Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (24)-Η νέα αίρεση.

Συνέχεια από  Τετάρτη, 4 Οκτωβρίου 2017

                                           
                                  HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                      Johannes Verlag, 1987
                           4.   ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
                               β)  Νέες εκτιμήσεις  (συνέχεια)
          
Είμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο;
 2.  Υπάρχει όμως και μια άλλη ροπή και τάση προς ανανέωση τής πνευματολογίας, που μας οδηγεί και πάλι πίσω στον Χέγκελ, στη σύγχρονη εποχή. Η οποία χρειάζεται βέβαια μιαν πλήρη ‘μετατόπιση’, για να μπορέση να χρησιμοποιηθή για μια χριστιανική περί Πνεύματος διδασκαλία.  Αυτό που απασχολούσε απ’ τη νεότητά του τον Χέγκελ ήταν η συμφιλίωση ανάμεσα στο πεπερασμένο και το άπειρο, αυτό που ονόμαζε δηλ. αρχικά «ζωή» και σύντομα κατόπιν πνεύμα. «Μπορεί να ονομάση κανείς ως ένα πνεύμα, σε αντίθεση με την αφηρημένη πολλαπλότητα, την άπειρη ζωή, γιατί πνεύμα είναι η ζωντανή ενότητα τού πολυσχιδούς, σε αντίθεση μαζί του ως η μορφή του, και όχι σε αντίθεση μαζί του ως η χωρισμένη απ’ αυτό, νεκρή, απλή και μόνον πολλαπλότητα… Και γίνονται έτσι οι ξεχωριστές ζωές Όργανα (Organe), και το άπειρο όλον ένα άπειρο σύμπαν τής ζωής», «στο οποίο» όμως «ζωντανό όλον έχουν τεθή ταυτόχρονα ο θάνατος, η αντιπαράθεση κι η λογική…» (Hegels theologische Jugendschriften… - Θεολογικά νενανικά κείμενα του Χέγκελ…). Γι’ αυτό και μισούσε τόσο την ιουδαїκή θρησκεία με το ‘σκληροτράχηλο’ και άκαμπτο ασυμφιλίωτο τού άπειρου Θεού και του πεπερασμένου δημιουργήματος, ο Χέγκελ: αυτό που αναζητούσε ήταν ίσως λιγότερο ο Θεάνθρωπος και περισσότερο το Άγιο Πνεύμα, που εξερευνά ως το θεїκό πνεύμα σε εμάς τα βάθη τής θεότητας. Παραλείπει ωστόσο το νεανικό του έργο «Η θετικότητα της χριστιανικής θρησκείας», να μιλήση μετά την περιγραφή τής προσπάθειας του Ιησού   (( ! ))  να μεταφέρη στη χρηστοήθεια (στα χρηστά ήθη…) και στην ελεύθερη ηθικότητα την ιουδαїκή ‘νομιμότητα’ και για το ‘Αγιο Πνεύμα, αφήνοντας να επανέλθη αμέσως με την ‘ορθότητά’ της και την ‘αξιωματικότητά’ της στην παλαιά ‘νομιμότητα’ η Εκκλησία: «Αποδεσμευμένη από θετικές δωρεές… θα είχε μπορέσει να ακολουθήση τα ίδια της τα δώρα, ελευθερωμένη, η λογική·  πολύ νεανική ωστόσο, και πολύ αγύμναστη, … και με άγνοια τής απόλαυσης απ’ την αυτο-κατακτημένη ελευθερία, έθεσαν επάνω της έναν ζυγό πάλι από τύπους». Και θα ασχοληθή πλέον μόνο με τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτήν την ‘κρατικοποιημένη’ Εκκλησία και την ‘κοσμική’ (λαїκή, εγκόσμια…) πόλη ο Χέγκελ. Που θα υπερβή ωστόσο στη μεγάλη πραγματεία, τιτλοφορημένη ως «Το πνεύμα τού χριστιανισμού και η μοίρα του» (1789-99) απ’ τον Nohl,  – με μιαν τυπική προσέγγιση μεταξύ τής ελληνικής ιδέας περί μοίρας και της Βίβλου – αυτόν τον ορίζοντα, και την καθαρά αρνητική έτσι κατανόηση του Νόμου: «Το βουνό και το μάτι, που το βλέπει, είναι υποκείμενο και αντικείμενο, όμως ανάμεσα στον άνθρωπο και στον Θεό, ανάμεσα στο πνεύμα και το πνεύμα, δεν υπάρχει αυτό το χάσμα· ο ένας είναι για τον άλλον μόνον στο ότι τον γνωρίζει ‘ένας και ένας άλλος’»   Κι αυτό υφίσταται στη σχέση τού Ιησού προς τον Πατέρα του, του Ιησού, που «εισήλθε με ολόκληρη τη μεγαλοφυḯα τού λαού του στον αγώνα» και κατασυντρίφτηκε μοιραία απ’ αυτό· όμως «δεν είναι αρνητική η εξύμνηση του Υιού τού ανθρώπου σ’ αυτόν τον ‘αφανισμό’», καθώς διέσωσε στον «αφανισμό» την υπερφυσική του αλήθεια (δεν είμαστε μακριά απ’ τον «Εμπεδοκλή» τού Hlderlin) και μπόρεσε να ‘βεβαιώση’, παρέχοντας το Άγιό του Πνεύμα, γι’ αυτήν την υπέρβαση τής μοίρας τούς μαθητές του: «Στην αγάπη έχει ξαναβρή τον εαυτό του σ’ έναν άλλον ο άνθρωπος, γιατί είναι μια συνένωση της ζωής (η αγάπη…), έστω κι αν προϋποθέτει τον χωρισμό…». Δεν πανηγυρίζουμε μόνον τον Αποθεούμενο (όπως στον Ηρακλή και το πλήθος τών αποτυχιών του), αλλά «προσευχόμαστε και στον Διδάσκαλο και Μεταμορφωτή και Εσταυρωμένον» στον Ιησού. Η επίγεια «πραγματικότητα, που κρέμεται ως μολύβι στα πόδια τού Αποθεούμενου», μετατρέπεται σε μιαν αιώρηση μεταξύ ουρανού και γης στον Ιησού: σε μιαν ενότητα του αγώνα με τη μοίρα και την ήδη ενυπάρχουσα σ’ αυτήν νίκη – γιατί αντιπαρέθεσε το ίδιο το Πνεύμα τούς φραγμούς του, για να δείξη σ’ αυτούς τη δύναμή του να τους υπερβή: κι αυτός είναι κατ’ αρχάς ο πλήρης νόμος τού Πνεύματος   (( ! )) .  «Δεν μπορούμε να ‘βγάλουμε’ τη ‘διπλότητα’ των φύσεων απ’ την ψυχή». Και βλέπουμε να ξεπηδά εδώ, εν μέσω τής θεολογίας, αυτό που ονομάζεται «αντικειμενικό πνεύμα» στην «Εγκυκλοπαιδεία» (για να εγκαταλειφθή βέβαια στη «Φιλοσοφία τού δικαίου» αυτός ο χαρακτηρισμός, αλλά να παραμείνη και να ονομασθή τώρα ως «η αντικειμενική τρόπον τινά θέληση» το ίδιο ‘πράγμα’ στην πργρφ. 26). Είναι η μοναδική συνείδηση το υποκειμενικό πνεύμα, η οποία και αρνείται κατ’ αρχάς την αντιπαράθεση προς τη σφαίρα ενός αφηρημένου Δικαίου, για να ανακαλύψη βαθμιαία (στην ιδιοκτησία, την ηθική, τα έθιμα της οικογένειας, την κοινότητα, την πολιτεία) μέσα από μιαν παραιτούμενη εγκατάλειψη την αληθινή διάσταση του Πνεύματος, ανακαλύπτοντας έτσι και τη γνήσια, ιδιαίτερή του ελευθερία. Δεν είναι π.χ. αφηρημένα οι εξωτερικοί θεσμοί (τα ‘καθιδρύματα’…) αντικειμενικό πνεύμα, καθώς συμπεριλαμβάνει σ’ αυτούς και την «ηθικότητα»  (μέσα απ’ την οποία και αναγνωρίζει αυτούς τούς θεσμούς στη συνείδησή του το υποκείμενο) κάποια φορά ο Χέγκελ, και αντικειμενοποιούν άρα  (( ; ))  όλες οι μορφές τού αντικειμενικού πνεύματος το Πνεύμα καθεαυτό, το οποίο και τις ‘προσφέρει’ στον εαυτό του, για να αποκτήση μέσα απ’ αυτές και την ‘αντιστασιμότητα’ και «αναγκαιότητά» τους την αληθινή, καθολική και ελεύθερη ύπαρξή του   (( Σημ. τ. μετ.: Οι κατασκευές τους μοιάζουν με τους ναούς τους, τους μεγαλοπρεπείς, που δεν έχουν όμως Ουρανό… )) . Η νομιμότητα και η ηθικότητα (εκλαμβανόμενες ακόμα ως αντίθετες στον Καντ) γίνονται τώρα οι προ-βαθμίδες τού ήθους, που «τελειοποιεί», καθ’ όσον κατέστη η ενότητα και «η αλήθεια του ίδιου του υποκειμενικού και του αντικειμενικού πνεύματος», «το αντικειμενικό πνεύμα»   (( ΄Αρα όλα πάλι καταλήγουν σ’ αυτόν εδώ τον πεπερασμένον κόσμο… Δεν έχουν αληθινό Θεό… )) .
        Η ‘μετάθεση’ της χεγκελιανής φιλοσοφίας σε μιαν τριαδική θεολογία προκύπτει τόσο πιο εύκολα, εφ’ όσον κατάγεται σαφώς απ’ αυτήν τη θεολογία εκείνη η φιλοσοφία. Υπήρξε έτσι το αληθινό νόημα του ‘εγκαθιδρύματος’ Εκκλησία, η ‘παύλεια’ άποψη του μυστικού σώματος του Χριστού σε πολλά μέλη για τον νεαρόν Χέγκελ, έτσι ώστε «να συμφωνούν σε Μιαν ζωή οι πολλές μορφές τής ζωής» και «να καταργηθούν επίσης οι τοίχοι που μας χωρίζουν απέναντι στις άλλες, θεοειδείς υπάρξεις»· δεν είναι δε ένα εγκαθιδρυμένο (θεσμοποιημένο…) μυστήριο το αληθινό  νόημα της Ευχαριστίας (Eucharistie), αλλά η συμμετοχή στο ένα Πνεύμα τής αγάπης τού Ιησού, που τα διαπερνά όλα. Και δεν θα είναι θεολογικά τίποτα άλλο οι «αντικειμενικότητες» στην Εκκλησία, ο Λόγος (ως Γραφή), το μυστήριο, η παράδοση, το αξίωμα, παρά διαμορφωμένες από το Άγιο Πνεύμα τού Χριστού μορφές, για να οδηγήσουν, μέσα απ’ την αυτο-εγκατάλειψη (‘κένωση’…), στην ίδιαν την καθαρότητα και την καθολική διεύρυνση του Πνεύματος, το υποκειμενικό Πνεύμα τών πιστών. Η συχνή δε (προτεσταντική) κατηγορία, πως έχει ‘νομιμοποιήσει’ και θεσμοποιήσει την υποκειμενική αγάπη τού Χριστού ο Καθολικισμός, μπορεί (κάλλιστα…) να αποδυναμωθή μέσα απ’ τη χεγκελιανή κατανόηση περί αντικειμενικού Πνεύματος. Παραμένουν βέβαια ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στο χεγκελιανό Πνεύμα και το χριστιανικό Άγιο Πνεύμα: δεν ταυτίζονται δηλ. αμφότερα στο «απόλυτο πνεύμα», παρ’ όλο που δωρίζεται και ‘εμφυτεύεται’ εσωτερικά στο δημιουργημένο πνεύμα το Άγιο Πνεύμα, που εξερευνά τα βάθη τού Θεού· και δεν ταυτίζεται αντίστοιχα με το Πνεύμα που εμψυχώνει την Εκκλησία η ανευρισκόμενη πράγματι στην Εκκλησία πιστή πνευματική ψυχή – παρ΄όλο που μπορεί να ονομασθή ως “anima ecclesiastica” (μαζί με τον Ωριγένη), και παρ’ όλο που συμμετέχει ακόμα και στη μητρότητα της Εκκλησίας (όπως λέει ο Μεθόδιος) -, επειδή, εγκαθιδρυμένη ως «αντικειμενικό πνεύμα» του Ιησού και του Αγίου του Πνεύματος, διατηρεί πάντοτε την ίδιαν προτεραιότητα απέναντι στην ψυχή που εισήλθε σ’ αυτήν η Εκκλησία, όπως ‘προπορεύεται’ απέναντι στην απελευθερωθείσα απ’ τον Θεό επενέργεια του πλάσματος η επενέργεια του Θεού   (( Σαφής η ταύτιση της Εκκλησίας με τον ίδιον τον Θεό… )) . 
         Το ότι διαφυλάσσει όμως  στην Εκκλησία αυτήν τη διπλήν όψη το Άγιο Πνεύμα, ‘οφείλεται’ στην αρχική του, τριαδική και αμείωτη διπλή μορφή ως ύψιστη («υποκειμενική») ενότητα Πατρός και Υιού και ως ‘αποσπασμένον’ και απ’ τους δυό («αντικειμενικό» και «προσωπικό») καρπό αυτής τής αγάπης, ως το αιώνιό τους ‘προїόν’, αποτέλεσμα και άρα και μαρτυρία. Μας οδηγεί δε πίσω σε όσα είπαμε στον δεύτερον τόμο, στο ότι μπορούμε δηλ. να μιλήσουμε μόνο με «δυό αντίστροφες προτάσεις» για τα πράγματα στον Θεό, αυτός ο ‘διπλασιασμός’. Κι όταν αναρωτιέται για το «αν προσφέρονται αφορμές απ’ την ανθρώπινη σχέση προσώπου προς πρόσωπο, ώστε να κατανοήσουμε ανάλογα τις προσωπικές ιδιότητες του Πνεύματος» ο H. Mȕhlen   (( Παρ’ όλο που μας ‘απαγορεύουν’ κάθε τέτοια αναλογική σκέψη, διότι δεν έχει καμμιάν απολύτως ισχύ, οι Πατέρες… )) , δεν μπορεί παρά να διαπιστώση τελικά, πως μπορεί να χαρακτηρισθή ως το «Εμείς» Πατρός και Υιού απ’ τη μια, και ως ένα «Εσύ» και για τους δυό απ’ την άλλη το Πνεύμα, και να προτείνη έτσι, «να χαρακτηρισθή ως μια Εμείς-Εσύ-σχέση αυτή η σχέση. Παράγουν (γεννούν, ‘εκπορεύουν’…) με μιαν αυστηρά κοινή πράξη τού Εμείς, ως εκείνο το εσωτερικό στη θεότητα Εσύ το Άγιο Πνεύμα, στο οποίο και αναφέρονται από κοινού και ταυτόχρονα, ο Πατέρας και ο Υιός»    (( Σημ. τ. μετ.: Βλέπουμε πως, όχι απλώς δεν αναιρείται εκείνη η αρχική κακοδοξία τού Φιλιόκβε, αλλά εξακολουθεί να παράγη σημεία και τέρατα της ανθρώπινης μεγαλομανίας μη αναιρούμενη… Και λέει και ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος εκείνο το φοβερό: «Αποφασίσαμε να συζητήσουμε επί ίσοις όροις με τους Δυτικούς…»… Οι άνθρωποι δεν κρύβονται… )) . Μπορεί δε σίγουρα να «φωτισθή» απ’ την αναλογία Πατέρας-Μητέρα-Παιδί η σύγκλιση των δυό προσεγγίσεων· παρ’ όλο που δεν μπορεί παρά να μοιάζη μόνον από μακριά με το μυστήριο της εσωτερικής πληρότητας της απόλυτης θεїκής ενότητας η ανθρώπινη και δημιουργημένη ‘γενεαλογία’    (( Μην πιστεύοντας στον αποκαλυφθέντα Θεό, προσπαθούν να φτιάξουν με ανθρώπινα μέσα μιαν ‘ενότητα’ στον προαιώνιον  Έναν και Τριαδικό Θεό!... )) .
       H προσέγγιση που επιχειρήθηκε εδώ στο να κατανοήσουμε το «Ποιος» είναι το Άγιο Πνεύμα, άφησε ένα πρόβλημα αναπάντητο: γιατί δεν είναι μόνον το δίκαιο, η ηθικότητα και η εθιμικότητα (το ήθος…) , αλλά και η φύση ως σύνολο αντικειμενικό Πνεύμα για τον Χέγκελ. Επισημάναμε μέχρι τώρα μια ‘μετάθεση’ μόνον προς την Εκκλησία, οπότε μένει ανοιχτό το ερώτημα για το Άγιο Πνεύμα και τη φύση (ή το πνεύμα τού κόσμου), το οποίο και θα το επεξεργαστούμε στο επόμενο, ιδιαίτερο κεφάλαιο.

         ( συνεχίζεται 

Δεν υπάρχουν σχόλια: