διδάξαντα Ιερόθεον, έχει μυηθεί τα στοιχεία τής θεολογίας η Εκκλησία, ώστε μερικά από αυτά να έχουν επιγραφεί και Στοιχειώδεις Θεολογίες. «Μετά την διαπραγμάτευση λοιπόν και ανάπτυξη κάθε πλευράς τής ενωτικής και τής διακριτικής θεολογίας», λέγει ο μέγας Διονύσιος, «έτσι σπεύδουμε εμείς να ενώσουμε και να διακρίνουμε τα θεία με τον λόγον», τα θεία μόνο, όχι τα θεία και τα κτίσματα. Πώς δε έτσι; «Όπως αυτά», λέγει, «τα θεία και ενώνονται και διακρίνονται», όχι τα κτίσματα και ο Θεός. Επομένως όλες οι διακρίσεις είναι αντίστοιχες με τις ενώσεις του Θεού και παραμένουν άκτιστες, εφ’ όσον οι ενώσεις είναι άκτιστες. Και κανείς φρόνιμος άνθρωπος δεν θα έλεγε κάποια από τις διακρίσεις αυτές κτιστή, πειθόμενος στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο, για να μην υποβιβάσει σε κτίσμα και την αντίστοιχό της ένωσιν, μάλλον δε για να μην κηρύξει κτιστές όλες με την μία, και τις ενώσεις και τις διακρίσεις˙ διότι είναι ομοταγείς και για αυτές λέγεται συμπεριληπτικώς ότι είναι θείες, καθ' όσον ως προς το θείο δεν έχουν καμία διαφορά μεταξύ των.

6.  Αλλά ο Ακίνδυνος βρήκε ευκολότερο να παραποιήσει την μαρτυρία λέγοντας ότι ο μέγας δεν είπε «ενώσεις και διακρίσεις θείες», άλλο «είναι ενωμένα και διακρίνονται τα θεία». Έτσι μάλιστα λέγει και ότι ενεργεί ο Θεός αλλά δεν έχει ενέργεια. Επισκοτίζοντας δε την αλήθεια με τέτοιους λόγους παρασύρει ολίγον κατ’ ολίγον τους δελεαζόμενους από αυτόν στο  τα να νομίζουν κτίσματα τις θείες ενέργειες. Ο δε μέγας Διονύσιος αφαιρώντας και αυτήν την απροφάσιστο πρόφασίν του προσθέτει: «όσες λοιπόν θεοπρεπείς αιτίες, δηλαδή τρόπους, τούτων των ενώσεων και διακρίσεων βρήκαμε στα ιερά λόγια, εκθέσαμε σε ιδιαίτερα για την καθεμιά κεφάλαια». Επομένως επί του Θεού υπάρχουν διαφορετικές ενώσεις και διακρίσεις˙ όλες όμως είναι ομού θεοπρεπείς, δηλαδή παραπλησίως άκτιστες. Και στο προ αυτού χωρίο ο μέγας ονομάζει θεία διάκριση «την αγαθοπρεπή πρόοδο, καθ’ όσον η θεία ένωσις λόγω αγαθότητος πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται υπερηνωμένως». Έπειτα δε και την γενική (καθόλου) λεγομένη αυτή πρόοδο διακρίνει σε πολλές προόδους, λέγοντας ότι αυτές είναι οι «ουσιώσεις», οι «ζωώσεις», οι «σοφοποιήσεις».

7.  Εάν λοιπόν αυτές (οι πρόοδοι) είναι κτίσματα, όπως ισχυρίζονται ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, πώς ο θεορρήμων θα έλεγε θεία διάκριση την διάκριση τούτων, και θεία επίσης ένωση την ένωση των κτισμάτων τούτων; Εάν δε και η πρόοδος η οποία κατά τον γενικό (καθόλου) λόγο συμπεριλαμβάνει τις διακρίσεις αυτές συναριθμείται με τα κτίσματα κατά τον Ακίνδυνο, η δε ένωσις η οποία πληθύνει εαυτήν υπερηνωμένως λόγω αγαθότητος είναι άκτιστος (διότι πώς είναι δυνατόν να μην είναι άκτιστος αυτή της οποίος η αγαθότης δεν είναι των κτισμάτων;), αλλά τότε θα έπρεπε να λέγουμε ότι στα άκτιστα και τα κτιστά ανήκουν αντιστοίχως η ένωσις και η διάκρισις. Αλλά προσθέτοντας ο θεηγόρος μετά το «υπερηνωμένως» το «πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται λόγω αγαθότητος», έδειξε ότι μετά της ενώσεως άκτιστος είναι και η διάκρισις˙ διότι αυτή η ίδια διακρίνει και πολλαπλασιάζει εαυτήν.
Αλλά εφορμούν οι τοποθετούντες στα κτίσματα τις θείες προόδους, λέγοντες ή μάλλον κακονοούντες, ότι κατά τον πολλαπλασιασμό τούτο πολλαπλασιάζεται ο Θεός διά τις εξ εαυτού παραγωγής των πολλών κτισμάτων. Προς αυτούς χρειάζεται να λέγουμε ότι τα κτίσματα δεν είναι οι πρόοδοι κατά τις οποίες πολλαπλασιάζεται το θείο, αλλά τα αποτελέσματα των προόδων, με την παραγωγή δε τούτων κατέστησαν γνωστοί σε εμάς οι πρόοδοι του Θεού. Διότι εκ των κτισμάτων δεν φανερώνεται η ουσία του Θεού για τους έχοντες νουν, αλλά η δύναμις και η ενέργεια.

8. Πράγματι τί αντιλαμβανόμεθα εκ των κτισμάτων; Ότι δημιουργός τούτων ο Θεός. Εάν δε είναι δημιουργός τοιούτων (πραγμάτων), είναι επίσης αγαθός και σοφός και δυνατός. Ως προς αυτά λοιπόν γνωρίζουμε τον Θεό από τα κτίσματα του και όχι ως προς την ουσία, καθώς και ο Παύλος εδίδαξε εμάς, λέγοντας ότι «τα αόρατα του Θεού από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, τόσον η αΐδιος δύναμις αυτού όσον και η θειότης». Άραγε η ουσία του Θεού καθοράται νοούμενη διά των ποιημάτων; Όχι βεβαίως˙ διότι τούτο αποτελεί δείγμα τής παραφροσύνης του Βαρλαάμ και του Ακίνδυνου και πριν από αυτούς τής παραφοράς του Ευνομίου˙ πράγματι και αυτός πριν από αυτούς και σύμφωνα με αυτούς γράφει ότι εκ των ποιημάτων δεν νοείται τίποτε άλλο παρά η ίδια η ουσία του Θεού. Ο θείος απόστολος όμως παν άλλο παρά αυτά διδάσκει. Πράγματι προδιδάξας ότι «το γνωστόν του Θεού είναι φανερόν» και δείχνοντας ότι υπάρχει και κάτι άλλο επάνω από το γνωστόν τούτο του Θεού, το όποιον αυτός εφανέρωσε σε όλους τους έχοντας νουν, έπειτα προσέθεσε: «τα αόρατα αυτού (του Θεού) από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων». Τί δε είναι το γνωστόν του Θεού, θα το μάθεις κατά τον εξής τρόπον.  Ερμηνεύοντες τούτο οι θεοφόροι πατέρες λέγουν˙ του θεού μέρος μεν είναι άγνωστον, δηλαδή η ουσία αυτού, μέρος δε γνωστόν, δηλαδή όλα τα γύρω από την ουσία, δηλαδή η αγαθότης, η σοφία, η δύναμις, η θειότης ή μεγαλειότης, τα οποία ο Παύλος χαρακτηρίζει και ως αόρατα, νοούμενα διά των ποιημάτων. Τα δε γύρω από την ουσία του Θεού ταύτα νοούμενα από των κτισμάτων, πώς θα ήσαν και αυτά πάλι κτίσματα;

9.  Έτσι λοιπόν ένας άκτιστος θεός υπάρχει εν μίαν ακτιστον θεότητα, διότι δεν είναι άκτιστος μόνον κατά την από πάσης πλευράς εντελώς ακατάληπτη ουσία, αλλά και κατά τα γύρω από την ουσία, τα οποία κατά τον θείο Παύλο νοούνται από τα κτίσματα. Ο Βαρλαάμ δε και ο Ακίνδυνος αποκαλούν κτιστά αυτά τα αόρατα, τα γύρω από την ουσία του Θεού, την αγαθότητα, την σοφία, την δύναμιν, την θειότητα ή μεγαλειότητα, και τα παραπλήσια με αυτά, επειδή είναι γύρω από την ουσία του Θεού, αλλά δεν είναι ουσία. 
Καθώς δεν έχουν νουν για να νοήσουν και να ιδούν τα αόρατα γύρω από την ουσία του Θεού εκ των ποιημάτων των Θεού, ισχυρίζονται ότι ο Θεός είναι μόνον ουσία και ότι μόνον η ουσία του Θεού είναι άκτιστος, και έτσι οι ταλαίπωροι διχοτομούν τον Θεό σε κτιστά και άκτιστα, και δογματίζουν αφρόνως ότι δεν διαφέρει η άκτιστος ενέργεια από την άκτιστη ουσία. 
Θεωρούντες λοιπόν ταύτη (την ουσία) μόνην άκτιστον και ως άκτιστον υπερκείμενη θεότητα, όλες δε τις γύρω από την ουσία ενέργειες, ακόμη και την μαζί με αυτές συναριθμουμένη από τους πατέρας θεότητα, κτιστές, δεν περιπίπτουν μόνον σε διθεΐα αλλά και σε αθεΐα˙ διότι δια μεν των ενεργειών υποβιβάζουν και την θεία ουσία σε κτίσμα, με το να αρνούνται δε την διαφορά μεταξύ των αναιρούν αυτές δι’ αλλήλων, και έτσι με την κατ’ έλλειψιν αγνωσία του Θεού περιπίπτουν σε ένα είδος σκότους. Διότι πώς είναι κατ' αρχήν δυνατόν να γνωρίσουν τον Θεό οι μη αντιλαμβανόμενοι το γνωστόν αυτού από τα ποιήματα, αλλά ταξινομούντες τούτο άλλοτε μεν με την υπέρ πάσα γνώσιν ουσία, άλλοτε δε με τα ποιήματα από τα οποία γνωρίζεται, μολονότι της δυνάμεως και της ενεργείας δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί κανείς τίποτε άλλο παρά ποίου είναι δύναμις και ενέργεια και τί αποτελεί; Πράγματι με την δύναμιν του συλλογισμού (λόγω της επινοίας) από τα ενεργήματα γύρω από την ενεργούσα ουσία καταλαβαίνεται βάσει της αντιστοίχου ουσίας, ότι κτιστή μεν είναι της κτιστής ουσίας η ενέργεια, άκτιστος δε της άκτιστου ουσίας.

10. Είναι λοιπόν γνώρισμα ανθρώπου τελείως ανόητου και ας πούμε ζωώδους (βοσκηματώδους) διανοίας το να μην αντιλαμβάνεται την ενέργεια τού ενεργούντος από τα δημιουργήματα, αλλά ή να θέτει αυτή μαζί με τα ενεργήματα ή να την νομίζει αδιάφορο της ενεργούσης ουσίας, σαν να είναι ο Θεός μόνον ουσία άμοιρος ενεργείας. Ασφαλώς το να συναριθμείται η υπάρχουσα γύρω από την θείαν φύσιν δύναμις και ενέργεια με τα κτίσματα και τα αποτελέσματα, ως διαφέρουσα κατά κάποιον τρόπον της φύσεως, τούτο πλην της φρενοβλαβείας είναι ώστοσο, αν μη τι άλλο, υπερβολή ασεβείας. Διότι δεν είναι επιτρεπτό να χωρίσουμε (διαζεύξουμε) από την ενεργούσα φύσιν κατά το κτιστό και άκτιστον την αντίστοιχον δύναμιν και ενέργειαν, αν και διαφέρει αυτής κατά άλλον τρόπον˙ διά τούτο και η κτιστή κατά τους πατέρας ενέργεια «χαρακτηρίζει κτιστήν φύσιν». Έτσι είναι φανερό ότι η λογική της αιρέσεως του Βαρλαάμ και Ακινδύνου καταβιβάζει και την θείαν φύσιν στην κτίσιν, και ματαίως, μάλλον δε προς απάτην, διαφημίζεται από αυτούς έν μόνον άκτιστον˙ διότι από αυτούς κατασκευάζεται να μην είναι κανένα άκτιστον.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: