Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Αναλφάβητοι, αλλά ξερόλες

Χρήστος Γιανναράς
Χρήστος Γιανναράς
Η ιστορική επιβίωση της κρατικής υπόστασης του Ελληνισμού είναι συνάρτηση κάποιων παραγόντων. Δύσκολο να συμφωνήσουμε οι σημερινοί Ελληνώνυμοι στον καθορισμό τους. Ο κάθε ένας από μας είναι απολύτως βέβαιος ότι «ξέρει». Από ερασιτεχνικά ψιλοδιαβάσματα, από ακούσματα ανεύθυνων συζητήσεων στην τηλεόραση, από προσκόλληση σε γοητευτικούς «ανθρώπους του πνεύματος». Ξέρει ποιοι παράγοντες εξασφαλίζουν την ιστορική μας επιβίωση. Ξέρει και πώς διαβαθμίζεται η σπουδαιότητα αυτών των παραγόντων.
Ετσι, το ζητούμενο γίνεται ένα και μοναδικό: Πώς να συντονίσουμε τη δεδομένη, πολύ διευρυμένη (και αράγιστα παγιωμένη) γνώση, να συμβιβάσουμε τόσες αξιωματικές πεποιθήσεις. Δηλαδή, πώς θα πάψουμε να τα ξέρουμε όλοι όλα. Πώς θα αναχαιτισθεί η αντικοινωνική, αλλά δυσκατάσχετη λοιμική της δοκησισοφίας.
Πληθωρικά υπέρμετροι οι Ελληνώνυμοι, που δεν έχουν ανοίξει ποτέ βιβλίο, πέρα από τα σχολικά. Κι όμως έχουν γνώμη για τον Βενιζέλο και τον Μεταξά, τον Κοραή και τον Ιωνα Δραγούμη, τον Καποδίστρια και τη Βαυαροκρατία, την «εθνική αντίσταση» ως άλλοθι εξωραϊστικό της ζαχαριαδικής ένοπλης παραφροσύνης. Το ελλαδικό κράτος είναι αδιέξοδα βυθισμένο σε εξωφρενικά εξευτελιστικές δουλείες και ζει κάτω από ατιμωτικές αυθαιρεσίες της Αγκυρας, επειδή οι Ελληνώνυμοι «ξέρουμε» τι ψηφίζουμε, οι «πολιτικές» μας πεποιθήσεις είναι «προοδευτικά» απολιθωμένες.

Βέβαια, σε διεθνή πια κλίμακα σήμερα, τα συστήματα οργάνωσης και λειτουργίας του ανθρώπινου βίου θεμελιώνονται στην ενεργό κατάφαση της δοκησισοφίας, στην καλοστημένη ψευδαίσθηση της εγωτικής αυτεξουσιότητας. Κάθε προϊόν που θέλει να επιβιώσει στην αγορά, τοπική ή και διεθνή, ακολουθεί την ίδια παντού συνταγή: Να πείσει τον καταναλωτή ότι το προϊόν προορίζεται για χρήστες εξαιρετικά ευφυείς, μοντέρνους, ελκυστικούς, θεληματικούς. Οποιος προτιμάει το συγκεκριμένο προϊόν «ξέρει τι κάνει». Ξέρει να εκτιμά την ποιότητα, να αξιολογεί το καλύτερο, να τολμάει.
Μακροπρόθεσμα και ανεπαίσθητα αυτή η μετάγγιση αυτοβεβαιότητας θωρακίζει το εγώ, τρέφει την αυταρέσκεια. Από το άρωμα και το κόσμημα (ή και από το τυρί ή το αλλαντικό) που προκρίνουμε, ώς την ποδοσφαιρική ομάδα που προτιμάμε και το κόμμα που ψηφίζουμε, οι επιλογές μας ταυτίζονται με την εγωτική μας αυτοβεβαιότητα, αφομοιώνονται και καθορίζουν την υπαρκτική μας ταυτότητα. Δεν λέμε: ο τάδε ψηφίζει ΠΑΣΟΚ ή του αρέσει ο «Ολυμπιακός» – λέμε: είναι Πασόκ, είναι «Ολυμπιακός».
Οπουδήποτε της γης σήμερα, η οργάνωση και λειτουργία της ανθρώπινης συλλογικότητας υποτάσσεται σε μεθόδους εξουσιασμού του ατόμου μέσω ευφραντικών ψευδαισθήσεων: Οι ψευδαισθήσεις δημιουργούνται και συντηρούνται όχι με συλλογισμούς, κριτικές αποτιμήσεις, θεληματικές επιλογές, χτίζονται «ανεπαισθήτως» με αθέλητες εντυπώσεις. Θα τολμούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, για τον σύγχρονο άνθρωπο, που η ψηφιακή τεχνολογία καθορίζει (όχι επηρεάζει απλώς) την καθημερινότητά του, τα όσα σήμαινε κάποτε η λέξη «πραγματικότητα» το συνιστούν σήμερα οι εντυπώσεις. Η γνωστική του ικανότητα και συγκρότηση, ο κοινωνικός του βίος, οι πολιτικές του επιλογές, οι σεξουαλικές του ενορμήσεις, οι οικονομικές του συναλλαγές, η αισθητική του καλλιέργεια, όλα είναι απότοκα εντυπώσεων. Και αξιολογούνται με κριτήριο το ευάρεστο ή δυσάρεστο των εντυπώσεων.
Στη σημερινή Ελλάδα οι θεσμοί είναι μεταπρατικοί, λειτουργούν μιμητικά, δεν γεννήθηκαν από την εγχώρια πείρα και ανάγκη. Ετσι, η υποκατάσταση της πραγματικότητας από τις εντυπώσεις γεννάει ακόμα και θεσμούς: Θα μείνει ίσως στην Ιστορία ως κορυφαίο δείγμα μικρονοϊκής κουφότητας η πρωτοβουλία «προοδευτικών» επαγγελματιών της εξουσίας να καταργήσουν τη βαθμολόγηση των επιδόσεων κάθε μαθητή στο σχολείο ή να την καταστήσουν εσκεμμένα συμβατική. «Πρόοδος» σε αυτή την οπτική είναι η ισοπέδωση όλων προς τα κάτω, η αριστεία χαρακτηρίστηκε ως «ρετσινιά» και η κριτική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών καταργήθηκε.
Ο τυραννικός ολοκληρωτισμός της προτεραιότητας των εντυπώσεων ψηλαφείται στο γεγονός ότι οι διάδοχοι των «προοδευτικών» αυτών πολιτικών δεν τολμούν να επαναφέρουν στο σχολείο την κριτική αποτίμηση, την άμιλλα, την αριστεία, μήπως και χαρακτηριστούν ασυγχρόνιστοι. Τρέμουν το ενδεχόμενο να δημιουργήσουν εντύπωση «συντηρητικού». Και το θετικό ή αρνητικό πρόσημο στη λέξη «συντηρητικός» δεν το καθορίζει η λαϊκή ορθοβουλία, το επιβάλλουν, με δόλια δεξιοτεχνία, οι χρυσοπληρωμένοι Opinion Makers των κομματικών παρασκηνίων.
Πραγματική σχιζοφρένεια στην περίπτωση των σημερινών Ελληνωνύμων και κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πού θα καταλήξουμε. Μιλάνε στα «μέσα» με λέξεις ακόμα ελληνικές, αλλά το νόημα των λέξεων (συχνά και η σύνταξη) είναι δάνειο παρμένο από τη γλώσσα της πλανητικής κυριαρχίας των «Αγορών». Η συντήρηση, π.χ., είναι λέξη ελληνική με θετικό βιωματικό φορτίο, που την κατανοούμε σήμερα με προσλαμβάνουσες εντελώς αρνητικές. Συμβαίνει το ίδιο με πάμπολλες λέξεις.
Απαιτούν από μας (οι «εταίροι» μας!) να απαλειφθούν από τα πτυχία και τα απολυτήρια η ιθαγένεια και το θρήσκευμα. Γιατί άραγε; Δεν τους αρκεί που έχει απαλειφθεί κάθε ελληνική παρουσία από το πεδίο πρωτογενούς παραγωγής; Τα οκτώ από τα δέκα βασικά είδη διατροφής μας στη σημερινή Ελλάδα εισάγονται, τα εργοστάσια παραγωγής έχουν κλείσει, η αποβιομηχάνιση είναι συνεπέστατα ολοκληρωτική, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, τα τρένα, το οδικό δίκτυο έχουν πουληθεί σε ιδιοκτήτες αδήλωτης ιθαγένειας και θρησκείας, τα «κοσμήματα» της χώρας (αρχαιότητες, μουσεία, τοποθεσίες έκτακτου φυσικού κάλλους) έχουν υποθηκευθεί για τα επόμενα ενενήντα εννέα χρόνια – γιατί ακόμα ενοχλεί τους επικυρίαρχους της ζωής μας η αναγραφή ιθαγένειας και θρησκεύματος;
Δυστυχώς, η ελευθερία και η δημοκρατία μόνο γεννιούνται. Δεν εξασφαλίζονται με συνταγές.

Την Τιμιωτέρα των Χερουβείμ


Τι να πει κανείς για τον Σταυρό αυτών των δύο μικρών αγγέλων πού δοξολογούν την Τιμιωτέρα των Χερουβείμ Κυρία Θεοτόκο, όχι με τα βιολογικά μάτια τους ,άλλα με τα πνευματικά!
trelogiannis

Μ/Κ Ταξιαρχίες έτοιμες να εισβάλλουν στα ανατολικά του Ευφράτη

Eπικίνδυνα ανεβαίνει το θερμόμετρο. Σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Άμυνας, η πολεμική αεροπορία της Τουρκίας κατέρριψε το Σάββατο μη επανδρωμένο αεροσκάφος, άγνωστης προέλευσης, το οποίο παραβίασε έξι φορές τον τουρκικό εναέριο χώρο στα σύνορα με τη Συρία.
«Ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος που παραβίασε τον εναέριο χώρο μας έξι φορές (…) καταρρίφθηκε από δύο μαχητικά μας F-16, τα οποία απογειώθηκαν» από την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ, έγραψε το υπουργείο στο Twitter, ενώ έδωσε στη δημοσιότητα φωτογραφίες του drone που καταρρίφθηκε, διευκρινίζοντας πως η προέλευσή του δεν έχει αποσαφηνιστεί.
Ραγδαίες εξελίξεις, πάντως, αναμένονται τις αμέσως επόμενες ώρες στη Συρία, καθώς τα τουρικικά στρατεύματα φέρονται να έχουν δεχθεί εντολή για άμεση ενεργοποίηση του σχεδίου επέκτασης της ουδέτερης ζώνης στις επαρχίες ανατολιά του Ευφράτη ποταμού.
Σύμφωνα με πληροφορίες του πρακτορείου Anadolu, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, άναψε το πράσινο φως από τη Νέα Υόρκη που βρίσκεται για την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον των Κουρδικών δυνάμεων, εντός των εδαφών της Συρίας.
Η ενέργεια του Τούρκου προέδρου εμπεριέχει και συμβολική σημασία, καθώς μία επίθεση εκκαθάρισης εναντίον των Κούρδων στο συριακό έδαφος, εναντιώνεται στις επιθυμίες της Ουάσιγκτον και προσωπικά του Ντόναλντ Τραμπ. Τονίζουμε ότι οι ΗΠΑ έχουν συνάψει στρατιωτική συμμαχία με τους Κούρδους, προκειμένου να απελευθερώσουν την πόλη Ράκκα από τα χέρια των τζιχαντιστών. Η στρατιωτική συμφωνία δεν έχει ανακληθεί, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες που διέρρευσαν πρόσφατα, η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να εξοπλίζει τις κουρδικές δυνάμεις.
Πηγή καί εδώ

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Κυριακή Β’ Λουκά: για την αγάπη προς τον πλησίον (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)


(Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ. στ΄, χωρία 31 έως 36)
Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΙΗ΄ του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου σχετικά με την ευαγγελική περικοπή για την αγάπη προς τον πλησίον
Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ. 5, 38-42
«Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος· Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον (:Ακούσατε ότι ελέχθη: ‘’οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος’’ (δηλαδή να ανταποδίδεις ίσο κακό προς το κακό, που σου έκανε ο άλλος). Εγώ όμως σας λέγω να μην καταληφτείτε από οργή και εχθρότητα και να μην αντισταθείτε στον πονηρό άνθρωπο αποδίδοντας κακό αντί κακού, αλλά αν κανείς σε ραπίσει στο δεξιό μέρος του προσώπου σου, γύρισε με πραότητα και υποχωρητικότητα και το άλλο μέρος του προσώπου (πρόθυμος να δεχθείς και δεύτερο ράπισμα). Και σε εκείνον που θέλει να σε οδηγήσει στα δικαστήρια, για να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και το επανωφόρι σου)».

