Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Κάλλιστος Καταφυγιώτης: "Περί της ενώσεως με το Θεό και του θεωρητικού βίου - μέρος 1ο (κεφ. 1-22)"

(Ο Κάλλιστος Καταφυγιώτης ταυτίζεται με τον Κάλλιστο Αγγελικούδη)

1. Από τη φύση της κάθε ζωντανή ύπαρξη, με την ανώτερη φυσική ενέργειά της μεταλαμβάνει και ανάπαυση και ανάλογη ηδονή. Και από αυτή δοκιμάζει χαρά και είναι προσηλωμένη σ' αυτά. Και ο άνθρωπος λοιπόν, επειδή έχει νου κι έχει εκ φύσεως ζωή του τη νόηση, δοκιμάζει μεγάλη ηδονή και μετέχει πραγματικά σε ανάπαυση όταν νοεί τα ανώτερα και τα αγαθά η καλά —όπως θέλει καθένας ας τα πει— για τον εαυτό του. Αυτό συμβαίνει αληθινά όταν έχει στο νου του το Θεό και συλλογίζεται τις αρετές Του, ο οποίος είναι πραγματικά το άκρο και πάνω από νου νοητό και αγαπά άκρως και πέρα από νου τον άνθρωπο και που ετοιμάζει άκρα βραβεία και πάνω από νου αγαθά και καλά για τους δικούς Του, κι αυτά μάλιστα στους αιώνες.


2. Κάθε γέννηση κάνει ό,τι γεννιέται να μοιάζει με αυτό που το γέννησε, όπως είπε ο Κύριος ότι «το γεννημένο από τη σάρκα είναι σάρκα και το γεννημένο από το Πνεύμα είναι πνεύμα». Αν λοιπόν είναι πνεύμα εκείνος που γεννήθηκε από το Πνεύμα, είναι φανερό ότι θα είναι και θεός, όπως και το Πνεύμα που τον γέννησε, γιατί είναι Θεός αληθινός το Πνεύμα από το οποίο έχει γεννηθεί κατά χάρη ο μέτοχος του Πνεύματος. Και αν ο άνθρωπος αυτός είναι θεός, ολοφάνερα θα είναι και θεωρητικός. Γιατί ο Θεός ονομάστηκε Θεός επειδή θεωρεί. Ώστε λοιπόν εκείνος που δεν είναι θεωρητικός, η δεν επέτυχε ακόμη την πνευματική γέννηση και μετοχή, η την έχει πετύχει, αλλά από αμάθεια κλείνει την οπτική του δύναμη και αποστρέφεται σαν απαίδευτος τις νοητές θείες ακτίνες του νοητού ηλίου της δικαιοσύνης. Και ενώ έγινε μέτοχος θεωρητικής δυνάμεως, στερείται δυστυχώς από την ενέργειά της, αν και ανυψώνεται προς την αγιοσύνη.

3. Όλα τα όντα έλαβαν την κίνηση και το φυσικό ιδίωμά τους από Αυτόν που τα δημιούργησε κατά λόγον συνεπώς και ο νους. Αλλά η κίνηση του νου έχει ως ιδίωμά της το «αεί», είναι δηλαδή αδιάκοπη· και το «αεί» είναι άπειρο και απεριόριστο. Άρα θα είναι κατώτερο από την αξία και τη φύση του νου αν αυτός κινείται κατά τρόπο πεπερασμένο ή περιορισμένο. Και αυτό θα το πάθαινε αν είχε την κίνησή του σε πράγματα πεπερασμένα και περιορισμένα. Γιατί δεν είναι δυνατό, ενώ ένα πράγμα είναι πεπερασμένο και περιορισμένο, η κίνηση του νου γι' αυτό ή γύρω από αυτό να προχωρεί στο άπειρο. Έχει λοιπόν ανάγκη και η αεικινησία του νου από κάποιο άπειρο και απεριόριστο προς το οποίο να κινείται κατά λόγον και κατά την ίδια τη φύση της. Άπειρο ωστόσο και απεριόριστο πραγματικά δεν είναι κανένα άλλο, παρά ο Θεός, ο οποίος φύσει και κυρίως είναι Ένα. Πρέπει λοιπόν ο νους να πετά και να ατενίζει και να κινείται προς το κυρίως άπειρο Ένα, το Θεό. Γιατί τούτο κυρίως είναι το φυσικό για το νου.

4. Άπειρα και απεριόριστα είναι όσα σκεπτόμαστε σχετικά με το Θεό. Ούτε σ' αυτά εντούτοις δεν μπορεί να δοκιμάσει την τέλεια χαρά ο νους, ο οποίος ζητά Αυτόν από τον οποίο προέρχεται. Γιατί το κάθε τι χαίρεται εκ φύσεως με το όμοιό του. Επειδή ο νους είναι ένας κατά τη φύση, αλλά πολλά σε σχέση με τα νοήματα, όταν τείνει και κατά κάποιο τρόπο κινείται προς το Θεό, ο οποίος είναι Ένα στη φύση και πολλά στην ενέργεια, είναι αδύνατο να χαίρεται ολοκληρωτικά πριν φτάσει στο εκ φύσεως απεριόριστο Ένα μέσω του Πνεύματος, αφού διαβεί κατά κάποιο τρόπο από τα πολλά. Άρα ο νους από τη φύση του μόνο στο Θεό χαίρεται ολοκληρωτικά. Αλλά και από τα όντα το καθένα χαίρεται κυρίως με το φυσικό του ιδίωμα· και φυσικό ιδίωμα του νου είναι να κινείται και να τείνει και να φτάνει και να χαίρεται ολοκληρωτικά μέσα στο Θεό μόνο, που είναι το απλώς και απεριορίστως Ένα.

5. Όλη η κίνηση οποιουδήποτε κτίσματος και μάλιστα του ίδιου του νου τείνει και αποβλέπει προς τη στάση και την ηρεμία, και το να σταθεί από την κίνηση του και να ηρεμήσει είναι σκοπός και παράλληλα και ανάπαυση για το κτίσμα. Ο νους όμως, όντας ένα από τα κτίσματα, όταν κινείται μέσα στα κτίσματα δεν μπορεί να κερδίσει τη στάση και την ηρεμία. Επειδή το κτιστό, κατάλληλα με τη φύση του, έχει δεχτεί την περάτωση αφού έχει λάβει αρχή, η αεικινησία του νου δίκαια θα υστερήσει και κατ' ακολουθίαν θα ζητήσει που να κινηθεί. Κι έτσι ο νους κάθε άλλο παρά θα ηρεμήσει ή θα επιτύχει το σκοπό του, ή θα πάψει να τον συνοδεύει η αεικινησία καθώς θα έχει εγκλεισθεί μέσα στα περιορισμένα και πεπερασμένα, πράγμα που απέχει πολύ από τη φυσική κατάσταση του νου που είναι ολοφάνερα αεικίνητος. Επομένως δεν είναι εύλογο να βρει ο νους ηρεμία ή να σταθεί, όταν βρίσκεται στα κτιστά. Πού λοιπόν θα χρησιμοποιήσει ο νους την ιδιότητά του, να στέκεται δηλαδή μέσω της κινήσεως κι έτσι να ηρεμεί και να ειρηνεύει και να δέχεται τη σίγουρη αίσθηση της ανάπαυλας, αν δέ βρεθεί μέσα σε κάτι άκτιστο και απεριόριστο; Και τούτο είναι ο Θεός, ο οποίος είναι το αληθινό και υπερκόσμιο Ένα. Σε αυτό λοιπόν το Ένα, το απεριόριστο, πρέπει ο νους να φτάσει με την κίνησή του, ώστε να βρει όπως πρέπει τη φυσική του ηρεμία μέσα σε νοερή ανάπαυση. Γιατί εκεί είναι η πνευματική στάση, η ξενότροπη ανάπαυση και το άπειρο πέρας όλων, και δέ λείπει διόλου η κίνηση σε κάθε νου που θα βρεθεί σ' εκείνο το Ένα αφού γίνει αόριστος και απέραντος και απεριόριστος και άμορφος και ασχημάτιστος και απολύτως απλός. Γιατί τέτοιο είναι το Ένα που λέμε, δηλαδή ο Θεός.

6. Αν ο Θεός, κατά τον Δαβίδ, κάνει τους Αγγέλους Του πνεύματα και αν όσους ανθρώπους γεννά το Πνεύμα τούς κάνει πνεύματα, όπως είπε ο Κύριος, άρα άγγελος γίνεται ο άνθρωπος που γεννήθηκε από το Πνεύμα μέσω της πραγματικής μετοχής του Πνεύματος. Αλλά βέβαια, έργο των Αγγέλων είναι να βλέπουν συνεχώς το πρόσωπο του Πατέρα μας στους ουρανούς, όπως είπε και τούτο ο Κύριος. Κι εκείνος λοιπόν που είναι ολοφάνερα μέτοχος του Αγίου Πνεύματος, κατ' ανάγκην όταν ανυψώνεται όπως πρέπει, θα θεωρεί το πρόσωπο του Θεού. Γι' αυτό και ο Δαβίδ διδάσκει: «Ζητήσετε τον Κύριο και πάρετε δύναμη· αναζητήσετε το πρόσωπό Του συνεχώς». Δεν τηρεί λοιπόν το εύλογο και πρέπον εκείνος που έγινε μέτοχος του Αγίου και ζωοποιού και φωτιστικού και ερωτοποιού Πνεύματος, που έλαβε πείρα της άρρητης γεννήσεως από το Πνεύμα και που ανέβηκε σε αξία Αγγέλου κι έπειτα, από περιττή ευλάβεια, κάνει τη νοερή αίσθησή του προς το Θεό να κλείνει και να μη θέλει να ανυψώνεται προς το Θεό και τα θεία. Και αυτό, ενώ ο Κύριος προστάζει να μείνομε μέσα Του, αφού κι αυτός μένει μέσα σ' εμάς, και ο Δαβίδ λέει: «Πλησιάστε προς Αυτόν και φωτιστείτε». Και πράγματι αν έχομε πρόθεση να πράξομε τα πρέποντα και με συνέπεια προς αυτά, μέσα στο φως του Θεού Πατέρα, εννοώ το Άγιο Πνεύμα, θα δούμε το γύρω από το Θεό φως, δηλαδή τη θεία αλήθεια. Εκτός αν προτιμούμε από αμάθεια να μη στρεφόμαστε προς τις θείες ακτίνες.

7. Με τρεις τρόπους ανεβαίνει ο νους στη θεωρία του Θεού· με τρόπο αυτοκίνητο, ετεροκίνητο και μικτό. Ο πρώτος τρόπος εκτελείται με το νου, με χρήση της θελήσεώς του συνοδευμένης από τη φαντασία· η κατάληξή του είναι η θεωρία των σχετικών με το Θεό, τα οποία και οι αρχαίοι Έλληνες κάπως φαντάστηκαν. Ο δεύτερος τρόπος είναι υπερφυσικός και τελείται μόνο με τη θέληση και το φωτισμό του Θεοϋ· και τότε ο νους βρίσκεται ολόκληρος υπό την θεία κατοχή και αρπάζεται σε θειες αποκαλύψεις και γεύεται απόρρητα μυστήρια του Θεού και βλέπει την έκβαση των μελλόντων. Ο μικτός τρόπος συνάπτεται εν μέρει και με τούς δύο τρόπους. Όσο εργάζεται με τη δική του θέληση και φαντασία, είναι σύμφωνος με τον αυτοκίνητο τρόπο· και μετέχει στόν ετεροκίνητο, όσο ενώνεται με τον εαυτό του μέσω της θείας ελλάμψεως και βλέπει άρρητα το Θεό πέρα από τη νοερή ένωση με τον εαυτό του. Γιατί εκείνη την ώρα βγαίνει έξω άπ' όλα όσα θεωρούμε και λέμε σχετικά με το Θεό, καθώς δεν βλέπει ούτε την αγαθαρχία ή τη θέωση, ούτε τη σοφία ή τη δυναμοποιητική ισχύ ή την πρόνοια, ούτε άλλο τίποτε από τα θεία, αλλά είναι όλος γεμάτος από νοερό φώς και χαρά, την οποία ενεργεί το θεϊκό πυρ αναμιγμένο με αγάπη.

8. Ο νους που χρησιμοποιεί τη φαντασία του για να θεωρεί τα άρρητα, οδηγείται από την πίστη. Όταν δέχεται την έλλαμψη της χάρης, βεβαιώνεται με την ελπίδα. Και όταν τον αρπάζει το θείο φως, γίνεται ταμείο αγάπης προς τους ανθρώπους και πολύ περισσότερο προς το Θεό. Έτσι η τριπλή τάξη και κίνηση του νου με την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη γίνεται τέλεια και θεοποιός, βέβαιη και αμετάτρεπτη. Και όταν φτάσει σε αυτή την ευρυχωρία της ακροπόλεως, όπως θα μπορούσε να πει κανείς, έχει ασφαλίσει τον εαυτό του στο φρούριο της αγάπης. Και τότε γίνεται ό,τι λέει ο Παύλος: «Η αγάπη όλα τα σκεπάζει, όλα τα υπομένει» για χάρη του αγαθού της πίστεως και της ελπίδας· «η αγάπη δεν πέφτει ποτέ», χάρη στη φλογερή ένωση και τον άρρητο σύνδεσμό της με το Θεό.

9. Σε κανένα κτιστό δε διακρίνεται το να είναι ένα. Ότι διαφέρουν το ένα από το άλλο, κατά κάποια διαφορά Ιδιότητας, αυτό το γνωρίζομε. Ως κτιστά όμως, δε διαφέρουν το ένα από το άλλο, επειδή καθένα έχει αρχή και πέρας και τελούν υπό την φύση και δεν είναι στην κυριολεξία απλό ένα. Γιατί μόνο το άκτιστο είναι πραγματικά Ένα, ως απλό, ως άναρχο, ως ατελεύτητο και απεριόριστο και γι' αυτό άπειρο, το οποίο είναι ο Θεός. Αν ο νους ατενίζει σ' Αυτό με τη μετοχή και τη βοήθεια του ζωοποιού Πνεύματος, δέχεται μέρα τη μέρα την αύξηση που πρέπει, καθώς έγινε ένας και απλός μέσα σε μια θεουργική κατάσταση. Γνωρίζει καλά ότι δίχως το Ένα και την ενατένιση προς Αυτό με τη χάρη του Πνεύματος, είναι αδύνατο να αποκτήσει τελειότερο νου. Και τούτο γιατί ο νους διασκορπίστηκε υποχωρώντας στον πολυσχιδή κόσμο και στα πάθη κι επομένως έχει ανάγκη από μια υπερκόσμια δύναμη —συνεπώς και από το υπερφυσικό Ένα στο οποίο να ατενίζει—, έτσι ώστε, αφού αρπαγεί από τον κόσμο των μεριστών (των κτιστών), να ξεφύγει από τα πάθη και τη διάσπαση και να επιτύχει τη θεοείδεια. Γι' αυτό και ο Κύριος παρακαλεί τον Πατέρα να είμαστε ένα οι πιστοί με τον Πατέρα και τον Υιό με τη χάρη του Πνεύματος, και μάλιστα έτσι, όπως Αυτοί είναι ένα (όχι όπως κακόδοξα εννοεί το ένα ο Σαβέλλιος), για να είμαστε τέλειοι, και με τη χάρη του ενοποιού Πνεύματος και με την ενοειδή θεωρία, μέσα στον ένα Θεό. Αυτό είναι για μας ολοφάνερα η πραγματική τελείωση, και αυτό είναι ο σκοπός και η αληθινή και μόνη ανάπαυση. Γι' αυτό και η φθονερή και μισάνθρωπη δαιμονική συμμορία, σπέρνοντας στο νου την πλάνη, διασκόρπισε την ενότητά του, όπως δεν έπρεπε, σε λατρεία πολλών θεών και δεν τον άφησε να έχει τη φαντασία του υπερκοσμίου Ενός, ώστε με τη λατρεία, την απόβλεψη και τη διαίρεση σε πολλά, να παρασύρει το νου να κινείται έξω από τη φύση του και να τον κάνει να επιθυμεί κάθε λογής πάθη και ψεύδη αντί την αλήθεια και την αρετή. Γι' αυτό το Άγιο Πνεύμα συμβουλεύει μέσω του Προφήτη: «Πλησιάστε προς Αυτόν —δηλαδή τον Ένα— και φωτιστείτε». Και άλλου λέει: «Εγώ είμαι ο Θεός ο πρώτος κι εγώ ο μετά από αυτά· δεν υπάρχει θεός εκτός από μένα». Και πάλι: «Άκουγε Ισραήλ· ο Κύριος ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος». Γιατί το τρισυπόστατο της μιας Θεότητας δεν διαιρεί τη μία Κυριότητα, αλλά και τρία ακριβώς είναι τα Πρόσωπα, και πάλι όμως δεν είναι καθόλου λιγότερο Ένα κατά την ουσία, τη δύναμη, τη θέληση, την ενέργεια και τα άλλα ουσιώδη αγαθά. Άρα το να λατρεύομε το ενιαίο του Θεού και σ' αυτό να αποβλέπομε και να συναγόμαστε από τα πολλά με όλη μας τη δύναμη, είναι το θέλημα του Θεού και η τελείωση του νου, γιατί είναι εύρημα της αλήθειας και του θείου έρωτα κι επομένως είναι γέννημα της θεώσεως.
10. Αν το ψεύδος είναι πολυσχιδές ενώ η αλήθεια είναι ένα, άρα ο νους που ανυψώνεται με τη χάρη του Πνεύματος στο Ένα, το υπερκόσμιο, το ανώτερο απ' όλα, από το οποίο προήλθαν τα πολλά, αυτός ανυψώνεται στην ίδια την αλήθεια. Αλλά ο νους δεν μπορεί να ελευθερωθεί από τα πάθη, αν δεν τον ελευθερώσει η αλήθεια. Άρα ο νους ελευθερώνεται ανανεύοντας και τείνοντας με ενιαίο τρόπο προς το υπερκόσμιο Ένα. Και είναι η ελευθερία που αρμόζει πάρα πολύ στο νου για την απόκτηση απάθειας και θεόμορφης καταστάσεως και πνευματικής υιοθεσίας, και καθόλου η δουλεία. Γιατί ο δούλος, όπως λέει η Γραφή, δε γνωρίζει τι κάνει ο κύριός του. Και αν η άγνοια είναι γνώρισμα του δούλου, είναι φανερό ότι ο ελεύθερος γνωρίζει τα μυστήρια του Πατέρα και ότι επέτυχε να ανεβεί καλά και ωραία στο αξίωμα της υιοθεσίας. Γιατί όπως η άγνοια είναι ολοφάνερα το αντίθετο της γνώσεως, ετσι και η τάξη του δούλου είναι φανερά αντίθετη με την τάξη του υιού. Και αν όποιος αγνοεί είναι δούλος, άρα όποιος γνωρίζει είναι ελεύθερος ή, να πω, υιός· γιατί το Πνεύμα της αλήθειας, ελευθερώνοντας πραγματικά εκείνους στους οποίους θα έρθει, τους κάνει υιούς Θεού, όπως λέει ο Απόστολος: «Όσοι καθοδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού». Αν λοιπόν το να ατενίζομε προς το υπερούσιο Ένα είναι η αλήθεια, και η αλήθεια χορηγεί στο νου την ελευθερία, και η ελευθερία είναι σαφές σημείο της θείας υιοθεσίας, και από το δώρο της υιοθεσίας ούτε μεγαλύτερο υπάρχει ούτε άλλο που να αρμόζει περισσότερο στη λογική φύση, άρα είναι πολύ λογικό και πάρα πολύ αναγκαίο ν' ανυψώνεται ο νους και να ενατενίζει και να συγκεντρώνεται με όλη του τη δύναμη προς το υπερκόσμιο Ένα, δηλαδή το Θεό.

11. «Ο Κύριος ο Θεός σου, λέει το Άγιο Πνεύμα, είναι ένας, Κύριος». Έτσι εξάπαντος φροντίδα μας να είναι ν' ανυψώνομε με τη βοήθεια του θείου Πνεύματος το νου προς το υπερκόσμιο Ένα. Και μάλιστα δεν είναι θεμιτό να κηρύττει κανείς το Ένα αλλά ν' αποφεύγει τη στροφή και ενατένιση του νου σ' Αυτό. Γιατί ό,τι λέει το Άγιο Πνεύμα, αυτό και θέλει να νοούμε· και ό,τι νοείται, προς αυτό θέλει και να στρέφεται ο νους. Γιατί όταν δεν υπάρχει στροφή του νου προς το νοητό, ό,τι και να νοήσει ο νους είναι απόν, οπότε αναγκαστικά θα είναι μάταιη η διδασκαλία για το Ένα και γι' αυτό και η πίστη. Κι αν αυτό είναι άτοπο, είναι άρα άτοπο να μη διανοείται ο νους το Ένα με το να στρέφεται και ν' ανυψώνεται σ' Αυτό.

12. Αν είναι φυσικό εκείνα που προήλθαν από κάποια αιτία, και μάλιστα τα λογικά όντα, να ανυψώνονται και να αποβλέπουν στην αιτία τους με τάση επιστροφής, κι αφού όλα έχουν ως αιτία της δημιουργίας τους το Θεό, και ανάμεσα τους και ο νους, και αφού ο Θεός είναι το κορυφαίο και απλό Ένα, είναι λοιπόν φυσικό ο νους να στρέφεται και ν' ανυψώνεται και ν' ατενίζει πρός το κορυφαίο και απλό Ένα, την αιτία του.

13. Αν τα πάντα υπάρχουν από Αυτόν (το Θεό) και μέσω Αυτού και σε Αυτόν αποβλέπουν, και είναι και ο νους ένα από τα πάντα, άρα και ο νους δημιουργήθηκε από Αυτόν και μέσω Αυτού· και τούτο μάλιστα ισχύει περισσότερο απ' όλα για το νου, επειδή είναι εικόνα του Θεού. Γι' αυτό λοιπόν και ο νους οφείλει περισσότερο απ' όλα ν' ατενίζει σε Αυτόν. Η έκφραση «σε Αυτόν» σημαίνει ότι πρέπει να ατενίζει με τάση επιστροφής στο υπερκόσμιο Ένα. Άρα ο νους οφείλει ν' ατενίζει στο Ένα.

14. Από το Ένα προέρχονται τα πολλά κι όχι από τα πολλά το Ένα. Η κτίση είναι τα πολλά, άρα φανερά η κτίση προήλθε από Ένα. Κι εκείνο το Ένα είναι πάνω από την κτίση, ως Κτίστης και Δημιουργός. Όποιος λοιπόν θεωρεί την κτίση όπως πρέπει, θα καταλήξει με τη θεωρία του αναγκαστικά στο υπερκόσμιο Ένα. Γιατί στα αιτιατά, τα κτίσματα, υπάρχουν πάρα πολλά ίχνη της Αιτίας, με τα οποία αναγνωρίζεται Εκείνος που με τέχνη, σοφία, δύναμη και αγαθότητα παρήγαγε προνοητικώς τα πάντα όπως θέλησε. Γι' αυτό και ο Ησαΐας με έμπνευση του Πνεύματος λέει: «Σηκώστε τα μάτια σας και δείτε, ποιος τα έδειξε όλα αυτά». Το «όλα αυτά» το λέει για τα πολλά αιτιατά, ενώ το «ποιος» το λέει για να υψώσει το νου μας προς Εκείνον από τον οποίο προήλθαν αυτά, ο οποίος είναι κατά τη φύση Του απλό Ένα.

15. Συναθροίζεται και η κτίση σε ένα, αλλά αυτό είναι σύνθετο και πολυμερές και όχι άναρχο, αφού είναι κτιστό. Αυτό που δημιουργεί όμως είναι Ένα· κι όχι μόνο είναι ένα ως πρόξενο της συμφωνίας των πολλών και διαφόρων σε μια συνένωση του παντός και ένα σκοπό, αλλά επίσης είναι και άκτιστο ως πρωταρχική Αιτία. Ανεβαίνοντας διαδοχικά ο νους είναι ανάγκη να φτάσει σε κάτι που είναι η αρχή και η τάξη για τη φαινόμενη διάταξη και γένεση των όντων, την αρμονία και τη συνένωσή τους σε ένα· διαφορετικά θα προχωρεί επ' άπειρον, πράγμα άτοπο. Γιατί κάθε τι που κινείται και γίνεται, κάποτε δεν υπήρχε· κι ενώ δεν υπήρχε, έλαβε αρχή. Αν έλαβε αρχή και κινήθηκε, πρέπει ν' αναζητήσομε ποιο είναι εκείνο που το κίνησε και το έφερε στην ύπαρξη, το οποίο θα είναι και ακίνητο, αφού αυτό δίνει την κίνηση. Γιατί αν δεν είναι ακίνητο, ποιο κινεί αυτό που δε διατελεί κάτω από άλλη αρχή, αφού είναι άναρχο; Αν λοιπόν είναι ακίνητο, άρα είναι και αμετάβλητο, οπότε θα είναι πάντως και απλό, γιατί το σύνθετο υπόκειται στη μεταβολή, ενώ αποδείξαμε πώς αυτό είναι αμετάβλητο. Η σύνθεση είναι η αρχή της στάσεως και η στάση της διαλύσεως, η οποία είναι η έσχατη φάση της κινήσεως. Δεν υπάρχει λοιπόν εκεί σύνθεση, για να μην υπάρξει και στάση· ούτε στάση, για να μην υπάρξει και διάλυση· ούτε διάλυση, για να μην παρουσιαστεί μεταβολή και κίνηση γύρω από αυτό που είναι αμετάβλητο και ακίνητο, επειδή κινεί και αυτό δεν κινείται, οδηγεί στην ύπαρξη και αυτό δεν έγινε ούτε γίνεται. Αν λοιπόν είναι αμετάβλητο και ακίνητο, αναγκαστικά είναι ασύνθετο κι επομένως απλούστατο και απόλυτο υπερκόσμιο Ένα. Ανεβαίνοντας προς Αυτό ο νους, βγαίνει με όλους τους τρόπους έξω από όλα, επειδή αποβλέπει προς το Υπέρκαλο και επιθυμεί το πάνω απ' όλα, ή μάλλον Αυτό από το οποίο προήλθε το παν και προς το οποίο τείνουν όλα από τη φύση τους. Και όταν γίνει αυτό με τον τρόπο που πρέπει, τότε βέβαια ο νους ελευθερώνεται από τα πάθη. Γιατί εκείνος που υπερεκτείνεται και φτάνει πάνω και από τα υπέρκαλα, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να μείνει στο αίσχος των παθών. Γι' αυτό και ο ιερός Νόμος λέει: «Αυτό μόνο θα λατρεύσεις», δηλαδή το Ένα. Πρέπει επομένως να υψωνόμαστε προς το κορυφαίο Ένα, αν θέλομε και το νόμο του Θεού να εκπληρώνομε και από τα πάθη να είμαστε ελεύθεροι.

16. «Ο Κύριος μόνο τους οδηγούσε και δεν ήταν μαζί τους ξένος θεός». Βλέπεις τη δύναμη του Ενιαίου και Μοναδικού, πώς δεν ήταν μαζί τους άλλος θεός, αφού μόνος ο Κύριος τους οδηγούσε; Αλλά ο Κύριος οδηγεί εκείνους που ακολουθούν, όχι εκείνους που στρέφονται πίσω. Όποιον ακολουθεί κανείς, προς αυτόν και είναι στραμμένος. Αν ενδιαφερόμαστε λοιπόν να μην έχομε μαζί μας άλλο θεό, δηλαδή δαίμονα ή πάθος, ας ακολουθήσομε τον Ένα και Μοναδικό, με νοερή στροφή σ' Αυτόν, για να ειπωθεί δίκαια και για μας ότι «ο Κύριος μόνο τους οδηγεί, κι έτσι άλλος θεός δεν είναι μαζί τους».

17. Αν και προέρχονται τα πολλά από Ένα, προέρχονται όμως κατά διάφορο τρόπο το καθένα, επειδή και κατά διάφορο τρόπο προήλθαν τα όντα από την πρώτη Μονάδα. Άλλα από αυτά έχουν αρχή και είναι κτιστά, κι άλλα είναι άκτιστα και χωρίς χρονική αρχή. Αιτία βέβαια όλων με κάθε τρόπο είναι το υπερούσιο Ένα, αλλά στα πρώτα με τρόπο δημιουργικό και στα αλλά με τρόπο φυσικό. Και γι' αυτό δεν πρέπει με τον ίδιο τρόπο και σε ίσο βαθμό να τα πλησιάζομε και να δενόμαστε μ' αυτά. Αλλά όσα έλαβαν αρχή και δημιουργήθηκαν, πρέπει να τα πλησιάζομε όχι για αυτά καθ' εαυτά· όπως π.χ. στον καθρέφτη πλησιάζομε όχι για τον καθρέφτη, αλλά για τη μορφή και την εικόνα που δείχνει. Γιατί δεν μπορούμε να πλησιάζομε την κτίση προς τελείωσή μας για άλλο λόγο, παρά μόνο για το άκρο Ένα που προβάλλει μέσα σ' αυτή. Σε όσα πάλι είναι άναρχα και προήλθαν από το Ένα με τρόπο φυσικό, πλησιάζομε όχι για κάτι αλλο, αλλά γι' αυτά τα ίδια και για Εκείνο από το οποίο προέρχονται. Αυτά είναι που αξίζει πράγματι να πλησιάζομε καθ' εαυτά, και αυτών είναι κατά τρόπο άμεσο και φυσικό το κορυφαίο Ένα· ή μάλλον, αυτά ανήκουν στο άκρο και κορυφαίο Ένα κατά τρόπο άμεσο και, όπως είπαμε, φυσικό. Αυτά λοιπόν δεν πρέπει μόνο να τα πλησιάζομε, αλλά και να προσκολλόμαστε σ' αυτά και διά μέσου αυτών να σπεύδομε να μιμούμαστε και να αποτυπώσομε το πρώτο και ένα Καλό, ώστε έτσι με τη συνεργεία και τη βοήθεια της χάρης ν' αποκτήσομε το αξίωμα της κατ' εικόνα και ομοίωση δόξας του Θεού. Γι' αυτό, όταν παρατηρούμε ορθά τα όντα που προήλθαν από την Αιτία με τη δημιουργία, συμβαίνει να ανυψώνομε το νου μας στη θέα του Ενός και να τον ενώνομε με την ενιαία έννοια του υπερκοσμίου Ενός απόλυτα και απλά, αν βέβαια ο νους τα ατενίζει αυτά όπως πρέπει. Στην περίπτωση τώρα αυτών που προήλθαν από την Αιτία με τρόπο φυσικό, όταν ο νους πράττει σύμφωνα με αυτά ή παίρνει μορφή σύμφωνη με αυτά, είναι δυνατό μέσω αυτών να ενώνεται μ' εκείνο το απόλυτο Ένα. Γι' αυτό, από το σύνολο όσων προήλθαν από την Αιτία, είτε με τρόπο φυσικό είτε με δημιουργικό, ο νους συνηθίζει να συνάγεται προς το διάφορο από αυτά Ένα, φυσικώς ή πρακτικώς ή και θεωρητικώς βέβαια. Και ό,τι χρησιμοποιώντας ο νους, είτε ένα είτε πολλά, φυσικά ή δημιουργημένα, δεν το χρησιμοποιεί για το Ένα, ούτε για να συγκεντρώσει τον εαυτό του πρός το πρώτο Ένα και να ατενίσει προς Εκείνο με αγία μετοχή και βοήθεια του φωτίζοντος Πνεύματος κατά τρόπο απλό, ενοειδή και μονοειδή, αυτό του λογαριάζεται ως αμαρτία, ακόμη και αν η χρήση αυτή του φαίνεται σαν κάτι καλό. Γιατί όλα όσα δημιουργήθηκαν από το Ένα, οδηγούν στο Ένα όταν τα μεταχειριζόμαστε όπως πρέπει, όπως λέει ο μέγας Διονύσιος: «Κάθε φωτοφάνεια που δίνεται σ' εμάς από τον Πατέρα με αγαθότητα, μας ανυψώνει ως ενοποιός δύναμη και μας γεμίζει και μας επαναφέρει προς την ενότητα και τη θεοποιό απλότητα του συναγωγού Πατέρα· γιατί από Αυτόν προήλθαν τα πάντα και Αυτόν έχουν σκοπό τους». Αν όμως δεν οδηγούν στο Ένα, τότε είναι παρά τη φύση τους· και η χρήση τους, όταν δεν γίνεται όπως είπαμε, γίνεται έξω από τη λογική.

18. Υπάρχει πράξη που προηγείται της θεωρίας και υπάρχει πράξη που ακολουθεί τη θεωρία. Η μία εκτελείται σωματικά με σκοπό να χαλιναγωγήσει τις ορμές του σώματος και να το ασκήσει σιγά σιγά να φέρεται εύτακτα, για να δώσει τη δύναμη στο νου να περάσει ελεύθερα στα δικά του, τα οποία είναι τα νοητά, κι εκεί να εργάζεται με επιτυχία το ωφέλιμο σ' αυτόν. Η δεύτερη αρχίζει από το νου και την πνευματική νόηση και συνάγεται προς το υπέρ νουν, που είναι ο Θεός. Όταν προσεγγίσει σ' Αυτόν ο νους, φτάνει στό ένα, γιατί ο Θεός είναι Ένα. Και ο νους λοιπόν ενώνεται με τον εαυτό του σε ένα και γίνεται αδιαίρετος. Γιατί το Ένα, οταν το θεωρούμε, γίνεται πρόξενο της ενότητας και της θεόμορφης απλότητας, καθώς είναι ασυμβίβαστο να θεωρεί ο νους το Ένα και να μην είναι και αυτός απλό ένα. Όταν όμως ο νους βλέπει όντα χωρισμένα και σύνθετα, αναγκαστικά διαιρείται και γίνεται ποικίλος. Απλό Ένα είπα αυτό που υφίσταται καθ' εαυτό απλό. Επειδή ό,τι είναι ο νους, υπόκειται σε μεταβολή κατά την ενέργεια, ενώ στην ουσία του είναι απλός, είναι ανάγκη ο νους να είναι ένα και κατά την ενέργεια όταν βλέπει το Ένα. Αν όμως ο νους βλέπει το Ένα, αλλά ο ίδιος έχει διαιρεθεί τουλάχιστο σε δύο, τι θα κάνει το σκέλος εκείνο που είναι χωρισμένο από το άλλο που βλέπει το Ένα; Ή βλέπει δηλαδή κάτι άλλο, ή δεν βλέπει· κι αν δεν βλέπει, αυτό συμβαίνει ή γιατί δε θέλει, ή γιατί είναι αμβλυμένο, ή ίσως γιατί είναι φτιαγμένο για άλλο είδος δράσεως και όχι για την δράση. Αν υποθέσει κανείς ότι βλέπει κάτι άλλο, τότε είναι φανερό ότι ο νους δε βλέπει το απλώς Ένα, αλλά παράλογα βλέπει δύο- κι αφού βλέπει δύο, δεν μπορεί ο ίδιος να είναι ένα, γιατί χωρίζεται, όπως δείξαμε, σ' εκείνα που θεωρεί. Ας δούμε τώρα την περίπτωση, όπου το ένα σκέλος του νου να μη βλέπει, είτε γιατί δε θέλει, είτε γιατί είναι αμβλυμένο, είτε γιατί είναι στραμμένο σε άλλο είδος ενέργειας. Το πρώτο είναι αδύνατο, γιατί δεν είναι δυνατό να βρεθεί σε αργία ούτε ακαριαία για μια βραχύτατη στιγμή ο λογικός νους· το δεύτερο είναι άτοπο, γιατί αν ένα σκέλος είναι αμβλυμένο και άλλο οξύ, ο νους θα ήταν σύνθετος και όχι απλός, αφού θα αποτελούνταν από ανόμοια μέρη· το ίδιο θα συμβεί και αν το ένα σκέλος του βλέπει, ενώ το άλλο είναι στραμμένο σε κάποια άλλη ενέργεια, γιατί και τούτο παρατηρείται στα σύνθετα, μα είναι ολότελα απαράδεκτο να λεχθεί για το νου που είναι απλός. Γι' αυτό λοιπόν, αν ο ενιαίος και απλός νους παρατηρήσει το απλώς Ένα, είναι ένα κι αυτός κατά την ενέργεια· κι αν είναι απλώς ένα, τότε βλέπει το απλό Ένα. Οποιαδήποτε λοιπόν πράξη ή θεωρία οφείλει αναγκαστικά να κατευθύνεται προς το υπέρ νουν Ένα. Διαφορετικά, δε θα επιτύχει τίποτε, αλλά θα αποδειχτεί και μάταιη η πράξη και η θεωρία του νου. Θα φανεί δηλαδή ο νους πρόξενος παθών, καθώς θα βρίσκεται σε διαίρεση και δε θα κινείται ενοειδώς με αίσθηση ψυχής προς την ένωση με το υπέρ νουν Ένα. Η ένωση αυτή γνωρίζει να λαμπικάρει και να καθαίρει τη θεωρητική δύναμη του νου, η οποία ανυψώνεται και αποβλέπει προς το Ένα και προσηλώνεται σ' Εκείνο, από το οποίο και μέσω του οποίου προήλθαν και μέσα στο οποίο είναι τα πάντα, και μέσα στο οποίο και γίνεται και είναι και υπάρχει.

19. Το ακρότατο από όλα τα επιθυμητά είναι η υπέρλογη ένωση της ψυχής με το Θεό. Για τη θεία αυτή ένωση είναι απαραίτητη η θεία ομοίωση· για τη θεία ομοίωση είναι απαραίτητο να ενεργεί κανείς νοερά, δηλαδή να θεωρεί. Γιατί τέτοιο είναι και το Θείο και από το «θεωρείν» του δόθηκε το όνομα Θεός. Αλλά η θεωρία ανεβαίνει ευθύς στην έννοια του Θεού. Γιατί παντού και σε όλα εμβάλλει ο Θεός ένα είδος ακτίνες για τον θεωρητικό νου, και ο θεωρός νους έχει αντικείμενό του το Θεό. Και Θεός είναι το υπερκόσμιο Ένα. Η δε φύση του νου είναι να γίνεται όμοιος, κατά την ενέργεια, μ' εκείνα που βλέπει. Το δηλώνει τούτο η θεολόγος γλώσσα του θειοτάτου Γρηγορίου που λέει «να δούμε και να πάθομε τη λαμπρότητα του Θεού». Γιατί ό,τι έχει δει ο νους, αυτό και έχει πάθει, ή μάλλον τέτοιος έχει γίνει. Γιατί, όπως λέει ο Πέτρος ο Δαμασκηνός, ο νους βάφεται σύμφωνα μ' εκείνα που θεωρεί. Και όπως όταν βλέπει τα διαιρεμένα και ποικίλα διαιρείται κι αυτός και ποικίλλεται, κατά τον ίδιο τρόπο, όταν ανεβεί στην ενατένιση του υπερκοσμίου και απλού Ενός, γίνεται ακολούθως και αυτός ένα, όπως προείπα. Όταν τώρα εισέλθει στο Ένα, τότε βλέπει το άναρχο και άπειρο και ασχημάτιστο και απλό, γιατί τέτοιο είναι το Ένα· για τούτο λοιπόν γίνεται και αυτός κατά την ενέργεια άναρχος, άπειρος, ασχημάτιστος και απλός. και αφού «πάθει» αυτή την αλλοίωση, εξομοιώνεται με το Θείο, όσο είναι δυνατόν. Και από εκεί επεκτείνεται προς το κορυφαίο όλων των επιθυμητών, τη θεία και υπέρλογη και άρρητη ένωση, που είναι ο έσχατος κατά Θεόν σκοπός. Πρέπει λοιπόν με κάθε τρόπο να βιάζεται ο νους να ανυψώνεται και να αποβλέπει με τη βοήθεια του Πνεύματος προς τη θεωρία και την ενατένιση του υπερκοσμίου Ενός.

20. Όταν ο νους βρίσκεται μέσα σε πολλά ή έστω και σε δύο, είναι φανερό ότι δε βλέπει το απλώς Ένα. Γι' αυτό και είναι περιορισμένος και πεπερασμένος και θαμπός, γιατί τέτοια είναι όσα δεν είναι απολύτως απλά. Όταν όμως έρθει σε ανέπαφη επαφή με το πραγματικά Ένα, ατενίζοντάς το με τη χάρη του Πνεύματος νοερά και χωρίς αισθητά μάτια, τότε γίνεται άναρχος, άπειρος, αόριστος, ασχημάτιστος και άμορφος, περιβάλλεται την αφωνία και ασκεί σιωπή μέσα σε έκπληξη· γεμίζει από ευχαρίστηση και «πάσχει» τα ανεκλάλητα. Μην πεις όμως ότι λέω πως ο νους γίνεται άναρχος και άπειρος και αόριστος κατά την ουσία του· όχι, αλλά γίνεται κατά την ενέργεια, αφού εκείνο που αλλάζει στο νου δεν είναι η ουσία του αλλά η ενέργεια. Γιατί αν άλλαζε κατά την ουσία με το να δει και να «πάθει» τη θέωση, δηλαδή να θεωθεί από τη θεωρία του Θεού, θα ήταν θεός κατά την ουσία. αλλά το να είναι θεός κατά την ουσία δεν το έχει ούτε και κανένας από τους Αγγέλους, εκτός από τον μόνο και ύψιστο και ένα Θεό. Αν λοιπόν είναι άτοπο να πούμε ότι ο νους θεώνεται κατά την ουσία του, απομένει να πούμε ότι αυτό το πάσχει με την ίδια την δράση. Άρα ο νους έχει στη φύση του να αλλοιώνεται όχι στην ουσία του, αλλά στην ενέργειά του. Εξάλλου αν μεταβάλλεται από τη φύση του ο νους, όπως είπαμε, ανάλογα με αυτά που θεωρεί, και αφού θεωρεί όχι τη θεία ουσία αλλά τη θεία ενέργεια, άρα ούτε ο ίδιος δεν αλλοιώνεται κατά την ουσία, αλλά κατά την ενέργεια.

21. Τα πάντα, μετά την έκλαμψή τους, ας πούμε έτσι, από το υπερκόσμιο Ένα, δεν απομακρύνθηκαν ολότελα από Αυτό, από το οποίο πήραν τη γένεση, αλλά σ' Εκείνο μέσα όπως έγιναν, έτσι και συγκρατούνται και τελειοποιούνται. Και δεν υπάρχει κανένα απ' όλα τα όντα, στο οποίο να μην υπάρχει απόρροια και κάτι σαν οσμή εκείνου του δημιουργικού και απόλυτου Ενός. Και όλα όσα μετέχουν στο είναι, μόνο που δεν κραυγάζουν υποδεικνύοντας, όχι το υπερκόσμιο Ένα (γιατί αυτό είναι εγκατεστημένο πάνω από οποιαδήποτε θεωρία ή νόηση), αλλά κάποια ακτίνα του υπερκοσμίου Ενός. Επειδή λοιπόν όλα κηρύττουν μεγαλόφωνα το Ένα και όλα κλίνουν προς το Ένα, και αυτό το υπερκόσμιο Ένα προβάλλει τον εαυτό του δια μέσου όλων των όντων στο νου, γι' αυτό είναι ανάγκη ο νους να χειραγωγείται και να ποδηγετείται και να κατευθύνεται προς το υπερκόσμιο Ένα. Από τη μια τον αναγκάζουν τα πολλά όντα με την πειστική φωνή τους· από την αλλη, επειδή το δημιουργικό Ένα, για το οποίο ήδη γίνεται λόγος, θέλει από περίσσεια αγαθότητας να το βλέπει ο νους, για να δέχεται μέσα σ' Αυτό τη ζωή, όπως λέει το ίδιο το ανέκφραστο Ένα: «Εγώ είμαι η ζωή», και: «Αυτή είναι η αιώνια ζωή, να γνωρίζουν Εσένα τον μόνο αληθινό Θεό». Κι όπως λέει αλλού η Γραφή: «Αναζητήστε με θέρμη το Θεό και θα ζήσει η ψυχή σας»· γιατί από την αναζήτηση προέρχεται η όραση, κι από αυτήν η ζωή. Και ακόμη, για να χαίρεται ο νους και να φωτίζεται και να ευφραίνεται, όπως λέει ο Δαβίδ: «Όλοι όσοι ευφραίνονται, έχουν την κατοικία τους σ' Εσένα», και: «με το φως Σου θα δούμε φως». Αλλιώς, γιατί δημιούργησε το νου θεωρό Του και γιατί διέσπειρε τα σχετικά με τον εαυτό Του σε όλα τα όντα, δια μέσου των οποίων, σαν από θυρίδες, προβάλλει με νοερή λάμψη στο νου και τον θέλγει με την έλλαμψη, κινώντας τον προς τον εαυτό Του;

22. Ο Θεός, ο οποίος είναι το τριαδικό αγαθό Ένα, ό,τι δημιούργησε, το δημιούργησε με τη θέλησή Του. Και βέβαια, ό,τι θέλει ο Θεός, είναι άκρο αγαθό, γιατί η αγαθότητα είναι φύση του Θεού. Δημιούργησε λοιπόν το νου θεωρό του εαυτού Του και των ιδιωμάτων Του, πράγμα που συνάγει σε ένα αυτόν που θεωρεί. Ήθελε λοιπόν ο Θεός να είναι ο νους θεωρός Του, και γι' αυτό είναι τούτο άκρως αγαθό. Ο Θεός είναι το απόλυτο και απλό Ένα, και είναι άκρως αγαθό, όπως αποδείχτηκε, ν' ατενίζει και να συνάγεται ενοειδώς ο νους προς Αυτό.

Συνεχίζεται

9 σχόλια:

  1. Ανώνυμος18/12/16 1:02 μ.μ.

    όταν ο νους στην αυτοκινησία του ατενίζει τα σχετικά με το Υπερούσιο Εν δια της φαντασίας, αυτό δηλαδή που πέτυχε κατά κάποιο τρόπο ο Πλάτωνας, σημαίνει ότι έχουμε εμπειρία του κάλλους, της δικαιοσύνης, της σοφίας του Θεού;Η δια της φαντασίας προσέγγιση σημαίνει και εμπειρία ή όχι: Δεν απαιτείται για την εμπειρία των σχετικών με τον Θεό αντί της φαντασίας η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η φαντασία στήν φιλοσοφία είναι η εικόνα, η θεωρία. Πιό κάτω αναφέρεται στήν Αγιοπνευματική εμπειρία. Απαιτείται ο νούς, τόν οποίο δέν διαθέτουμε πλέον σήμερα καί μάς δυσκολεύουν οι Αρχαίοι καί οι Πατέρες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος13/3/17 7:13 μ.μ.

    Με πιο τρόπο χάσαμε το νου σήμερα και δεν το διαθέτουμε; Ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Είναι παραχωμένος όπως λέει καί ο Παίσιος. Στήν θέση του έχουμε τό Εγώ. Καί δέν μαθαίνουμε, δέν ακούμε.Δυναμώνουμε απλώς τήν γνώμη μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. χαλαρωσε13/3/17 11:42 μ.μ.

    ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΥΜΕ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΑΜΑΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ο Νίτσε είναι ο μεγάλος δάσκαλος. Από τό μεγάλο του πάθος νά οραματιστεί τήν λυτρωτική αλήθεια οραματίστηκε τίς σκέψεις του αλλά αντί νά λυτρωθεί τρελλάθηκε. Γνωρίζουμε μόνο αυτό πού φτιάχνουμε. Κάντ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ανώνυμος14/3/17 4:28 μ.μ.

    Επίσης δεν καταλαβαίνω την εννοια του μη όντος, του Ενός π.χ. Υπάρχει κάποιο από τα κείμενα που ανάρτησες για να διαβάσω και ξεστραβωθώ γιατί οι καιροί είναι και δύσκολοι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Τό Ενα σάν μή-όν σημαίνει άκτιστο, άφατο, απερινόητο. Είναι η υπερούσιος ουσία. Στό ίδιο τό Μυστήριο τής αποφατικής θεολογίας ανήκουν καί οι Υποστάσεις οι οποίες καλύπτονται επίσης από τό άρρητο Μυστήριο. Αυτό τό ΕΝ λέγεται καί Γνόφος Αγνωσίας εισερχόμενος στόν οποίο ο Μωυσής είδε μόνον τά οπίσθια τού θεού. Τίς άκτιστες ενέργειες τής Αγίας Τριάδος. Τό ίδιο μαθαίνουμε καί από τόν Κύριο. Πάρε τόν σταυρό σου καί ακολούθησέ με.Στό άγνωστο. Οι λατίνοι οι οποίοι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν τήν ουσία τού Θεού ή ότι τήν γνώρισε ο Ακινάτης, όπως ο Αυγουστίνος γνώρισε τίς Υποστάσεις ότι είναι ενδοτριαδικές σχέσεις, αναφέρονται στίς δύο φύσεις τού Χριστού, αγνοώντας τό γεγονός ότι η Υπόσταση τού Υιού ένωσε τίς δύο φύσεις, καί ότι δέν υπάρχει ουσία ανυπόστατος. Τέλος πάντων ο ίδιος ο Αγγελικούδης πραγματεύεται τό θέμα στό κείμενο στό οποίο αποκαλύπτει τήν γύμνια τής λατινικής δοξασίας. Αναλύοντας τό κατά τών Ελλήνων τού Ακινάτη. Θέλει υπομονή καί πείσμα απλώς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ο μέλας ζωμός εγκρύπτεται 'στο τελευταίο σου σχόλιο που αποδίδει την ουσία των πραγμάτων και ερμηνεύει την πολυκέφαλη πλάνη των εσχάτων μας ημερών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή