Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Ας δούμε εν συντομία πως εξελίσσεται η ουσία της Δύσεως, η αρχαία διαμάχη πίστεως και Γνώσεως. Με την βοήθεια του Αϊνστάιν, ο οποίος χρησιμοποιείται σαν πρότυπο και από τους πιστούς και από τους άθεους, ίσως λόγω της πλούσιας γλώσσας του, θα ρίξουμε μία περιεκτική ματιά στο φαινόμενο. Τρεις διάσημες φράσεις του Αϊνστάιν δημιούργησαν την προκατάληψη που κυκλοφορεί πως ο Αϊνστάιν πίστευε στον Θεό! Η πρώτη είναι μία απάντηση σε φοιτήτρια στα 1919. Όταν της έδειξε το τηλεγράφημα που του ανακοίνωνε την πειραματική επιβεβαίωση της θεωρίας της σχετικότητος εκείνη τον ρώτησε τί θα σκεφτόταν εάν το πείραμα έβγαζε διαφορετικά αποτελέσματα και πήρε την εξής απάντηση «θα στεναχωριόμουν πάρα πολύ για τον καλό Θεό, διότι η θεωρία είναι σωστή».

Η δεύτερη είναι ένα σχόλιο σ’ ένα πείραμα του 1921 το οποίο φαινόταν να ανακαλύπτει την παρουσία ενός αιθερικού ανέμου ο οποίος μπορούσε να ανατρέψει την θεωρία του «Λεπτός είναι ο Κύριος, αλλά δεν είναι κακεντρεχής».

Η Τρίτη είναι μία φράση από ένα γράμμα που έγραψε στα 1942 στον Κορνήλιο Lanczos «Είναι πολύ δύσκολο να διαβάσουμε τα χαρτιά του θεού, αλλά ούτε για μία στιγμή δεν μπορώ να φανταστώ πώς αυτός παίζει ζάρια και χρησιμοποιεί τηλεπαθητικά μέσα (όπως ισχυρίζεται η σύγχρονη θεωρία των κβάντων)».

Όμως την σκέψη του γύρω από την θρησκεία την εξέφρασε γραπτώς ο ίδιος ξεκινώντας από το “πώς βλέπω τον κόσμο” του 1931. «Η αναγνώριση της υπάρξεως ενός αδιαπέρατου πράγματος, η αίσθηση ενός τελικού σκοπού και της υπέρτατης ομορφιάς, που συλλαμβάνονται μόνον με τις πιο πρωτογενείς μορφές τους: Σ’ αυτήν την γνώση και σ’ αυτήν την συγκίνηση, βρίσκεται η ουσία τής αληθινής θρησκείας. Μ’ αυτό το νόημα, και μόνον μ’ αυτό, είμαι ένας άνθρωπος βαθειά θρησκευτικός». Είναι ένα θρησκευτικό συναίσθημα διαφορετικό από την θρησκευτικότητα των απλών ανθρώπων (και παρ’ όλα αυτά, όσο κι’ άν είναι διαφοροποιημένο παραμένει θρησκευτικό συναίσθημα, κάτι που υπάρχει εκ των υστέρων) όπως γράφει ο ίδιος σ’ ένα γράμμα στα 1936. Ένα συναίσθημα ίδιο με του Σπινόζα ο οποίος μιλούσε για τον Θεό, δηλαδή την φύση. Είναι επίσης μία εκδοχή της “θεολογίας της προόδου” του Whitehead ο οποίος βλέπει στο σύμπαν το σώμα του θεού και στους νόμους της φύσεως τις σκέψεις του Νοός του!

Έτσι λοιπόν το θρησκευτικό του συναίσθημα προέρχεται από το επιστημονικό του όραμα [Γιάννης κερνάει Γιάννης πίνει]. Σε μία συνέντευξη του λοιπόν του 1930 λέει «οι πιο όμορφες ιδέες της επιστήμης γεννιούνται από ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα, χωρίς το οποίο θα παρέμεναν άκαρπες. Πιστεύω επίσης πώς αυτός ο τύπος θρησκευτικότητος πού βιώνεται στην έρευνα είναι η μοναδική θρησκευτική και δημιουργική εμπειρία που διαθέτει η εποχή μας. Πολύ δύσκολα η τέχνη σήμερα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν έκφραση της πορείας προς τον θεό».

Στο δοκίμιο του “θρησκεία και επιστήμη” του 1930 γράφει «Στην εποχή μας, αφιερωμένης γενικώς στον υλισμό, οι μόνοι βαθειά θρησκευτικοί άνθρωποι είναι οι επιστήμονες». Όσο για την παραδοσιακή θρησκεία γράφει «Ο πεπεισμένος ειλικρινά άνθρωπος, για την δράση της αιτιότητος δεν μπορεί να παραδοθεί σε ένα ον τό οποίο συμμετέχει στις ανθρώπινες υποθέσεις, και έτσι η θρησκεία η οποία βασίζεται στον φόβο, όπως η θρησκεία της κοινωνίας και της ηθικής, δεν βρίσκει πλέον έδαφος υπάρξεως».

Ένας θεός ο οποίος τιμωρεί και επιβραβεύει είναι γι’ αυτόν αδιανόητος.

Συνεχίζονται τις εξηγήσεις, στην διάλεξή του στο Princeton στα 1939, με θέμα ξανά επιστήμη και θρησκεία λέει «Η νοημοσύνη μας ξεχωρίζει την σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα μέσα και στους σκοπούς, αλλά η καθαρή σκέψη δεν μπορεί να μας δώσει το νόημα των τελικών σκοπών. Να φωτιστούν αυτοί οι σκοποί και αυτές οι βασικές αξίες μέσα στο πλαίσιο της συγκινησιακής ζωής του ατόμου: αυτή νομίζω είναι η πιο σπουδαία υπηρεσία που πρέπει να υπηρετήσει η Θρησκεία στην κοινωνική ζωή του ανθρώπου».

Αναλόγως εκφράζεται σε συμπόσιο στην Ν. Υόρκη στα 1940, γύρω από την επιστήμη, την φιλοσοφία και την θρησκεία «Η επιστήμη μπορεί να υπολογίσει μόνον αυτό που είναι αλλά δεν μπορεί να υπολογίσει αυτό που θα έπρεπε να είναι, ώστε όλες οι κρίσεις αξίας παραμένουν έξω από την εμβέλεια της. Από την μεριά της η θρησκεία μπορεί μόνον να ενδιαφέρεται για την αξιολόγηση της σκέψεως και της ανθρωπίνου πράξεως και δεν μπορεί να υπεισέρχεται με κάποια νομιμότητα στο επίπεδο των γεγονότων και των σχέσεων». Συμπερασματικά καταλήγει «Η επιστήμη χωρίς την θρησκεία είναι ανάπηρη, και η θρησκεία χωρίς την επιστήμη είναι τυφλή».

Πρέπει λοιπόν να είναι ξεκάθαρο πως από ένα μέρος «στην πάλη για το ηθικό καλό, οι δάσκαλοι της θρησκείας πρέπει να κατορθώσουν να εγκαταλείψουν το δόγμα ενός προσωπικού θεού: να εγκαταλείψουν δηλαδή εκείνη την μορφή φόβου και ελπίδας η οποία έδωσε στο παρελθόν τόσο μεγάλη εξουσία στους παπάδες». Και από το άλλο μέρος «πως η επιστήμη όχι μόνο καθαρίζει το θρησκευτικό συναίσθημα από τον θολό ανθρωπομορφισμό, αλλά συντείνει και στην θρησκευτική πνευματικοποίηση της δικής μας κατανοήσεως της ζωής».

Και σαν να μιλούν οι στωικοί, συνεχίζει : «Όποιος βίωσε την έντονη εμπειρία της προόδου που επετεύχθη από την επιστήμη, καταλαμβάνεται από βαθύ σεβασμό για τον ορθολογισμό ο οποίος φανερώνεται στην ύπαρξη. Μέσω της κατανοήσεως ελευθερώνεται από τις αλυσίδες των προσωπικών επιθυμιών και ελπίδων και κερδίζει εκείνη την ταπεινή στάση του Νου μπρος στο μεγαλείο της νοημοσύνης η οποία ενσαρκώνεται στην ύπαρξη και η οποία στα πιο μεγάλα της βάθη είναι απρόσιτη στον άνθρωπο. Αυτή η στάση νομίζω είναι θρησκευτική με το υψηλότερο νόημα της λέξεως».

Ακόμη πιο συγκεκριμένα μιλά σ' ένα του γράμμα προς τον Maurice Solovine του 1952 «Αυτό που πρέπει να περιμένουμε a priori, είναι ένας χαοτικός κόσμος, ο οποίος δεν μπορεί να προσφέρει κανένα σημείο πρόσβασης στη νόηση. Πρέπει να περιμένουμε πως ο κόσμος κυβερνιέται από νόμους μόνο στο μέτρο πού παρεμβαίνουμε με την νοημοσύνη μας η οποία συστήνει την τάξη: Είναι ένα είδος τάξης σαν εκείνο του αλφαβηταρίου, του λεξικού, διαφορετικής από την τάξη που δημιούργησε η θεωρία της βαρύτητος του Νεύτωνοςpriori δεν μπορούμε να περιμένουμε. Αυτό είναι το “θαύμα” το οποίο δυναμώνει όλο και περισσότερο, με την ανάπτυξη των γνώσεων μας». Το περίεργο όμως είναι, τελειώνει «πως πρέπει να μείνουμε ευχαριστημένοι με την αναγνώριση του “θαύματος” καθώς δεν υπάρχει καμμία νομική οδός να το υπερβούμε».

Ο Αϊνστάιν όπως και η επιστήμη μπορεί να έχουν κάποια θρησκευτικότητα, διαφορετικά πως θα έπειθαν τον σημερινό άνθρωπο να την πιστέψει, αλλά εντελώς διαφορετική από την κοινή της σημασία. Όπως έγραψε σ’ ένα γράμμα του 1954, ένα χρόνο πριν πεθάνει : «Δεν πιστεύω σ’ έναν προσωπικό θεό και αυτό δεν το αρνήθηκα ποτέ, το δήλωσα ξεκάθαρα πολλές φορές. Εάν υπάρχει κάτι σε μένα που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε θρησκευτικότητα, είναι ο απέραντος θαυμασμός για την δομή του κόσμου όπως μας έχει αποκαλύψει μέχρι στιγμής η Επιστήμη».

[Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ούδε παντός ομοίωμα]

Ποιος θα το περίμενε λοιπόν; Υποκειμενική επιστήμη, υποκειμενικός κόσμος, το υποκείμενο νομοθέτης, και συνδημιουργός. Αυτός είναι ο πολιτισμός στον οποίο ζούμε ασυνείδητα. Σύμφωνα με τα δεδομένα του Αϊνστάιν το μόνο δεδομένο a priori που περιμένουμε είναι το χάος. Για να το μορφοποιήσουμε όπως ο θεός του Πλάτωνος. Σύμφωνα όμως και με την ανθρώπινη υποκειμενική Αρχή του κόσμου προκύπτει επίσης πως ακόμη και το χάος είμαστε εμείς υποχρεωμένοι να το δημιουργήσουμε! Για να το μορφοποιήσουμε;! Πόσο μοντέρνα και εξελιγμένη είναι σ’ αυτό το σημείο η επιστήμη; Δεν επέστρεψε ξανά στις πρωτογενείς εικόνες της Ελληνικής μυθολογίας; Δεν διαβάζουμε ξανά την θεογονία του Ησίοδου; Ας θυμόμαστε λοιπόν καλά το μάθημα του Ησίοδου. Το χάος γεννά κατά πρώτον τέρατα! Γι’ αυτό και ακολουθεί κατά πόδας ο Κακός δημιουργός των Γνωστικών και η θεωρία των κβάντων που τόσο ταιριάζει στα γνωστικά συστήματα. Μετά από τόσο ξεκαθάρισμα των δεισιδαιμονιών από τόσες απομυθοποιήσεις, βρισκόμαστε στο μηδέν του Μύθου; Πώς το κατορθώσαμε;

Στην αιώνια επανάληψη του ιδίου;

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου