Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Ο ΚΡΥΠΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 

ΚΡΥΠΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Γέροντα Ζαχαρία
Ολοι οι δεσμοι της Αγιας Εκκλησιας προσφερονται στον κοσμο για την ανευρεση της βαθειας καρδια, του κεντρου της ανθρωπινης υποστασεως.

Ο Θεος επλασε με ιδιαιτερο τροπο την κάθε καρδια.Σε αυτην στοχευει, σε αυτή εμφανιζεται & σε αυτή κατοικει, όπως βεβαιωνουν οι Αγιες Γραφες.
Εφοσον Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΕΣΤΙΝ η καρδια αποτελει το πεδιο της μαχης για την σωτηρια μας ολες οι ασκητικες μας προσπαθειες αποσκοπουν στην καθαρση της από κάθε ρυπαροτητα & στη διατηρηση της καθαροτητας της ενωπιον του Κυριου ΠΑΣΑ ΦΥΛΑΚΗ ΤΗΡΕΙ ΣΗΝ ΚΑΡΔΙΑ, ΛΕΕΙ Ο ΣΟΦΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ Ισραηλ ΕΚ ΓΑΡ ΑΥΤΗΣ ΕΞΟΔΟΙ ΖΩΗΣ. Οι δρομοι της ζωης διερχονται από την καρδια του ανθρωπου, γι’ αυτό & η αναζωπυρωση της νεκρωμενης από την αμαρτια καρδιας με τη χαρη του θεου συνιστα τον ασβεστο ποθο ολων εκεινων που εκζητουν ακαταπαυστα το Προσωπο του ΖΩΝΤΟΣ ΘΕΟΥ.
Η καρδια είναι ο αληθινος ναος οπου ο ανθρωπος συνανταται με τον Κυριο , γι’ αυτό & απαιτει αισθησιν ΝΟΕΡΑ & ΘΕΙΑ, ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΜΕΧΡΙΣ ΟΤΟΥ
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ ΕΛΘΕΙ ΝΑ ΕΝΟΙΚΗΣΕΙ ΣΕ ΑΥΤΗΝ.
Από τη δικη του πλευρα ο θεος ως ζηλωτης δεν συγκαταβαινει στο μερισμο της καρδιας γι’ αυτό ακουμε τη φωνη του στην Παλαια Διαθηκη να κραζει: ΔΟΣ ΜΟΙ ΥΙΕ ΣΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ, αλλα & στην καινη Διαθηκη εντελλεται ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΚΥΡΙΟΝ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΣΟΥ ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΟΥ & ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΟΥ & ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ ΣΟΥ& ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΟΥ. Αυτος είναι που επλασε με μοναδικο & ανεπαναληπτο τροπο την καρδια του κάθε ανθρωπου & γνωριζει τελεια ότι καμμια καρδια δεν είναι ικανη να τον χωρεσει ολοκληρο, γιατι ΜΕΙΖΩΝ ΕΣΤΙΝ ο Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΗΜΩΝ. Εντουτοις όταν ο ανθρωπος κατορθωσει να στρεψει ολη την καρδια του στον θεον τοτε & ο θεος την γονιμοποιει με την αφθαρτη σπορα του λογου του, την σφραγιζει με τον θαυμαστο ονομα του & την λαμπρυνει με τη διηνεκη & χαρισματικη παρουσια του.Την απεργαζεται αχειροποιητο ναο της θεοτητας του, ικανη να αντανακλα το ΕΙΔΟΣ ΤΟΥ, ΝΑ ΚΙΘΑΡΙΖΕΙ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ & ΝΑ ΒΑΣΤΑΖΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑΤΟΥ.
Με έναν λογο ο ανθρωπος εκπληρωνει τον προορισμο της ζωης του, τον σκοπο του στη μεταβατικη υπαρξη αυτου του κοσμου.
Ολη η ανθρωπινη τραγωδια του παροντος αιωνος εγκειται στο ότι ζουμε, μιλουμε , σκεπτομαστε, ακομη & προσευχομαστε στο θεο εξω από την καρδια μας, εξω από τον οικο του Πατρος μας. Και οντως, οικος του Πατρος μας είναι η καρδια μας. Εκει επιθυμει να αναπαυθει το της δοξης & το του θεου Πνευμα, ώστε ΝΑ ΜΟΡΦΩΘΕΙ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΝ ΗΜΙΝ. ΒΕΒΑΙΩΣ ΜΟΝΟ ΤΟΤΕ ΘΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΟΥΜΕ & ΘΑ ΠΡΑΓΜΑΤΩΘΟΥΜΕ ΩΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΤ ΕΙΚΟΝΑ Της ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ υιου & λογου του θεου, ο οποιος μας δημιουργησε & μας εξαγορασε με το τιμιο αιμα της απεριγραπτης θυσιας του.
Ωστοσο τα παθη, οσο ειμαστε αιχμαλωτοι σε αυτά απομακρυνουν τον νουν από την καρδια μας & τον ωθουν προς τον συνεχως μεταβαλλομενο & ματαιο κοσμοτων φυσικων & κτιστων πραγματων.Απομυζουν ολη την πνευματικη μας δυναμη & καθιστουν αδυνατη την εξ υψους αναγεννηση που θα μας καταστησει τεκνα θεου & θεους κατά χαριν.Στην ουσια με ένα η τον άλλο τροπο ειμαστε ολοι ασωτοι υιοι του ουρανιου πατρος μας. Η Γραφη πιστοποιει ΠΑΝΤΕΣ ΓΑΡ ΗΜΑΡΤΟΝ & ΥΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Η αμαρτια απεσπασε τον νου μας από τη ζωοποιο θεωρια του θεου & οδηγησε ΕΙΣ ΧΩΡΑΝ ΜΑΚΡΑΝ. Στη μακρινη αυτή χωρα χασαμε την τιμη της πατρικης αγκαλης & γιναμε υποχειριοι των δαιμονων, βοσκοι χοιρων. Παραδοθηκαμε στα παθη μας της ατιμιας & στον φοβερο λοιμο της αμαρτιας, που βιαια εδραιωθηκε ως νομος στα μελη μας.
Από τον φρικτο αυτό αδη της απουσιας του θεου οφειλουμε να επιστεψουμε στον οικο του πατρος μας. Να εκριζωσουμε από μεσα μας τον νομο της αμαρτιας & να εγκαθιδρυσουμε στην καρδια μας τον νομο των εντολων του Χριστου. Δηλαδη να αγαπησουμε τον θεον & τον πλησιον μας με ελευθερη καρδια ολοτελως απαλλαγμενη από την αμαρτια, με ολο το είναι μας.
Ο Δρομος της επιστροφης από την μακρινη & απαρακλητη εκεινη χωρα δεν είναι καθολου ευκολος. Αλλα & δεν υπαρχει πιο φοβερος λιμος από αυτόν της καρδιας που ερημωθηκε από την αμαρτια.Οι ανθρωποι που εχουν καρδια πεπληρωμενη από την παρηγορια της αφθαρτης χαριτος μπορουν να υπομεινουν κάθε εξωτερικη ενδεια & θλιψη μετατρεποντας τες σε πανηγυρι πνευματικης χαρας. Ο λιμος όμως της αναλγητης καρδιας από την οποιοα απουσιαζει η θεια παραμυθια, είναι απαρακλητος & βασανιστικος. Δεν υπαρχει συμφορα από εκεινη της αναισθητης & απολιθωμενης καρδιας που αδυνατει να διακρινει από την φωτεινη οδο της προνοιας του θεου στη ζωη μας, & από την άλλη τη θλιβερη συγχυση των οδων του κοσμου τουτου.Ωστοσο σε ολη τη διαδρομη της ιστοριας υπηρξαν ανθρωποι με καρδιες γεματες από χαρη. Τα εκλεκτα αυτά δοχεια φωτισθηκαν από το πνευμα της προφητειας & γι’ αυτό κατορθωσαν να κανουν τη διακριση μεταξυ του θειου φωτος & του σκοτους του αιωνος τουτου.
Οσο φοβερος & δυσχερης & να είναι ο αγωνας του εξαγνισμου της καρδιας τιποτα δεν πρεπει να μας αποτρεψει από την αναληψη του.Εχουμε με το μερος μας την αφατη αγαθοτητα του θεου, ο οποιος εχει θεσει την καρδια του ανθρωπου ως προσωπικη μεριμνα & στοχο του.Στο βιβλιο του ιωβ διαβαζουμε τα εκπληκτικα λογια: ΤΙ ΓΑΡ ΕΣΤΙΝ ΑΝΘΡΩΠΟς ότι εμεγαλυνας αυτόν η ότι προσεχεις πρωι & αναπαυσιν αυτόν κρινεις? διατι εθου με κατεντευκτην σου….. βλεπουμε δηλαδη τον ακαταληπτο θεο να κυνηγα την καρδια του ανθρωπου:
Iδου εστηκα επι την θυρα & κρουω . Εάν τις ακουση της φωνης μου & ανοιξη την θυραν, εισελευσομαι προς αυτόν & δειπνησω μετ’ αυτου & αυτος μετ ‘ εμου. Κρουει εκεινος τη θυρα της καρδιας μας, αλλα & να μας ενθαρρυνει να κτυπουμε & εμεις τη θυρα του ελεους του.Και όταν οι δυο θυρες αυτές της αγαθοτητος του θεου & της καρδιας του ανθρωπου ανοιγουν συντελειται το μεγαλυτερο θαυμα της υπαρξεως : Η ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΤΟ ΛΑΜΠΡΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ τους ΥΙΟΥΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
Ποτε στερουμαστε το πανηγυρι της θεικης αυτης παρακλησεως ; Όχι μονο παραδιδομαστε στη φθορα της αμαριας ΒΟΣΚΟΝΤΑΣ ΧΟΙΡΟΥΣ ΣΕ ΧΩΡΑ ΜΑΚΡΙΝΗ, αλλα επισης & όταν αγωνιζομαστε ελλιπως ενδιδοντας στην αμελεια. Επικαταρατος πας ο ποιων τα εργα του κυριου αμελως , προειδοποιει ο προφητης Ιερεμιας. Στην πρωτη περιπτωση της βοσκης των χοιρων ο εχθρος διαβολος μας αναθετει επικαταρατο εργο. Στην δευτερη της αμελειας εμεις οι ιδιοι επισυρουμε πανω μας την καταρα, επιτελωντας το εργο του Κυριου με μιση καρδια ακομη & όταν βρισκομαστε στον οικο του. Ο Θεος δεν ανεχεται τον μερισμο της καρδιας μας. Δεν ευαρεστειται όταν του μιλουμε με μιση καρδια. Επιποθει ολη τηνκαρδια μας στραμενη & παραδομενη σε αυτόν οποτε εκεινος την γεμιζει με τα δοματα της αγαθοτητας του, τα χαρισματα της ευσπλαχνιας του Ο ΣΠΕΙΡΩΝ ΕΠ’ ΕΥΛΟΓΙΑΙΣ αναμενει την ιδια διαθεση από μερους μας.
Οι παραπανω σκεψεις μας πειθουν για το ποσο πολυτιμο είναι να στεκομαστε στην παρουσια του θεου με ολη μας την καρδια εκχεοντας την ενωπιον του.Κατανοουμε επισης ποσο επιτακτικο είναι το εργο της ανευρεσεως της καρδιας μας, ώστε να εχουμε τη δυνατοτητα να μιλουμε στον θεον & πατερα μας από τα βαθη της & να εισακουσθουμε για να του δωσουμε το δικαιωμα να επιτελεσει το εργο του ανακαινισμου μας & να μας αποκαταστησει στην πρωταρχικη τιμη της υιοθεσιας.Οσο α ανθρωπος υποκειται στην εξουσια της αμαρτιας & του θανατου παραδομενος στη δυναμικη του κακου ολοενα & περισσοτερο φιλαυτος. Χωρισμενος από τον θεον αγωνιζεται εγωιστικα & απεγνωσμενα να επιβιωσει ενώ το μονο που επιτυγχανει είναι να επισωρευσει επανω του βαρυτερη καταρα & ακομη μεγαλυτερη ερημωση. Οσο όμως & αν φθαρει από τον λιμο της αμαρτιας η αρχεγονη δωρεα της κατ’ εικονα & ομοιωσιν δημιουργιας του παραμενει αμετακλητη & ανεξιτηλη. Εχει παντοτε μεσα του τη δυνατοτητα να μεταπηδησει από το βασιλειο του σκοτους στη βασιλεια του φωτος & της ζωης.Η στιγμη αυτή φθανει όταν ελθη εις εαυτον & με πονο ψυχης ομολογησει ΛΙΜΩ ΑΠΟΛΛΥΜΑΙ. Καιρος του ποιησαι τω κυριω όπως λεμε στην αρχη της θειας Λειτουργιας είναι η στιγμη κατά την οποια ο πεπτωκως ανθρωπος ΕΛΘΩΝ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ ΣΤΕΦΕΤΑΙ προς ΤΟΝ ΘΕΟΝ. Ο ανθρωπος εισερχεται με πονο στην καρδια του & ο θεος γνωριζει τωρα ότι μπορει να διαλεχθει σοβαρα μαζι του & να του αποδωσει τη μεγαλυτερη τιμη που επιφυλασσει για το ταλαιπωρο πλασμα του. Όταν ο ανθρωπος εισελθει στην καρδια του & από εκει προσομιλησει στον θεον, εκεινος τον ενωτιζεται με προσοχη επειδη γνωριζει ότι του μιλα με επιγνωση της αληθινης καταστασεως του, με αισθημα ευθυνης & με σοβαροτητα. Τετοιου ειδους ανθρωποι ευαρεστουν στον θεον & τον πειθουν. Αλλωστε ολος ο αγωνας στη ζωη μας διεξαγεται με σκοπο να πεισουμε τον θεον ότι ειμαστε τεκνα του δικοι του & όταν ο ανθρωπος προσκομισει τις απαραιτητες αποδειξεις στον θεον τοτε θα ακουσει στην καρδια του τον μεγαλο λογο του Ευαγγελιου: ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΜΑ ΣΑ ΕΣΤΙ. Τη στιγμη που θα πεισει τον θεον ότι είναι υιος του Εκεινος ανοιγει τους καταρρακτες της ευσπλαχνιας του & ολη η ζωη του θεου γινεται δικη του. Αυτή είναι η ευδοκια του πρωταρχικου θεληματος του θεου & γι’ αυτόν ακριβως τον σκοπο μας δημιουργησε. Αν ο θεος πεισθει ότι του ανηκουμε τροπον τινα θα μας πει: ΟΛΗ Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ Η ΖΩΗ Ω ΑΝΘΡΩΠΕ, ΓΙΝΕΤΑΙ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΖΩΗ. Στη συνεχεια εκεινο που ο θεος είναι από τη φυση του το χαριζει στον ανθρωπο ώστε να γινει & αυτος με τη δωρεα του κατά χαριν θεος.Το κατά Λουκα Ευαγγελιο διηγειται ότι ο ασωτος υιος ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ ΕΛΘΩΝ ειπε ANASTAΣ ΠΟΡΕΥΣΟΜΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ & ΕΡΩ ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ ΗΜΑΡΤΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ & ΕΝΩΠΙΟΝ ΣΟΥ, ΟΥΚΕΤΙ ΕΙΜΙ ΑΞΙΟΣ ΚΛΗΘΗΝΑΙ ΥΙΟΣ ΣΟΥ. Προκεται για μια μεγαλειωδη στιγμη για ένα γεγονος του πνευματικου κοσμου. Η κακοπαθεια, οι θλιψεις & ο απειλητικος λιμος της μακρινης χωρας υποχρεωνουν τον ανθρωπο να κοιταξει μεσα του. Με μια νευση της χαριτος του θεου η ενεργεια της κακωσεως μετατρεπεται σε μεγαλη τολμη, ώστε να μπορεσει να ερευνησει την καρδια του & να δει ολη την νεκρωση που την λυμαινεται.Αμεσως με προφητικη επιγνωση ομολογει ρωμαλεα ότι ΕΞΕΛΙΠΟΝ ΕΝ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΙ …ΟΙ ΗΜΕΡΕΣ ΜΟΥ Διαπιστωνει με πονο ψυχης ότι ολη η προηγουμενη ζωη του είναι μια αλυσιδα από αποτυχιες & προσδοκιες στην εκπληρωση των εντολων του θεου & ότι δεν διεπραξε πανω στη γη κανενα καλο, ικανο να αντεξει το αστεκτο βλεμμα του αιωνιου κριτη.Αντικρυζει την αθλια κατασταση του & όπως ο πολυμαθης Ιωβ ΑΔΗΣ ΜΟΥ Ο ΟΙΚΟΣ ΜΟΥ.
Ο ανθρωπος βυθισμενος στον απεγνωσμενο αυτό θρηνο & διψωντας μονο την αγαθη αιωνιοτητα του θεου εχει τωρα την δυναμη να στρεψει ολο το είναι του προς τον ζωντα Κυριο.Μπορει να βοηθηση από τα βαθη της καρδιας του προς εκεινον ο ΟΠΟΙΟΣ ΖΩΗΣ & ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΧΕΙ & ΚΑΤΑΓΕΙ ΕΙΣ ΠΥΛΑΣ ΑΔΟΥ & ΑΝΑΓΕΙ.Η στροφη αυτή σηματοδοτει την αφετηρια του εργου της αναπλασεως του ανθρωπου από τον Σωτηρα Θεο.
Οταν ο ανθρωπος επεσε στην αμαρτια ο νους του κινηθηκε προς τα εξω, διασκορπιστηκε στα κτισματα. Όταν όμως ο ανθρωπος ελθει στον εαυτον του με επιγνωση της απωλειας του επιζητωντας τη σωτηρια του πραγματοποιει τη δευτερη κινηση προς τα τα εσω. Τελικα όταν ο νους ηγεμονευσει στην καρδια & σε ολο του το είναι , ο ανθρωπος κανει την τριτη κινηση με την οποια στρεφει προς τον Θεον Πατερα, ολη η υπαρξη του. Αυτος ο κυκλος ολοκληρωνεται σε 3 φασεις , από τις οποιες πρεπει να διελθει το πνευμα του ανθρωπου, για να φθαση στη τελειωση του.
Κατά την πρωτη φαση , όταν ο ανθρωπος ζει & κινειται εξω από την καρδια του, δεχεται υπερηφανες σκεψεις & εμπλεκεται σε ματαιους διαλογισμους, κατ’ ουσια πλαναται. Εχει ασυνετη & σκοτισμενη καρδια. Στην πεσουσα κατασταση του προτιμα να αποδιδει σεβασμο & λατρευτικες εκδηλωσεις ΤΗ ΚΤΙΣΕΙ ΠΑΡΑ ΤΩ ΚΤΙΣΑΝΤΙ. Μενοντας εξω από την καρδια του δεν εχει διακριση & γαρ αυτου ( σατανα) τα νοηματα αγνοει.Οπως ευστοχα αναφερεται στην γραφη ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, ΚΤΗΣΑΣΘΑΙ ΣΟΦΙΑ ΑΚΑΡΔΙΟΣ ΟΥ ΔΥΝΗΣΕΤΑΙ. ΚΑΘΩΣ Η ΚΑΡΔΙΑ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΝΕΙ ΑΔΟΚΙΜΟΣ & ΑΚΑΡΠΟΣ ΑΕΡΑ ΔΕΡΩΝ. Αδυνατει να βαδισει με σταθεροτητα στην οδο του Κυριου οποτε χαρακτηριζεται από ασταθεια & διψυχια.
Στην δευτερη φαση όταν ο ανθρωπος ελθει ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ αρχιζει να εχει ταπεινους λογισμους, οι οποιοι ελκυον τη χαρη & ευαισθητοποιουν την καρδια. Οι ταπεινες σκεψεις φωτιζουν συγχρονως τη διανοια του.ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΕΣΩΘΕΝ & διευκολυνουν τη διακριση των νοηματων & την επιλογη εκεινων μονο που ενισχυουν την καρδια να παραμενει ασαλευτη στον καθαρισμο της: να ευαρεστησει στον Θεον ειτε δια ζωης ειτε δια θανατου. Ενώ στην πρωτη φαση ο ανθρωπος παραδιδεται στον φαυλο κυκλο των φθοροποιων λογισμων, στη δευτερη εμπνεομενος από τον λογο του Χριστου, οδηγηται σε σκεψεις που η μια είναι βαθυτερη από την άλλη, βαδιζει από πιστη σε αρτιοτερη πιστη από ελπιδα σε κραταιοτερη ελπιδα από χαρη σε μεγαλυτερη χαρη & από αγαπη του θεου σε μεγαλυτερο πληρωμα αγαπης. ΟΙΔΑΜΕΝ ΔΕ ΤΟΙΣ ΑΓΑΠΩΣΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΠΑΝΤΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙ ΕΙΣ ΑΓΑΘΟΝ.
Πραγματι αυτή η εισοδος ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ & η ανευρεση τηςκαρδιας είναι εργο της θειας χαριτος. Όταν ο ανθρωπος αποδεχεται την κληση του Θεου & συνεργει με τη χαρη του χορηγειται, η χαρη αυτή συσσωρευεται & ενδυναμωνει ολη του την υπαρξη. ΟΤΑΝ ΕΝΕΡΓΗΣΕΙ Η ΧΑΡΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, επερχεται η μεγαλειωδεις στιγμη που προαναφεραμε. Τοτε ο ανθρωπος δεν βλεπει μονο ότι οι μερες του ΕΞΕΛΙΠΟΝ ΕΝ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΙ ότι ολη η προγενεστερη ζωη του ηταν μια αποτυχια & ότι σε ολες τις περιστασεις προδιδει τον Θεον, αλλα συναισθανεται επιπλεον ότι ο θανατος απειλει να αφανισει όλα οσα αγκαλιασε η συνειδηση του, ακομη & τον θεον. Ειναι πλεον πεπεισμενος ότι το πνευμα του εχει την αναγκη από αιωνιοτητα & κανενα κτισμα,ουτε αγγελος ουτε ανθρωπος είναι σε θεση να τον βοηθησει. Η εμπειρια αυτή τον βοηθα να αποσυνδεθει από καθετι κτιστο & από κάθε εμπαθη προσκολληση. Αν τοτε πιστεψει στον λογο του χριστου & στραφει προς ΑΥΤΟΝ, θα ανακαλυψει ευκολα τον τοπο της καρδιας του, γιατι θα είναι ελευθερος. Η πιστη αυτή σωζει, γιατι ομολογει ότι ο Χριστος αποτελει το ΕΙΝΑΙ & ανταμειβει οσους τον αναζητουν. Πιστευει δηλ ότι ο Χριστος είναι ο αιωνιος & παντοκρατωρ Κυριος, ο οποιος ηλθε να σωσει τον κοσμο & παλιν ερχεται να κρινει την οικουμενη με δικαιοσυνη. Με τη σταση αυτή μαθαινει να παραδιδεται με εμπιστοσυνη στον νομο της πιστεως δηλ να κρεμα τα παντα στο ελεος του Σωτηρος Θεου ΠΑΡ ΕΛΠΙΔΑ ΕΠ ΕΛΠΙΔΑ. Προκειται για δικαιη πιστη, όπως εκεινη της χαναναιας, η οποια σαν κυναριο δεχεται την παιδεια του Κυριου, τον ακολουθει ελευθερα & σταθερα ειτε ελεγχεται ειτε ευνοειται, ο θεος μενει γι’ αυτην δικαιος & ευλογητος εις τους αιωνας.Η πιστη αυτή αποκομιζει τον επαινο της υιοθεσιας, γιατι ενεργειται από την ταπεινωση & την αγαπη, & τελικα ελκυει τη θεια χαρη που ανοιγει & ζωοποιει την καρδια.
Όταν ο ανθρωπος πιστεψει & το πνευμα του βρει αληθινη επαφη με το πνευμα του ιησου χριστου εγηγερμενου εκ νεκρων, ο οποιος ζει & βασιλευει εις τους αιωνας, φωτιζεται ώστε να δει την πνευματικη του πτωχεια & ερημωση. Κατανοει επισης ότι η αιωνιοτητα είναι ακομη εξω από αυτόν, γεγονος που τον τρομαζει καθως εχει επιγνωση της απουσιας του θεου από τη ζωη του. Ο θειος φοβος που γεννιεται από την πιστη ενισχυει την καρδια του ανθρωπουγια να αντισταθει στην αμαρτια & να επιδειξει σταθερο καθορισμο στην εκζητηση των αιωνιων αντι των προσκαιρων.Στη ζωη του αρχιζει τωρα να επαληθευεται ο λογος της Γραφης ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ ΦΟΒΟΣ ΚΥΡΙΟΥ Όταν αργοτερα η καρδια του ανθρωπου πληρωθει με την χαρη του θεου, ο φοβος αυτος θα ενεργει ως ταπεινο & προστατευτικο χαρισμα που θα τον περιφρουρει από την υπερβολικη παρρησια, ώστε να μη φρονει για τον εαυτον του περισσοτερο από οσο πρεπει να φρονει & να φυλαγεται παντοτε με συνεση στα μετρα της κτιστοτητας & της σωφροσυνης του.
Ένα άλλο αλαθητο μεσο με την βοηθεια του οποιου ο πιστος βρισκει την καρδια του είναι η αποδοχη της αισχυνης για τις αμαρτιες του στο μυστηριο της Ιερας εξομολογησεως. Όπως ο Χριστος μας εσωσε υπομενοντας για χαρη μας τον σταυρο της αισχυνης ετσι & ο πιστος όταν εξερχεται από την παρεμβολη του κοσμου τουτου αψηφωντας την καλη γνωμη για το προσωπο του & την υποληψη του, αναλαμβανει την αισχυνη των αμαρτιων του & ταπεινωνεται η καρδια του. Ο Κυριος δεχεται την αισχυνη του για τις αμαρτιες του ως θυσια ευχαριστιας& του μεταδιδει τη χαρη της δικης του ανυπολογιστης θυσιας του σταυρου. Η χαρη αυτή καθαιρει & ανακαινιζει την καρδια του ανθρωπου σε τετοιο βαθμο, που μπορει μετα να παρισταται ενωπιον του θεου με τροπο αληθινα ευαρεστο σε Αυτόν.Ειναι πολλοι οι τροποι , οι ασκησεις & τα νοηματα που συντελουν στην αφυπνιση, την θεραπεια, τον ανακαινισμο τη συντηρηση, τον φωτισμο & την τελικα, τον χριστοειδη πλατυσμο της καρδιας. Σε ορισμενα από αυτά θα επεκταθουμε στην συνεχεια. Προς το παρον σημειωνουμε μονον δυο, την προσευχη & την μετανοια.
Στην προσευχη του Ιησου, με την επικληση του ονοματος του χριστου, ο πιστος διαμενει στην ζωντανη παρουσια του προσωπικου θεου, του οποιου η ενεργεια μεταδιδεται στην καρδια του ανθρωπου & μεταποιει τον ολο ανθρωπο.Η προσευχη όταν τελειται με ταπεινωση & συνοδευεται από ασκητικη νηψη, κρατει τον νου προσηλωμενο στην καρδια & καρποφορει τη θαυμαστη & υπερκοσμια παρουσια του ηγαπημενου θεου.
Πανω από κάθε άλλη αθληση ωστοσο, την καρδια καλλιεργει & συντηρει η περιεκτικη ασκηση της μετανοιας. Η μετανοια εχει έναν αγιο & μεγαλειωδη σκοπο:΅να αποδειξει & να μαρτυρησει από τη μια ότι Ο ΖΩΝ ΘΕΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΗΜΩΝ είναι ο θεος δικαιος & αληθινος σε ολες τις βουλες, τις οδους & τις κρισεις του & από την άλλη ότι ο ανθρωπος είναι ΨΕΥΣΤΗΣ & πλασμενος από την αμαρτια, στερημενος από την τιμη & την δοξα που του εμπιστευθηκε πρωταρχικα ο θεος.Αυτος που μετανοει αρχιζει από το τελευταιο: ομολογει την αμαρτωλοτητα του, παιρνοντας το πταισμα επανω του με ταπεινη & απαρρησιαστη αυτοκαταδικη. Η μεταστροφη του δεν περιεχει ιχνος θρασυτητας. Με τον τροπο γινεται αληθινος & ελκυει το πνευμα της αληθεια, το οποιο τον καθαριζει από την αμαρτια & τον δικαιωνει. Όπως ελεγε ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ, το πνευμα μαρτυρει στην καρδια του τη σωτηρια . Αλλα & ο Κυριος δικαιωνεται καθως αποδεικνυεται αληθινος, επιβεβαιωνοντας τους λογους του Προφητη του : ΘΥΣΙΑ ΤΩ ΘΕΩ πνευμα συντετριμενο, καρδια συντεντριμενη & τεταπεινωμενη ο θεος ουκ εξουδενωσει. Όταν ο ανθρωπος ερθει στον εαυτον του & ομολογησει ελευθερα από τα βαθη της καρδιας του: Στην αρχη ο ανθρωπος μετανοει για τις αμαρτιες του, όταν όμως πληθυνει η χαρη της μετανοιας, θεραπευεται …η αλλοτριωση του από την αιωνια ζωη & διανοιγεται μπροστα του το προαιωνιο σχεδιο του θεου για τον ανθρωπο. Μορφωνεται στην καρδια του το ΕΙΔΟΣ του αρχετυπου Χριστου & κατανοει την κληση του να γινει συμμορφος προς την εικονα του κτισαντος αυτόν. Με τη θεωρια αυτή οδηγειται στο πληρωμα της μετανοιας, η οποια επιτελειται στο οντολογικο επιπεδο & όπως ελεγε ο γεροντας ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ, ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ, γιατι η συγκριση της δεν γινεται με ανθρωπινα μετρα αλλα με το υπερκοσμιο προσωπο ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΙΗΣΟΥ.
Στα σταδια της μετανοιας ο πιστος βασταζει τον μικρο σταυρο που η προνοια του θεου φιλανθρωπα & διακριτικα παραχωρει στη ζωη του καθενος μας. Ο προσωπικος σταυρος διαμοεφωνεται αναλογα με την ιδιαιτερη αναγκη που υπαρχει στον καθενα, προκειμενου να ελευθερωθει αποι κάθε δεσμο & εμπαθη προσκολληση, ώστε με ελευθερη καρδια να αγαπα τον ευεργετη του θεο & να τρεχει με πιστοτητα & σταθεροτητα πισω από αυτόν. Ο μικρος σταυρος που σηκωνουμε χαριν της εντολης της μετανοιας, γινεται το κλειδι για την εισοδο μας στην αιωνια ζωη & την μεγαλη κληρονομια που κατεκτησε για μας ο Χριστος δια του σταυρου & της Αναστασεως του.
Ωστοσο, δεν υπαρχουν ορια στη μετανοια του ανθρωπου. Η υψηλοτερη μορφη μετανοιας που ελκυει & τη μεγαλυτερη χαρη του θεου κατατιθεται όταν ο ανθρωπος, σαν άλλος Αδαμ, συλλαμβανει τις κοσμικες συνεπεις της πεπτωκυιας καταστασεως του & προσφερει κραυγη μετανοιας για ολο το γενος των ανθρωπων. Παραδειγματα τετοιας μορφης μετανοιας βλεπουμε στο προσωπο των αγιων ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΣΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΑ, ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ, στην ταπεινη μεσιτεια ολων των αγιων & τελος, όχι λιγοτερο στον αδαμιαιο θρηνο του Αγ Σιλουανου : δεομαι σου ελεημον Κυριε ινα γνωρισωσι σε εν πνευματι Αγιω παντες οι λαοι της γηςΤο βαθος της φαινομενικα αυτης προσευχης διακρινεται στον θρηνο του Αδαμ, που είναι & η εκφραση της παγκοσμιας μετανοιας του.
Με ποιο τροπο όμως είναι δυνατον να αναδειχθει η μετανοια παγκοσμια ως προς το περιεχομενο της: καλλιεργωντας την καρδια με το αροτρο της μετανοιας & αρδευοντας την ακαταπαυστα με το ζων υδωρ της χαριτος, θα ερθει καιρος, οποτε ΗΜΕΡΑ ΔΙΑΥΓΑΣΗ & ΦΩΣΦΟΡΟΣ ΑΝΑΤΕΙΛΗ ΕΝ ΤΑΙΣ ΚΑΡΔΙΑΙΣ ΗΜΩΝ.Καποια στιγμη η συσσωρευση της ενεργειας του πνευματος της αληθειας στην καρδια την διανοιγει & την πλαταινει ατελευτητα, για να περιπτυχθει τον ουρανο & την γη & όλα οσα υπαρχουν.Την ημερα αυτή αναγενναται ο αληθινος & συμφωνα με το προφητικο λογο, εξερχεται επι τον αληθινο εργο αυτου & επι την αληθινη εργασια αυτου εως εσπερας της ζωης του . δηλ τοτε πια γνωριζει πως να επιτελει αγιωσυνη εν φοβω θεου : να σκεπτεται & να εργαζεται μονο οσα εστιν αληθη, οσα σεμνα δικαια, οσα αγνα, οσα δικαια, οσα αγνα, οσα προσφιλη , οσα ευφημα ει τις αρετη & ει τις επαινος, όλα οσα συνεισφερουν στην πνευματικη του τελειωση. Στην καρδια του κυριαρχει η ειρηνη του αρχοντος της ειρηνης Χριστου & όταν εκφερει λογο, απηχει τον τελειο θησαυρο που περικλειει μεσα του. Προσφερει παντοτε στους συναθρωπους του το αγαθο περισσευμα της καρδιας του, η οποια εχει πλατυνθει & δεν αποκλειει κανεναν από μεσα της. Το πνευμα του ανεβαινει σε ορη αιωνια & επιβλεπει τις αβυσσους των κριματων της ευσπλαχνιας του θεου. Η προσευχη του αναπεμπεται για κάθε ανθρωπο & προσαγει στον Κυριο κάθε ψυχη, ικετευοντας τον να πληρωσει τις καρδιες ολων των ανθρωπων με την αφθαρτη παρηγορια του πνευματος του.
Όταν κατ’αυτόν τον τροπο η καρδια παραδοθει πληρως στον Παντοδυναμο Ιησου, τοτε Εκεινος την επισκιαζει απλωνοντας πανω της τη μεσσιανικη του εξουσια.Με μια δεξια περιστροφη της θαυμαστης κλειδας του Δαβιδ που εχει στην κατοχη του η καρδια αιχμαλωτιζεται σε όλα τα νοηματα της υπακοης στον Χριστο. Τα ταπεινα αυτά νοηματα εξαπολυουν μεσα της απιστευτα μεγαλη ενεργεια που αυξανει την επνευση & την αντοχη της ψυχης ώστε να ακολουθησει τον αγαθο Κυριο ΟΠΟΥ ΥΠΑΓΗ ΑΚΟΜΗ & ΣΤΟΝ Αδη. Με αριστερη περιστροφη ωστοσο αρκει για να επιστρψουν όλα τα νοηματα του εχθρου στους κολπους της, γεγονος που υποχρεωνει τον πιστο να τηρει πνευματικη νηψη με αγγελικη ακριβεια. Σταδιακα γινεται μετοχος της υπερκοσμιας νικης του Σωτηρος θεου & η ασκηση του αποκτα σχεδον ολοκληρωματικα θετικο χαρακτηρα & ελαχιστα αρνητικο. Δηλ αγωνιζεται περισσοτερο με ποθο ΤΟ ΟΙΚΗΤΗΡΙΟ ΗΜΩΝ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ ΕΠΑΝΔΥΣΑΣΘΑΙ….ινα καταποθη το θνητον υπο της ζωης.Ζει τοτε μεσα του τη δυναμικη & ατελευτη αυξηση του θεου.
ΟΤΑΝ η καρδια εξαγνισθει με την χαρη του θεου είναι πολύ ευκολο για τον νου να εδραιωθει εκει με την επικληση του ονοματος του Χριστου οπου & η καρδια με απολυτη φυσικοτητα κραζει ακαταπαυστα στεναγνοις αλαλλητοις.
Από τη στιγμη που ο Κυριος ενοικει & εμπερπατει στην καρδια ο ανθρωπος γινεται διδακτος θεου. Διδασκεται από αυτόν να διακρινει ποια νοηματα εναρμονιζονται με την παρουσια του & ποια δυσχεραινουν τη διαμονη του θεου μεσα μας. Μυειται δηλ την προφητικη ζωη. Η καρδια διδασκεται να ερευγεται λογους αγαθους, να κατανοει την γλωσσα του θεου & με αγιο καθορισμο να κραζει αδιαλειπτως: Ετοιμη η καρδια μου ο θεος, ετοιμη η καρδια μου.Ανα κεφαλαιωνοντας θα λεγαμε ότι το κυριο εργο του ανθρωπου, το οποιο καταξιωνει τελικα τη ζωη του είναι ο αγωνας για την ανευρεση της βαθειας του καρδιας & η καθαρση της, ώστε να αξιωθει να μακαρισθει με την απεριγραπτη θεωρια του αγιου θεου μας.


Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Απίστευτο! Άνοιξε ξενοδοχείο με μασάζ στο Άγιο Όρος!

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ONLINE: Τα προνόμια του πρώτου ξενοδοχείου που άνοιξε στη Δάφνη, θα φέρει επισκέπτες με το… τσουβάλι!

Πριν λίγες ημέρες, το Άγιον Όρος υποδέχτηκε μια νέα επενδυτική κίνηση με την λειτουργία ενός σούπερ μάρκετ ΑΒ Βασιλόπουλος, ενός ξενοδοχείου και ενός εστιατορίου στο λιμάνι του Αγίου Όρους, την Δάφνη.

Πρόκειται για το πρώην κελί του Αγίου Νικολάου (το λεγόμενο Σαμαράδικο), που ανήκει στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Η κατασκευή του νέου κτιρίου από τη ΣΑΤΤΩ ΙΚΕ μέσω της εταιρείας ΟΙΚΟΔΟΜΕΙΝ ΙΚΕ των αδερφών Δημήτρη και Σταύρου Σουάνη, ξεκίνησε το 2020 και ολοκληρώθηκε το 2023. Και πριν μερικές εβδομάδες λειτούργησε.

Το νέο ξενοδοχείο, με την επωνυμία «ΣΑΜΑΡΑΔΙΚΟ» με τιμή διαμονής 40 ευρώ ανά διανυκτέρευση, προσφέρει μια προσιτή επιλογή διαμονής στους επισκέπτες του Αγίου Όρους. Στην τιμή δεν περιλαμβάνονται και επιπλέον υπηρεσίες, όπως μασάζ για το οποίο ακούγονται θετικά σχόλια καθώς προσφέρει πλήρη αναζωογόνηση .

Το εστιατόριο που προσφέρει παραδοσιακή αγιορείτικη κουζίνα είναι επίσης μια πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη για τους επισκέπτες του Αγίου Όρους. Η αγιορείτικη κουζίνα, γνωστή για την απλότητα και την πλούσια γεύση της, προσφέρει μια μοναδική γαστρονομική εμπειρία, που περιλαμβάνει παραδοσιακά πιάτα με βασικά υλικά από την τοπική φύση και τα μοναστήρια της περιοχής. Από καφέ και παραδοσιακά γλυκίσματα μέχρι πιο σύνθετα πιάτα, το εστιατόριο προσφέρει στους επισκέπτες μια γευστική αναδρομή στην κουλτούρα και την παράδοση του Αγίου Όρους
.

Απίστευτο! Άνοιξε ξενοδοχείο με μασάζ στο Άγιο Όρος! - ΕΚΚΛΗΣΙΑ ONLINE


ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΗΔΗ ΒΑΘΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΜΒΩ.

Τι είναι ένα ανθρώπινο ον; Θεολογία, νευροβιολογία του ασυνειδήτου και τεχνητή νοημοσύνη



Ανώνυμος είπε...

Κολ 4:10 – 18
Ἀδελφοί, ἀσπάζεται ὑμᾶς Ἀρίσταρχος ὁ συναιχμάλωτός μου, καὶ Μᾶρκος ὁ ἀνεψιὸς Βαρνάβα, — περὶ οὗ ἐλάβετε ἐντολάς· ἐὰν ἔλθῃ πρὸς ὑμᾶς, δέξασθε αὐτόν, — καὶ Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Ἰοῦστος, οἱ ὄντες ἐκ περιτομῆς, οὗτοι μόνοι συνεργοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, οἵτινες ἐγενήθησάν μοι παρηγορία. ἀσπάζεται ὑμᾶς Ἐπαφρᾶς ὁ ἐξ ὑμῶν, δοῦλος Χριστοῦ, πάντοτε ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ ὑμῶν ἐν ταῖς προσευχαῖς, ἵνα στῆτε τέλειοι καὶ πεπληρωμένοι ἐν παντὶ θελήματι τοῦ Θεοῦ· μαρτυρῶ γὰρ αὐτῷ ὅτι ἔχει ζῆλον πολὺν ὑπὲρ ὑμῶν καὶ τῶν ἐν Λαοδικείᾳ καὶ τῶν ἐν Ἱεραπόλει. ἀσπάζεται ὑμᾶς Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς ὁ ἀγαπητὸς καὶ Δημᾶς. ἀσπάσασθε τοὺς ἐν Λαοδικείᾳ ἀδελφοὺς καὶ Νυμφᾶν καὶ τὴν κατ᾽ οἶκον αὐτοῦ ἐκκλησίαν· καὶ ὅταν ἀναγνωσθῇ παρ᾽ ὑμῖν ἡ ἐπιστολή, ποιήσατε ἵνα καὶ ἐν τῇ Λαοδικέων ἐκκλησίᾳ ἀναγνωσθῇ, καὶ τὴν ἐκ Λαοδικείας ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀναγνῶτε. καὶ εἴπατε Ἀρχίππῳ· βλέπε τὴν διακονίαν ἣν παρέλαβες ἐν Κυρίῳ, ἵνα αὐτὴν πληροῖς. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου. μνημονεύετέ μου τῶν δεσμῶν. Ἡ χάρις μεθ᾽ ὑμῶν· ἀμήν.

Λκ 19:12 – 28
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι. καλέσας δὲ δέκα δούλους ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι. οἱ δὲ πολῖται αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ᾿ ἡμᾶς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί διεπραγματεύσατο. παρεγένετο δὲ ὁ πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς. καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω δέκα πόλεων. καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου ἐποίησε πέντε μνᾶς. εἶπε δὲ καὶ τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων. καὶ ἕτερος ἦλθε λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ. ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας. λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγώ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα, καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα· καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτό; καὶ τοῖς παρεστῶσιν εἶπεν· ἄρατε ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν μνᾶν καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι. καὶ εἶπον αὐτῷ· κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτούς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου. Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα.22/11/24 8:02 μ.μ. 

Πρμ ιʹ 7
Μνήμη δικαίου μετʼ ἐγκωμίων, καὶ εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν αὐτοῦ. Μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρε σοφίαν, καὶ θνητὸς ὃς εἶδε φρόνησιν. Κρεῖττον γὰρ αὐτὴν ἐμπορεύεσθαι, ἢ χρυσίου καὶ ἀργυρίου θησαυρούς. Τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν· (οὐκ ἀντιτάσσεται αὐτῇ οὐδὲν πονηρόν, εὔγνωστός ἐστι πᾶσι τοῖς ἐγγίζουσιν αὐτήν). Πᾶν δὲ τίμιον, οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστιν. Ἐκ γὰρ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται δικαιοσύνη. Νόμον δὲ καὶ ἔλεον ἐπὶ γλώσσης φορεῖ. Τοιγαροῦν, ἀκούσατέ μου, ὦ τέκνα· σεμνὰ γὰρ ἐρῶ καὶ μακάριος ἄνθρωπος, ὃς τὰς ἐμὰς ὁδοὺς φυλάξει. Αἱ γὰρ ἔξοδοί μου, ἔξοδοι ζωῆς, καὶ ἑτοιμάζεται θέλησις παρὰ Κυρίου. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ ὑμᾶς, καὶ προΐεμαι ἐμὴν φωνὴν υἱοῖς ἀνθρώπων. Ὅτι ἐγὼ ἡ Σοφία κατεσκεύασα βουλὴν καὶ γνῶσιν καὶ ἒννοιαν ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην. Ἐμὴ βουλὴ καὶ ἀσφάλεια, ἐμὴ φρόνησις, ἐμὴ δὲ ἰσχύς. Ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν. Νοήσατε τοίνυν ἄκακοι πανουργίαν, οἱ δὲ ἀπαίδευτοι ἔνθεσθε καρδίαν. Εἰσακούσατέ μου καὶ πάλιν· σεμνὰ γὰρ ἐρῶ, καὶ ἀνοίγω ἀπὸ χειλέων ὀρθά. Ὅτι ἀλήθειαν μελετήσει ὁ λάρυγξ μου, ἐβδελυγμένα δὲ ἐναντίον ἐμοῦ χείλη ψευδῆ. Μετὰ δικαιοσύνης πάντα τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου, οὐδὲν ἐν αὐτοῖς σκολιόν, οὐδὲ στραγγαλιῶδες. Πάντα εὐθέα ἐστὶ τοῖς νοοῦσι, καὶ ὀρθὰ τοῖς εὑρίσκουσι γνῶσιν. Διδάσκω γὰρ ὑμῖν ἀληθῆ, ἵνα γένηται ἐν Κυρίῳ ἡ ἐλπὶς ὑμῶν, καὶ πλησθήσεσθε Πνεύματος.

Σολ 4:7 – 15
Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται· γῆρας γὰρ τίμιον, οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως, βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη. Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ, ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (Κεφάλαιο ΙΙΙ)

 Συνέχεια από: Κεφάλαιο ΙΙ

Giovanni Reale 

ΠΛΑΤΩΝ

IIΙ

Η ΝΈΑ ΜΟΡΦΉ ΠΡΟΦΟΡΙΚΌΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΎΡΓΗΣΕ Η ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ ΚΑΙ ΘΕΩΡΉΘΗΚΕ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΛΆΤΩΝΑ ΩΣ ΑΠΑΡΑΊΤΗΤΟ ΜΈΣΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑΣ

Από τη «μιμητική προφορικότητα» στη «διαλεκτική προφορικότητα».
Το αποκορύφωμα της σωκρατικής μεθοδολογίας του ανατρεπτικού και του μαϊευτικού διαλόγου

Μαζί με την άνοδο της φιλοσοφικής θεωρίας ήρθε και μια νέα μορφή προφορικότητας σαφώς διακριτή από την ποιητική-μιμητική προφορικότητα.

ΌΠΩΣ έλεγα προηγουμένως, ο Havelock και άλλοι μαζί του υπέθεσαν ότι η γένεση της φιλοσοφίας αποδεικνύεται στενά συνδεδεμένη με την αναδιάρθρωση της σκέψης που σχετίζεται με την ποιητική προφορικότητα σε σχέση με την εμφάνιση της γραφής, δηλαδή με μια αλλαγή στην τεχνολογία της επικοινωνίας.

Καθώς πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη, αλλά λανθασμένη πεποίθηση, όπως θα αποδείξω στην πορεία αυτού του κεφαλαίου, θεωρώ σκόπιμο στο μεταξύ να παραθέσω μερικά από τα σημαντικότερα χωρία του Χάβελοκ, τα οποία δίνουν μια καλή εικόνα της εν λόγω θέσης.

Ακολουθεί ένα πρώτο απόσπασμα: «Η οπτικοποίηση που χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί ήταν έμμεση. Οι λέξεις ομαδοποιούνταν με τέτοιο τρόπο ώστε να τονίζεται η οπτική πλευρά των πραγμάτων, ενθαρρύνοντας έτσι τον ακροατή να δει με τα μάτια του νου. Οι άμεσες τεχνικές μνημονικής μάθησης ήταν όλες ακουστικές και απευθύνονταν στη ρυθμική αποδοχή από το αυτί. Με την έλευση του γραπτού λόγου, η αίσθηση της όρασης προστέθηκε σε εκείνη της ακοής ως μέσο διατήρησης και επανάληψης της επικοινωνίας. Οι λέξεις μπορούσαν πλέον να απομνημονεύονται με το μάτι, γεγονός που εξοικονομούσε σημαντική ποσότητα ψυχικής ενέργειας. Η απομνημόνευση δεν χρειαζόταν πλέον να μεταφέρεται στη ζωντανή μνήμη. Θα μπορούσε να μείνει στην άκρη, αχρησιμοποίητη, μέχρι να χρειαστεί να αναγνωριστεί. Αυτό μείωνε δραστικά την ανάγκη να διατυπώνεται ο λόγος με τρόπο που να είναι οπτικός, και κατά συνέπεια ο βαθμός αυτής της οπτικοποίησης μειωνόταν. Πράγματι, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αύξηση του αλφαβητισμού ήταν αυτή που άνοιξε το δρόμο για τα πειράματα αφαίρεσης. Μόλις απελευθερώθηκε από την ανάγκη να διατηρεί την εμπειρία με ζωντανή μορφή, ο δημιουργός ήταν πιο ελεύθερος να την αναδιοργανώσει με στοχαστικό τρόπο».

Η αφύπνιση από την υπνωτική έκσταση που σχετίζεται με τη μιμητική προφορικότητα και, επομένως, η γέννηση της ίδιας της έννοιας της συνείδησης και της διαλεκτικής, σύμφωνα με τον Havelock, «πρέπει να έγκειται στην αλλαγή που έλαβε χώρα στην τεχνολογία της επικοινωνίας. Η ανανέωση της μνήμης μέσω των γραπτών σημείων επέτρεψε στον αναγνώστη να απαλλαγεί από ένα μεγάλο μέρος της συναισθηματικής ταύτισης, χάρη στην οποία η ακουστική μαρτυρία μπορούσε να θυμηθεί με ασφάλεια. Αυτό μπορούσε να απελευθερώσει ψυχική ενέργεια, η οποία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να επανεξεταστεί και να αναδιοργανωθεί ό,τι πλέον ήταν γραμμένο και μπορούσε να ιδωθεί ως αντικείμενο και όχι μόνο να ακουστεί και να γίνει αισθητό. Με άλλα λόγια, μπορούσε κανείς να το ξαναδεί. Και αυτή η διάκριση του υποκειμένου από τη λέξη που ανακαλείται στη μνήμη είναι ίσως, με τη σειρά της, η προϋπόθεση για τη διαρκώς αυξανόμενη χρήση, κατά τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα, ενός τεχνάσματος που συχνά θεωρείται χαρακτηριστικό του Σωκράτη, αλλά που ίσως είχε γενικό χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν για να επιτεθεί στη συνήθεια της ποιητικής ταύτισης και να ωθήσει τους ανθρώπους να την απορρίψουν. Αυτό ήταν το μέθοδος της διαλεκτικής».

Με λίγα λόγια: η νέα τεχνολογία της επικοινωνίας, δηλαδή η «τεχνολογία της γραφής», «προσέφερε μια δεύτερη μέθοδο», υπερβαίνοντας «την ακουστική τεχνολογία του έπους». «Αυτό θα επέτρεπε επίσης […] να επεκταθεί και να διευρυνθεί η εγκυκλοπαίδεια με χίλιους τρόπους, αφού θα είχε απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που είχε επιβάλει η οικονομία της μνημονικής ανάγκης».

Ο ίδιος ο Σωκράτης, στα μηνύματά του που παραδόθηκαν μέσω της προφορικότητας, στην πραγματικότητα «ήταν δεσμευμένος σε μια τεχνική που, ακόμα και αν δεν το γνώριζε, μπορούσε να πραγματοποιηθεί πλήρως μόνο στον γραπτό λόγο, και μάλιστα είχε φθάσει στο κατώφλι της δυνατότητας μόνο χάρη στην ύπαρξη του γραπτού λόγου».

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πώς, με βάση αυτές τις προϋποθέσεις, το ίδιο το έργο του Πλάτωνα θεωρείται ως κορυφή της επανάστασης που επέφερε η γραφή, και το σώμα των γραπτών του Πλάτωνα νοείται ως ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής της επανάστασης που άλλαξε την ανθρώπινη ιστορία.

Στην πραγματικότητα, αυτή η άποψη είναι αποτέλεσμα ενός σφάλματος προοπτικής, στο οποίο αναπόφευκτα πέφτει κάποιος, όπως ο Havelock, που περιορίζεται στο να ερμηνεύει και να περιγράφει τις βασικές συνιστώσες της αρχικής προφορικότητας, δηλαδή της «ομηρικής», δηλαδή της ποιητικο-μιμητικής σε δοξαστική διάσταση, η οποία παρέμεινε κυρίαρχη μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ. Εστιάζοντας την προσοχή του στη λεπτομερή μελέτη αυτής της μορφής προφορικότητας και των ανθρωπολογικών, κοινωνικοπολιτικών και ψυχολογικών προϋποθέσεών της, ο Havelock δεν αντιλήφθηκε επαρκώς τη γέννηση και την ανάπτυξη μιας διαφορετικής μορφής προφορικότητας, δηλαδή της προφορικότητας που δημιούργησαν οι φιλόσοφοι. Δεν αντιλήφθηκε την ουσία και τη σημασία της, τη συνοχή και το εύρος της, και συνεπώς δεν κατανόησε πώς, αν είναι αληθές ότι η γραφή ήταν ουσιώδης για τη δημοσίευση, τη λήψη, την υποδοχή, τη διάδοση και τη διατήρηση των φιλοσοφικών μηνυμάτων, είναι επίσης αληθές, ταυτόχρονα, και το αντίθετο. Με άλλα λόγια, στην ανάπτυξη και την επιτυχία της γραφής καθοριστική ήταν η εννοιολογική αναδιάρθρωση της σκέψης που έφεραν οι φιλόσοφοι, οι οποίοι για μεγάλο χρονικό διάστημα λειτουργούσαν κυρίως στην προφορική διάσταση, ή ακόμη, όπως ο Θαλής και ο Σωκράτης, αποκλειστικά στη σφαίρα της προφορικότητας, την οποία, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του ίδιου του Σωκράτη, είναι σωστό να αποκαλούμε «διαλεκτική προφορικότητα». Αυτή η μορφή προφορικότητας έφερε μια ριζική επανάσταση, δηλαδή κοσμογονική μετάβαση από μια σκέψη που περιοριζόταν σε εικόνες σε μια σκέψη μέσω εννοιών.

Ωστόσο, θα δούμε πώς ο ίδιος ο Havelock αναγκάζεται να διατυπώσει ισχυρισμούς που, αν και όχι καταρχήν, τουλάχιστον πρακτικά, συγκλίνουν με αυτά που λέω. Αλλά, πριν προσκομίσω τις αποδείξεις για αυτήν τη δήλωσή μου, θεωρώ σκόπιμο να κάνω μια γενική παρατήρηση, την οποία θεωρώ πολύ σημαντική.

Η γραφή δεν είναι ένα εντελώς αυτόνομο μέσο επικοινωνίας, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προφορικότητα. 

Ο WALTER ONG (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν απομακρύνεται από τη βασική θέση του Havelock) κάνει μια ανάλυση που από πολλές απόψεις είναι καθοριστική για την επίλυση του ζητήματος που εξετάζουμε.

Η γραφή, καθώς παραδίδει τον λόγο στον χώρο, διευρύνει σημαντικά τις δυνατότητες της γλώσσας, αναδιαρθρώνει τον τρόπο σκέψης, πολλαπλασιάζει τους όρους, εμπλουτίζοντας σημαντικά τον σημασιολογικό χώρο, ανοίγοντας ορίζοντες στους οποίους η προφορικότητα από μόνη της δεν θα μπορούσε να φτάσει. Ωστόσο, παρ' όλα αυτά, στην γραφή αναβιώνει σε μεγάλο βαθμό η προφορική έκφραση, και, ως εκ τούτου, η γραφή είναι αδιανόητη χωρίς την προφορικότητα.

Διαβάζουμε την εξής σελίδα του Ong: «Αλλά σε όλους τους θαυμαστούς κόσμους που ανοίγονται από την γραφή, κατοικεί ακόμη και ζει η προφορική έκφραση: όλα τα γραπτά κείμενα, για να επικοινωνήσουν, πρέπει να συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με τον κόσμο του ήχου, το φυσικό περιβάλλον της γλώσσας. Το “διάβασμα” ενός κειμένου σημαίνει τη μετατροπή του σε ήχο με τη φαντασία, συλλαβή προς συλλαβή σε αργή ανάγνωση, ή συνοπτικά και αποσπασματικά στην ταχεία ανάγνωση που είναι χαρακτηριστική των πολιτισμών με προηγμένη τεχνολογία. Η γραφή δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει χωρίς την προφορικότητα. Υιοθετώντας έναν ορισμό που χρησιμοποιήθηκε για ελαφρώς διαφορετικούς σκοπούς από τον Jurij Lotman, μπορούμε να αποκαλέσουμε τη γραφή ένα “δευτερεύον σύστημα μοντελοποίησης”, εξαρτώμενο από ένα πρωτογενές σύστημα, δηλαδή την ομιλούμενη γλώσσα (τον προφορικό λόγο). Η προφορική έκφραση μπορεί να υπάρξει, και ως επί το πλείστον υπήρξε, χωρίς κανένα αντίστοιχο σύστημα γραφής, ενώ η γραφή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την προφορικότητα».

Ήδη με βάση αυτές τις ορθές παρατηρήσεις, θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε στην άμεση απόδειξη της θέσης μας. Αλλά θεωρούμε πιο κατάλληλο, για μαιευτικούς λόγους, να δείξουμε πώς ο Havelock κάνει χρήση της θέσης αυτής με τρόπο λανθάνοντα, χωρίς να το αντιλαμβάνεται.

Ο Havelock αναγνωρίζει, έστω και αν δεν το κάνει επί της αρχής, ότι οι Προσωκρατικοί δημιούργησαν μια νέα μορφή προφορικότητας.

Ο HAVELOCK αφιέρωσε στους προσωκρατικούς φιλοσόφους (ή μάλλον στους «προπλατωνικούς», όπως τους αποκαλεί) μεγάλη προσοχή: είχε ξεκινήσει τις μελέτες του ακριβώς από αυτούς και ήθελε να ολοκληρώσει τις έρευνές του με μια συστηματική επανερμηνεία των αποσπασμάτων τους και με μια νέα παρουσίασή τους, που θα ανανέωνε ριζικά τη συλλογή των Diels-Kranz.

Θα ήταν λοιπόν σκόπιμο να αναφέρουμε μια σειρά από παρατηρήσεις του, οι οποίες, αν αποδεσμευτούν από τις υποκείμενες παραδοχές τους και από τις προϋποθέσεις που τις στηρίζουν, οδηγούν στα συμπεράσματά μου.

Οι πρώτοι κοσμολόγοι, στην προσπάθειά τους να ανασυγκροτήσουν το σύμπαν, γνώριζαν ότι πρότειναν κάτι καινούργιο, τόσο ως προς τις παραδοχές βάσει των οποίων κινούνταν όσο και ως προς τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούσαν για την έρευνά τους. Πράγματι, από την επική αφήγηση και τις ομηρικές και Ησιόδειες ιστορίες, που εξηγούσαν τα φαινόμενα μέσω γεγονότων, εικόνων και προσώπων, επιδίωξαν να αφαιρέσουν τα φαινόμενα αυτά και να τα εξηγήσουν ορθολογικά με καινοτόμα κριτήρια και με μεθοδικό τρόπο.

Κατά συνέπεια, οι Προσωκρατικοί προσπάθησαν να θέσουν σε εφαρμογή θεμελιώδεις κανόνες μιας μεθόδου που καθιστούσε δυνατή μια νέα μορφή ανασυγκρότησης και ορθολογικής εξήγησης της εμπειρίας. Αυτό συνεπαγόταν γενικά μια αξεπέραστη σύγκρουση με την ποιητική γλώσσα και, ειδικότερα, τη γέννηση ενός εντελώς νέου λεξιλογίου και συντακτικού, ακριβώς στο πλαίσιο της προφορικότητας.

Ακολουθούν κάποιες διευκρινίσεις του μελετητή.

«Οι ίδιοι οι Προσωκρατικοί ήταν ουσιαστικά προφορικοί στοχαστές, προφήτες του συγκεκριμένου, συνδεδεμένοι με μακρά εξοικείωση με το παρελθόν και με μορφές έκφρασης που ήταν επίσης μορφές εμπειρίας. Όμως, προσπάθησαν να επινοήσουν ένα λεξιλόγιο και μια σύνταξη κατάλληλα για την αφηρημένη διατύπωση. Αυτό ήταν το θεμελιώδες έργο τους, που απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς τους. Μακριά από το να εφεύρουν συστήματα, όπως οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι, αφιερώθηκαν στην πρωταρχική αποστολή της εφεύρεσης μιας γλώσσας που θα καθιστούσε δυνατά τα μελλοντικά συστήματα».

Αναμφίβολα, ο Πλάτωνας ήταν αυτός που ανέτρεψε με συστηματικό και ριζικό τρόπο τον «ομηρικό» τρόπο αναπαράστασης των εικόνων. Αλλά ανάμεσα στον Όμηρο και τον Πλάτωνα μεσολαβούν τρεις αιώνες. Και, παρά την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του Ομήρου, εισήχθη σιγά-σιγά, ως «πρόλογος», ένας νέος τρόπος σκέψης, που με τον Πλάτωνα γιορτάζει τον «επίλογό» του. Και ο πρόλογος ήταν ακριβώς το έργο των Προσωκρατικών.

Ο Havelock γράφει: Ο Πλάτων «δεν είναι ένας απλός ιδιοφυής στοχαστής, ούτε ένας εκκεντρικός στο ρεύμα της ιστορίας, που παράγει ένα, έστω και τρομερό, δογματικό σύμπλεγμα δικής του επινόησης. Αντίθετα, είναι ένας από εκείνους τους στοχαστές στους οποίους ωριμάζουν οι αρχέγονες μορφές μιας ολόκληρης εποχής. Σκέφτεται τις ασυνείδητες σκέψεις των συγχρόνων του. Μπορεί να προβλέψει τις σκέψεις που μπορεί να σκέφτονται, αλλά δεν ξέρουν ακόμη ότι θέλουν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δίνει στα πνευματικά ρεύματα της εποχής του την κατεύθυνση και την ώθησή τους. Θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι η συγκεκριμένη πρωτοποριακή αποστολή του επιδίωξε να δημιουργήσει το ίδιο το ρεύμα του στοχασμού, ανιχνεύοντας και σκάβοντας το κανάλι μέσα στο οποίο προσπάθειες παρόμοιες με τη δική του, προηγουμένως διασκορπισμένες, θα μπορούσαν τώρα να ρέουν με ορμή»

Οι αρχέγονες/πρωτογενείς μορφές που ο Πλάτων φέρνει στην ωριμότητα είναι, όπως ανέφερα παραπάνω, ακριβώς αυτές που δημιούργησαν οι Προσωκρατικοί. Πράγματι, λέει ο Havelock, οι Προσωκρατικοί ξεκίνησαν συνθέτοντας ποιητικά έργα, εντασσόμενοι έτσι στην προφορική παράδοση. Ωστόσο, «προφανώς αισθάνονταν αποστροφή γι' αυτήν και την πολεμούσαν, ταυτίζοντάς την με το πρόσωπο της “πλειοψηφίας” και με το πρόσωπο του Ομήρου και του Ησιόδου, τους οποίους μερικές φορές ονομάζουν ως αντιπάλους. Διεκδικούν λοιπόν την ανώτερη «ευφυΐα» του αοιδού ως κυρίαρχου της Ελλάδας, αλλά προσπαθούν να προσαρμόσουν αυτή την αντίληψη σε μια νέα τάξη του πνεύματος, η οποία προορίζεται να αντικαταστήσει την ποιητική ευφυΐα. [...] Πρέπει λοιπόν να προετοιμαστούμε για την υπόθεση ότι η αρχαϊκή ελληνική φιλοσοφία αντιπροσωπεύει ένα εγχείρημα που βρέθηκε αντιμέτωπη με τα ίδια προβλήματα αφαίρεσης στα οποία ο Πλάτωνας έδωσε μια λύση που, εν μέρει, αυτή είχε προβλέψει».

Εν ολίγοις, ο Havelock παραδέχεται ότι οι Προσωκρατικοί, και αργότερα ο Σωκράτης, όπως θα δούμε, όχι μόνο εισήγαγαν μια νέα γλώσσα και άλλαξαν το συντακτικό πλαίσιο του λόγου, αλλά εξήγησαν τις φυσικές και νοητικές διαδικασίες με επαναστατικό τρόπο.

Αν όμως το έκαναν αυτό κατά κύριο λόγο στη διάσταση της προφορικότητας, τότε πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας, εναντίον της οποίας έδρασαν, και της προφορικότητας που χρησιμοποίησαν, η οποία είναι ακριβώς η διαλεκτική προφορικότητα. Και ήταν ακριβώς αυτή η «διαλεκτική προφορικότητα» που επέβαλε την αναγκαιότητα του βιβλίου, εισάγοντας ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες για τη διατήρηση όσων δημοσιεύονταν μέσω της προφορικότητας, η οποία δεν ήταν πλέον αξιομνημόνευτη ως ποίηση. Ήταν λοιπόν η διαλεκτική προφορικότητα που συνέβαλε αποφασιστικά στον θρίαμβο της κουλτούρας της γραφής.

Έτσι, τα συμπεράσματα που θα μπορούσαν να εξαχθούν θα ήταν τα εξής: ήταν μέσα στο χώρο της προφορικότητας, και σε ορισμένες περιπτώσεις επίσης με το αρχαίο εργαλείο της ποίησης, που οι Προσωκρατικοί δημιούργησαν έναν νέο τρόπο σκέψης, και κατά συνέπεια μια νέα γλώσσα, νέους όρους και μια νέα σύνταξη: τελικά, μια προφορικότητα σε αντίθεση με την ποιητική-μιμητική.

Για να επιβεβαιωθεί όμως επαρκώς αυτή η θέση, θεωρώ απαραίτητο να αρθρώσω λεπτομερώς αυτούς τους ισχυρισμούς και να δώσω ορισμένα ακριβή παραδείγματα.

Ο επαναστατικός τρόπος με τον οποίο οι Ξενοφάνης και Παρμενίδης εκφράστηκαν μέσω της ποίησης, διαλύοντας μερικά από τα ουσιώδη παραδοσιακά της περιεχόμενα. 

Ο HAVELOCK θεωρεί ότι μόνο η γραφή, και ειδικότερα ο πεζός λόγος, αποτελούσαν τον αντίποδα της ποιητικής προφορικότητας και το κίνητρο της πολιτιστικής επανάστασης. Αντίθετα, η γέννηση της φιλοσοφικής σκέψης συνέβαλε στην υλοποίηση της επανάστασης όχι μόνο στη σφαίρα της καθαρής προφορικότητας, αλλά και μέσω συνθέσεων σε στίχους. Προφανώς, ο στίχος είχε ακόμα τον σκοπό να διευκολύνει την απομνημόνευση των μηνυμάτων, αλλά αυτά ήταν μηνύματα που, κάνοντας χρήση του παραδοσιακού ποιητικού εργαλείου, ανέτρεπαν τα περιεχόμενά του, και μάλιστα ριζικά. Με άλλα λόγια, οι φιλόσοφοι, σε ποιητική μορφή, ανατίναζαν τους παραδοσιακούς τρόπους δημιουργίας ποίησης και, με τα παλιά μέσα της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας, δημιουργούσαν μια άλλη μορφή προφορικότητας.

Ο ίδιος ο Πλάτωνας, σε ένα χωρίο που ήδη αναφέραμε στο δεύτερο κεφάλαιο, υπενθυμίζει ότι «η αντιπαράθεση μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας είναι παλιά υπόθεση». Ένας από τους πρώτους αντιπάλους ήταν ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, που εξαπέλυσε σφοδρές επιθέσεις εναντίον της ποίησης χρησιμοποιώντας την ίδια την ποίηση.

Ο Cerri έχει αναλύσει με μεγάλη προσοχή το πρώτο απόσπασμα του Ξενοφάνη και έχει επισημάνει τις αξιοσημείωτες και εκπληκτικές αντιστοιχίες μεταξύ της κριτικής της παραδοσιακής ποίησης που παρουσιάζει και της κριτικής του Πλάτωνα, την οποία παρουσιάσαμε παραπάνω.

Αξιοσημείωτοι είναι οι παρακάτω στίχοι, που προλαμβάνουν τον Πλάτωνα με τρόπο εκπληκτικό:

«...και να επαινούν αυτόν που, πίνοντας, αφηγείται ευγενείς ιστορίες,
όπως του υπαγορεύει η μνήμη και η αγάπη για την αρετή,
όχι να διηγείται μάχες Τιτάνων, ούτε Γιγάντων,
ούτε Κενταύρων, επινοήσεις των προγόνων μας,
ούτε αιματηρές συγκρούσεις, στις οποίες δεν υπάρχει τίποτα χρήσιμο,
αλλά να δείχνει πάντα τον ορθό σεβασμό προς τους θεούς».

Ο Cerri αποδεικνύει, και δικαίως, ότι «η ελεγεία του Ξενοφάνη περιέχει εν σπέρματι, δηλαδή έμμεσα, αλλά όχι λιγότερο ξεκάθαρα, όλες τις κύριες διατυπώσεις αυτού που αργότερα θα αποτελούσε τη σκέψη του Πλάτωνα· αποτελεί επομένως για μας την αρχαιότερη ιστορική τεκμηρίωση αυτής της γραμμής σκέψης».

Συμφωνώ πλήρως με τον Τσέρρι και θεωρώ ότι η κριτική του Ξενοφάνη στον ανθρωπομορφισμό, τόσο σωματικό όσο και ηθικό, στη θεώρηση των θεών από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, καθιστά αυτή τη θέση αναμφισβήτητη.

Ας διαβάσουμε τα αποσπάσματα του Ξενοφάνη που μας έχουν διασωθεί, όπου ασκεί κριτική στην αρχαία πεποίθηση των ποιητών ότι οι θεοί πρέπει να έχουν μορφές και συμπεριφορές όμοιες με αυτές των ανθρώπων:

«Όμως εάν τα βόδια, τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν χέρια,
ή μπορούσαν να ζωγραφίζουν και να δημιουργούν αυτά που οι άνθρωποι
δημιουργούν με τα χέρια τους,
τα άλογα θα ζωγράφιζαν εικόνες των θεών σαν άλογα,
τα βόδια σαν βόδια, και θα σχημάτιζαν τους θεούς
κατά την εμφάνιση που έχει καθένα από αυτά».

«Οι Αιθίοπες λένε ότι οι θεοί τους είναι μαύροι και με πλακουτσωτές μύτες,
οι Θράκες, αντίθετα, λένε ότι έχουν γαλάζια μάτια και κόκκινα μαλλιά».

Όμως οι θεοί όχι μόνο δεν μπορούν να έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αλλά ούτε και συμπεριφορές παρόμοιες με αυτές των ανθρώπων, και δεν διαπράττουν σε καμία περίπτωση ανήθικες και άδικες πράξεις:

«Στους θεούς ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν
ό,τι είναι ντροπή και αίσχος για τους ανθρώπους:
κλέβουν, διαπράττουν μοιχεία, εξαπατούν ο ένας τον άλλο».

Επιπλέον, οι θεοί δεν μπορούν ούτε να γεννιούνται, ούτε να δρουν, ούτε να κινούνται όπως οι άνθρωποι:

«Αλλά οι θνητοί πιστεύουν ότι οι θεοί γεννιούνται,
ότι έχουν ρούχα και φωνές και μορφές σαν κι αυτούς»

Παραμένει στο ίδιο μέρος, χωρίς να κινείται καθόλου,
ούτε του ταιριάζει να περιφέρεται από εδώ κι από εκεί.

Όσον αφορά τα «πειράματα αφαίρεσης» που αναφέρει ο Χάβελοκ, παραθέτω ένα εξαιρετικό παράδειγμα, σε στίχους, όπου ο Ξενοφάνης απομυθοποιεί τη μορφή της Ίριδας και την ερμηνεύει λογικά:

«Αυτό που ονομάζουν Ίριδα, είναι όμως ένα σύννεφο,
πορφυρό, βιολετί και κιτρινοπράσινο στην όψη»

Ακόμα μεγαλύτερα είναι τα βήματα που έκανε ο Παρμενίδης για τη δομική τροποποίηση της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας, εισάγοντας εξαιρετικές έννοιες και μια νέα σύνταξη, πάλι μέσω της σύνθεσης στίχων. Από καιρό οι μελετητές έχουν επισημάνει την έλλειψη ομορφιάς και την τραχύτητα των στίχων του παρμενιδείου ποιήματος. Και βέβαια, αν διαβαστεί με ομηρική αισθητική, αυτή ακριβώς την εντύπωση δίνει: στην πραγματικότητα, ο Παρμενίδης ανατρέπει τον τρόπο σκέψης του Ομήρου, ενώ συνεχίζει να εκφράζεται με το ίδιο εργαλείο.

Όπως είναι γνωστό, στον Όμηρο δεν εμφανίζεται η έννοια του «είναι»· αντίθετα, ο Παρμενίδης εστιάζει ολόκληρη την ομιλία του ακριβώς στη μορφή του Είναι, και μάλιστα σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο: το Είναι είναι το καθαρό θετικό, το μη-Είναι είναι το καθαρό αρνητικό· πράγματι, το Είναι είναι ακόμη και το απόλυτο θετικό απόλυτα απαλλαγμένο από οποιαδήποτε αρνητικότητα, ενώ το μη-είναι είναι το απόλυτο αντίθετο αυτού του απόλυτου θετικού: εκτός του Eίναι δεν υπάρχει τίποτε άλλο.

Ο Χάβελοκ θα έπρεπε να αναγνωρίσει αυτό που εδώ και καιρό έχουν ομόφωνα επισημάνει οι μελετητές, ότι ο Παρμενίδης παρουσιάζει ακόμη και (σε στίχους) την πρώτη διατύπωση της αρχής της μη αντίφασης, την οποία θα φέρει στο προσκήνιο ο Αριστοτέλης, θεωρώντας την ως την πρώτη και υπέρτατη αρχή, δηλαδή την αδυνατότητα οι αντιφατικοί όροι να συνυπάρχουν ταυτόχρονα: το Είναι είναι και δεν μπορεί να μην είναι· το μη-Είναι δεν είναι και δεν μπορεί να Είναι. Ολόκληρο το παρμενίδειο ποίημα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συστηματική ανάπτυξη αυτής της αρχής, εφαρμοσμένης στην έννοια του Είναι με αυστηρά μονοσήμαντη έννοια.

Και ιδού οι στίχοι του παρμενιδείου ποιήματος που ανατρέπουν ακριβώς τον κεντρικό άξονα του ομηρικού έπους, το οποίο βασιζόταν στην παρουσίαση γεγονότων «παρελθόντων, παρόντων ή μελλοντικών», δηλαδή στη διάσταση του γίγνεσθαι που χαρακτηρίζει τη δόξα:

«Ούτε κάποτε ήταν, ούτε θα είναι, επειδή τώρα είναι μαζί όλα, ένα, συνεχές. Ποια αρχή, λοιπόν, θα αναζητήσεις για αυτό; Πώς και από πού αναπτύχθηκε; Από το μη-είναι δεν σου επιτρέπω ούτε να το πεις, ούτε να το σκεφτείς, γιατί δεν είναι δυνατόν ούτε να ειπωθεί, ούτε να σκεφτεί ότι δεν είναι. Ποια ανάγκη θα το είχε αναγκάσει να γεννηθεί, μετά ή πριν, αν προερχόταν από το τίποτα; Γι' αυτό είναι αναγκαίο να είναι ολόκληρο (να υπάρχει εξ ολοκλήρου), ή να μην είναι καθόλου. Και ούτε από το είναι θα παραχωρήσει η δύναμη μιας βεβαιότητας να γεννηθεί κάτι που να είναι δίπλα του. Για αυτόν τον λόγο, ούτε η γέννηση ούτε η φθορά τού επιτράπηκαν από τη Δικαιοσύνη, λύνοντάς το από τις αλυσίδες, αλλά το κρατάει σφιχτά. Η απόφαση γύρω από αυτά τα πράγματα έγκειται σε αυτό: είναι ή δεν είναι».

Ο Παρμενίδης φτάνει μάλιστα στο σημείο να απορροφήσει στο Είναι όλες τις διαφορές: και, με αυτή την έννοια, φως και νύχτα «είναι ίσα και τα δύο, γιατί με κανένα από αυτά τα δύο δεν υπάρχει το τίποτα»! Συνεπώς, θα είναι απλώς μάταια ονόματα όλα όσα οι θνητοί αποκαλούν τα διάφορα πράγματα και τις υποτιθέμενες καταστάσεις τους, μέσα στην καθαρή διάσταση της εμφάνισης:

«...θα είναι ονόματα όλα εκείνα που όρισαν οι θνητοί, πεπεισμένοι ότι ήταν αληθινά: γέννηση και φθορά, είναι και μη-είναι, αλλαγή τόπου και μεταβολή του λαμπρού χρώματος».

Όπως γίνεται σαφές, με αυτή την οπτική ανατρέπεται σχεδόν πλήρως ο κόσμος του έπους στο σύνολό του, με τον σχεδόν πλήρη μηδενισμό της διάστασης στην οποία εντάσσεται και των δομών που τον συγκροτούν: και αυτό γίνεται ακριβώς μέσω ποιητικών στίχων και κυρίως στον χώρο, στη σφαίρα της προφορικότητας.

Οι μεγάλες «αφηρημένες» έννοιες του Μέλισσου και η διαλεκτική του Ζήνωνα

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ βρίσκεται ο μαθητής του Μέλισσος, και αυτή τη φορά με μια δική του πεζογραφία.

Σε αυτό το γραπτό, του οποίου παρουσίασα μια έκδοση με σχολιασμό (G. Reale, Μέλισσος. Μαρτυρίες και αποσπάσματα. Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια, La Nuova Italia, Φλωρεντία 1970), εντυπωσιάζουν η ριζοσπαστικότητα της προσέγγισης και η εξαιρετική «ελκυστική» δύναμη.

Συγκεκριμένα, ο Μέλισσος, στο μεγάλο απόσπασμα 8, οδηγεί στα άκρα την άρνηση του Παρμενίδη για την αξία της δοξασίας καθώς και την εγκυρότητα όλων όσων οι αισθήσεις φαίνεται να μαρτυρούν. Αξίζει να διαβάσουμε το απόσπασμα, καθώς επιβεβαιώνει πλήρως τη θέση που υποστηρίζουμε στον αντίποδα της θέσης του Havelock. Ο Μέλισσος αποδεικνύει την αδυναμία της ύπαρξης των πολλών με τον ακόλουθο τρόπο:

«Αν, λοιπόν, υπήρχαν τα πολλά, αυτά θα έπρεπε να είναι όπως λέω ότι είναι το Ένα. Αν, λοιπόν, υπήρχαν η γη, το νερό, ο αέρας, η φωτιά, ο σίδηρος, ο χρυσός, από τη μια πλευρά ό,τι είναι ζωντανό και από την άλλη ό,τι είναι νεκρό, ό,τι είναι μαύρο και ό,τι είναι άσπρο, και όλα τα άλλα πράγματα που οι άνθρωποι λένε ότι είναι αληθινά· αν, λοιπόν, όλα αυτά τα πράγματα υπάρχουν, και εμείς βλέπουμε και ακούμε ορθά, τότε το καθένα από αυτά πρέπει να είναι όπως φάνηκε σε εμάς την πρώτη φορά και να μην αλλάζει ούτε να γίνεται διαφορετικό, αλλά το καθένα πρέπει να παραμένει πάντα το ίδιο όπως είναι. Τώρα, λέμε ακριβώς ότι βλέπουμε και ακούμε με ορθό τρόπο. Από την άλλη, μας φαίνεται ότι το θερμό γίνεται ψυχρό και το ψυχρό γίνεται θερμό, το σκληρό γίνεται μαλακό και το μαλακό γίνεται σκληρό, το ζωντανό πεθαίνει και το ζωντανό γεννιέται από το μη ζωντανό, και όλα αυτά τα πράγματα μεταβάλλονται και ό,τι ήταν δεν είναι ίδιο με αυτό που είναι τώρα, και ο σίδηρος, αν και σκληρός, φθείρεται όταν έρχεται σε επαφή με το δάχτυλο, και το ίδιο και ο χρυσός και η πέτρα, και όλα όσα φαίνονται ισχυρά, και ότι η γη και η πέτρα δημιουργούνται από το νερό. Συνεπώς, προκύπτει ότι ούτε βλέπουμε ούτε γνωρίζουμε τα πράγματα που είναι. Αυτά τα πράγματα, λοιπόν, δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Και αν ακόμα λέμε ότι τα όντα είναι πολλά, προικισμένα με αιώνιες μορφές και δύναμη, μας φαίνεται, μετά, ότι όλα αλλάζουν και γίνονται διαφορετικά από ό,τι τα είδαμε την κάθε φορά. Είναι λοιπόν φανερό ότι δεν βλέπουμε ορθά και ότι αυτά τα πράγματα μας φαίνονται να είναι με λανθασμένο τρόπο. Διότι, αν υπήρχαν πραγματικά, δεν θα μεταβάλλονταν, αλλά το καθένα θα έπρεπε να είναι όπως μας φάνηκε ότι ήταν. Διότι τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από αυτό που πραγματικά είναι. Αν όμως μεταλλασσόταν, τότε το είναι θα χανόταν και θα γεννιόταν το μη-είναι. Έτσι, λοιπόν, αν υπήρχαν τα πολλά, θα έπρεπε να είναι όπως είναι το Ένα»(Μέλισσος, απ. 8 Diels-Kranz).

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό κείμενο, το οποίο πολλοί μελετητές θεωρούν ένα από τα πιο αξιοσημείωτα, όχι μόνο των Ελεατών αλλά και των Προσωκρατικών γενικά. Κάποιοι το κρίνουν ως το ακραίο σημείο στην ελεατική αντίληψη του όντος· άλλοι μελετητές πιστεύουν ότι μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και ως ένα είδος «Κριτικής του Καθαρού Λόγου», όπως θα μπορούσε να τη γράψει ένας Έλληνας του πέμπτου αιώνα π.Χ.

Πράγματι, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το απόσπασμα αυτό γιορτάζει έναν πραγματικό θρίαμβο της αντίληψης από την οποία γεννήθηκε η ελληνική φιλοσοφία και την οποία ακριβώς οι Ελεάτες οδήγησαν στις ακραίες συνέπειές της, δηλαδή την πεποίθηση της απόλυτης υπεροχής του λόγου έναντι των αισθήσεων και των αισθητών παραστάσεων.

Βρισκόμαστε ακριβώς στο αντίθετο επίπεδο από εκείνο στο οποίο κινείται το ομηρικό έπος, και μάλιστα με έναν εξαιρετικά εμφανή μακροσκοπικό τρόπο. Και ο αναγνώστης που σκοπεύει να διανύσει την πορεία που ακολούθησε ο Μέλισσος μέχρι τέλους (και ιδίως να γνωρίσει τις εξαιρετικές «αφηρημένες» έννοιες -αφηρημένες με την ελληνική έννοια, όπως θα πούμε αργότερα-, όπως αυτή του απείρου του όντος και αυτή της ασώματης φύσης του), θα μπορέσει να βρει όλο το υλικό στην έκδοσή μας των αποσπασμάτων του φιλοσόφου, με αναλυτικό σχολιασμό.

Μένοντας στο πλαίσιο της ελεατικής σχολής, αξίζει να αναφερθεί και η θέση που έλαβε ο Ζήνωνας.

Στην πραγματικότητα, για να υπερασπιστεί τις θέσεις του Παρμενίδη από τις πολλές κριτικές που τις αντιμετώπιζαν, ο Ζήνωνας υιοθέτησε το κριτήριο του ελέγχου, δηλαδή της «αντίκρουσης/αναίρεσης/διάψευσης», ή αλλιώς το κριτήριο της αναγωγής στο παράλογο των θέσεων που παρουσιάζονταν εναντίον εκείνων του Παρμενίδη (τα Παράδοξα του Ζήνωνα).

Η αλήθεια είναι ότι ήδη ο Παρμενίδης παρουσίαζε τη συζήτηση της θεάς που περιλαμβάνεται στο ποίημά του ως πολύδειρον ἔλεγχον, δηλαδή ως διαψευστική απόδειξη, και σε κάθε περίπτωση ως απόδειξη με πολλή συζήτηση, η οποία κρίνεται με βάση τον καθαρό λόγο. Όμως, ήταν ο Ζήνωνας που έδωσε συστηματική μορφή στην απόδειξη με διάψευση. Ο Πλάτωνας, με αδιαμφισβήτητο θαυμασμό, αν και με κάποια ειρωνεία, λέει για αυτόν: «... μιλούσε με τέτοια τέχνη που φαινόταν στους ακροατές ότι τα ίδια πράγματα ήταν ταυτόχρονα όμοια και ανόμοια, ένα και πολλά, ακίνητα και κινητά». Και δικαίως ο Αριστοτέλης τον θεωρούσε ως τον ιδρυτή της διαλεκτικής. Και τη στιγμή που ο Ζήνωνας παρουσίαζε τις θέσεις του, η γραφή απείχε ακόμα πολύ από το να έχει πλήρη κυριαρχία επί της προφορικότητας, αλλά βασιζόταν ακριβώς σε αυτήν.

Ο Πυθαγόρας ανάγεται σε «φάντασμα» από τον Havelock, καθώς αποτελούσε ένα «αντίθετο παράδειγμα» στο πλαίσιο του ερμηνευτικού του παραδείγματος.

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ αναπτύχθηκε παράλληλα με τις μαθηματικές σπουδές. Και η αναγνώριση της ύπαρξης των μαθηματικών σπουδών στο πλαίσιο της σκέψης των Προσωκρατικών αποτελεί μια επιπλέον απόδειξη της θέσης που υποστηρίζω.
Ο Havelock κατανοούσε καλά ότι, για τη θέση του, ο Πυθαγόρας αποτελούσε ένα πραγματικό «αντι-παράδειγμα».


Και σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να επέμβει στο «αντι-παράδειγμα», παρουσιάζοντάς το ως ανα-κατασκευασμένο και τεχνητά-κατασκευασμένο, αφού η γέννηση και η ανάπτυξη των μαθηματικών στο πλαίσιο της προφορικότητας σήμαινε σε κάθε περίπτωση μια σχεδόν πλήρη θόλωση του ερμηνευτικού παραδείγματος. Ο Havelock επέλεξε λοιπόν τη μοναδική διέξοδο που του απέμενε: αρνήθηκε το ίδιο το γεγονός, θεωρώντας τον μαθηματικό Πυθαγόρα ως ένα είδος επινόησης, έτσι ώστε, με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο, να δώσει τον εξής τίτλο στο κεφάλαιο που αφιέρωσε στον φιλόσοφο της Σάμου: Το πυθαγόρειο φάντασμα.

Ο Havelock, αν και δεν υιοθέτησε την παλαιότερη θέση του Frank, σύμφωνα με την οποία «οι λεγόμενοι Πυθαγόρειοι» ήταν ουσιαστικά μέλη της Ακαδημίας ή μια παράταξη εντός της ίδιας της Ακαδημίας, παρουσιάζει μια θέση που βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτήν, υποστηρίζοντας ότι ο πυθαγορισμός είναι σίγουρα μετασωκρατικός, λίγο πριν ή ακόμα και σύγχρονος με τον Πλάτωνα.

Διαβάζουμε τους ισχυρισμούς του: Εν συντομία: εκείνη η ομάδα των φιλοσοφικών δογμάτων που συνήθως αποδίδεται, στις σύγχρονες ιστορίες, σε έναν πυθαγορισμό του 6ου αιώνα π.Χ. ή μεταγενέστερο, ήταν στην πραγματικότητα το δημιούργημα μιας κοινότητας που ονομάστηκε πυθαγόρεια και είχε επικεφαλής τον Αρχύτα, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στον Τάραντα στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.. Ήταν «μετασωκρατική», αλλά πιθανότατα «προπλατωνική», με την έννοια ότι οι επαφές που είχε με αυτήν ο Πλάτωνας στον Τάραντα, κατά τα ταξίδια του στο εξωτερικό, του παρείχαν ένα πρότυπο για το προσωπικό του πείραμα στην Αθήνα».


Όμως η σχολή του Πυθαγόρα γεννήθηκε ως μια φιλοσοφική-θρησκευτική αίρεση που βασιζόταν, μεταξύ άλλων, στη μυστικότητα των δογμάτων. Όπως είναι γνωστό, όσοι παραβίαζαν το απόρρητο αποβάλλονταν από τη σχολή και τιμωρούνταν. Στη σχολή, η επικοινωνία των μηνυμάτων γινόταν, για αρκετό καιρό, κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στη στην προφορική διάσταση. Ο πρώτος που έγραψε και δημοσίευσε έργα ήταν ο Φιλόλαος, σύγχρονος του Σωκράτη. Βέβαια μέχρι τότε είχε εξελιχθεί η διδασκαλία. Είναι όμως πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί τι ανήκει στον πρώτο Πυθαγορισμό και τι ανήκει στον δεύτερο, αφού η διδασκαλία της Σχολής θεωρούνταν κοινό αγαθό, στο οποίο οι μαθητές αντλούσαν και στο οποίο προσπαθούσαν να προσθέσουν, μελετώντας και ερευνώντας όλοι μαζί. Ωστόσο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη του πρώτου πυθαγορισμού.
Ο ισχυρισμός του Havelock, σύμφωνα με τον οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρει ποτέ ρητά τον Πυθαγόρα, αλλά μιλάει για τους Πυθαγορείους, στην πραγματικότητα δεν αποδεικνύει καθόλου τη θέση του, αλλά μάλλον, αν καταλάβουμε καλά τον Αριστοτέλη, την αντικρούει.

Πράγματι, όταν ασχολείται με τους Πυθαγόρειους, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί την έκφραση «οι λεγόμενοι Πυθαγόρειοι».

Γιατί όμως χρησιμοποιεί αυτή την παράξενη για εμάς έκφραση;

Η Maria Timpanaro Cardini είχε ήδη δώσει την εξήγηση αυτού του προβλήματος: «[Ο Αριστοτέλης] βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα μοναδικό γεγονός: από τους άλλους φιλοσόφους που αναφέρθηκαν προηγουμένως [στο πρώτο βιβλίο των Μεταφυσικών, όπου μιλάει για τους προκατόχους του] ο καθένας εκπροσωπούσε τον εαυτό του· είχαν βέβαια μαθητές και οπαδούς, αλλά όχι ιδιαίτερους δεσμούς Σχολής. Οι Πυθαγόρειοι, από την άλλη πλευρά, συνιστούν ένα νέο φαινόμενο: μελετούν και εργάζονται, για να χρησιμοποιήσουμε έναν σύγχρονο όρο, ως ομάδα· το όνομά τους είναι ένα πρόγραμμα, ένα ακρωνύμιο· τέλος, είναι ένας τεχνικός όρος, που υποδηλώνει έναν δεδομένο νοητικό προσανατολισμό, μια συγκεκριμένη θεώρηση της πραγματικότητας στην οποία συμφωνούν άνδρες και γυναίκες διαφορετικών πατρίδων και συνθηκών. Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται αυτό το χαρακτηριστικό, αισθάνεται ότι, εισάγοντας τους Πυθαγόρειους στον λόγο, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να αποτρέψει κάποια απορία του ακροατή ή του αναγνώστη: πώς είναι δυνατόν; Μέχρι τώρα παρουσιάζονταν καλά αναγνωρίσιμες μορφές φιλοσόφων, ο καθένας με τις δικές του προσωπικές απόψεις· και τώρα έρχεται αυτή η ομάδα, αλλά ανώνυμη σε σχέση με τα άτομα που την απαρτίζουν; Τέτοιο είναι το όνομά τους, διαβεβαιώνει ο Αριστοτέλης, τέτοια είναι η επίσημη ονομασία που έχουν ως Σχολή, και η οποία, με την πάροδο του χρόνου, αντιπροσωπεύει την ενότητα και τη συνέχεια της διδασκαλίας τους.

Ο Πλάτωνας έλεγε για τον Πυθαγόρα ότι, λόγω του τρόπου ζωής που δημιούργησε, «ήταν στον ύψιστο βαθμό αγαπητός και οι διάδοχοί του, που ονόμασαν τον τρόπο ζωής τους Πυθαγόρειο, κατά μία έννοια ξεχωρίζουν ανάμεσα σε όλους τους άλλους».

Και, βέβαια, το να κρίνει κανείς αυτά που λέει ο Πλάτωνας ως επινόηση και τον Πυθαγόρα ως φάντασμα, προκειμένου να υποστηρίξει τη δική του θέση, όπως κάνει ο Havelock, είναι παράλογο: πρόκειται για εκείνη τη διαδικασία που υιοθετεί συχνά, όπως ανέφερα παραπάνω, δηλαδή την εξάλειψη του αντι-παραδείγματος (την εξάλειψη του αντιφατικού), μέσω της άρνησης της ύπαρξής του.


Ο Σωκράτης και η κορύφωση της διαλεκτικής προφορικότητας

ΑΝ ΚΑΙ οι Προσωκρατικοί έθεσαν τα θεμέλια της διαλεκτικής προφορικότητας, δημιουργώντας ένα νέο λεξιλόγιο και μια νέα σύνταξη, ήταν ο Σωκράτης αυτός που έδωσε στη διαλεκτική προφορικότητα μια ολοκληρωμένη μορφή, βασίζοντάς την στην ανακάλυψη της ουσίας του ανθρώπου ως «ψυχής», δηλαδή ως νου, ως ικανότητα σκέψης και επιδίωξης του αγαθού. Αυτή η αντίληψη, σε συνεργασία με την ανασκευαστική και μαιευτική μέθοδο, ανέτρεψε πλήρως τα θεμέλια και τα πρότυπα της μιμητικής-ποιητικής προφορικότητας.

Ο Havelock, αφού προσπάθησε να επιβεβαιώσει τη σύνδεση αυτής της ανακάλυψης της αυτοσυνειδησίας με την αλλαγή που επήλθε στην τεχνολογία της επικοινωνίας και τον διαχωρισμό του υποκειμένου από τη «μνημονευόμενο λόγο» που προκάλεσε ο γραπτός λόγος, διευκρινίζει τα εξής: «Και αυτός ο διαχωρισμός του υποκειμένου από τον μνημονευόμενο λόγο είναι ίσως με τη σειρά του η προϋπόθεση για την αυξανόμενη χρήση, κατά τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα, ενός μέσου που συχνά θεωρείται χαρακτηριστικό του Σωκράτη, αλλά που ίσως είχε γενικό χαρακτήρα και χρησιμοποιήθηκε για να επιτεθεί στη συνήθεια της ποιητικής ταύτισης και να ωθήσει τους ανθρώπους να της γυρίσουν την πλάτη. Αυτό ήταν το μέσο της διαλεκτικής: όχι αναγκαστικά εκείνη η εξελιγμένη μορφή αλυσιδωτής λογικής συλλογιστικής που βρίσκουμε στους διαλόγους του Πλάτωνα, αλλά η αρχική μορφή του, η οποία συνίστατο στο να ζητάει από τον συνομιλητή να επαναλάβει ό,τι είχε πει και να εξηγήσει τι εννοούσε. Στα ελληνικά, οι λέξεις που εκφράζουν το λέγειν, το εξηγείν και το σημαίνειν μπορεί να συμπίπτουν. Δηλαδή, η αρχική λειτουργία της διαλεκτικής ερώτησης ήταν απλώς να αναγκάσει τον συνομιλητή να επαναλάβει μια ήδη ειπωμένη δήλωση, με τη σιωπηρή παραδοχή ότι αυτή η δήλωση είχε κάτι το ανεπαρκές και ότι θα ήταν καλύτερο να διατυπωθεί ξανά. Τώρα, η δήλωση αυτή, εάν αφορούσε σημαντικά ζητήματα πολιτιστικής παράδοσης και ηθικής, έπρεπε να έχει ποιητικό χαρακτήρα και να χρησιμοποιεί εικόνες, και συχνά ακόμη και τους ρυθμούς της ποίησης. Αυτή προσκαλούσε τον ακροατή να ταυτιστεί με κάποιο συναισθηματικά αποτελεσματικό παράδειγμα και να το επαναλάβει ξανά και ξανά. Αλλά το να λέει κανείς “Τι εννοείς; Επανέλαβέ το” διατάρασσε απότομα την ευχάριστη ικανοποίηση που προσέφερε ο τύπος ή η ποιητική εικόνα. Σήμαινε να χρησιμοποιεί κανείς άλλες λέξεις, και αυτές οι ισοδύναμες λέξεις δεν ήταν ποιητικές· ήταν πεζές. Τη στιγμή που γινόταν η ερώτηση, οι φαντασιώσεις του συνομιλητή και του δασκάλου διαταράσσονταν, και το όνειρο, τρόπον τινά, διαλυόταν, αντικαθιστώμενο από κάποια δυσάρεστη προσπάθεια προβληματισμού και υπολογισμού. Εν συντομία, η διαλεκτική, εργαλείο που υποθέτουμε ότι χρησιμοποιούνταν με αυτή τη μορφή από μια ολόκληρη ομάδα διανοουμένων στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, ήταν ένα εργαλείο για να ξυπνήσει τη συνείδηση από τη γλώσσα του ονείρου και να την παρακινήσει να σκέφτεται αφηρημένα. Έτσι δημιουργήθηκε η αντίληψη “σκέφτομαι γύρω από τον Αχιλλέα”, σε αντίθεση με την άλλη “ταυτίζομαι με τον Αχιλλέα”».

Και ακόμα: οι Προσωκρατικοί και οι Σοφιστές «αναγνωρίζονταν από την κοινή γνώμη ως εκπρόσωποι του διανοητικού κινήματος. Αν τους αποκαλούσαν “φιλοσόφους”, αυτό δεν οφειλόταν στα δόγματά τους καθαυτά, αλλά στο είδος του λεξιλογίου και της σύνταξης που χρησιμοποιούσαν και στις ιδιαίτερες ψυχικές ενέργειες που αντιπροσώπευαν. Οι σοφιστές, οι προσωκρατικοί και ο Σωκράτης είχαν ένα μοιραίο κοινό χαρακτηριστικό: επιχείρησαν να ανακαλύψουν και να ασκήσουν την αφηρημένη σκέψη. Η σωκρατική διαλεκτική επιδίωξε αυτόν τον στόχο με μεγαλύτερη ενέργεια, και ίσως επέμεινε πιο σταθερά ότι πάνω σε αυτές τις γραμμές, και μόνο σε αυτές τις γραμμές, θα έπρεπε να διεξαχθεί το νέο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Σωκράτης χτυπήθηκε από τον κεραυνό της δημόσιας αποδοκιμασίας».

Αλλά αυτή η παραδοχή επιβεβαιώνει πλήρως τη θέση που υποστηρίζουμε: στη σφαίρα του προφορικού πολιτισμού, παράλληλα με τον ποιητικό-μιμητικό, διαμορφώθηκε η διαλεκτική προφορικότητα, η οποία δημιουργήθηκε από τους φιλοσόφους και οδηγήθηκε από τον Σωκράτη στις ακραίες συνέπειές της. Και θα είναι ακριβώς αυτή η «διαλεκτική προφορικότητα» που ο Πλάτων θα θεωρήσει απαραίτητη για τον φιλόσοφο, και την οποία, λόγω της ικανότητάς της να μεταδίδει τα έσχατα μηνύματα της φιλοσοφίας, θα κρίνει σαφώς ανώτερη από τη γραφή, όπως θα δούμε.

Τέλος του ΙΙΙ Κεφαλαίου

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (162)

Συνέχεια από  Δευτέρα, 4 Νοεμβρίου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ:
ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

27. ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ (6η συνέχεια)


… Και είναι επίσης προφανές, πως αυτο-ονομάζονται οι ίδιοι ως πολιτικοί, και πως έτσι τούς αποκαλεί και το πλήθος, και πως είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να τους διακρίνη κανείς απ’ τους «πραγματικά πολιτικούς και βασιλικούς άνδρες». Κάτι που πρόκειται ωστόσο να γίνη ακριβώς εδώ.

Αυτό δεν συμβαίνει όμως μέ  «κατ’ ευθείαν οδό». Διατυπώνεται δηλ., με μια καινούργια παρένθεση, ένα σύστημα (όλων…) τών πιθανών πολιτευμάτων. Τα οποία αποκρυσταλλώθηκαν μεν σε μυθικές σχεδόν υπάρξεις στο Όγδοο Βιβλίο τής «Πολιτείας», σε «καθαρές διαμορφώσεις τών πνευματικών συλλογικοτήτων, οι οποίες είχαν εκφρασθή είτε αποσπασματικά είτε και ανάμεικτες στις εμπειρικές πόλεις-κράτη», εμφανίζονται ωστόσο εδώ με μια σαφή και απλή τυπολογία, ανάλογα με το αν κυβερνά ένας ή περισσότεροι ή το πλήθος, και ανάλογα με το αν αυτή η διακυβέρνηση βασίζεται στη βία ή στην ελεύθερη συγκατάθεση των κυβερνωμένων. Το οποίο και «αποδίδει» τρία «διπλά» (με δύο όψεις…) πολιτεύματα: τη μοναρχία και την τυραννία, την αριστοκρατία και την ολιγαρχία, και τελικά τη δημοκρατία στις δυό δικές της εκφάνσεις.

Παρόμοια, αλλά απλούστερα, είχε τοποθετήσει ήδη ο Πίνδαρος τις τρεις βασικές πολιτειακές μορφές «τη μια δίπλα στην άλλη», και ο Ηρόδοτος είχε θέσει υπό συζήτηση τις περσικές «εκτιμήσεις» για τα υπέρ και τα κατά τών τριών αυτών μορφών. Ενώ και ο Ξενοφών σημειώνει, εν μέσω εντελώς διαφορετικών συνθηκών, στα «Απομημονεύματά» του, ότι ο Σωκράτης παρέθετε πέντε πολιτεύματα: τη βασιλεία και την τυραννία, την αριστοκρατία, την πλουτοκρατία – εμφανιζόμενη για πρώτη φορά εδώ – και τη δημοκρατία. Όπου οι δυό πρώτες συναποτελούν ένα «δίδυμο», όπως και στον Πλάτωνα, διακρινόμενες αναμεταξύ τους από τα ίδια χαρακτηριστικά: την ελεύθερη ή μη συγκατάθεση των κυβερνωμένων, και τη νομιμότητα ή μη των κυβερνώντων. Ενώ ως προς τα τρία υπόλοιπα πολιτεύματα, ο Ξενοφών μοιάζει αδύναμος να τα συστηματοποιήση, και αποβαίνει έτσι μάταιο και το ερώτημα, τί σχέση μπορεί να έχη τελικά αυτό το σύντομο «πολιτειακό» τμήμα τών «Απομνημονευμάτων» με τον αναφερόμενο εκεί Σωκράτη. Ο Ξενοφών το είχε «συλλέξει» προφανώς από σύγχρονές του συζητήσεις, από «σωκρατικούς» ίσως κύκλους, ενώ και η «συνήχηση» προς τον πλατωνικό «Πολιτικό» θα μπορούσε να μας οδηγήση να αναρωτηθούμε, αν είχαν φτάσει π.χ. και συζητήσεις απ’ την (πλατωνική…) Ακαδημία στα αυτιά τού Ξενοφώντα.

Ο Αριστοτέλης παραλαμβάνει στην «Ηθική» και την «Πολιτική» του το σύστημα του διαλόγου «Πολιτικός», έστω κι αν θεμελιώνη διαφορετικά τη διάκριση των τριών «καλών» πολιτευμάτων απ’ τις τρεις «πεπλανημένες» μορφές τους. Ενώ και ο Πολύβιος στηρίζεται για την κατάταξή του των πολιτευμάτων «στον Πλάτωνα, καθώς και σε κάποιους άλλους φιλοσόφους», έστω κι αν ο συγκεκριμένος πολιτικός και ιστορικός δεν συμμερίζεται τον τελικό σκοπό τού Πλάτωνα. Γιατί σκοπός τού Πλάτωνα, που καθοδηγεί και όλη τη «συστηματική» του, είναι μια σύντομη απόδειξη, πως κανένα απ’ αυτά τα πολιτεύματα δεν μπορεί να είναι «σωστό», εφ’ όσον η διακυβέρνηση σ’ αυτά στηρίζεται στο κριτήριο του μικρού ή μεγάλου αριθμού, της ελεύθερης ή μη αποδοχής, της νομιμότητας ή μη νομιμότητας, του πλούτου ή της πτωχείας, τη στιγμή που το σωστό πολίτευμα και ο σωστός πολιτικός δεν διακρίνονται απ’ τα «φαύλα» παρά με ένα πράγμα: με την επιστήμη. Γι’ αυτό και παρουσιάστηκε άλλωστε εκείνο το σύστημα των πιθανών πολιτευμάτων, για να δείξη δηλ. ότι, εξαιρουμένων τών δημοκρατιών, που δεν μπορούν να έχουν καμμιά σχέση με τη γνώση λόγω τού αριθμού τών κυβερνόντων, η «σωστή πολιτεία» μπορεί να «κρύβεται» πίσω απ’ όλες τις (άλλες…) μορφές. Καθώς υπάρχει ένα και μοναδικό γι’ αυτήν κριτήριο: ότι δηλ. οι εκεί κυβερνώντες «χρησιμοποιούν γνώση και δικαιοσύνη, ώστε να την καταστήσουν κατά το δυνατόν καλύτερη». Είναι (πράγματι…) το παλαιό εκείνο κριτήριο απ’ την εποχή τού «Θρασύμαχου», του «Αλκιβιάδη» και του «Γοργία», το οποίο και καθίσταται τελικά σε αρχή οικοδομήσεως της παιδαγωγικής πόλης στην «Πολιτεία». Και το οποίο αν λείπη – και λείπει δυστυχώς σχεδόν πάντοτε –, τα υφιστάμενα πολιτεύματα δεν αποτελούν παρά αποτυχημένες, περισσότερο ή λιγότερο, απομιμήσεις εκείνης τής μοναδικής σωστής πολιτείας, η οποία είναι πάντοτε, όσο λίγα κι αν λέγονται γι’ αυτήν εδώ συγκεκριμένα, η κατά βάσιν οικοδομημένη «με τη δικαιοσύνη» πόλη.

Τελικά αναδεικνύεται, ύστερα από μιαν (ακόμη…) μεγάλη παρέκκλιση (ΙΙΙ 2 b), στην οποία και θα πρέπη να επανέλθουμε, μια αξιολογική κατάταξη των «μη σωστών πολιτευμάτων», που θυμίζει τον υπολογισμό ευδαιμονίας στα Βιβλία VIII και IX της «Πολιτείας». Όπως ακριβώς υπολογίζεται δηλ. εκεί η κλιμακωτή αριθμητικά απόσταση των παρακμιακών πολιτευμάτων απ’ την αληθινή πολιτεία και τη χαρά που κυριαρχεί σ’ αυτήν, έτσι τίθεται κι εδώ το ερώτημα για το ποια απ’ τις (μη σωστές…) πολιτειακές μορφές είναι η περισσότερο και ποια η λιγότερο «βαρειά και βεβαρυμένη» για όσους ζουν εκεί. Και περισσότερο δείχνεται παρά λέγεται, ότι οι έννομες πολιτείες είναι τόσο χειρότερες, όσο μεγαλύτερος είναι και ο αριθμός τών κυβερνώντων, σε αντίθεση προς τις ά-νομες και άνευ νόμου πολιτείες, ότι δηλ. η ζωή (κατα)πιέζεται αυξητικά στην πρώτη περίπτωση καθώς περνούμε από τη μοναρχία στην αριστοκρατία και μετά στην έννομη δημοκρατία, ενώ στη δεύτερη καθώς περνούμε απ’ την άνευ νόμων δημοκρατία στην ολιγαρχία και στην τυραννία. Το σωστό πολίτευμα βρίσκεται κι εδώ τόσο έξω και πέρα απ’ αυτές τις απαριθμήσεις, όσο είναι πέρα από κάθε τι το ανθρώπινο και ο Θεός – κάτι που θα μπορούσε να ονομασθή και ως εξής, με την «έννοια» του ακροωμένου εδώ απλώς Σωκράτη: το τέλειο, το αληθινό, το ύψιστο «Είναι» πέρα απ’ το Είναι.

Με όλα αυτά έγινε ακόμα μια φορά σαφές, ότι αυτοί που μετέχουν σε κείνη την πολιτειακή μορφή πρέπει να διαχωριστούν απ’ τον ίδιον τον πολιτικό, που εδώ αναζητούμε. Δεν είναι δηλ. και οι ίδιοι πολιτικοί, αλλά πρόκειται για «στασιαστές», όπως αναφέρεται μ’ ένα αμετάφραστο παιχνίδι τών λέξεων, που σημαίνει άνδρες «κομματικοί» αντί για πολιτικοί, που συμμετέχουν σε μια διασπασμένη από εμφύλιες διαμάχες, αντί σε μιαν εύτακτη κοινοτική ζωή και οντότητα. Αποτελούν απομιμήσεις και απατηλά φαινόμενα της αληθινής πολιτείας, όντας και οι ίδιοι ομοιώματα και αντικατοπτρισμοί· πιθηκίζουν και «τερατουργούν» στον μέγιστο βαθμό, όντας οι πιο μεγάλοι σοφιστές ανάμεσα στους σοφιστές. Επαναλαμβάνονται έτσι κατά λέξιν όσα ειπώθηκαν προηγουμένως (291 Α-C), και γίνεται άλλη μια φορά φανερό το σμήνος από Κενταύρους και Σατύρους. Και βλέπουμε και ’μείς, γιατί αποκαλούνται «σοφιστές»· γιατί είναι ακριβώς ο σοφιστής εκείνος που συνιστά, όπως το μαθαίνουμε απ’ τον «αδελφό» διάλογο (Σοφ. 235 Α 1), «έναν τερατουργό και απομιμητή αυτού που πραγματικά υπάρχει». Αυτό ήταν λοιπόν και το νόημα αυτού τού διαλογικού τμήματος, να ξεχωρίσουμε δηλ. τον αληθινό πολιτικό από όλους εκείνους που γενικά ονομάζονται έτσι, και να τον ξεχωρίσουμε ανάγοντας αυτή τη διαφορά και διάκριση στη διαφορά Είναι και Φαίνεσθαι. Η οντολογική μάλιστα διαφορά Είναι και Φαίνεσθαι αποτελεί και τη «γέφυρα», που συνενώνει αυτό το ζεύγος διαλόγων, τον «Σοφιστή» και τον «Πολιτικό».

Επιστρέφουμε τώρα στη μεγάλη παρέκκλιση, που βρίσκεται στη μέση τού τριμερούς μεσαίου μέρους τού τρίτου κυρίως μέρους. (Τόσο πλήρες «κρυφής» αρχιτεκτονικής είναι δηλ. αυτό το όψιμο πλατωνικό έργο, με τις εντελώς ελεύθερες φαινομενικά περιπλοκές του.) Ένας παράξενος λόγος είχε κατατεθή πολλάκις (293 Α 7. C 8): όπως όλα τα άλλα κριτήρια ήταν αδιάφορα για την ορθότητα της μιας και σωστής πολιτείας, έτσι συμβαίνει και μ’ αυτό, το αν δηλ. αυτοί που άρχουν σ’ αυτήν στηρίζονται σε γραπτούς νόμους ή αν ηγεμονεύουν χωρίς αυτούς. Κάτι που ακούγεται, όντως, ύψιστα παράδοξο, παρέχοντας στον συνομιλητή την αφορμή για ένα γεμάτο έκπληξη ερώτημα, που γίνεται με τη σειρά του το «πέρασμα» προς ένα απ’ τα πιο εκπληκτικά κομμάτια στο σύνολο πλατωνικό έργο – εκείνη δηλ. τη συζήτηση, που προσδιορίζει τη σχέση τής αληθινής πολιτείας προς τον νόμο. Όπου το ουσιαστικό είναι εδώ το εξής: Ότι ο νόμος δεν αναπτύσσεται, στην απλότητά του, αντίστοιχα προς την πολλαπλότητα της ζωής. Είναι (απλώς…) ένα αναγκαίο βοήθημα απέναντι στην ελεύθερη από νόμους και δημιουργική ηγεμονία τού αληθινού πολιτικού, με τον ίδιον τρόπο που θα ήταν παρανοϊκοί οι οποιοιδήποτε νόμοι που θα ήθελαν να επιβληθούν στην εμπειρία ενός καπετάνιου ή ενός γιατρού ή και ενάντια σε κάθε γνήσια επαγγελματική γνώση και σε κάθε επιστήμη, μέχρι και, στο ανώτατο επίπεδο, στα μαθηματικά. Όταν ο αληθινός πολιτικός πράττει ενάντια στον υφιστάμενο νόμο, τότε πράττει «το αληθέστατο», αυτό το οποίο και αντιστοιχεί στο αληθινό, τις περισσότερες φορές, Είναι. Ο νόμος έχει ωστόσο, «μετρημένος» μόνο μ’ αυτό το μέτρο, κατώτερη αξία. Ο νόμος αποτελεί μάλιστα τη «δεύτερη καλύτερη διαδρομή», εκεί όπου η καλύτερη δεν είναι (καν…) δυνατή. Καθώς σ’ αυτόν τον νόμο συμπυκνώνεται πράγματι μια μακρά (ανθρώπινη…) πείρα. Γι’ αυτό και πρέπει να περιβάλλεται προστατευτικά και απαράβατα με τις πιο αυστηρές τιμωρίες το «ηγεμονεύειν», όταν λείπη ο αληθινός πολιτικός. Αυτή είναι και η διαλεκτική (σχέση…) νόμου και ελευθερίας απ’ τον νόμο…

… Η συζήτηση αυτή κορυφώνεται ωστόσο, με κάθε είδους σκωπτικό όσο και πανηγυρικό λόγο, αλλά και με το ότι ο σύντομος κατά τα άλλα συνομιλητής μιλά εδώ πιο εμφαντικά από οπουδήποτε αλλού (299 Ε), εκεί δηλ. όπου αντιλαμβανόμαστε, ελάχιστα συγκεκαλυμμένη, τη μοίρα τού Σωκράτη, μαζί με το εναντίον του κατηγορητήριο (299 BC), και όπου η απάντηση του (άλλου και…) νεαρού Σωκράτη απηχεί ακριβώς τον υπερασπιστικό λόγο τού γηραιού Σωκράτη (299 Ε). Αυτός είναι ο αληθινός πολιτικός! Γιατί γνωρίζει το αληθινό Είναι, του οποίου οι υφιστάμενοι νόμοι δεν αποτελούν παρά απομιμήσεις και σχετικά, κατά προσέγγιση, αντίγραφα. Η δε μοίρα του συνιστά την αναπόφευκτη σύγκρουση της έννομης πολιτείας με τον άνθρωπο, που ενσαρκώνει στην ύπαρξή του την ελεύθερη από νόμους γνώση τού βασιλικού πολιτικού. Το βλέμμα μας – όχι το βλέμμα τού Ελεάτη αλλά το δικό μας – πέφτει έτσι πάλι στον σιωπηλό παριστάμενο, μη παραβλέποντας ακόμα και σ’ αυτό το όψιμο έργο τη δραματική βούληση του Πλάτωνα, αλλά ενθυμούμενοι ότι ο Σωκράτης έπρεπε να παραστή «χθες», μετά τα τελευταία λόγια του «Θεαίτητου», μπροστά στο κατηγορητήριο. Η ίδια η μορφή του είναι και η απάντηση στο ερώτημα του διαλόγου, και όλη αυτή η τελευταία, και παρεκκλίνουσα πάλι φαινομενικά απ’ την «κεντρική οδό» συζήτηση, χρησιμεύει ακριβώς στο να αποδοθή η προσήκουσα θέση στον αληθινό πολιτικό: πολύ πιο πάνω απ’ τον υπερέχοντα νόμο, στην περιοχή και στο πεδίο τού αληθινού Είναι.

( συνεχίζεται )

Ομιλεί ο Νεκτάριος Δαπέργολας

ΚΑΙ ΜΑΣ ΦΩΤΙΖΕΙ!!!

 

ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟΝ ΠΕΚΙΟΛΙ.

Ανώνυμος είπε...
Σολ 4:7 – 15
Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται· γῆρας γὰρ τίμιον, οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως, βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη. Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ, ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

Σολ γʹ 1 – 9
Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι. Καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καὶ ἡ ἀφʼ ἡμῶν πορεία σύντριμμα, οἱ δὲ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης. Καὶ ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτούς, καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ. Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς, καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς. Καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι, καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται. Κρινοῦσιν ἔθνη, καὶ κρατήσουσι λαῶν καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τοὺς αἰῶνας, οἱ πεποιθότες ἐπʼ αὐτόν, συνήσουσιν ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

Ὁ Ἀπόστολος

Τοῦ Ὁσίου.
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα.

Γαλ 5:22 – 26; 6:1 – 2
Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ Εὐαγγέλιον


Τοῦ Ὁσίου.
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα.

Μτ 11:27 – 30
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.