Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (24)

Συνέχεια από:Τετάρτη 16 Μαίου 2018

Προλεγόμενα σε μία φιλοσοφική Χριστολογία
Του Xavier Tilliette.

6. D.F. Strauss.
Ο Χέγκελ δέν θέλησε να υποχωρήσει απο την Χριστολογική ιδέα, απο την ιδιαίτερη πάντοτε ιστορική καταγωγή λοιπόν, τής απολύτου θρησκείας, τής θρησκείας τού πνεύματος. Η αμεσότης, η ουσιαστικότης τού ατόμου, είναι η έσχατη στιγμή τής υποκειμενικότητος του πνεύματος. Είναι αναγκαίο να εμφανισθεί ο Θεός σε μία ιδιαίτερη ατομικότητα, κατ'αποκλειστικότητα των άλλων, διότι σ'αυτή την συνθήκη η ενότης του ανθρώπου με τον Θεό είναι μία αισθητή βεβαιότης για όλες τις άλλες συνειδήσεις. Μία τέτοια ατομικότης είναι ο Ιησούς. Γύρω απο αυτές τις προϋποθέσεις άναψε μία συζήτηση, αμέσως μετά την "Ζωή του Ιησού" του Στράους, η οποία θορύβησε τους Θεολόγους και τους Εγελιανούς. Οι συντηρητικοί φονταμενταλιστές ύψωσαν τις ασπίδες. Ο Στράους δέν χρειάστηκε να πολεμήσει απο τα αριστερά του απο την στιγμή που η πρόθεσή του παρεξηγήθηκε ολοκληρωτικώς. Αλλά η εκρηκτική αντίδραση της Εγελιανής δεξιάς, όπως και οι αντιπρόσωποι τού κέντρου όπως ήταν οRosenkranz ήταν απρόβλεπτη. Ο Στράους, ο οποίος δέν επιθυμούσε να διαφωνήσει με τον δάσκαλο, παρατηρεί ότι ο Χέγκελ διακρίνει καθαρά το φιλοσοφικό θέμα: ο Θεός έστειλε τον Υιό Του, αντικείμενο της πίστης με την πιστοποίηση τού Αγίου Πνεύματος, απο το ιστορικό θέμα, όπως το διακρίνει και απο το νομικό: αυτός ο Υιός είναι ο Ιησούς, ο ξυλουργός ; το οποίο είναι αντικείμενο της παραδόσεως και της έρευνας. Πάνω σ'αυτό το θέμα ο Χέγκελ είναι πολύ ελαστικός. Και όμως παρ'όλα αυτά εν τέλει ταυτίζει τον Θεό που έγινε άνθρωπος με τον Ιησού της Ναζαρέτ. Ο Στράους καταγράφει με βαρειά καρδιά αυτό το συμπέρασμα, παρατηρώντας όμως ότι αυτή είναι η πίστης της κοινότητος και επομένως, η αυτοσυνειδησία της κοινότητος είναι ο αληθινός φορέας της πίστεως με  πιό πλούσιο περιεχόμενο, πιό ανεπτυγμένο, απο την συνείδηση του Χριστού. Ακόμη και η ιδέα η οποία εξαντλείται σε ένα άτομο προσλαμβάνεται σαν φθορά και εξαφανίζεται σαν ιδέα : το άτομο, όσο μεγάλο κι'άν είναι, είναι ένα πολύ στενό δοχείο ώστε να μπορέσει να δεχθεί όλο το περιεχόμενο της ιδέας. Έτσι εάν ο Χριστός δέν είναι αξεπέραστος, όμως παρ'όλα αυτά δέν έχει ξεπεραστεί. Αυτό ήταν το συμπέρασμα της "Ζωής του Χριστού" και ο Στράους δέν το ξαναθίγει.
          Παρ'όλα αυτά, στην τρίτη έκδοση του 1838, υπολογισε τον αντίπαλο και εκθείασε την μεγαλοφυή μορφή, ασύγκριτη, ίσως αξεπέραστη, του Ιηού της Ναζαρέτ, χωρίς όμως να φθάσει να τον αποδεχθεί σαν τον μοναδικό φορέα της ιδέας. Κατάλαβε ότι η ανθρωπότης είναι μία πολύ αφηρημένη έννοια, πολύ απορροφητική, για να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί σαν πραγματοποίηση στην ιδέα, απο την στιγμή που το καθολικό πραγματοποιείται μόνο εξατομικευμένο. Η ανθρωπότης λοιπόν δέν είναι το ανθρώπινο είδος, είναι ένα σύνολο ατόμων τα οποία εξασφαλίζουν την υποκειμενικότητα τής ουσίας και συμπληρώνονται μεταξύ τους: με τους όρους του Χέγκελ "άτομα καθόσον υποκειμενικότητες οι οποίες πραγματοποιούν την ουσιαστικότητα" σύμφωνα με την παράγραφο 348 της φιλοσοφίας του Δικαίου! Αυτοί είναι οι "εκλεκτοί φορείς της Θείας ζωής". Η ενέργεια τής ιδέας ξαναρχίζει απο τον έναν στον άλλον, η σειρά είναι ανοιχτή, δέν υπάρχει περιορισμός. Παρότι δέ στην σκορπισμένη θρησκευτική τάξη, η ορμή φαίνεται αποξηραμένη, η προσωπικότης  του Χριστού είναι υπέρτατη μόνον συγκρητικά, επομένως ασύγκριτη. Παρ'όλα αυτά ο Στράους προσφέρεται να αποδεχθεί, οτι, εάν οι ιστορικο-κριτικές μελέτες, ιδιαιτέρως στον Ιωάννη, αποδώσουν στον Ιησού την πλήρη συνείδηση της ενώσεως του με τον Θεό, αυτός τότε θα ήταν ανώτερος απο κάθε άλλον "ενσαρκωμένο Θεό, Άνθρωπο-Θεό", στον υπέρτατο βαθμό της ενώσεως με τον Θεό. Έτσι οι εσωτερικοί εχθροί, ο Χέγκελ και ο Σλαϊερμάχερ, μ'αυτόν τον τρόπο είναι βιαστικά συμβιβασμένοι.
          Ο Στράους δέν στηρίζεται σ'αυτή την πλευρά του θέματος, καθώς ο ίδιος ο Χέγκελ το τοποθετεί στην περιοχή της αναπαραστάσεως. Είναι μία στιγμή, η οποία φανερώθηκε στον θάνατο του Ιησού, στην πρόοδο της επιστροφής στο εις εαυτόν που επηρεάζει την διάχυση του πνεύματος. Το μέρος προσλαμβάνεται εκ νέου απο το καθόλου. Ίσως ο Στράους δέν συνέλαβε στην ακρίβεια και την καθαρότητα του το οξύμορον του θανάτου του Θεού, ο οποίος ολοκληρώνει την ανθρωπότητα του Θεού. Το άκρον του τέλους της ενέργειας είναι η μεσολάβηση: μέσα στην απόλυτη αντίφαση και αρνητικότητα του θανάτου δένονται ο άνθρωπος και ο Θεός. Είναι μία πιό σκληρή σημασία απο εκείνη που διατήρησε ο Στράους : να απαλλαχτούμε απο το ανθρώπινο, να το ξεγυμνώσουμε ! Το ξεκαθάρισμα εκ των υστέρων της φιλοσοφίας της θρησκείας μέσω της αλληγορικής μεθόδου της φαινομενολογίας δέν είναι μία καλή μέθοδος. Η ιδιαιτερότης που διέρχεται στην καθολικότητα, η μεταμόρφωση στο πνεύμα το οποίο "ζεί στην κοινότητα, πεθαίνει και ανασταίνεται σ'αυτή καθημερινώς". Η δεύτερη αλλοίωση (ο θάνατος) εκμηδενίζει την πρώτη (την αισθητή παρουσία). Μοιάζει σαν να αντιθέτει, στο χωρίο της "φιλοσοφίας της θρησκείας" που αφορά τον άνθρωπο που γνωρίζει ότι είναι Θεός, στην Θεία αυτοσυνειδησία του ατόμου, το χωρίο της φαινομενολογίας το οποίο απαγορεύει την οπισθοδρόμηση στην αισθητή καταγωγή και στην άμεση ύπαρξη, σαν μία πτώση στην πνευματική αδράνεια.
          Απο την Εγελιανή διακύμανση, ο συγγραφεύς της Ζωής του Χριστού, ακόμη και στην ορθόδοξη περίοδό του, εξάγει ένα επιχείρημα εναντίον της Εγελιανής δεξιάς, συμπεριλαμβανομένου και του Bruno Bauer, ο οποίος δέν είχε ακόμη ξεκινήσει τήν "Σάλπιγγα της παγκόσμιας Κρίσεως", αλλά ο οποίος αμέσως μετά απο αυτή την ομοβροντία εναντίον του Στράους, θα άλλαζε πλήρως τις μπαταρίες του. Εξ'άλλου ο Μπάουερ δέν είναι ένας αμελητέος αντίπαλος. Αυτός συμπεραίνει (δι'απαγωγής) απο την καθαρότητα του Καθολικού, εδώ απο την ανθρώπινη φύση, την αναγκαιότητα τής υπερφυσικής εννοιολογήσεως (της παρθενίας) του Ιησού-μάλιστα δέ σ'αυτό το θέμα και ο Στράους παρατήρησε πώς ακόμη και η μητέρα περίσσευε και ότι έπρεπε να φαντασθούμε όπως και οι γνωστικοί ένα όν να πέφτει απο τον ουρανό. Η απάντηση δέν είναι και τόσο τυπική (απο την στιγμή που η παρθενική σύλληψη διαφεύγει πλήρως απο τους φυσικούς νόμους). Ο Μπρούνο Μπάουερ όμως επεκτείνεται, όταν κυττάζοντας την ιστορική καθολικότητα, απορρίπτει την ειδωλολατρεία και τον Ιουδαϊσμό, οι οποίοι είναι φυσικώς στείροι διότι είναι πνευματικώς άγονοι. Και έτσι ο πτυχιούχος της Θεολογίας αποδέχεται την παρουσία μόνον της Παρθένου και του πνεύματος, στην πιό καθαρή γνωστική παράδοση. Σ'αυτό το πολύ υψηλό επίπεδο το θαύμα δέν σοκάρει πλέον και η Ανάσταση του Χριστού είναι το αποτέλεσμα της τέλειας σχέσης του πνεύματος με την σωματικότητα. Μ'αυτό το κριτήριο, φέρνει την αντίρρηση του ο Στράους, ο θάνατος κινδυνεύει να είναι μόνον φαινομενικός. Αλλά ο Μπάουερ είχε προβλέψει την αντίρρηση: δέν είναι φαινομενική αλλά στιγμιαία, μία διακοπή της ενέργειας τού πνεύματος. Και ο Στράους με την σειρά του αναρωτιέται: είναι δυνατός ο θάνατος, όταν η Κυριαρχία του πνεύματος στο σώμα είναι τέλεια; Ο Στράους λοιπόν διατηρεί το προηγούμενο συμπέρασμά του: δέν ανήκει στον τρόπο της ιδέας να διοχετεύει σ'ένα μόνον άτομο την πληρότητά της και να αποφεύγει όλους τους άλλους. Ούτε στον τρόπο ούτε στην φύση, όπως ισχυριζόταν ο Rosenkranz, ο οποίος συνέχεε το άτομο με ένα άτομο. Εξίσου όμως να δηλώνουμε ότι ένας νέος Χριστός θα ήταν εντελώς περιττός όσο και ένας άλλος Αδάμ, προϋποθέτει ότι ο Χριστός ήταν προορισμένος σαν η απόλυτη ενσάρκωση.          
          Παρ'όλα αυτά ο Στράους επαναλαμβάνει την σπουδαία του σύλληψη, σαν μία τελευταία κίνηση καλής θελήσεως: είναι δυνατόν να σκεφθούμε ένα άτομο το οποίο είναι το τέλος της μεσολαβήσεως ανάμεσα στο Θείο και στο ανθρώπινο, καθώς η αυτοσυνειδησία του θα ήταν αυτή του η σύμπτωση, αλλά για την αναγκαιότητα του δέν είναι δυνατόν να υπάρξει φιλοσοφικό συμπέρασμα. Εξίσου δέν υπάρχει φιλοσοφική απόδειξη, αλλά μόνον ιστορική, ότι ο Ιησούς και μόνον αυτός, έφτασε για πάντα, αυτό στο οποίο δέν υπάρχει κάτι πέραν αυτού, την θρησκευτική ανάπτυξη!
          Αυτή η πρόχειρη σύλληψη του Στράους χαράζει το όριο της υπερβατικής Χριστολογίας αλλά όχι μίας φιλοσοφικής Χριστολογίας εφαρμοσμένης στην Χριστιανική Θετικότητα! Η μετέωρη ιδέα μπορεί ή να χαθεί, με τον Φώυερμπαχ, στον γενικό άνθρωπο και στον νέο προμηθέα και να "αναπνέει σ'έναν λαό Θεών", ή επίσης, με τον ίδιο τον Στράους, να μοιραστεί σε εκλεκτούς φορείς, σε Χριστοφόρους (στην εκπληκτική εργασία του Costantin Brunner είναι μόνον δύο, ο Χριστός και ο "αμνός" Σπινόζα), ή ακόμη με τον Χέγκελ, να μαζευτεί στην Εκκλησιαστική κοινότητα μαρτυρώντας την ζωντανή πίστη. Σε κάθε περίπτωση, η ιδέα-το ιδανικό-είναι αντικείμενο της συνειδήσεως, τής βεβαιότητος. Αυτή μπορεί επίσης να αποκαταστήσει τον ιερό φορέα, να φανερωθεί σε μία υποκειμενικότητα της οποίας είναι το Είναι και η ζωή. Η ιδέα εσωτερικεύεται, γίνεται αυτοσυνειδησία. Αυτό είναι το θέμα το οποίο ειναι Θεολογικά, τόσο δύσκολο, της (αυτο)συνειδήσεως του Χριστού, στο οποίο η φιλοσοφία δέν θα μπορούσε να σιωπήσει.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: