Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ (1)

ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
K A R L   R A H N E R
Πανεπιστήμιο του Mϋnster 
Με μια σαφή πρόθεση και χωρίς καμιά επίπλαστη σεμνοτυφία απέδωσα στην παρούσα μελέτη μου τον τίτλο Μερικές εκτιμήσεις περί τής εννοίας τού αλάθητου στην καθολική εκκλησιολογία. Πρόκειται σαφώς για μερικές εκτιμήσεις, διότι ελλείψει αρμοδιότητας δεν προτίθεμαι να αντιπαραθέσω τήν έννοια τού αλάθητου κατά την καθολική εκκλησιολογία, στην αντίστοιχη αντίληψη της έννοιας όπως συναντάται είτε στην ιστορία τών θρησκειών, είτε στην φιλοσοφία, είτε αλλού. Πρόθεσή μου δεν είναι επίσης να εκθέσω εδώ το κατά την καθολική παράδοση δόγμα περί τού αλάθητου τής εκκλησιαστικής αυθεντίας. Μπορούμε να εκλάβουμε εδώ ως δεδομένο ότι σε γενικές γραμμές πρόκειται για ένα γνωστό δόγμα.

Το γεγονός επομένως ότι ο πάπας και το σύνολο τών επισκόπων θα πρέπει να θεωρηθούν κάτοχοι τού αλάθητου την εκκλησιαστικής αυθεντίας, είναι κατά την εκτίμησή μας, ένα δευτερεύον ζήτημα τού περιεχομένου αυτού τού δόγματος· θεωρούμε δεδομένο ότι τόσο αυτός όσο και εκείνοι διαθέτουν το χάρισμα τού αλάθητου μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, και ότι αυτό το χάρισμα αφορά στην ερμηνεία και την διαφύλαξη του περιεχομένου την χριστιανικής αποκάλυψης, και όχι στην επέκτασή της.

Εξ άλλου, το δόγμα τού αλάθητου εκλαμβάνεται εδώ με την παραδοσιακή του έννοια, σύμφωνα με την οποία αφορά επίσης τήν αλήθεια κάθε πρότασης καθ’ εαυτήν, και όχι για παράδειγμα με την έννοια που μοιάζει να βρίσκεται στην βάση τών ερμηνειών τών H. Küng και W. Kasper, κατά τις οποίες το άφθαρτο και το αλάθητο τής εκκλησιαστικής πίστεως βασίζεται εν τέλει στην διαρκή ενότητα τής Εκκλησίας με τον Κύριό της, ερμηνείες που επέτρεψαν την διείσδυση, έστω και προσωρινά,  εσφαλμένων «Ορισμών».

Δεν απομένει λοιπόν παρά να διατυπώσουμε κάποιες παρατηρήσεις, δια των οποίων ένας καθολικός θεολόγος προτίθεται, χωρίς προκαθορισμένες αξιώσεις, και όπως θα έλεγε ο Ωριγένης γυμναστικώς, να διατυπώσει κάποιες σκέψεις επί αυτών που παρέλαβε και πιστεύει, εκθέτει και υποστηρίζει, ως διδασκαλία τής Εκκλησίας του, προκειμένου και ο ίδιος να την κατανοήσει καλύτερα. Αλλά στο πλαίσιο αυτό, η εισαγωγή σε μια σαφή κατανόηση τής απορητικής αυτής τής διδασκαλίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος μιας προοδευτικής κατανόησης αυτού τού δόγματος.

Θα προσθέσουμε μόνο μια εισαγωγική παρατήρηση στο επιχείρημά μας. Εάν θεωρήσουμε καθαυτό το δόγμα τού αλάθητου και την καταξίωση που παραχωρεί στην εξουσία, τής αυθεντίας, φαίνεται σαν να διασπάται σε κάποιο σημείο της η διαδικασία τής γνώσης, από μια εξωτερική ως προς αυτή την διαδικασία εξουσία, και να απαλλάσσει, ενάντια σε κάθε νόμιμο δικαίωμα, ορισμένα στοιχεία αυτής τής πίστης, από την ουσιαστική για την ανθρώπινη γνώση κριτική, κυρίως από ιστορική άποψη. Φαίνεται επίσης αναγκαίο ότι το προνόμιο στη γνώση, θα επισύρει και ένα κοινωνικό προνόμιο (δεδομένου ότι ο κάτοχος τού αλάθητου είναι πρόσωπο), και επομένως η Εκκλησία θα καταστεί ένα απολυταρχικό σύστημα, (κατ’ αρχήν ως σύστημα θρησκευτικών πεποιθήσεων, και στη συνέχεια ως κοινωνική πραγματικότητα), αφού δύναται να προσδιορίζεται με τρόπο οριστικό κάθε φορά, από μια συγκεκριμένη στιγμή τού συστήματος. Πολλά είναι αυτά που θα μπορούσε κανείς να συμπεριλάβει σε μιαν απάντηση σε όλο αυτό το ζήτημα. Εμείς θα δώσουμε μιαν απάντηση συνοπτική.

α) Δεν θα πρέπει κατ’ αρχήν να μήν αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι, σε αντίθεση με το Κράτος, η Εκκλησία είναι μια εκούσια κοινότητα πίστεως στην οποία ο άνθρωπος προσχωρεί εν ελευθερία. Η αυταρχική ή απολυταρχική δομή της, αν αποδεχτούμε ότι υφίσταται, αφορά μόνο σ’ αυτούς που την αποδέχονται εν ελευθερία. Δεν θα ήταν δόκιμη η ονομασία «απολυταρχική» σε αυτή την περίπτωση.

β) Από υπαρξιακή-οντολογική άποψη θα μπορούσαμε να αποδείξουμε ότι, εν γένει, η απόλυτη αποδοχή μιας προτάσεως δεν αποκλείει μια συνεχή κριτική στάση απέναντι σε αυτή την πρόταση. Και επομένως η απόλυτη αποδοχή μιας δογματικής προτάσεως που εμφανίζεται ως βασιζόμενη στο αλάθητο δεν αποκλείει εκ προοιμίου μια συνεπή κριτική αμφισβήτηση, καθώς επιπλέον κάθε συγκεκριμένο δόγμα είναι αντικειμενικά ανοιχτό στο μέλλον, και ότι ο θεσμός τού αλάθητου επίσης – γεγονός που θα επιβεβαιώσουμε στη συνέχεια – δεν είναι αυθύπαρκτος και κατά συνέπεια ούτε απρόσβλητος καθαυτόν από την κριτική αμφισβήτηση.

γ) Είναι προφανές ότι μόνο η σταθερή βεβαιότητα τής πίστεως, που επαφίεται στην αρωγή τού Πνεύματος, μπορεί να απεμπολήσει τον αυταρχικό χαρακτήρα μιας Εκκλησίας που ενστερνίζεται μια τέτοια αυταρχική αυθεντία.

Εάν θεωρήσουμε τον δικανικό θεσμό τής αυθεντίας χωρίς αυτή την πίστη, θα τον αποκαλέσουμε όντως αυταρχικό, διότι στα πλαίσια τού θεσμικού δικαίου δεν υφίσταται κανενός είδους προστασία από αυταρχικές καταχρήσεις της πνευματικής καθοδήγησης (εξαιρώντας την περίπτωση που αναφέραμε στην παράγραφο α). Αλλά ο χριστιανός, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που πιστεύει στον Ιησού Χριστό ως τον απόλυτο μεσιτεύοντα(;;;) για τη σωτηρία του, παρά την ιστορικότητα τής παρουσίας του, κατά τον ίδιο τρόπο, εξ αιτίας τού καθαρά εσχατολογικού περιεχομένου τής λατρευτικής προσδοκίας του, πιστεύει ότι η Εκκλησία δεν θα υποκύψει στόν κίνδυνο που ενέχεται πραγματικά στην θεσμική της υπόσταση. Ο Ιησούς Χριστός είναι το μοναδικό και οριστικά έγκυρο στήριγμα αυτής τής προσδοκίας. Η προσφυγή όμως σε αυτό το οριστικό και έσχατο στήριγμα τής πίστεως – τον Ιησού Χριστό – δεν αποκλείει φυσικά τα γνωσιολογικά, θεωρητικά και κοινωνιολογικά προβλήματα που παραμένουν· όπως για παράδειγμα το ζήτημα που αφορά στο θέμα μας, δηλαδή κατά πόσον από αυτό το λατρευτικό στήριγμα αναδύεται απλώς η αλάθητη αποδοχή τής πίστεως εν γένει, ή αν μπορεί επίσης να αποτελέσει την αλάθητη εγγύηση μιας ιδιαίτερης προτάσεως καθαυτήν, υπό ποιες προϋποθέσεις, κατά ποία έννοια, και με ποιον τρόπο αυτό συντελείται.

Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα, που δεν μπορούμε να το καλύψουμε πλήρως στην παρούσα μελέτη. Μπορούμε όμως να αναφερθούμε στα αίτια που καθιστούν στον πιστό σήμερα ευκολότερη αυτήν την προσμονή· διότι το δόγμα τού αλάθητου έχει και αυτό την προϊστορία του, που αποδεικνύει ότι είναι κατά κάποιον τρόπο λιγότερο εκτεθειμένο σε κινδύνους και λιγότερο «επίφοβο» από ό,τι στο παρελθόν. Την ιστορική αυτή εξέλιξη προτιθέμεθα να εξερευνήσουμε.
Ι

Το πρώτο ερώτημα που θα θέσουμε είναι το εξής: σε ποιον βαθμό η κατανόηση τού καθολικού δόγματος τού αλάθητου επηρεάζεται από την παραδοχή του γεγονότος ότι, όπως κάθε ανθρώπινη γνώση τής αλήθειας, και το δόγμα αυτό υπόκειται στην ιστορικότητα. Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα χωρίς να αναπτύξουμε το σύνολο τής προβληματικής σε ό,τι αφορά την γενική αναγνώριση τής ιστορικότητας κάθε ανθρώπινης αλήθειας. Ο χρόνος που απαιτεί ένα παρόμοιο εγχείρημα υπερβαίνει κατά πολύ αυτόν που διαθέτουμε. Είμαστε επομένως εν γνώσει τού ότι δεν καλύψαμε τις προϋποθέσεις τού ερωτήματός μας, αλλά ελπίζουμε παρόλα αυτά να αγγίξουμε ορισμένες – απορητικές – πλευρές τού δόγματος τού αλάθητου. Και δεν αμφιβάλλουμε ότι με μιαν πιο ακριβή και καλύτερα επεξεργασμένη γενική θεωρία τής ιστορικότητας τής αλήθειας, θα αποκτούσε και το ερώτημά μας μια πιο συγκεκριμένη προοπτική.

α) Κατ’ αρχήν, και ό ίδιος ο καθολικός θεολόγος θα πρέπει να αναγνωρίσει ρητά και χωρίς επιφυλάξεις ότι η πρόταση τού αλάθητου είναι μια πρόταση που κατέχει και θα εξακολουθήσει να κατέχει μιαν ιστορική διαδρομή, και ότι αυτή η ιστορική διαδρομή αναφέρεται τόσο στην ύπαρξη τής ρητής προτάσεως, όσο και στο περιεχόμενό της, κάτι που δεν αναιρεί καθαυτό, ούτε αναγκαία, την διαρκή παρουσία της στους κόλπους τής ιστορίας. Κατ’ αρχήν το δόγμα τού αλάθητου, τόσο σε σχέση με την αναφορά του στον πάπα, όσο και σε σχέση με την ύπαρξή του ως ρητή πρόταση τής πίστεως, είναι κάτι εντελώς πρόσφατο. Το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει την βεβαιότητα ότι η Εκκλησία, στο σύνολό της, βασίστηκε πάντοτε στο αλάθητο τής πίστεως, των Γραφών και των συνόδων. Στην πραγματικότητα, όχι μόνον αυτή η βεβαιότητα έχει επίσης μιαν ιστορική αρχή, αλλά επιπλέον, η αρχαία αντίληψη τού αλάθητου τής Εκκλησίας δεν αναφερόταν σε τέτοιον βαθμό, ούτε τόσο ρητά όπως σήμερα, στην αλήθεια μιας νέας αποφάσεως, που έπρεπε να ληφθεί εκ νέου, σχετικά με ένα ζήτημα του οποίου αμφισβητείτο η αλήθεια, αλλά μάλλον στην ήδη υπάρχουσα και διαρκή παράδοση τής αλήθειας τής σωτηρίας, μιαν πραγματικότητα που κληροδοτήθηκε στην Εκκλησία και συντηρήθηκε δια τής πίστεως και είναι επομένως με αυτήν την έννοια αρχαία. Κι αν ακόμη οι παλαιές σύνοδοι κατέληξαν επίσης σε αποφάσεις διατυπώνοντας νέες προτάσεις με νέες έννοιες, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν το έκαναν έχοντας την συνείδηση ότι επρόκειτο για κάτι νεοπαγές, κάτι ιστορικά δημιουργικό, αλλά με την συναίσθηση ότι επρόκειτο για την διατύπωση προϋπάρχουσας παραδοχής τής αλήθειας, αγνοώντας σχεδόν ότι οι νέες διατυπώσεις θα μπορούσαν πραγματικά να αποτελέσουν μιαν καινοτομία στην υπάρχουσα γνώση τής αλήθειας. Η προϋπόθεση αυτή ήταν τόσο σαφής και αυτονόητη, ώστε η θεολογία τών σχολών να αγνοεί, ακόμη και μέχρι τών ημερών μας, ότι υπήρξε μια αντικειμενική εξέλιξη στην ιστορία τών δογμάτων. Η πεποίθηση αυτή των σχολών, που δεν είναι του παρόντος να προσεγγίσουμε περεταίρω, αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε διόλου αυτονόητο, το ότι μια δογματική απόφαση τής συνόδου ή του πάπα, αποτελεί γεγονός ως προς την δεδομένη αλήθεια, και ότι θα πρέπει να συμπεριληφθεί καθαυτή στην ιστορική εξέλιξη τής αλήθειας: αποδεικνύει ότι ο ορισμός τού αλάθητου δεν διατυπώθηκε επ’ ουδενί από την Α’ Βατικανή Σύνοδο με σκοπό να αναγνωρισθεί έτσι η ιστορικότητα τής αλήθειας, ούτε με την συναίσθηση ότι θα μπορούσε να αναγνωρισθεί η δυνατότητα μιας νέας αλάθητης απόφασης που να αφορά στην παλαιά αλήθεια, κάτι που θα ήταν δυνατόν να συμβεί μόνο αν αποδίδετο σε αυτήν την παλαιά αλήθεια ένα είδος ιστορικότητας. Στην πραγματικότητα ένας νέος ορισμός είναι κάτι περισσότερο από έναν απλώς διαφορετικό ορισμό μιας πάγιας πρότασης, που δεν θα μεταβαλλόταν καθόλου προσαρμοζόμενη στη νέα διατύπωση.
Εξ άλλου ανάμεσα σε αυτούς τούς δύο τρόπους κατανόησης τού αλάθητου τής Εκκλησίας, ως προς την πίστη και ως προς την διδασκαλία, μπορεί να διατηρηθεί μια αναγκαία σύνδεση, όπως διαφαίνεται, εάν αφ’ ενός αναλογιστούμε το γεγονός ότι η άφθαρτη κληρονομιά τής σωτηριώδους πραγματικότητα απαιτεί, ως αλήθεια-αντικείμενο τής πίστεως, μια διαρκώς νέα οικειοποίηση και επιλογή, στους κόλπους ακριβώς τής ανθρώπινης ιστορικότητας και γνώσεως, και εάν, αφ’ ετέρου επίσης δεν παραβλέψουμε ότι η σύγχρονη δικανικά ενεργή αντίληψη τού αλάθητου, δεν μπορεί να συμπεριλάβει μιαν απόλυτα βέβαιη γνώση των εντελώς νέων για μάς συνθηκών και αληθειών: το μόνο που θα μπορούσε να εγγυηθεί είναι την παραμονή μέσα στα πλαίσια της αρχαίας αλήθειας.

Αλλά αυτές οι δύο προοπτικές παραμένουν διαφορετικές, και η εξέλιξη τής δεύτερης στα ίχνη τής πρώτης αποδεικνύει για μιαν ακόμη φορά την ιστορικότητα τού δόγματος τού αλάθητου, ακόμη και στην περίπτωση που το αποδίδουμε στην σύνολη Εκκλησία και όχι ιδιαιτέρως στον πάπα. Αλλά αυτή η ιστορική διαδρομή δεν είναι μόνον ιστορική επειδή η ρητή αναγνώριση τού αλάθητου, με την μορφή τής δικανικής αναγκαιότητας, δεν ήταν πάντοτε παρούσα· περιλαμβάνει επίσης την ιστορία του νοήματος αυτής της προτάσεως. Και αυτό το νόημα δεν ήταν πάντοτε παρόν, αφού δεν είχε καν προσληφθεί· δεν θα μπορούσε να παρέμβει όπως συνέβη και συμβαίνει ύστερα από την διατύπωσή του. Το νόημα αυτό γίνεται αντιληπτό υπό τις προϋποθέσεις και μέσα στα πλαίσια μιας διαρκώς ανανεωμένης αντίληψης· τα στοιχεία που το απαρτίζουν και το νοηματοδοτούν δεν μπορούν να καθοριστούν με επάρκεια άπαξ και διά παντός, και επομένως η αντανακλαστική του επιρροή βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία εξέλιξης· συνοψίζοντας, το νόημα αυτού τού δόγματος έχει και αυτό την ιστορία του, η οποία φυσικά δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Η ιστορικότητα τού δόγματος τού αλάθητου αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι, όταν αυτό καθορίστηκε, πριν από εκατό χρόνια, δεν λήφθηκε υπόψη ότι η άσκηση εξουσίας τής αυθεντίας προσδιορίζεται, όχι μόνον από το υποκείμενο που την ασκεί αλλά και από τις «συνθήκες», στις οποίες θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και το ποίμνιο στο οποίο απευθύνεται, τα ανεπαρκή πάντοτε μέσα εν σχέσει προς το μήνυμα, τον περιοριστικό ιστορικό περίγυρο (καταπολέμηση μιας αίρεσης κ.τ.λ.), τις προοπτικές τής απήχησης τού μηνύματος (που δεν είναι δυνατόν να χειραγωγούνται πλήρως), τους περιορισμούς του κ.ο.κ.

Οι προϋποθέσεις αυτές, και αρκετές άλλες, δεν συμπεριλαμβάνονταν ρητά στην διατύπωσή του εκείνην την εποχή, γεγονός που αποδεικνύει την απαίτηση ιστορικότητας τής ίδιας της διατύπωσης. Επιπλέον, αυτή η πρόταση, καθώς εισήλθε στην ιστορία το 1870, είχε ήδη την προϊστορία της, με την οποία θα ασχοληθούμε, από μιαν άλλη άποψη, στο δεύτερο μέρος τής μελέτης μας. Πρώτα όμως θα θέσουμε ένα δεύτερο ερώτημα.

β) Είναι άραγε δυνατόν να προδιαγράψουμε ένα μέρος τής μέλλουσας ιστορίας αυτής τής διακήρυξης τού αλάθητου (και της πραγματικότητας στην οποία εντάσσεται) αποδίδοντάς της έναν χαρακτήρα «μελλοντολογίας»; Μια σύντομη απάντηση είναι πιθανόν δυνατή: στο χρονικό διάστημα που η πρόβλεψή μας μπορεί να καλύψει δεν θα υπάρξει κανένας νέος ορισμός· οι συνθήκες που μας επιφυλάσσει το μέλλον καθιστούν αδύνατη την άσκηση τής εξουσίας τής αλάθητης αυθεντίας κατά την αντίληψη που επεκράτησε στο παρελθόν. Δεν ήταν μόνο οι φανατικοί πολέμιοι τού αλάθητου της εποχής του Βατικανού 1 που πίστευαν ότι καθημερινά οι «Times» θα δημοσίευαν και από έναν νέο παπικό ορισμό, αλλά και στα μυαλά των καθολικών θεολόγων κυριαρχούσε η εντύπωση ότι η αλάθητη αυθεντία του πάπα θα ήταν ένα είδος συνηθισμένης άσκησης εξουσίας, η οποία θα έχανε το γόητρό της αν δεν ασκείτο από καιρού εις καιρόν, αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την αναγκαιότητά της· και επίσης ότι αυτή η εξουσία τής αυθεντίας θα ώφειλε δια των αποφάσεών της, να οδηγεί σε μια συνεχή διαδικασία παραγωγής διαρκώς νέων προτάσεων, ιδιαίτερης και διακριτής σημασίας, δια των οποίων η αρχική αποκάλυψη θα υπόκειτο σε μια μόνιμη «πρόοδο», καταλήγοντας δια της ποσοτικής της διεύρυνσης σε καθορισμένες προτάσεις, οι οποίες και θα αποτελούσαν κατά κάποιον τρόπο μια καινοτομία.

Δεν έχουμε κανέναν λόγο να υποθέσουμε ότι στο ορατό μέλλον η εξουσία της αυθεντίας θα οδηγηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Μετά την διακήρυξη του δόγματος τού 1951 (Σημ.: «Περί της ενσώματης μετάστασης τής Παρθένου στην ουράνια δόξα») για παράδειγμα, αρκετοί θεολόγοι ανέμεναν ότι η εκκλησιαστική αυθεντία θα συνεχίσει να διατυπώνει και νέους ορισμούς, προέβλεπαν μάλιστα και νέες προτάσεις σχετικά με τον ορισμό τής Μαριολογίας. Σήμερα όμως κανείς πλέον δεν ασχολείται περεταίρω με αυτό το ζήτημα. Και η Β΄Βατικανή Σύνοδος δεν όρισε κάτι συγκεκριμένο. Στην εποχή μας, ο πλουραλισμός διαφόρων πολιτιστικών κέντρων, φιλοσοφιών, ορολογίας, πλαισίων κατανόησης, θεολογιών κ.ο.κ., που δεν μπορούν να υπαχθούν σε κάποια επαρκή σύνθεση, έχει καταστεί τόσο σαφής στην συνείδηση της Εκκλησίας, ώστε δεν μπορώ να φαντασθώ ότι κάποια ιδιαίτερα κατάλληλη πρόταση και πραγματικά καινοφανής θα μπορούσε να διατυπωθεί με τρόπο που να γίνει αισθητή, και επομένως να ορισθεί ως η έκφραση τής συνείδησης πίστεως ολόκληρης της Εκκλησίας.

Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι κάθε πραγματικά νέος ορισμός, ο οποίος δηλαδή δεν θα περιορίζεται στην επανάληψη και την υπεράσπιση μιας ήδη υπάρχουσας πρότασης, προϋποθέτει για την διατύπωσή του μια κοινή θεολογία (ως προς την σύλληψη και την μέθοδο της επιχειρηματολογίας του), η οποία και θα είναι κοινή για ολόκληρη την Εκκλησία. Αλλά μια τέτοια ιδεολογική ταυτότητα, η οποία υπήρξε στο παρελθόν, παρά τις διαφορετικές σχολές, δεν υφίσταται πλέον σήμερα, ούτε μπορεί να αποκατασταθεί με ικανοποιητικό τρόπο (τουλάχιστον στο ορατό μέλλον).

Η διατύπωση νέων ορισμών (όχι με την έννοια μιας νέας διαδικασίας, αλλά με την έννοια ενός νέου, διευρυμένου ορισμού, όπως αρμόζει σε έναν πραγματικά «καινοφανή» ορισμό) θα προϋπέθετε μιαν απλοϊκή αντιμετώπιση, που αντικατοπτρίζει, ενώ ταυτόχρονα παραβλέπει, την ιστορική ρευστότητα τού αναγκαία ιδιαίτερου λόγου και πλαισίου κατανόησης, την έλλειψη σαφήνειας των ίδιων των εννοιών του κ.τ.λ. Είναι απαραίτητο να αναφέρουμε εδώ συγκεκριμένα παραδείγματα, που αφθονούν στην σύγχρονη θεολογία και δεν χρειάζεται καθόλου να τα επινοήσουμε, παρότι στο κεφάλαιο ΙΙ θα παραθέσουμε κάτι πιο συγκεκριμένο, αν και από διαφορετική άποψη.

Αυτή η «τελευτή» μιας αυθεντίας που μπορεί πραγματικά να ορίσει κάτι «νέο», στην οποία αντανακλάται ακριβώς η ιστορικότητα τού δόγματος του αλάθητου με τον πιο τραχύ τρόπο, δεν σημαίνει ούτε την αναδρομική κατεδάφιση του υπάρχοντος δόγματος, ούτε την κατάργηση κάθε έκφρασης αλάθητης αυθεντίας στο μέλλον.

Το δόγμα δεν αποσυντίθεται αναδρομικά, για τον λόγο ότι δεν θα έχει στο μέλλον ταυτόσημη ιστορία με αυτήν που είχε ως τώρα.

Για να το καταλάβουμε αυτό αρκεί να προβληματιστούμε πάνω στα εξής δύο σημεία:

α) Ο άνθρωπος παραμένει σήμερα το ιστορικό ον, το οποίο ως προς την μνήμη του (το δημιουργικό κριτικό στοιχείο του μέλλοντος με αναφορά στο παρόν) απορρέει από το παρελθόν.

β) Το περιεχόμενο αυτής τής χριστιανικής μνήμης (memoria), η οποία περικλείει και εκφράζει επίσης, σαν μια αδιαίρετη ολότητα, το σύνολο αυτού τού παρελθόντος που εμπεριέχει το μέλλον και τα κριτήρια αξιολόγησης (αν και χωρίς την δυνατότητα κυριαρχίας) τού μέλλοντος, είναι εξαιρετικά απλό και προηγείται κάθε είδους πλουραλισμού τής σκέψης· και αυτό το άρρητο μυστήριο τής ύπαρξής μας που αποκαλούμε Θεό, είναι η νικηφόρα υπόσχεση που μας προσφέρθηκε δια του Ιησού, ο οποίος με τον θάνατο και την αμετάκλητη σωτηρία του μας κατέστησε κοινωνούς ενός απόλυτου μέλλοντος.

Στον βαθμό που κάθε χριστιανικό δόγμα που προϋπήρξε εκφράζει αυτό το νόημα, θα μπορέσει να παραμείνει σε ισχύ και όντως θα παραμείνει, ακόμη και αν δεν εξελίσσεται δια του τρόπου που απαιτεί η επικύρωση του, αλλά στα πλαίσια τής «προόδου» μιας διαφοροποίησης. Δεν πρόκειται να απολιθωθεί, διότι η αναγωγή την οποία θα πρέπει να επιχειρούμε συνεχώς και εκ νέου του παραδοσιακού και διαρκούς δόγματος σε αυτή την μοναδική και άφθαρτη πραγματικότητα τής ύπαρξης του Ιησού, όπως και στην ιστορική και αμετάκλητη δέσμευση το Θεού απέναντί μας, καθιστά αυτό το δόγμα την ζώσα γενεσιουργό αιτία μιας πάντοτε νέας και απρόβλεπτης ιστορικής πορείας.

Επιπλέον, η λειτουργία της αλάθητης αυθεντίας δεν περατώνεται με την περάτωση μιας προοδευτικής αντίληψης της ιστορίας ως πηγής «καινοφανών» ορισμών. Η επίσημη οριοθέτηση του παλαιού δόγματος ενάντια στις ερμηνείες που οδηγούν στην κατάργησή του, είναι μια αποστολή της αλάθητης αυθεντίας που δεν εκπίπτει. Διεκπεραιώνοντας αυτή την αποστολή, θα είναι σε θέση να προβεί σε πολύ πιο σημαντικές και διευκρινιστικές ενέργειες εν σχέσει προς την συνείδηση πίστεως του συνόλου της Εκκλησίας από τους «καινοφανείς» ορισμούς. Ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, και κατ’ ανάγκην αυτόνομα, θα μπορέσει να απευθυνθεί στη σύνολη εκκλησιαστική συνείδηση πίστεως, με μια κατά κάποιον τρόπο μεγαλύτερη ταπείνωση από αυτήν που της επέβαλε η νοοτροπία του παρελθόντος.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: