Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

ΙΔΟΥ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΟΣ ή ΜΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, του αρχιμ. Ευθυμιου Τρικαμηνα.

Η ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΗ ΘΕΣΙΣ ΤΟΥ π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ  

Ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῆς ἐγκυρότητος ἤ μή τῶν μυστηρίων τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐδῶ πρέπει εἰσαγωγικά νά ἀναφέρωμε τά ἑξῆς. Ἡ ἐγκυρότης τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν δέν ὑπάρχει, ἐφ’ ὅσον αὐτοί διά τῆς αἱρέσεως ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἔστω καί ἄν Ὀρθοδόξως τελοῦνται τά μυστήρια, διότι, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Φιρμιλιανό καί τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου εἶναι «ἀργά ἤ ἀνενέργητα τά ὑπέρθεα ἐκεῖνα ὀνόματα προφερόμενα ἀπό τῶν αἱρετικῶν τά στόματα» (Πηδάλιον, ὑποσημ. εἰς 46ον Ἀποστ.). Ἡ ἐγκυρότης λοιπόν, δίδεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς Οἰκονομία καί ἐπικυρώνεται ἀπό τόν Θεό, ἄν γίνεται μέ σωστές προϋποθέσεις καί βεβαίως, ὅταν ὑπάρχει σοβαρός λόγος.
Κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια ἔγιναν δεκτά τό βάπτισμα κάποιων αἱρετικῶν ἤ καί ἡ ἱερωσύνη των, ὅταν αὐτοί ἐπέστρεφαν ἀπό τήν αἵρεσι καί ὁ Θεός ἐπεκύρωσε αὐτές τίς ἀποφάσεις, ἐπειδή, ὅπως προαναφέραμε, ἦταν σοβαροί οἱ λόγοι τῶν Οἰκονομιῶν, δηλαδή, ἡ ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας, καί σωστές οἱ προϋποθέσεις πού ἐγίνοντο. Αὐτό οὐδόλως δεσμεύει τήν Ἐκκλησία (τούς Ἀποτειχισμένους ἐν προκειμένῳ) διά νά κάνουν τίς ἴδιες Οἰκονομίες, διότι βλέπουμε ἀπό τά παραδείγματα, τά ὁποῖα προαναφέραμε, ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικές Οἰκονομίες τῶν Πατέρων, τίς ὁποῖες ἔκαναν εἴτε ἀτομικά εἴτε Συνοδικά, δέν ἦταν οἱ ἴδιες, ἀλλά ἀνάλογες μέ τίς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας τήν κάθε ἱστορική ἐποχή. Ὅταν π.χ. τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν ἡ Ἐκκλησία ἐζοῦσε στίς κατακόμβες, βλέπουμε τήν Θ. Λειτουργία νά τήν τελοῦν πολλές φορές κατ’ Οἰκονομίαν μέσα στίς φυλακές, ἔχοντας γιά Ἁγία Τράπεζα τά σώματα τῶν μελλοντικῶν μαρτύρων, καί νά τήν μεταφέρουν οἱ λαϊκοί μέσα στίς φυλακές πρός μετάληψι καί ἐνίσχυσι τῶν μελλοθανάτων Ὀρθοδόξων· ἤ νά δέχεται ἡ Ἐκκλησία κατ’ Οἰκονομίαν τό βάπτισμα τοῦ αἵματος σέ ὅσους ἐθυσιάζοντο γιά τόν Χριστό, χωρίς νά ἔχουν βαπτισθῆ καί νά εἰσέλθουν στήν Ἐκκλησία· ἤ τέλος, νά δέχεται ἡ Ἐκκλησία τήν φυγή, πρός ἀποφυγή τοῦ μαρτυρίου, σέ ὅσους ἦσαν ἀσθενεῖς καί ἀδύνατοι νά σηκώσουν αὐτόν τόν σταυρό, πρᾶγμα τελείως ἀντίθετο πρός τούς αὐτόκλητους μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι εἶναι πάμπολοι καί καθημερινοί, θά λέγαμε, μέσα στά Συναξάρια.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, νομίζω κατ’ ἀρχάς, ὅτι τό θέμα τῆς ἐγκυρότητος τῶν μυστηρίων τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι θέμα, τό ὁποῖο πρέπει συλλογικῶς νά ἀποφασισθῆ ἀπό τούς Ἀποτειχισμένους. Πρέπει ἐπίσης, κατά τήν γνώμη μου, νά ἀποφασισθῆ ἀπό τούς ἱερεῖς, διότι εἶναι ἀποκλειστικῶς  καί κατ’ ἐξοχήν ποιμαντικό μέ τεράστιες διαστάσεις, καί γιά τά θέματα αὐτά εἶναι ἀποκλειστικῶς ὑπεύθυνοι οἱ ἱερεῖς (καί οἱ Ἐπίσκοποι βέβαια, οἱ ὁποῖοι τώρα δέν ὑπάρχουν).
Πρέπει ἐπιπροσθέτως νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς ἐσχατολογική, ἔχει παγκόσμιες διαστάσεις, εἰς τρόπον ὥστε σήμερα π.χ. στήν Κύπρο, στήν Αὐστραλία, στήν Γερμανία καί σέ ἄλλα μέρη, ἐνῶ ὑπάρχουν Ἀποτειχισμένοι Ὀρθόδοξοι, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἀποτειχισμένος ἱερεύς διά νά διακονήση διά τῶν μυστηρίων τίς πνευματικές των ἀνάγκες. Πρέπει τέλος, νά τεθῆ ὡς γνώμων ὅτι ἡ ἀπόφασις αὐτή πρέπει νά βοηθῆ τήν σωτηρία τῶν Ὀρθοδόξων κι ὄχι νά τήν δυσκολεύη. Αὐτό τό διδάσκει καί ὁ Μέγας Βασίλειος στόν πρῶτο Κανόνα του εἰς τόν ὁποῖον, ἐνῶ κατ’ ἀρχάς δέν δέχεται τό βάπτισμα κάποιων αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν παραχαράξει καί τόν ἐξωτερικόν τύπο τῆς τελέσεώς του, τελικῶς τό ἐδέχθηκε κατ’ Οἰκονομίαν, ἐπειδή, ὅπως ἀναφέρει, δέν ἤθελε νά θέση βαρεῖς περιοριοσμούς καί, ἔτσι, νά δυσκολέψη τήν σωτηρία των.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἄν π.χ. οἱ Ἀποτειχισμένοι συλλογικῶς ἀποφάσιζαν ὅτι τά μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι ἄκυρα, ἡ ἀπόφασί των αὐτή,  θά πρέπη νά συνοδεύεται από λύσι τῶν προβλημάτων τά ὁποῖα ἐξ αὐτῆς θά προκύψουν·  θά πρέπη δηλαδή, νά δώσουν λύσι στίς ἀνάγκες τῶν Ἀποτειχισμένων Ὀρθοδόξων, ἀπό τούς ὁποίους ἀπέχει ἕνας ἀποτειχισμένος ἱερεύς χιλιάδες χιλιόμετρα. Διότι, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, θά ἰσχύη τό πολυσυζητημένο καί διάχυτο στήν ἐποχή μας, ὅτι οἰκονομοῦμε τούς ἑαυτούς μας καί ὡς πρός τούς ἄλλους, εἰδικά τούς μικρούς καί τούς χωρίς ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα εἴμεθα αὐστηροί, μέχρι σημείου σκληρότητος καί ἀναλγησίας, πρᾶγμα ἀντιευαγγελικό καί ἀντιπατερικό.
Ἐδῶ πρέπει νά προσδιοριστοῦν οἱ ἐν καιρῷ αἱρέσεως πνευματικές ἀνάγκες τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖες δέν εἶναι φυσικά ἕνα εὐχέλαιο ἤ ἕνας ἁγιασμός, ἀλλά τό βάπτισμα, ὁ γάμος, ἡ ἱερωσύνη ἴσως, μή ὑπαρχόντων Ἀποτειχισμένων Ἐπισκόπων κ.λπ. Ἡ Θ. Κοινωνία, ἄν και ὑποχρεωτικό μυστήριο καί τό κέντρο τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας, νομίζομε ὅτι εἰς τήν περίπτωσι αὐτή,  εἶναι ἀνάγκη οἱ ἀποτειχισμένοι νά κατανοήσουν ὅτι πρέπει νά τήν στερηθοῦν καί νά τήν λαμβάνουν (λόγῳ μή ὑπάρξεως ἀρκετῶν ἀποτειχισμένων ἱερέων) σέ ἀραιά χρονικά διαστήματα καί νά ἀποφεύγουν νά κοινωνοῦν ἀπό «εὐσεβεῖς» ἱερεῖς (ὅπως κάποιοι συμβουλεύουν) γιά τόν ἐπί πλέον λόγο ὅτι δι’ αὐτοῦ ἐνσωματούμεθα με την ὁρατή κεφαλή, δηλαδή τόν Ἐπίσκοπο καί τοιουτοτρόπως συντασσόμεθα μέ τήν αἵρεσι ἀπό τήν ὁποία ἀποτειχιστήκαμε, σύμφωνα μέ τήν ὁμολογιακή ἐπιστολή τῶν ἐπί Βέκκου μαρτυρησάντων Ἁγιορειτῶν Πατέρων.  Ἐπίσης, εἶναι γνωστό ὅτι πολλοί Ἅγιοι ἔμειναν γιά πολλά χρόνια μακρυά ἀπό την Θ. Κοινωνία, ὅπως ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία καί πολλοί ἀσκητές, καί αὐτό δέν ἐστάθηκε ἐμπόδιο στήν Ἁγιότητά των καί τήν σωτηρία των.
Ἐδῶ πρέπει να ἀναφέρωμε καί τήν Οἰκονομία, τήν ὁποία ἔκαναν οἱ Ὀρθόδοξοι τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, οἱ ὁποῖοι συλλογικῶς ἐπέτρεψαν, στούς ἔχοντας ἀργία ἱερεῖς (οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιστρέψει ἀπό τούς εἰκονομάχους, εἰς τούς ὁποίους εἶχαν προσχωρήσει δι’ὑπογράφου ὁμολογίας), νά τελοῦν κάποια ἱερατικά καθήκοντα, ὅπως τήν τέλεσι τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων, τήν τέλεσι τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας, τήν ἀνάγνωσι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ὄρθρου τῶν Κυριακῶν, καί κάποια ἄλλα, τά ὁποῖα συγκεκριμένα ἀνέφεραν. Αὐτή τήν συλλογική ἀπόφασι τῶν Ἀποτειχισμένων ἀπό τήν Εἰκονομαχία, τήν ἀναγνωρίζει καί τήν ἀποδέχεται ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί τήν ἀναφέρει σέ ἐπιστολή του, ἐξηγώντας μάλιστα ὅτι ἡ Οἰκονομία αὐτή ἀποφασίστηκε λόγῳ μεγάλης ἐλλείψεως ἱερέων, ἐξ αἰτίας τῶν φυλακίσεων καί τῶν ἐξοριῶν, καί πρός τόν σκοπό τῆς ἐξυπηρετήσεως τῶν Ὀρθοδόξων σέ βασικές πνευματικές των ἀνάγκες.
Ἐν κατακλεῖδι καί μετά ἀπό ὅλες τις ἐπεξηγήσεις τίς ὁποῖες ἐκάναμε, ἀναφέρομε ὅτι ἐμεῖς, μέχρις ἀποφάσεως τῶν Ἀποτειχισμένων ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θά θεωροῦμε ἔγκυρα τά μυστήριά των, λόγῳ τῶν σημερινῶν ἀναγκῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ὅλης ἐξελισσομένης καταστάσεως καί πρός τόν σκοπό, ἐπί πλέον, νά μήν καταδικάσωμε καί τούς ἀνευθύνους, ὅπως π.χ. ἕνα νήπιο, τό ὁποῖο βαπτίζεται ἀπό ἕνα οἰκουμενιστή ἱερέα. Θά θεωροῦμε, ἐπί πλέον, ὅτι ἡ συμμετοχή στά μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν ἔχει κατάκρισι, μέ ἐξαίρεσι τίς περιπτώσεις πού προαναφέραμε, καί μάλιστα ἀνάλογη τῆς θέσεως καί τῆς γνώσεως ἑκάστου, καί δή τοῦ ἀξιώματός του, διότι τήν Ἀποτείχισι ἀπό τήν αἵρεσι δέν τήν θεωρουμε δυνητική, ἀλλά ὑποχρεωτική, ὅπως, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, ὑποχρεωτική εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν λύκο καί τό φαρμακερό φίδι, ἄν φυσικά θέλη κάποιος νά ζήση. Νομίζομε δέ ὅτι καί ὁ Θεός θά εὐλογήση καί θά ἐπικυρώση κατά τούς Ἁγίους, αὐτή τήν Οἰκονομία, γιά τούς λόγους τούς ὁποίους προαναφέραμε.
Θεωροῦμε τέλος, ὅτι ἡ θέσι μας αὐτή, ἄν καί θεωρῆται ὡς Οἰκονομία ὡς πρός τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν Οἰκουμενιστῶν, εἶναι ὅμως αὐστηρότερη ὡς πρός τίς ἐπιπτώσεις τῶν συμμετεχόντων εἰς αὐτά τά μυστήρια.  Διότι τό ἄκυρον καί ἀνυπόστατον οὐδεμία ἐπίπτωσι δύναται νά ἐπιφέρη εἰς τόν μετέχοντα, οὔτε καλή οὔτε κακή. Τό ἔγκυρο ὅμως δύναται νά ἐπιφέρη καλές καί κακές ἐπιπτώσεις εἰς τόν μετέχοντα, ὅπως π.χ. οἱ ἀσθένειες καί οἱ θάνατοι κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο εἰς αὐτούς οἱ ὁποῖοι προσέρχονται μέ κακό τρόπο εἰς τό μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας (Α΄Κορ.11,27-30). Κατ’αὐτόν τόν τρόπο καί οἱ συμμετέχοντες καί συνοδοιποροῦντες στόν Οἰκουμενισμό καί στά μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν ἐν γνώσει κατακρίνονται καί τά ἴδια τά μυστήρια, τά ὁποῖα λαμβάνουν συντελοῦν εἰς τήν κατάκρισί των.  Διότι κατά τόν μέγα Παῦλο «ὁ Θεός ἡμῶν πῦρ καταναλῖσκον» (Ἑβρ. 12,29).

Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

 Αγγελου Αγγελακοπουλου

Πέραν πάσης σκήσεως σοβαρς κριτικς εναι καί ο συμβουλές το π. Εθυμίου πρός τούς ποτειχισμένους νά μήν κοινωνον καί νά μήν μεταλαμβάνουν στήν λλαδική κκλησία, πειδή εναι οκουμενιστική καί τά μυστήριά της κυρα. ν, λοιπόν, διεκδικε τήν ποκλειστικότητα τςγκυρότητος το μυστηρίου τς Θείας Εχαριστίας καί τς Θείας Κοινωνίας μόνο στή δική του ποτειχισμένη Θεία Λειτουργία καί μόνο πό τά δικά τουποτειχισμένα χέρια, ντούτοις πιτρέπει στούς κολούθους του νά συμμέτεχουν καί νά τελον τά πόλοιπα μυστήρια σέ Ναούς τς λλαδικςκκλησίας. ς θαυμάσουμε τήν  Κανονικότητα καί τήν κκλησιολογία τν «ποτειχισμένων»!

apotixisi

ΣΧΟΛΙΟ:  Η αποθέωση τού κληρικαλισμού καί τού πάθους τής εξουσίας τής Θ. Ευχαριστίας. Τής παρανοικής απαιτήσεως τών ιερέων ότι ο αγιασμός τών δώρων πραγματοποιείται από τήν χάρι τής χειροτονίας. Ενας διχασμός τού σώματος τών πιστών γιά μιά μή εγνωσμένη αίρεση, πού συγκεντρώνει στήν ανταρσία της τήν ολοκληρωτική άγνοια τού ορθοδόξου δόγματος. Τό πιό σκοτεινό μέρος τού εμφυλίου πού σαρώνει τίς ψυχές χωρίς έλεος.

Εδώ τελειώνουμε τό οδοιπορικό τών κακοδοξιών πού μάς τυραννούν μαζί μέ τήν ανικανότητα τής πολιτικής ηγεσίας.

ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ.

Αμέθυστος

  

4 σχόλια:

ΟΜΟΛΟΓΙΑ είπε...

θα ανακηρυξουμε εσενα και παπα και σωτηρα μας και διαχειριστη των μυστηριων του Θεου. Θελεις και τιποτα αλλο χρεωκοπημενε παντογνωστα;

amethystos είπε...

Νά μορφωθείς νά μάθεις γράμματα. Ποτέ δέν είναι αργά.

ΟΜΟΛΟΓΙΑ είπε...

Μονο να μην μορφωθω σαν την αχρεια και γελοια αφεντια σου, γιατι θα παραμορφωθω, ισως και να δαιμονοποιηθω.
Υπαγε οπισω μου Σατανα.

amethystos είπε...

Αφού γνωρίζεις τόν κίνδυνο λοιπόν προχώρα σιγά σιγά μέ φόβο θεού. Μία συνθήκη υπάρχει γιά τήν μόρφωση καί τήν γνώση. Η επίγνωση ότι δέν γνωρίζω. Αυτό πού θέλω νά γνωρίσω. Αυτό πού δέν καταλαβαίνω. Εάν τό ποτήρι είναι ήδη γεμάτο νομίζοντας ότι γνωρίζω αυτό πού δέν καταλαβαίνω τότε τά πράγματα δυσκολεύουν. Αν θελήσεις νά γνωρίσεις τόν Κύριο τότε τό ποτήρι πρέπει νά είναι άδειο. Εάν υπάρχει ποτήρι μπορεί νά αδειάσει διά τής μετανοίας. Γι' αυτό επέβαλλαν οι Πατέρες τόν νηπιοβαπτισμό. Διότι τό νήπιο ούτε γνωρίζει, ούτε νομίζει καί έχει καί τό ποτήρι ακέραιο, τόν νού πού δέχεται τήν χάρι τού Κυρίου. Βλέπεις τό λάδι νερό δέν γίνεται αλλά ξοδεύεται καί αυτό άν δέν τό καίμε μπροστά στό εικονοστάσι μας, στόν Χριστό καί στήν Παναγία πού είναι η εικόνα καί η ομοίωσί μας, αλλά τό σκορπάμε σέ άλλα καντήλια, προσπαθώντας νά μοιάσουμε στίς δικές μας εικόνες. Κουράγιο καί καλό δρόμο.