Βλέπεις ότι δεν εννοούσε τον ίδιο τον οφθαλμό μας προηγουμένως, όταν νομοθετούσε να βγάζουμε τον οφθαλμό που μας σκανδαλίζει [Ματθ. 5, 29: «εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμα σου βληθῇ εἰς γέενναν (:Εάν όμως ο δεξιός σου οφθαλμός νοσεί και σε ενοχλεί και υπάρχει φόβος να βλάψει όλο το σώμα, βγάλε τον και πέταξέ τον μακριά από εσένα. Διότι σε συμφέρει να χαθεί ένα μέλος του σώματος, παρά να ριφθείς μαζί με όλο το σώμα στη γέεννα του πυρός (δηλαδή εάν ένα πρόσωπο πολύτιμο και αγαπητό, όπως ο δεξιός οφθαλμός, σε εξερεθίζει προς αμαρτία, χωρίσου οριστικώς απ’ αυτό και κόψε την επικοινωνία μαζί του, διότι σε συμφέρει να το στερηθείς το πρόσωπο αυτό, παρά να ριφθείς μαζί του στο άσβεστο πυρ της κολάσεως)»], αλλά έκανε λόγο για εκείνους που μας βλάπτουν με τη φιλία τους και μας ρίπτουν στο βάραθρο της απώλειας. Πραγματικά, Αυτός που τονίζει εδώ με τόση έμφαση και δεν επιτρέπει να αφαιρεί ως ανταπόδοση κάποιος τον οφθαλμό ακόμα και εκείνου που του βγάζει τον δικό του, πώς είναι δυνατόν να νομοθέτησε να βγάζουμε το δικό μας οφθαλμό;
Εάν, τώρα, κάποιος κατηγορεί τον παλαιό νόμο [τον μωσαϊκό], επειδή διέτασσε να αμυνόμαστε με αυτόν τον τρόπο, μου φαίνεται ότι είναι πολύ άπειρος από τη σοφία που ταιριάζει σε έναν νομοθέτη και ότι αγνοεί τη δύναμη των περιστάσεων κάθε εποχής και το κέρδος της συγκαταβάσεως. Διότι, εάν σκεφτεί ποιοι ήσαν τότε οι ακροατές των εντολών αυτών του μωσαϊκού νόμου, σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκονταν και πότε δέχτηκαν τη νομοθεσία αυτή, τότε θα παραδεχτεί απολύτως τη σοφία του νομοθέτη, και θα αντιληφτεί ότι ο ίδιος Νομοθέτης έθεσε και εκείνους και τους παρόντες νόμους και ακόμη, ότι κάθε μία νομοθεσία υπήρξε πολύ ωφέλιμη και δόθηκε στον κατάλληλο καιρό. Πραγματικά, εάν έδινε από την αρχή τις υψηλές και δύσκολες αυτές εντολές, ασφαλώς, ούτε αυτές θα δέχονταν οι Ιουδαίοι εκείνη την εποχή, ούτε βέβαια εκείνες τις παλαιές. Τώρα όμως αφού έδωσε την κάθε νομοθεσία στην κατάλληλη στιγμή, διόρθωσε την οικουμένη ολόκληρη διαμέσου των δύο διαθηκών [της Παλαιάς και της Καινής].
Εξάλλου, έδωσε την εντολή αυτήν τότε όχι για να βγάζουμε ο ένας τα μάτια του άλλου, αλλά για να μην απλώνουμε τα χέρια μας ο ένας εναντίον του άλλου και να τα συγκρατούμε· διότι η απειλή να πάθουμε κάτι, εμποδίζει την ορμή που οδηγεί στη βιαιοπραγία εκ μέρους μας. Και έτσι, όμως, ρίπτει σιγά-σιγά άφθονα τα σπέρματα της φιλοσοφίας, με το να ορίζει αρχικά ότι ο παθών μπορεί να αμύνεται, ανταποδίδοντας το ίδιο πάθημα· μολονότι, βέβαια, εκείνος που αρχίζει την παρανομία αυτήν είναι άξιος μεγαλύτερης τιμωρίας, πράγμα το οποίο απαιτεί και η δικαιοσύνη. Αλλά, επειδή ήθελε να αποδίδεται το δίκαιο επί τη βάσει της φιλανθρωπίας, καταδικάζει σε μικρότερη τιμωρία εκείνον που έφταιξε περισσότερο, για να μας διδάξει ότι, ακόμη και όταν πάσχουμε, πρέπει να είμαστε πολύ επιεικείς. Αφού ανέφερε, λοιπόν, τον παλαιό νόμο και τον ανέγνωσε ολόκληρο, δείχνει και πάλι ότι δεν είναι ο αδελφός που κάνει αυτές τις ενέργειες, αλλά ο πονηρός. Γι’ αυτό και πρόσθεσε: «Εγώ όμως σας λέω να μην προβάλετε αντίσταση στον πονηρό». Δεν είπε: «Να μην προβάλλετε αντίσταση στον αδελφό», αλλά «στον πονηρό», αποδεικνύοντας ότι με την υποκίνηση αυτού αποτολμώνται αυτές οι πράξεις. Έτσι, μετριάζει και παύει την υπερβολική οργή εναντίον αυτού που διέπραξε το αδίκημα, με το να μεταθέτει την αιτία του κακού σε άλλον.
«Τι λοιπόν; Δεν πρέπει να αντιστεκόμαστε στον πονηρό;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Πρέπει, βέβαια, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο, αλλά όπως ο ίδιος ο Ιησούς υπέδειξε με την εντολή αυτή, δηλαδή, με το να προσφέρουμε τον εαυτό μας στο πάθος, στο να κακοποιηθεί, διότι μόνο έτσι θα υπερνικήσουμε το κακό. Πραγματικά, η φωτιά δεν σβήνει με τη φωτιά, αλλά η φωτιά σβήνει με το νερό. Για να αντιληφτείς, όμως, ότι και στον παλαιό νόμο νικητής ήταν αυτός που έπαθε από τον άλλο και ότι αυτός στεφανώνεται, εξέτασε το γεγονός καθ’ εαυτό και θα δεις ότι μεγάλη είναι η δική του υπεροχή· διότι αυτός που άρχισε την αδικία, αυτός θα είναι και η αιτία της τυφλώσεως και των δύο οφθαλμών, δηλαδή και του πλησίον του και του δικού του. Γι’ αυτό και μισείται δίκαια από όλους και αναρίθμητες κατηγορίες διατυπώνονται σε βάρος του· ενώ ο αδικημένος και μετά την άμυνα δια της ανταποδόσεως των ίσων, δε θα έχει διαπράξει τίποτε το φοβερό. Γι’ αυτό και πολλοί συμπάσχουν μαζί του, επειδή είναι καθαρός και μετά τη διάπραξη του πλημμελήματος αυτού.
Και η μεν συμφορά είναι ίση και στους δύο, ενώ η δόξα δεν είναι η ίδια, ούτε ενώπιον του Θεού, ούτε ενώπιον των ανθρώπων. Γι’ αυτό, λοιπόν, και η συμφορά δεν είναι η αδικία. Πραγματικά, έλεγε λοιπόν στην αρχή : «ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός (:εκείνος που θα υβρίσει τον αδελφό του και θα του πει με περιφρόνηση “ανόητε, τιποτένιε”, είναι ένοχος εγκλήματος βαρύτερου, από εκείνα που δικάζει το μεγάλο συνέδριο, το ανώτατο δηλαδή δικαστήριο των Εβραίων. Εκείνος δε που θα πει με μίσος στον αδελφό του “άμυαλε, τρελέ”, είναι βαρύτατα ένοχος και άξιος να τιμωρηθεί με την στον Άδη γέεννα του πυρός. Όποιος οργίζεται χωρίς λόγο εναντίον του αδελφού του και όποιος ονομάζει αυτόν ‘’μωρό’’, θα καταδικαστεί στη γέεννα του πυρός»[Ματθ. 5, 22], στην προκειμένη περίπτωση, όμως, απαιτεί μεγαλύτερη πνευματικότητα, διότι δεν προστάζει τον πάσχοντα, απλώς και μόνο να μην αντιδρά και να παραμένει ατάραχος χωρίς καμία ανταπόδοση, αλλά να αντιπαραθέτει μεγαλύτερη φιλοτιμία, με το να προσφέρει και την άλλη σιαγόνα. Και δεν τα λέγει αυτά μόνο αναφορικά με το πάθημα αυτό, αλλά για να μας διδάξει την ανεξικακία για όλες εν γένει τις σε βάρος μας αδικίες. Όπως δηλαδή, όταν λέγει ότι «όποιος ονομάζει τον αδελφό του μωρό είναι ένοχος στη γέενα», δεν ομιλεί μόνο για τη λέξη «μωρός», αλλά αναφέρεται σε κάθε είδους ύβρη, κατά όμοιο τρόπο και εδώ δεν θέτει νόμο μόνο για να φερόμαστε με γενναιότητα, όταν μας ραπίζουν, αλλά και για να μην ταρασσόμαστε, οτιδήποτε και αν παθαίνουμε. Γι’ αυτό και εκεί διάλεξε τη βαρύτερη ύβρη και εδώ ανέφερε το κτύπημα που θεωρείται πιο ταπεινωτικό και περικλείει μεγάλη προσβολή, δηλαδή, το ράπισμα στη σιαγόνα.
Και δίνει την εντολή αυτήν και προς το συμφέρον αυτού που χτυπάει και προς το συμφέρον αυτού που δέχεται το χτύπημα ή την ύβρη. Πραγματικά, και αυτός που υπέστη την προσβολή δε θα νομίσει ότι παθαίνει κάτι κακό, όταν έχει συνηθίσει να φιλοσοφεί έτσι τα πράγματα (διότι δεν θα αισθανθεί καν την προσβολή, επειδή μάλλον θα αγωνίζεται παρά θα αντιλαμβάνεται τα χτυπήματα), αλλά και αυτός που αδικεί θα νιώσει ντροπή και δε θα δώσει πλέον δεύτερο χτύπημα, έστω και αν είναι σκληρότερος και από το κάθε θηρίο, μα θα κατηγορήσει πολύ τον εαυτό του και για το πρώτο που έδωσε. Διότι τίποτε δε συγκρατεί τόσο αυτούς που αδικούν όσο το να υποφέρουν με επιείκεια τις αδικίες αυτοί που αδικούνται.
Και δεν τους συγκρατεί μόνο την ορμή να συνεχίσουν, αλλά και τους προετοιμάζει να μετανοήσουν και για όσα έπραξαν και φεύγουν γεμάτοι από θαυμασμό για την ανεξικακία αυτών που αδικούνταν, και έτσι τους καθιστά πιο οικείους και όχι μόνο φίλους μας, αλλά και δούλους μας ακόμη τους κάνει. Όπως πάλι, η αντίσταση προκαλεί ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα· δηλαδή ντροπιάζει και τους δύο και τους κάνει χειρότερους και ανάπτει μεγαλύτερη τη φλόγα της οργής. Πολλές φορές μάλιστα τους οδηγεί και στον θάνατο, όταν το κακό προχωρήσει πολύ. Γι’ αυτό, όχι μόνο όταν ραπίζεσαι, διέταξε να μην οργίζεσαι, αλλά επιπλέον έδωσε εντολή να ικανοποιείς την επιθυμία αυτού που αδικοπραγεί εις βάρος σου, για να μη δώσεις την εντύπωση ότι υπέστης το αρχικό χτύπημα χωρίς τη θέλησή σου. Διότι έτσι, και αν ακόμη είναι αναίσχυντος, θα κατορθώσεις να του δώσεις καίριο χτύπημα, παρά εάν τον χτυπούσες με το χέρι σου, και ενώ είναι αναιδής, θα τον καταστήσεις πιο επιεική.
«καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον (:Και σε εκείνον που θέλει να σε οδηγήσει στα δικαστήρια, για να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και το επανωφόρι σου)». Δε θέλει, όμως, στα χτυπήματα μόνο, αλλά και στα χρήματα να έχουμε την ανεξικακία αυτού του είδους. Γι’ αυτό και εδώ χρησιμοποιεί την ίδια υπερβολή. Πραγματικά, όπως ακριβώς εκεί διατάσσει να νικάμε με το να πάσχουμε, έτσι και εδώ, με το να χάνουμε περισσότερα από όσα περίμενε ο πλεονέκτης. Αλλά και την εντολή αυτήν δεν την έθεσε έτσι απλή, μα με την ανάλογη προσθήκη. Διότι δεν είπε: «Να δώσεις το πανωφόρι σου σε εκείνον που το ζητεί», αλλά «σε εκείνον που θέλει να κάνει δίκη εναντίον σου», δηλαδή, εάν σε σύρει στο δικαστήριο και σου προξενεί ενοχλήσεις. Και όπως, όταν είπε να μην ονομάζουμε τον συνάνθρωπό μας μωρό, ούτε να οργιζόμαστε χωρίς λόγο εναντίον του, αφού προχώρησε, απαίτησε περισσότερα, με το να διατάξει να δίνουμε και τη δεξιά σιαγόνα, έτσι και εδώ, αφού είπε να φερόμαστε με συμφιλιωτική διάθεση προς τον αντίδικο, πάλι επιτείνει την εντολή. Δηλαδή, δεν ορίζει να δώσουμε μόνο όσα θέλει να πάρει ο αντίδικός μας, αλλά να δείξουμε και μεγαλύτερη μεγαλοδωρία.
«Τι λοιπόν; Γυμνός πρόκειται να γυρίζω;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Δε θα είμαστε γυμνοί, εάν υπακούμε με ακρίβεια στους λόγους αυτούς, αλλά θα είμαστε ενδεδυμένοι πολύ καλύτερα από όλους. Διότι, κατά πρώτον, κανένας δε θα μας έκανε επίθεση, εάν είχαμε το φρόνημα αυτό. Δεύτερο, εάν υπήρχε κανένας τόσο άγριος και ανήμερος, ώστε να φτάσει μέχρις αυτού του σημείου, τότε, ασφαλώς, θα φανούν πολλοί περισσότεροι, οι οποίοι όχι μόνο με ενδύματα, αλλά και με τη σάρκα τους θα καλύψουν, εάν ήταν δυνατό, εκείνον που έδειξε τόση πνευματικότητα και ανεξικακία.
Αλλά και αν ακόμη ήταν ανάγκη να περιφέρεσαι γυμνός εξαιτίας της φιλόσοφης στάσης αυτού του είδους, και πάλι δε θα ήταν ντροπή αυτό. Διότι και ο Αδάμ [πρβλ. Γεν. 2, 25: «καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο (:Ήσαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα αυτού, και δεν ντρέπονταν ο ένας τον άλλον, διότι ήσαν αγνοί και αθώοι)»] στον παράδεισο ήταν γυμνός, αλλά δεν ένιωθε ντροπή. Και ο Ησαΐας [Ησ. 20.3: «καὶ εἶπε Κύριος· ὃν τρόπον πεπόρευται ὁ παῖς μου Ἡσαΐας γυμνὸς καὶ ἀνυπόδετος τρία ἔτη, τρία ἔτη ἔσται εἰς σημεῖα καὶ τέρατα τοῖς Αἰγυπτίοις καὶ Αἰθίοψιν (:Κατόπιν ο Κύριος προσέθεσε και είπε• “όπως έχει πορευθεί ο δούλος μου ο Ησαΐας γυμνός και ανυπόδητος επί τρία έτη, έτσι επί τρία έτη θα γίνουν σημεία και τέρατα στους Αιγυπτίους και τους Αιθίοπες)»] ήταν γυμνός και ανυπόδητος και όμως ήταν πιο ένδοξος από όλους τους Ιουδαίους. Και ο Ιωσήφ (βλ. Γεν. 39, 1 κ.ε.) επίσης όταν έμεινε γυμνός, τότε έλαμψε περισσότερο. Πραγματικά δεν είναι κακό να παραμένει κανείς γυμνός υπό τις συνθήκες αυτές, αλλά να ενδύεται δια του τρόπου αυτού, όπως ακριβώς τώρα εμείς με πολυτελή ενδύματα, αυτό είναι αισχρό και καταγέλαστο. Γι’ αυτό, βέβαια, και ο Θεός επαινεί αυτούς που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία και καταδικάζει τους άλλους διαμέσου των προφητών και των αποστόλων.
Συνεπώς, ας μη νομίζουμε ότι οι εντολές είναι δύσκολο να εφαρμοστούν. Διότι, εκτός του ότι μας συμφέρουνείναι πολύ εύκολες, εάν αγρυπνούμε. Και περικλείουν τόσο μεγαλύτερη ωφέλεια, διότι όχι μόνο εμάς, αλλά και εκείνους, που μας αδικούν, τα μέγιστα ωφελούν. Και το εξαιρετικό είναι τούτο σε αυτές, ότι δηλαδή, ενώ πείθουν εμάς να υποφέρουμε, συγχρόνως διδάσκουν να φιλοσοφούν και εκείνους που μας αδικούν. Διότι όταν εκείνος θεωρεί κατόρθωμα μεγάλο το να αρπάζει τα πράγματα των άλλων, και εσύ του αποδείξεις ότι για εσένα είναι μικρό το να του δίνεις και εκείνα που δεν σου ζητεί, και εισάγεις ως αντιστάθμισμα της πνευματικής πτωχείας εκείνου τη μεγαλοδωρία τη δική σου και τη φιλοσοφία στην πλεονεξία του, σκέψου πόσο θα διδαχτεί, όχι με λόγια, αλλά με τα ίδια τα έργα αυτά, διδασκόμενος να καταφρονεί την κακία και να επιθυμεί την αρετή. Διότι ο Θεός δε θέλει να είμαστε χρήσιμοι και ωφέλιμοι μόνο στους εαυτούς μας, αλλά και στους πλησίον μας όλους. Αν λοιπόν, υποχωρήσεις και δε διεξαχθεί η δίκη, τότε επεδίωξες το δικό σου συμφέρον μόνο. Αν όμως, δώσεις και κάτι επιπλέον, τότε θα αφήσεις αυτόν να φύγει για το σπίτι του, αφού τον έχεις κάνει καλύτερο. Αυτό είναι το αλάτι [Ματθ.5,13: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων (:Εσείς οι μαθητές μου είστε το αλάτι της γης (επειδή με το παράδειγμα και την διδασκαλία σας έχετε την δυνατότητα να νοστιμεύετε την ζωή των ανθρώπων και να προλαμβάνετε την ηθική σαπίλα). Αλλά εάν το αλάτι χάσει αυτήν την ιδιότητά του, με τι άλλο θα αλατισθεί, ώστε να αποκτήσει πάλι την ουσία και δύναμή του; Δεν έχει πλέον καμία αξία και σε τίποτε άλλο δεν χρειάζεται, παρά να πεταχτεί στον δρόμο και να καταπατάται από τους ανθρώπους)»], που ο Χριστός θέλει να είναι αυτοί. Διότι το αλάτι και τον εαυτό του και τα άλλα σώματα, με τα οποία έρχεται σε επαφή, συντηρεί.
Τέτοιο είναι και το φως [Ματθ. 5, 14: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη (:Σεις με το φωτεινό σας παράδειγμα και τα λόγια του Ευαγγελίου είστε το πνευματικό φως της ανθρωπότητας. Όπως δε μία πόλις που είναι κτισμένη επάνω στο όρος, δεν ημπορεί να κρυφθεί, έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτει, είτε το θέλετε είτε όχι, στην αντίληψη των ανθρώπων)»]. Διότι και στον εαυτό του και στους άλλους φέγγει. Αφού λοιπόν σε παρομοίασε με τα στοιχεία αυτά, δώσε την ωφέλειά σου και σε εκείνον που κάθεται στο σκοτάδι, δίδαξέ τον ότι ούτε τα πρώτα αγαθά σου έλαβε δια της βίας, αλλά και να τον πείσεις ότι δε σε έβλαψε. Πραγματικά, έτσι και εσύ θα αποδειχτείς περισσότερο άξιος τιμής και σεβασμού, εάν αποδείξεις ότι τα χάρισες αυτά που άδικα απαιτεί από εσένα και δεν έπεσες θύμα αρπαγής. Δηλαδή, με την επιείκειά σου μετάβαλε την αμαρτία εκείνου σε δική σου μεγαλοδωρία.
Εάν όμως θεωρείς ότι αυτό είναι μεγάλο πράγμα, περίμενε και θα δεις καθαρά ότι δεν έφτασες ακόμη στην τελειότητα. Διότι δε σταματά εδώ Αυτός που θέτει τους νόμους για την ανεξικακία, αλλά προχωρεί πιο πέρα, ομιλώντας ως εξής: «καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ᾿ αὐτοῦ δύο (: Και αν κανείς σε αγγαρέψει ένα μίλι πήγαινε μαζί του δύο (να φανείς δηλαδή υποχωρητικός και να αποφύγεις έτσι φιλονικίες και διαπληκτισμούς)». Είδες υπερβολή φιλοσοφίας και αυταπαρνήσεως; Μετά την εντολή να δίνουμε το πουκάμισο και επανωφόρι μας, δεν πρέπει, λέγει, και έτσι να εμποδίσουμε αυτόν, εάν ακόμη και με γυμνό το σώμα μας, θέλει να μας επιβάλει σε ταλαιπωρίες και κόπους. Διότι ο Κύριος θέλει να έχουμε τα πάντα κοινά, και τα σώματα και τα χρήματα, και με τους πτωχούς και με τους άρπαγες. Διότι το τελευταίο είναι απόδειξη ανδρείας, ενώ το πρώτο απόδειξη φιλανθρωπίας.
Γι’ αυτό και έλεγε: «Όποιος σου επιβάλλει αγγαρεία ενός μιλίου, πήγαινε μαζί του δύο μίλια», οδηγώντας εσένα υψηλότερα, πάλι, και προτρέποντας να επιδεικνύεις την ίδια μεγαλοδωρία. Πραγματικά, εάν όσα έλεγε στην αρχή της ομιλίας του ο Ιησούς, που ήσαν πολύ κατώτερα από αυτά εδώ, ήσαν άξια τόσων μακαρισμών, σκέψου ποια τύχη περιμένει εκείνους, που εφαρμόζουν αυτά, και σε ποια τελειότητα φτάνουν αυτοί προ της απονομής των επάθλων, αφού επιτυγχάνουν την τέλεια απάθεια με το ευπαθές ανθρώπινο σώμα. Πραγματικά, όταν δεν τους στενοχωρούν ούτε οι ύβρεις και τα χτυπήματα, ούτε η αρπαγή των χρημάτων, ούτε υποχωρούν μπροστά σε κανένα παρόμοιο πάθημα, αλλά και αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη με το πάθος, συλλογίσου πόσο ισχυρή γίνεται η ψυχή τους. Γι’ αυτό λοιπόν, ό,τι είπε για τα χτυπήματα και τα χρήματα, το ίδιο και εδώ διέταξε να κάνουμε. «Τι εννοώ», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «προσβολή και χρήματα;». Και αν ακόμη επιθυμεί να χρησιμοποιήσει το σώμα σου για την εκτέλεση κοπιαστικής και βαριάς εργασίας, και αυτό αδίκως, πάλι να νικήσεις και να υποσκελίσεις την άδικη επιθυμία εκείνου. Διότι αυτήν τη σημασία έχει το ρήμα ‘’αγγαρεύω’’, δηλαδή, το να σε σύρουν άδικα και χωρίς καμία αιτία και να σε βλάψουν. Αλλά όμως να είσαι προετοιμασμένος και γι’ αυτό, ώστε να υποστείς περισσότερα από όσα εκείνος θέλει.
«τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς (:Σε εκείνον που έχει πράγματι ανάγκη και σου ζητεί ελεημοσύνη, δίδε με ειλικρινή αγάπη, και μην περιφρονήσεις αυτόν, που θέλει να δανειστεί από εσένα χωρίς τόκο)». Η εντολή αυτή είναι ευκολότερη από τις προηγούμενες. Αλλά μην σε παραξενεύει αυτό. Διότι αυτό συνηθίζει να το κάνει συνέχεια, δηλαδή, να αναμειγνύει τις μικρές εντολές στις μεγάλες. Εάν όμως αυτά είναι μικρά σε σύγκριση προς εκείνα, ας τα ακούσουν όσοι αρπάζουν τα αγαθά των άλλων και σκορπίζουν τα δικά τους στις πόρνες και έτσι ανάπτουν διπλή φωτιά για τους εαυτούς τους, αφενός μεν με τα άδικα έσοδα, αφετέρου δε με την ολέθρια δαπάνη. Και όταν μιλάει για δανεισμό στην παρούσα εντολή, δεν εννοεί τη σύναψη συμβολαίου, που καθορίζει και τον τόκο, αλλά την απλή άτοκη χρήση των χρημάτων. Σε άλλη, πάλι, περίπτωση επιτείνει την εντολή, όταν λέγει να δίδουμε σε εκείνους από τους οποίους δεν ελπίζουμε να τα ξαναπάρουμε [πρβλ. Λουκ.6, 34: «καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα (:Και εάν δανείζετε σε εκείνους, από τους οποίους περιμένετε να πάρετε πίσω τα δανεικά, ποια ευμένεια και ανταπόδοση από τον Θεό σας αρμόζει; Διότι και οι αμαρτωλοί δανείζουν τους αμαρτωλούς, για να λάβουν από αυτούς όμοιες εξυπηρετήσεις στην ανάγκη τους)»].

Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ. 5, 42-48
«Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς. ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. (:Ακούσατε ότι σας ελέχθη· Θα αγαπήσεις τον πλησίον σου και θα μισήσεις τον εχθρό σου. Εγώ όμως σας λέγω: Αγαπάτε τους εχθρούς σας και προσεύχεσθε γι’ αυτούς που σας αδικούν· να ευλογείτε όσους σας καταρώνται και να ευεργετείτε όσους σας μισούν. Έτσι θα γίνετε όμοιοι με τον Πατέρα σας στον ουρανό· διότι ανατέλλει τον ήλιο Του για πονηρούς και αγαθούς και στέλνει τη βροχή Του σε δίκαιους και αδίκους)»(Ματθ. 5, 45).
Πρόσεξε ότι την κορωνίδα των αγαθών την άφησε τελευταία. Γι’ αυτό και μας διδάσκει όχι μόνο να συγκρατείται κανείς όταν ραπίζεται, αλλά να δίνει και τη δεξιά του σιαγόνα· κι όχι μόνο να δίνουμε μαζί με τον χιτώνα και το ιμάτιο, αλλά και να ακολουθούμε δύο μίλια όποιον μας αγγαρεύει για ένα, για να δεχτούμε με κάθε ευκολία την εντολή που είναι ανώτερη από αυτές. «Και τι είναι ανώτερο απ’ αυτές;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Το να μη θεωρείς ούτε εχθρό σου όποιον κάνει όλα αυτά εις βάρος σου· ή μάλλον και κάτι άλλο ανώτερο από αυτό: διότι δεν είπε: «Να μη μισήσεις», αλλά «Να αγαπήσεις». Δεν είπε: «Να μην αδικήσεις», αλλά «Να ευεργετήσεις».
Εάν όμως εξετάσει κανένας με προσοχή αυτά που ειπώθηκαν παραπάνω, θα βρει και σ’ αυτά τα ίδια να υπάρχει μια προσθήκη πολύ ανώτερή τους· γιατί δεν έδωσε εντολή απλά να αγαπούμε, αλλά και να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας. Είδατε πόσα σκαλοπάτια ανέβηκε και πώς μας έστησε στην ίδια την κορυφή της αρετής; Πρόσεξε τώρα μετρώντας προς τα άνω. Πρώτο σκαλίνα μην κάμεις αρχή στην αδικία· δεύτερο, μετά την αρχή της αδικίας από τον άλλο, να μην ανταποδώσεις το ίδιο· τρίτο, να μην προξενήσεις ό,τι ο ίδιος έπαθες αλλά να μείνεις ήσυχος, συγκρατώντας την οργή σου· τέταρτονα προσφέρεις τον εαυτό σου με την θέλησή σου στην αδικία· πέμπτονα προσφέρεις πολύ περισσότερα από όσα θέλει αυτός που σε αδικεί· έκτο, να μην μισήσεις αυτόν που σε έβλαψε· έβδομο, να τον αγαπήσεις κιόλας· όγδοο, και να τον ευεργετήσεις· ένατο το και να παρακαλείς συνάμα για χάρη του τον Θεό.
Βλέπετε ύψος πνευματικότητας; Γι’ αυτό κι έχει λαμπρό έπαθλο. Επειδή η εντολή ήταν μεγάλη και χρειαζόταν γενναία ψυχή και πολλή προθυμία, γι΄αυτό και ορίζει μισθό αυτής τέτοιο, που για καμία από τις προηγούμενες εντολές Του δεν όρισε. Πραγματικά ούτε τη γη αναφέρει εδώ, όπως όταν μιλάει (στους μακαρισμούς) για τους πράους, ούτε την παρηγοριά κι ευσπλαχνία, όπως στην περίπτωση εκείνων που πενθούν ή εκείνων που ελεούν, ούτε τη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά αναφέρει αυτό που ήταν το φρικτότερο απ’ όλα αυτά, να γίνουμε όμοιοι με το Θεό, όπως είναι φυσικό να γίνουν οι άνθρωποι. «Για να γίνετε», λέει, «όμοιοι με τον Πατέρα σας στον ουρανό». Εσείς προσέξετε πως μήτε εδώ, μήτε και προηγουμένως δεν Τον αποκαλεί Πατέρα Του· αλλά εκεί τον ονομάζει Θεό και Μεγάλο Βασιλέα, όταν μιλούσε για τους όρκους· εδώ τον αποκαλεί δικό τους Πατέρα. Αυτό το κάνει φυλάσσοντας την εξήγηση για την κατάλληλη ώρα.
Έπειτα, και παρουσιάζοντας την ομοιότητα που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι με τον Θεό Πατέρα, λέει ότι Εκείνος ανατέλλει τον ήλιο και για τους πονηρούς και τους αγαθούς και ρίχνει τη βροχή Του και για τους δίκαιους και για τους άδικους. «Γιατί Αυτός όχι μόνο», λέει, «δεν μισεί, αλλά και ευεργετεί όσους Τον υβρίζουν». Μολονότι βέβαια σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδια η ενέργεια αυτή, όχι μόνο για την υπερβολή της ευεργεσίας, αλλά και για την υπεροχή της αξίας· συ περιφρονείσαι από τον όμοιο με σένα δούλο, ενώ Εκείνος από τον δούλο Του, που τον έχει άπειρα ευεργετήσει. Εσύ μεν λόγια προσφέρεις, όταν προσεύχεσαι για κάποιον, ενώ Αυτός προσφέρει πράγματα πολύ μεγάλα και αξιοθαύμαστα, με το να ανάβει τον ήλιο και να δίνει τις βροχές σε όλη τη διάρκεια του έτους. Κι όμως, παρά τις διαφορές αυτές, δέχομαι πως είσαι ίσος του, όσο μπορεί να είναι ο άνθρωπος.
Μη μισείς λοιπόν όποιον σου κάνει κακό, αφού γίνεται η αιτία να αποκτήσεις τόσα αγαθά και σε οδηγεί σε τόσο μεγάλη τιμή. Μην καταριέσαι αυτόν που σε βλάπτει, γιατί και τον πόνο της αδικίας υποφέρεις και τον καρπό δεν κερδίζεις· και τη ζημία θα υποστείς, αλλά και την αμοιβή σου θα χάσεις. Αυτό είναι το αποκορύφωμα της ανοησίας, να υπομένουμε δηλαδή το βαρύτερο και να μην δεχόμαστε το ελαφρότερο από αυτό. Και πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό; Αφού είδες τον Θεό να γίνεται άνθρωπος και να δείχνει τόση συγκατάβαση και να παθαίνει τόσα για σένα, ρωτάς ακόμα κι αμφιβάλλεις για το πώς γίνεται να μη λογαριάσεις στους ομοδούλους σου τις αδικίες που σου κάνουν; Δεν Τον ακούς από τον Σταυρό που σου παραγγέλει· «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι (:Πατέρα, συγχώρεσέ τους· δεν γνωρίζουν τι κάνουν» [Λουκά, 23, 34]; Δεν ακούς τον Παύλο που λέει, «Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν (:ο Χριστός είναι Εκείνος, που πέθανε για εμάς, μάλλον δε και αναστήθηκε για την δικαίωσή μας, ο οποίος και βρίσκεται πάντοτε ένδοξος στα δεξιά του Θεού και μεσιτεύει προς τον Πατέρα για εμάς)» [Ρωμ. 8, 34]; Δε βλέπεις ότι και μετά τη Σταύρωση και μετά την Ανάληψη έστελνε στους Ιουδαίους, που Τον φόνευσαν, τους αποστόλους, για να τους φέρουν αναρίθμητα αγαθά και μάλιστα ενώ τους έμελλε να υποστούν απ’ αυτούς μύρια δεινά;
Αλλά μήπως υπέστης μεγάλες αδικίες; Και τι παρόμοιο κακό έπαθες εσύ προς όσα υπέφερε ο Δεσπότης σου; Εκείνος φυλακίστηκε, μαστιγώθηκε, δέχτηκε ραπίσματα και από τους υπηρέτες εμπτυσμούς, υπέμεινε θάνατο, και μάλιστα τον πιο ατιμωτικό από όλους τους θανάτους, ύστερα από τόσες ευεργεσίες που έκανε. Αν πάλι έχεις πραγματικά πολύ αδικηθεί, γι’ αυτό ακριβώς να ευεργετείς περισσότερο, ώστε και για τον εαυτό σου να ετοιμάσεις λαμπρότερο στεφάνι και τον αδελφό σου ν’ απαλλάξεις από την έσχατη ασθένεια. Γιατί και οι γιατροί, όταν δέχονται τα λακτίσματα και τις βρισιές από τους τρελούς, τότε περισσότερο τους λυπούνται κι ενδιαφέρονται για την αποκατάσταση της υγείας τους, επειδή γνωρίζουν ότι η άπρεπη συμπεριφορά προέρχεται από τον παροξυσμό της αρρώστιας τους.
Έτσι να σκέφτεσαι κι εσύ γι’ αυτούς που σε καταδιώκουν κι έτσι να μεταχειρίζεσαι όσους σε αδικούν· διότι εκείνοι είναι πιο πολύ άρρωστοι κι αυτοί υφίστανται ολόκληρη την βίαιη δύναμη της αρρώστιας τους. Ελευθέρωσέ τον λοιπόν από τη βαριά αυτή επίδραση και δώσε του την ευκαιρία να αφήσει την οργή και να γλυτώσει από φοβερό δαίμονα, δηλαδή τον θυμό. Γιατί αν δούμε δαιμονισμένους δακρύζουμε, γι΄αυτό και δε σπεύδουμε να δαιμονίζουμε κι εμείς τους άλλους με την δική μας αντεπίθεση. Αυτό ας κάνουμε τώρα και στην περίπτωση αυτών που οργίζονται· γιατί μοιάζουν με τους δαιμονισμένους όσοι θυμώνουν· μάλλον είναι αθλιότεροι απ’ αυτούς, επειδή παραφέρονται, έχοντας συναίσθηση της κατάστασής τους. Γι’ αυτό και η παραφροσύνη τους είναι ασυγχώρητη.
Μην ποδοπατείς λοιπόν αυτόν που έπεσε, αλλά να τον ελεείς. Γιατί αν δούμε κάποιον που τον πειράζει η χολή του, έχει σκοτοδίνη και προσπαθεί επειγόντως να αποβάλει με τον εμετό αυτό το κακό υγρό, απλώνουμε το χέρι μας και τον κρατούμε μέσα στους σπασμούς του, και ακόμη κι αν λερώνουμε το ρούχο μας, δεν απομακρυνόμαστε, αλλά επιδιώκουμε ένα μονάχα, με κάθε τρόπο να τον ελευθερώσουμε από τη φοβερά δύσκολη αυτή και στενάχωρη θέση του. Τούτο λοιπόν ας κάνουμε και σ’ αυτούς, κι ας τους κρατούμε, όταν κάνουν εμετό ή όταν σπαράζουν. Ούτε πρωτύτερα να τους αφήσουμε, παρά έως να απαλλαγούν απ’ όλη την πικρία. Και τότε θα σου αναγνωρίσει πολύ μεγάλη ευγνωμοσύνη, όταν του περάσει, τότε θα καταλάβει από πόση ταραχή τον ελευθέρωσες. Και γιατί αναφέρω την ευγνωμοσύνη από μέρους εκείνου, τη στιγμή που ο ίδιος ο Θεός ευθύς θα σε στεφανώσει και με μύρια αγαθά θα σε ανταμείψει, επειδή ελευθέρωσες τον αδελφό σου από βαρύ νόσημα; Αλλά κι ο αδελφός σου αυτός σαν κύριό του θα σε τιμήσει, ενθυμούμενος διαρκώς την επιείκεια και την καλοσύνη με την οποία τον αντιμετώπισες.
Εάν όμως οι εντολές αυτές σου φαίνονται δύσκολες, σκέψου ότι γι’ αυτό ήρθε κοντά μας ο Χριστός· για να τις φυτέψει μέσα στη δική μας τη διάνοια και να μας καταστήσει ωφέλιμους και στους εχθρούς μας και στους φίλους μας. Γι’ αυτό και μας προτρέπει να φροντίζουμε και για τους δύο· για μεν τους αδελφούς μας μάς διδάσκει όταν λέει «κι αν προσφέρεις το δώρο σου», ενώ για τους εχθρούς, όταν νομοθετεί να τους αγαπούμε και να προσευχόμαστε γι’ αυτούς.
Και δεν μας οδηγεί προς τη διαγωγή αυτή με το παράδειγμα του Θεού μόνο, αλλά και με το αντίθετο παράδειγμα. «Αν αγαπήσετε», λέει, «όσους σας αγαπούν, τι μισθό θα λάβετε; Το ίδιο δεν κάνουν κι οι τελώνες;». Αν λοιπόν εφαρμόζεις αυτά, τότε στέκεσαι κοντά στο Θεό· αν τα παραμελείς, κατατάσσεσαι στην ίδια παράταξη με τους τελώνες.
Είδες πως η απόσταση μεταξύ των εντολών δεν είναι τόσο μεγάλη, όση η διαφορά μεταξύ των προσώπων; Ας μη σκεπτόμαστε λοιπόν ότι είναι βαριά η εντολή, αλλά ας λογαριάσουμε και το έπαθλο, κι ας στοχαστούμε με Ποιον γινόμαστε όμοιοι, όταν τηρήσουμε τις εντολές, και με Ποιον εξισωνόμαστε, όταν τις παραμελήσουμε. Με τον αδελφό μας, μάς προτρέπει να συμφιλιωνόμαστε και να μην τον αφήνουμε, προτού διαλύσουμε τελείως την έχθρα μας. Όταν όμως ομιλεί για όλους, δε μας δεσμεύει πια μ’ αυτή την υποχρέωση, αλλά ζητεί μόνο ό,τι εξαρτάται από μας και κάνει πιο εύκολη την τήρηση του νόμου μ’ αυτό τον τρόπο. Επειδή δηλαδή είπε ότι «οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν (:έτσι καταδίωξαν τους προφήτες τους πριν από σας)» [Ματθ. 5, 12], για να μη νιώσουν απέχθεια απέναντί τους γι’ αυτό, προστάζει όχι μόνο να τους δείχνουν ανοχή, όταν φέρονται έτσι, αλλά και να τους αγαπούν.
Βλέπεις με ποιον τρόπο ξεριζώνει τελείως τον θυμό και αφανίζει τελείως την επιθυμία για τις σαρκικές απολαύσεις, για τα χρήματα, για τη δόξα, τα πράγματα της παρούσας ζωής; Αυτό βέβαια το έκαμε από την αρχή της ομιλίας Του, αλλά τώρα πολύ περισσότερο το καθόρισε. Πραγματικά, και ο φτωχός και ο πράος και ο πενθών αδειάζει απ’ την ψυχή του τον θυμό. Ο δίκαιος και ο ελεήμονας αδειάζει την ψυχή του από την επιθυμία των χρημάτων. Όποιος έχει καθαρή καρδιά, ελευθερώνεται από την πονηρή επιθυμία. Όποιος καταδιώκεται και κακολογείται και υπομένει τις ύβρεις, επιτυγχάνει ακέραια την περιφρόνηση των πραγμάτων της ζωής αυτής και είναι καθαρός από υπερηφάνεια και κενοδοξία.
Αφού ελευθέρωσε λοιπόν από τα δεσμά αυτά τον ακροατή Του και τον προετοίμασε για τους αγώνες, πάλι με άλλο τρόπο ξεριζώνει τα πάθη αυτά και μάλιστα με μεγαλύτερη ακρίβεια. Δηλαδή αφού άρχισε από την οργή κι αφού από παντού έκοψε τα νεύρα του πάθους αυτού, είπε: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου (:Εγώ όμως σας λέγω ότι καθένας που οργίζεται αδίκως και χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο εναντίον του αδελφού του, έχει την ίδια ενοχή, όπως εκείνος που δικάζεται για φόνο στο επταμελές συνέδριο. Εκείνος δε που θα υβρίσει τον αδελφό του και θα του πει με περιφρόνηση “ανόητε, τιποτένιε”, είναι ένοχος εγκλήματος βαρύτερου, από εκείνα που δικάζει το μεγάλο συνέδριο, το ανώτατο δηλαδή δικαστήριο των Εβραίων. Εκείνος δε που θα πει με μίσος στον αδελφό του “άμυαλε, τρελέ”, είναι βαρύτατα ένοχος και άξιος να τιμωρηθεί με την στον Άδη γέεννα του πυρός. Εγώ λοιπόν σας λέγω ότι όποιος οργίζεται με τον αδελφό του και όποιος τον αποκαλεί ανόητο και βλάκα να τιμωρείται κι όποιος προσφέρει δώρο, να μην πλησιάζει το θυσιαστήριο της Αγίας Τραπέζης, προτού διαλύσει την έχθρα με τον συνάνθρωπό του. Και όποιος έχει αντίδικο, πριν φτάσουν στο δικαστήριο, να συμφιλιωθεί με τον εχθρό του». (Ματθ. 5, 22-24).
Περνά αμέσως στην επιθυμία και λέει: «Όποιος παρατηρεί γυναίκα με ακόλαστο βλέμμα, να τιμωρείται ως μοιχός· Όποιος σκανδαλίζεται από γυναίκα ακόλαστη ή από άνδρα ή κάποιον από τους φίλους του, όλους αυτούς ας τους απομακρύνει. Όποιος έχει νόμιμη σύζυγο, ας μην τη διώχνει ποτέ, κι ας μη ρίχνει τα βλέμματά του σε άλλη». Με όλα αυτά αποσπά τις ρίζες της πονηρής επιθυμίας. Έπειτα περιορίζει την επιθυμία για τα χρήματα, προτρέποντας μήτε να ορκιζόμαστε, μήτε να ψευδόμαστε, μήτε να κρατούμε το πουκάμισο που τυχαίνει να φοράμε, αλλά και το επανωφόρι μας να παρέχουμε σε όποιον το ζητεί, καθώς και να προσφέρουμε εθελοντικώς τη σωματική μας δύναμη για τη διακονία του πλησίον, αφανίζοντας έτσι εξ ολοκλήρου τον πόθο για τα χρήματα.
Τότε, έπειτα από όλα αυτά, προσθέτει και τον πλουμιστό στέφανο όλων αυτών των εντολών λέγοντας: «προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς (:προσεύχεσθε για εκείνους, οι οποίοι σας υβρίζουν και σας συκοφαντούν και σας καταδιώκουν αδίκως)». Μας οδηγεί έτσι στην ίδια την υψηλότερη κορυφή της πνευματικότητας. Όπως δηλαδή από του να είναι κανείς πράος, είναι ανώτερο να ανέχεται να ραπίζεται, και από του να είναι κανείς ελεήμονας, είναι ανώτερο να αφήνει το επανωφόρι μαζί με το πουκάμισο, και από του να είναι δίκαιος, είναι ανώτερο το να υπομένει όταν αδικείται, και από του να είναι κανείς ειρηνοποιός, είναι ανώτερο το να ακολουθεί όταν τον ραπίζουν και τον αγγαρεύουν, έτσι είναι ανώτερος από αυτόν που καταδιώκεται, αυτός που ενώ τον καταδιώκουν, ευλογεί.
Βλέπεις ότι σιγά σιγά μας ανυψώνει στις ίδιες τις αψίδες του Ουρανού; Ποια είναι λοιπόν η αξία μας, εμάς που ενώ έχουμε εντολή να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό, δεν κατορθώνουμε να γίνουμε όμοιοι ούτε με τους τελώνες; Διότι εάν το να αγαπάμε αυτούς που μας αγαπούν, είναι γνώρισμα των τελωνών, των αμαρτωλών και των ειδωλολατρών, όταν ούτε αυτό δεν το κάνουμε (πραγματικά δεν κάνουμε αυτό, όταν φθονούμε τους συνανθρώπους μας που ευδοκιμούν), ποια τιμωρία δε θα μας αξίζει, όταν, παρ΄όλη την εντολή να φανούμε ανώτεροι από τους γραμματείς, αποδεικνυόμαστε κατώτεροι και από τους ειδωλολάτρες; Πώς λοιπόν θα δούμε τη Βασιλεία των Ουρανών, πες μου; Πώς θα φτάσουμε στα ιερά εκείνα πρόθυρα, αφού δεν υπερβαίνει η αρετή μας εκείνη των τελωνών; Για τούτο κάνει υπαινιγμό, όταν λέει· «οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; (:Μήπως και οι τελώνες το ίδιο δεν κάνουν;)». Επίσης και τούτο είναι το πιο αξιοθαύμαστο σημείο της διδασκαλίας Του, ότι δηλαδή σε κάθε περίπτωση αναφέρει με αφθονία τα έπαθλα της αρετής, (όπως είναι ότι θα βλέπουμε τον Θεό, ότι θα κληρονομήσουμε την βασιλεία των ουρανών, ότι θα λάβουμε την υιοθεσία του Θεού, ότι θα ομοιάσουμε με τον Θεό, ότι θα ελεηθούμε, ότι θα παρηγορηθούμε και θα λάβουμε μεγάλη αμοιβή) εντούτοις, όπου ήταν ανάγκη να αναφέρει και τις τιμωρίες, το κάνει σε χαμηλούς τόνους, αφού σε τόσο πολλούς λόγους μόνο μια φορά ανέφερε το όνομα της γεένης.
Και σε άλλους πάλι λόγους με ήπιο ύφος, και περισσότερο με προτρεπτικούς παρά απειλητικούς λόγους, θέλει να διορθώσει τον ακροατή, λέγοντας: «Μήπως το ίδιο δεν κάνουν κι οι τελώνες;» , «εάν το αλάτι μωρανθεί»· και «ελάχιστος θα ονομασθεί μέσα στη βασιλεία των Ουρανών». Σε μερικές περιπτώσεις αναφέρει το αμάρτημα αντί της τιμωρίας για να κάνει τον ακροατή να αντιληφθεί το βάρος της τιμωρίας, όπως όταν λέγει· «όποιος εκδιώκει την γυναίκα του, την παρωθεί προς την μοιχεία» και ακόμη ότι «το επιπλέον του ναι και του όχι προέρχεται από τον πονηρό». Γιατί όσους έχουν νου, φτάνει να τους σωφρονίσει και μόνο με το μέγεθος της αμαρτίας, χωρίς την απαγγελία της τιμωρίας.
Γι’ αυτό και στην περίπτωσή μας, αναφέρει τους ειδωλολάτρες και τους τελώνες, θέλοντας με το ποιόν των προσώπων αυτών να προκαλέσει ντροπή στον μαθητή. Το ίδιο έκαμε κι ο Παύλος όταν έλεγε· «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. (:Για να μη λυπάσθε όπως και οι υπόλοιποι που δεν έχουν ελπίδα και οι ειδωλολάτρες που δεν γνωρίζουν τον Θεό)» [Α΄Θεσ. 4, 13].
Και για να αποδείξει ότι δεν ζητεί τίποτε υπερβολικό, αλλά λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο, προσθέτει: «Μήπως και οι ειδωλολάτρες δεν κάνουν το ίδιο;» Δεν διακόπτει όμως στο σημείο αυτό τον λόγο, αλλά τον ολοκληρώνει με τα έπαθλα και τις αγαθές ελπίδες, λέγοντας· «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν (:Αγωνιστείτε λοιπόν να γίνετε εσείς τέλειοι με την αγάπη προς όλους, όπως τέλειος είναι και ο ουράνιος Πατέρας σας)». Και συνεχώς αναφέρει στους λόγους Του τη λέξη ‘’ουρανός’’, θέλοντας να αναπτερώσει το φρόνημά τους, καθώς και με την υπόμνηση του τόπου· διότι ως τότε ήσαν πνευματικά πιο αδύνατοι και περισσότερο προσκολλημένοι στα υλικά.
Ας εννοήσουμε, λοιπόν, καλά όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω, ας δείξουμε μεγάλη αγάπη προς τους εχθρούς μας κι ας αποβάλουμε επίσης την γελοία εκείνη συνήθεια, την οποία έχουν πολύ ανόητοι άνθρωποι, να περιμένουν, δηλαδή, να τους χαιρετίσουν πρώτοι οι άλλοι με τους οποίους συναντιούνται. Δε ζηλεύουν αυτό που προξενεί πολύ μακαρισμό, αλλά επιδιώκουν αυτό που είναι ολότελα γελοίο. Γιατί δεν χαιρετάς πρώτος; «Επειδή αυτό περιμένει ο άλλος», απαντά. Μα ακριβώς γι’ αυτό έπρεπε να τρέξεις να τον χαιρετήσεις, για να πάρεις εσύ τον στέφανο. «Όχι», λέει, «επειδή αυτό επιζητεί εκείνος». Υπάρχει χειρότερη ανοησία; Επειδή ο άλλος θέλει να γίνει σε μένα πρόξενος αμοιβής, λέγει, δεν επιθυμώ να επωφεληθώ από το πράγμα αυτό. Αν λοιπόν σε χαιρετήσει πρώτος αυτός, δεν κερδίζεις τίποτε και αν αντιχαιρετήσεις. Ενώ αν προηγηθείς στον χαιρετισμό, εμπορεύεσαι την υπερηφάνεια εκείνου και τρυγάς άφθονο κέρδος από την ανοησία εκείνου. Πώς λοιπόν δεν μαρτυρεί εσχάτη ανοησία, ενώ τόσα πολλά πρόκειται να κερδίσεις από κενές λέξεις, να εγκαταλείπεις το κέρδος και ενώ κατηγορείς τους άλλους, να περιπίπτεις στο ίδιο σφάλμα; Αν κατηγορείς κάποιον επειδή περιμένει να τον χαιρετήσουν, για ποιο λόγο ζηλεύεις αυτό που κατηγορείς; Και βιάζεσαι να μιμηθείς ως αγαθό, αυτό που είπες ότι είναι κακό; Βλέπεις ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο ανόητο από έναν άνθρωπο που ζει μέσα στην κακία;
Για αυτόν τον λόγο σας παρακαλώ να αποφύγουμε την κακή αυτή και γελοία συνήθεια. Αμέτρητες φιλίες διέσπασε αυτή η ασθένεια και προκάλεσε πολλές εχθρότητες. Για τον λόγο αυτό εμείς τους προλαβαίνουμε εκείνους. Εμείς που έχουμε διαταγή να δεχόμαστε ραπίσματα, αγγαρείες, γυμνώσεις από τους εχθρούς μας και να υπομένουμε, ποιας συγνώμης θα μπορούσαμε να είμαστε άξιοι, αν δείχνουμε τόση εριστικότητα για ένα κούφιο χαιρετισμό; «Περιφρονούμαστε και γελοιοποιούμαστε», απαντά, «όταν του κάνουμε αυτήν τη χάρη». Και για να μη σε περιφρονήσει ο μαινόμενος σύνδουλός σου, περιφρονείς τον Κύριό σου, που τόσες ευεργεσίες σου έκαμε; Διότι, αν είναι άτοπο να καταφρονείς τον ισότιμό σου άνθρωπο, είναι, οπωσδήποτε πολύ πιο άτοπο είναι να καταφρονείς εσύ τον Θεό που σε δημιούργησε. Ύστερα από αυτά, σκέψου και τούτο, ότι όταν σε καταφρονήσει κάποιος, τότε γίνεται αιτία να λάβεις μεγαλύτερο μισθό, διότι αυτό το υπέμεινες χάριν του Θεού, επειδή υπάκουσες και πειθάρχησες στους νόμους Του. Και η υπακοή αυτή ποια τιμή δεν αξίζει, πόσα διαδήματα δεν της πρέπουν; Μακάρι εγώ και εξευτελισμούς και περιφρόνηση να δεχόμουνα για χάρη του Θεού, παρά να δεχόμουν τιμές από όλους τους βασιλιάδες· διότι τίποτα δεν είναι ίσο με τη δόξα αυτή, τίποτα.
Αυτήν την δόξα λοιπόν ας επιδιώκουμε, όπως Αυτός διέταξε, αλλά έχοντας ορθή πνευματικότητα σ’ όλες τις περιστάσεις, με αυτήν την ακριβή φιλοσοφία ας συμμορφώνουμε την ζωή μας. Διότι πραγματικά, θα αποκτήσουμε διαμέσου αυτής τα αγαθά των ουρανών και τους εκεί στεφάνους, βαδίζοντας ως άγγελοι μεταξύ των ανθρώπων, περιφερόμενοι στη γη, όπως οι αγγελικές δυνάμεις, παραμένοντας ξένοι προς κάθε επιθυμία και ταραχή. Μαζί δε με αυτά θα αποκτήσουμε και τα απόρρητα αγαθά, τα οποία είθε να τα επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος και η προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το άγιο και αγαθό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΗΓΕΣ:
• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΙH΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 9, σελίδες . 620-651.
• Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 64, τόμος 64, σελ. 132 – 150 [ή 63- 72 του PDF] https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLUnhXelZwYTVqWWs/view
• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)

Ἂν πήγαινε κανεὶς στό Ψυχιατρεῖο καὶ διαβαζε στούς ἀσθενεῖς τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θὰ γίνονταν καλὰ ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό, γιατὶ θὰ γνώριζαν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς

Γιά να θεραπευθούν τα διάφορα ψυχικά-ψυχολογικά νοσήματα, θα πρέπει να απομακρυνθούν τα πνευματικά τους αίτια, που είναι τα πάθη (με κυρίαρχο τον εγωισμό) καθώς και οι δαίμονες με τις ενέργειές τους.
« Τι θα πεί άγχος, νεύρα, ψυχασθένειες;» ερωτούσε ο π. Πορφύριος. Καί απαντούσε: «Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει διάβολος σ’ όλα αυτά. Δεν υποτασσόμεθα στον Χριστό με αγάπη. Μπαίνει ο διάβολος και μας ανακατεύει»[1].
Αυτά βέβαια (τα πάθη και οι δαίμονες) δεν απομακρύνονται με χάπια ούτε με ηλεκτροσόκ, αλλά με το μυστήριο της Γενικής Εξομολόγησης. Ο άνθρωπος θα πρέπει να εξομολογηθεί με ειλικρίνεια τα αμαρτήματα όλης του της ζωής, τα κύρια γεγονότα που την σημάδεψαν, καθώς και το πως εκείνος τα αντιμετώπισε, όπως δίδασκε ο θεοφώτιστος Γέροντας Πορφύριος[2].
Ὁ Γέροντας Παΐσιος, ἐπίσης, «ἐνῶ συνιστοῦσε στοὺς ἀσθενεῖς νὰ συμβουλεύονται χριστιανοὺς ἰατροὺς –«διότι τοὺς φωτίζει ὁ Θεὸς» κατὰ τὸ λόγιό του– εἶχε ἐκφράσει ἐπανειλημμένως τὴν ἀπαρέσκειά του πρὸς τὰ «ψυχολογικὰ» βιβλία, ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν «ψυχολογία» καὶ τὴν «ψυχιατρικὴ», ἡ ὁποία ἀσκεῖται ἀπὸ ἐπιστήμονες καὶ ἰατρούς, οἱ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν στὴν ὕπαρξη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ὅπως τὴν δέχεται ἡ θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ὄντας ὁ ἴδιος βαθὺς γνώστης, Χάριτι Θεοῦ, τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνοικούσης στὸν ἄνθρωπο λογικῆς καὶ νοερᾶς ψυχῆς, τῶν φυσιολογικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν παθολογικῶν ἐκδηλώσεών της, στενοχωριόταν καὶ ὑπέφερε πολύ, ὅταν ἔβλεπε τὶς βαριὲς ἀστοχίες καὶ τὰ λάθη στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενῶν αὐτῶν, τὰ ὁποία εἶχαν σοβαρότατες συνέπειες γιὰ τὸν ἀσθενῆ καὶ τὸ περιβάλλον του.
Δεδομένου δὲ ὅτι οἱ πλεῖστοι ἀκαδημαϊκοὶ δάσκαλοι τῆς ψυχιατρικῆς θεωροῦν ὅτι τὰ «ψυχικὰ φαινόμενα» ἔχουν μόνον βιολογικὸ ὑπόβαθρο –θεώρηση, ἡ ὁποία συνιστᾶ ἄρνηση τῆς ὕπαρξης ἄυλης, νοερῆς καὶ λογικῆς ψυχῆς στὸν ἄνθρωπο ἦταν πολὺ ἐπιφυλακτικὸς ἢ ἀρνητικὸς γιὰ πολλὲς «θεραπεῖες» ποὺ ἐφάρμοζαν οἱ προαναφερθέντες ψυχίατροι.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος, συμφωνώντας μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο θεωροῦσε ὅτι τὰ αἴτια τῶν περισσοτέρων ψυχικῶν ἀσθενειῶν εἶναι πνευματικὰ καὶ ὅτι τὰ «ψυχοφάρμακα» δὲν θεραπεύουν, ἀλλὰ ἔχουν μόνον κατασταλτικὸ χαρακτήρα, καὶ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ χρησιμοποιοῦνται μὲ φειδὼ σὲ περιπτώσεις πασχόντων «ψυχασθενῶν», ἕως ὅτου καταστῆ ἐφικτὴ ἡ ἐπικοινωνία μὲ αὐτοὺς»[3].
Κατόπιν ἡ συμβολή τοῦ μυστηρίου τῆς Γενικῆς Ἐξομολόγησης εἶναι καθοριστική γιά τήν ὁριστική καί ὁλοκληρωτική ψυχική-πνευματική θεραπεία μέ τήν Θεία Χάρη.
Εἴθε νά παύσει ὁ ἀποπροσανατολισμός τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, πού τείνει νά ὑποκαταστήσει τόν Πνευματικό μέ τόν ψυχολόγο ἤ τόν ψυχίατρο καί ὁ ὁποῖος μάταια ἀναζητεῖ τήν ψυχική του θεραπεία ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει.
«Πᾶνε νά ἡρεμήσουν οἱ ἄνθρωποι», παρατηρεῖ ὁ Γέρων Παΐσιος, «εἴτε μὲ ἡρεμιστικὰ εἴτε μὲ θεωρίες γιόγκα, καὶ τὴν πραγματικὴ ἡρεμία, ποὺ ἔρχεται, ὅταν ταπεινωθῆ ὁ ἄνθρωπος, δέν τὴν ἐπιδιώκουν, γιά νά ἔρθη ἡ θεία παρηγορία μέσα τους»[4].
Ἡ ἀληθινή ἡρεμία ἔρχεται μέ τήν Θεία Χάρη, ἡ ὁποία προσλαμβάνεται ἀπό τούς ταπεινούς. «Ἡ ἐξωτερικὴ μόρφωση μὲ τὸ ἄγχος», ἐπισημαίνει πάλι ὁ σοφός Γέροντας, «ὁδηγεῖ καθημερινῶς ἑκατοντάδες ἀνθρώπων (ἀκόμη καὶ μικρὰ παιδιὰ μὲ ἄγχος!) στίς ψυχαναλύσεις καὶ στούς ψυχιάτρους καὶ κτίζει συνεχῶς Ψυχιατρεῖα καὶ μετεκπαιδεύει ψυχιάτρους, ἐνῶ πολλοὶ ψυχίατροι οὔτε Θεὸ πιστεύουν οὔτε ψυχὴ παραδέχονται. Ἑπομένως, πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νά βοηθήσουν ψυχές, ἀφοῦ καὶ οἱ ἴδιοι εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἄγχος; Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νά παρηγορηθῆ ἀληθινά, ἂν δέν πιστέψη στόν Θεὸ καὶ στήν ἀληθινὴ ζωή, τὴν μετὰ θάνατον, τὴν αἰώνια; Ὅταν συλλάβῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ βαθυτερο νόημα τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς, τότε φεύγει ὅλο τὸ ἄγχος του καὶ ἔρχεται ἡ θεία παρηγορία, καὶ θεραπεύεται. Ἂν πήγαινε κανεὶς στό Ψυχιατρεῖο καὶ διαβαζε στούς ἀσθενεῖς τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θὰ γίνονταν καλὰ ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό, γιατὶ θὰ γνώριζαν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς»[5].
Ἡ θεραπεία ὑπάρχει μόνο στό ἀληθινό Ψυχιατρεῖο, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί παρέχεται δωρεάν ἀπό τόν Ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας, τόν Κύριο Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Τό θέμα τῶν παθῶν, τῶν ἀποτελεσμάτων τους, καθώς καί τῆς θεραπείας των εἶναι τεράστιο καί φυσικά δέν μποροῦμε νά τό ἐξαντλήσουμε. Ταπεινά θά τραβήξουμε κάποιες πινελιές γιά νά βοηθηθοῦμε ὅλοι στόν καθημερινό πνευματικό μας ἀγῶνα, ἔχοντας μία ὅσο τό δυνατόν πληρέστερη εἰκόνα γιά τά πάθη καί τά ἀποτελέσματά τους, μέ κυρίαρχα τήν λύπη καί τήν κατάθλιψη.
Ὁ ἀγώνας ἀφορᾶ στόν ἁγιασμό τοῦ «σκεύους» μας, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας.
Ἡ ψυχική-πνευματική ὑγεία καί σωτηρία ἔχει τεράστιο ἀντίκτυπο στό σῶμα. Διότι ὅ,τι σχετίζεται μέ τήν ψυχή σχετίζεται καί μέ τό σῶμα, τό ὁποῖο οὐδόλως ἀπαξιώνεται μέσα στήν Ὀρθοδοξία.Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
[1]Γέροντος Πορφυρίου Ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, Ἔκδοσις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι, ἔκδ.7η, 2008.
[2]Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, Ἔκδοσις Ζ΄, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2006, (Στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι Ζ΄), σελ. 370.
[3]Γέροντος Παϊσίου, Γ7. Προς Βασίλειον,Τίμιος Σταυρός 23/7/1977. Βρίσκεται στό: Ψυχολογία – Βιβλία ψυχολογίας καί «ψυχολογικά» προβλήματα (Γέροντας Παΐσιος), http://hristospanagia3.blogspot.com/2010/09/blog-post_1291.html. Μαρτυρία
ἀπό το βιβλίο: «ΚΕΙΜΕΝΑ-ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Γέροντος ΠΑΪΣΙΟΥ του ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ 1924-1994», ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΑΓΙΟΤΟΚΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, Θεσσαλονίκη 2009, ΝΙΚΟΛΑΟΣ Α. ΖΟΥΡΝΑΤΖΟΓΛΟΥ ΕΠΙΣΜΗΝΑΓΟΣ Ε.Α.
[4]Γέροντος Παΐσιου του Αγιορείτου, Λόγοι Α΄, ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
“ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ”, ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2001
– Δεύτερο Μέρος – Κεφάλαιο 3ον «Ἁπλοποιῆστε τήν ζωή σας, γιά νά φύγη τό ἄγχος»
πηγή καί εδώ

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Η άγνωστη Ήπειρος: Τα προσφυγοχώρια του τότε και του σήμερα και δύο ιστορίες


Η Μικρασιατική Καταστροφή είχε την πορεία του αίματος: Το αίμα χύθηκε ως την θάλασσα και μετά έφτασε σ' όποιαν ακτή βρήκε.

Ή περίπου έτσι. Γιατί ναι μεν τους πρόσφυγες από τις παράκτιες περιοχές της Τουρκίας τους έστειλαν στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά τους άλλους, τους «χωριάτες» της Καππαδοκίας και του Πόντου, που συχνά ήταν τουρκόφωνοι, τους «εξόρισαν» στην ελληνική ύπαιθρο, αφήνοντας το ζήτημα της ενσωμάτωσης στην ευγενή καλοσύνη των ντόπιων κατοίκων και στο χρόνο.
Κι αν η ιστορία επαναλαμβάνεται, επαναλαμβάνεται περισσότερο ως τραγωδία παρά σαν φάρσα. Πάντως, η επανάληψη δεν μπορεί παρά να μας γίνει έστω αισθητή, αν όχι απόηχος βιώματος.
Δείτε επίσης: Θάνατος στη Μόρια: Ο 5χρονος θύμα του διαρκούς εγκλήματος και της υποκρισίας στο προσφυγικό
Έτσι συνέβη και στα Γιάννενα. Τα Γιάννενα, τα οποία είχαν προσφάτως απελευθερωθεί, μόλις το 1913, τα πολυπολιτισμικά Γιάννενα της ακμάζουσας αστικής τάξης και της κραταιάς εβραϊκής κοινότητας που «χάριζε» στο πρεστίζ της πόλης, φυσικά δεν επρόκειτο να υποδεχθούν τους φτωχούς, τουρκόφωνους πρόσφυγες από τα βάθη της Ανατολής.
Γι’ αυτό τον λόγο παραχωρήθηκαν εκτάσεις εκτός της πόλης -και, μάλιστα, εκείνη την εποχή μιλάμε για πολύ μακρινές αποστάσεις. Έτσι χτίστηκαν τα πρώτα προσφυγοχώρια των Ιωαννίνων: Η Ανατολή, η Μπάφρα και η Νεοκαισάρεια.
Τα προσφυγοχώρια
Οι πρόσφυγες έφτασαν στα Γιάννενα γύρω στο 1924. Πρώτα στο χωριό «Ανατολή» με πρόσφυγες που κατάγονταν από διάφορες περιοχές του Πόντου και της Μ. Ασίας. Με βάση τις διαθέσιμες πηγές φαίνεται ότι στην περιοχή για πρώτη φορά κατέφθασαν Πόντιοι πρόσφυγες στην πλειοψηφία τους, κυρίως από το χωριό Γενί Ερ κι ακολούθησαν κι άλλοι από χωριά της Σαμψούντας, την Κερασούντα, την Τοκάτη κι άλλες περιοχές του Πόντου. Το 1925 ήρθαν στην περιοχή και Πόντιοι από από το Κουμπάν της Ρωσίας, ειδικότερα από το Χόμσκι, χωριό κοντά στο Κρασιουτάρ και το Σοχούμι της Γεωργίας, οι λεγόμενοι «Ρουσάντοι». Συνολικά 141 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που ύστερα αποτέλεσε την Κοινότητα Ανατολής.
Στην ίδια ευθεία με την Ανατολή ξεκίνησε να διαμορφώνεται η Μπάφρα, αποτελούμενη από Πόντιους της Πάφρας του Πόντου και των τουρκόφωνων χωριών της Καππαδοκίας. Τα τουρκόφωνα χωριά ήταν πιο δύσκολο να ενσωματωθούν στη νέα τους πραγματικότητα, είχε περάσει μόλις μία δεκαετία απότην απελευθέρωση των Ιωαννίνων και, παρά το γεγονός ότι η πόλη ζούσε στους δικούς της αστικούς ρυθμούς, για το κοινωνικό σύνολο ήταν αρκετά πιο δύσκολο να δεχτεί τους φτωχούς, ξεριζωμένους τουρκόφωνους.
Το φθινόπωρο του 1927 μερικές οικογένειες φτάνουν στην Αμπελιά των Ιωαννίνων, με στόχο να ιδρύσουν προσφυγικό οικισμό. Η Ε.Α.Π αποφάσισε να μεταφέρει τις οικογένειες στον νεοϊδρυθέντα προσφυγικό οικισμό Μπάφρα.
Στην Μπάφρα ήταν ήδη εγκατεστημένοι από το 1926 πρόσφυγες από την Μπάφρα ή Πάφρα του δυτικού Πόντου και από την Σαμψούντα. Οι Πόντιοι της Πάφρας εκτός από ποντιακά μιλούσαν και τουρκικά. Η συνύπαρξη των Ποντίων με τους τουρκόφωνους πληθυσμούς της Καππαδοκίας, συνετέλεσε ώστε όλοι οι πρόσφυγες να επικοινωνούν μεταξύ τους στην τουρκική γλώσσα.
Και στο τέρμα της ευθείας, η Νεοκαισάρεια, που το όνομά της είναι μάλλον το πιο σαφές προσφυγικό σε όλους μας. Οι κάτοικοι της Νεοκαισάρειας κατάγονται από τα χωριά Ζίλε, Καρατζορέν, Χαστακόι και Αϊ Κωστέν της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Οι κάτοικοι ήταν τουρκόφωνοι. Οι κάτοικοι του Ζίλε άρχισαν να φεύγουν από τις εστίες τους, το Μάρτιο του 1924. Πολλοί από αυτούς σκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, μια ομάδα έφτασε στην Κέρκυρα όπου ενώθηκαν με άλλους πρόσφυγες από το Καρατζορέν και το Χασακόι και έμειναν μέχρι το 1925 στο νησί. Από την Κέρκυρα κάποιοι έφτασαν στα Γιάννινα και ίδρυσαν το προσφυγικό οικισμό της Νεοκαισάρειας.
Αντίσκηνα και εργασίες
Μέχρι την οικοδόμηση των πρώτων σπιτιών, που πλέον δεν εντοπίζονται -παρά μόνο, ίσως, ελάχιστες, τυχαίες εξαιρέσεις- οι πρόσφυγες έμειναν σε αντίσκηνα για περίπου 2 χρόνια. Ο ηπειρώτικος χειμώνας δεν είναι ήπιος, κάθε άλλο παρά ήπιος είναι κι αν τα αντίσκηνα ήταν απάνθρωπα για το κλίμα της Αθήνας, οι συνεχείς βροχές και το πυκνό χιόνι των Ιωαννίνων έκανε την ζωή αφόρητη. Ή, έστω, έτσι θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε σήμερα.
Μόλις το 1928 ξεκίνησε η οικοδόμηση παραπηγμάτων και τα πρώτα σχολεία ήταν… τμήματα των παραπηγμάτων κι έπειτα των πιο «καννικών» σπιτιών, ενώ κανονικά δημοτικά σχολεία ξεκίνησα να οικοδομούνται με πρωτοβουλία των κοινοτήτων 30 χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ‘5ο!
Οι πρόσφυγες, φυσικά, οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες, οι πάμφτωχοι πρόσφυγες των χωριών του ξεριζωμού, δούλεψαν σαν τσοπάνηδες η εργάτες στα χωράφια της περιοχής (καπνοχώραφα και άλλες καλλιέργειες). Φυσικά, δεν είχαν καμιά σχέση -πλην την τρομερή σύνδεση που δίνει στους ανθρώπους ο ξεριζωμός- με τους πλούσιους εμπόρους της Νέας Σμύρνης ή άλλων αστικών περιοχών. Όπως και στην Αθήνα, έτσι και στην περιφέρεια, οι φτωχότεροι ήταν οι τελευταίοι της ενσωμάτωσης. Πολλώ δε μάλλον, όσοι μιλούσαν τούρκικα.
Μέχρι πρόσφτατα, ακόμα και μέχρι την δεκαετία του ’90, οι γιαγιάδες στα προσφυγοχώρια, που πια ανακατεύτηκαν με τον εξαρχής ντόπιο πληθυσμό και πλέον αποτελούν προαστιακές περιοχές των Ιωαννίνων, μιλούσαν στα σπίτια τούρκικα.

Το νέο προσφυγικό κύμα στα Γιάννενα
Όπως σοφά θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, η ιστορία έχει την τάση να μας χλευάζει με επαναλήψεις γεμάτες μνήμη. Έτσι, όταν έφτασαν για δεύτερη φορά οι πρόσφυγες στο νομό των Ιωαννίνων, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν είχαν -παραδόξως- πολλά περισσότερα κοινά με τους μικρασιάτες του 1922 από ό,τι σε άλλες περιοχές. Ξεκινώντας από το ζήτημα της γλώσσας και υπενθυμίζοντας πως οι πρώτοι πρόσφυγες στην περιοχή δε μιλούσαν ελληνικά.
Το δεύτερο και βασικότερο πρόβλημα ήταν κοινό με εκείνο του 1925. Ο ηπειρώτικος χειμώνας. Οι 1.167 άνθρωποι που μεταφέρθηκαν σε αντίσκηνα στον Κατσικά Ιωαννίων, ένα χωριό έξω από την πόλη, είχαν να αντιμετωπίσουν κοινά προβλήματα με τότε: Την βροχή, το κρύο και τη λασπουριά, τις συνθήκες διαβίωσης που ήταν άθλιες.
Βέβαια, σε σχέση με τους παρατημένους στη μοίρα τους πρώτους πρόσφυγες, τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά, τα αντανακλαστικά της πόλης ήταν διαφορετικά. ίσως επειδή διδάχθηκε ενδιάμεσα σκληρά μαθήματα, όπως τα Ολοκαυτώματα του ’40, με μεγαλύτερο τον εβραϊκό ξεριζωμό που άδειασε το αστικό κέντρο από το πιο ζωογόνο του κύτταρο.
Σήμερα, λοιπόν, στα τωρινά χρόνια, οι ίδιοι οι κάτοικοι έσπευσαν να βοηθήσουν όσο γινόταν στην ενσωμάτωση των ανθρώπων. Αρχικά στην διαβίωσή τους, μεταφέροντας κουβέρτες και ρούχα και δευτερευόντως στην ίδια την ενσωμάτωση. Με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου ξεκίνησαν μαθήματα ελληνικών, όλα τα παιδιά εμβολιάστηκαν και οι πρόσφυγες είχαν κανονική πρόσβαση στα νοσοκομεία της πόλης, ενώ ξεκίνησαν και οι οικοδομήσεις των πρώτων οικίσκων – καταλυμάτων.
Βεβαίως, οι ίδιοι οι πρόσφυγες κινήθηκαν έτσι ώστε να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες, όσο καλύτερες συνθήκες μπορεί να έχει ένας -επί της ουσίας- καταυλισμός. Σίγουρα πιο «ανθρώπινος» από άλλους, αλλά πάντοτε καταυλισμός. Οι πρόσφυγες ισχυρίστηκαν πως δεν είχαν θέρμανση και επαρκή ηλεκτροφωτισμό, με κάποιους να ζητούν αρχικά την επιστροφή τους στην Αθήνα.
Με τον καιρό, πολλοί πρόσφυγες, κυρίως οικογένειες με μικρά παιδιά «πήραν» διαμερίσματα εντός της πόλης, ενώ η πόλη των «ντόπιων» παραχώρησε το Πνευματικό Κέντρο και άλλους χώρους, ώστε να λειτουργήσουν σα χώροι αλληλεπίδρασης και ενσωμάτωσης των προσφύγων με την τοπική κοινωνία, με εκθέσεις παιδικής ζωγραφικής των προσφυγόπουλων, ημερίδες κοινής μαγειρικής και άλλες πρωτοβουλίες.
Και δύο ιστορίες παρόντος και παρελθόντος
Αν ένα πράγμα σώζει την ανθρωπιά μιας κοινωνίας είναι η μνήμη κι η κοινωνία των Γιαννίνων, περιφρουρημένη από τα βουνά της Πίνδου, διατήρησε τη μνήμη της όσο πιο ακέραια γινόταν.
Έτσι, μας χαρίζει δύο ιστορίες.
Το 2012, πριν τις εκλογές, χειμώνας με πολύ χιόνι, η Χρυσή Αυγή επιχείρησε να εμφανιστεί στην πόλη. Απέτυχε παταγωδώς, αλλά πριν την παταγώδη της αποτυχία, είχε προηγηθεί μία αστεία ιστορία. Μία νύχτα με χιόνι, λοιπόν, αποφάσισαν να επισκεφτούν τη Νεοκαισάρεια Ιωαννίνων, το ένα από τα τρία προσφυγοχώρια. Χρυσαυγίτες με 20 αυτοκίνητα παρκαρισμένα στο χιόνι, μπήκαν στο καφενείο του χωριού, το γεμάτο απογόνους των πρώτων προσφύγων, παιδιά κι εγγόνια κι άρχισαν τη ρητορική του μίσους.
Οι θαμώνες δε μίλησαν, ούτε αντέδρασαν κι όταν πλέον οι ναζί τελείωσαν με το τσίπουρο και την αγόρευση, επέστρεψαν στα 20 παρκαρισμένα στο χιόνι αυτοκίνητα. Στα 20 παρκαρισμένα στο χιόνι αυτοκίνητα με τα σκασμένα λάστιχα….
Ξαναγυρνώντας στο καφενεία, οι απόγονοι, εγγονοί και παιδιά των πρώτον προσφύγων, τους είπαν ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που πάτησαν στον τόπο τους και θα μπορέσουν -με λίγη οδική βοήθεια- να φύγουν. Αλλά δεύτερη φορά δεν θα υπάρξει.
Και δεν υπήρξε.
Το 2017 είναι μια άλλη ιστορία, μια ιστορία που στερήθηκαν οι πρόσφυγες του 1922. Ήταν Φλεβάρης και απόκριες, οι πρώτοι πρόσφυγες βρέθηκαν σε δημοτικό κτίριο της Κόνιτσας και το βρήκαν γεμάτο κουβέρτες, τρόφιμα και βελέντζες (φλοκάτες, δηλαδή).. Αλλά το χωριό, εκτός από ευαισθησία, είχε και γλέντι, το γνωστό αποκριάτικο γλέντι της Τζαμάλας.
Χοντρικά η τζαμάλα είναι μία φωτιά στο κέντρο του χωριού ή της γειτονιάς, γύρω από την οποία οι κάτοικοι κυρίως πίνουν τσίπουρο και χορεύουν παραδοσιακά τραγούδια. Με έμφαση στο τσίπουρο…
Εκείνη την χρονιά, όμως, η Κόνιτσα, γνωστή για τους καταπληκτικούς οργανοπαίκτες της, αποφάσισε να κάνει μία περιφορά των μουσικών ως το πέτρινο κτίριο με τους πρώτους πρόσφυγες. Και σπάζοντας τον πόνο του 1922 και την κατάρα που αφήνει πίσω του ο ξεριζωμός, ξεκίνησαν το γλέντι καλώντας τις προσφυγοπούλες να μπούνε στον χορό, κλείνοντας, ίσως, τα χρέη τους με το κακό παρελθόν.
Σε μια ευθεία γραμμή ανάμεσα σε σχεδόν εκατό χρόνια ξεριζωμού, η Ήπειρος είχε πάρει το δικό της μάθημα και το έκανε μάθημα για όλους. Αν μη τι άλλο, η Ήπειρος της μετανάστευσης και της φτώχειας μπόρεσε και μπορεί ακόμα να αναγνωρίσει πως ο πρόσφυγας είναι ένας φίλος που έχει ανάγκη. Ανάγκη να μην επιστρέψει στην λασπουριά του χειμώνα, για αρχή. Και να μπορεί, αν κάτι έχει σημασία, να μην υποφέρει.
in.gr