Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

ΠΕΡΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΕΩΣ, ΠΕΡΙ ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ


“Als Wille verhält der Geist sich praktisch”
Όταν το πνεύμα εκφράζεται ως βούληση, τότε συμπεριφέρεται πρακτικά.
 
Gotthard Günther: Hegel Jahrbuch, 1977/78, s: 55-59
 
Βεβαίως το κακό βρίσκεται στο επίπεδο τής πράξης. 

ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ”. Αυτό γράφει στο πρώτο βιβλίο του Μωϋσή, τρίτο κεφάλαιο, στίχος 19. Η σύνδεση του ιδρώτα της εργασίας με την γη δεν είναι τυχαία. Είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο της βιβλικής, αλλά και κάθε θρησκευτικής παράδοσης των ανώτερων πολιτισμών. Αυτή η προαναφερθείσα σύνδεση έχει ως προϋπόθεση προτάσεις όπως: “καὶ ἐπιστρέψῃ ὁ χοῦς ἐπὶ τὴν γῆν, ὡς ἦν, καὶ τὸ πνεῦμα ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Θεόν, ὃς ἔδωκεν αὐτό.” Εκκλησιαστής 12,7.

Στα χωρία αυτά συναντούμε, μια αδυναμία, του ιδεαλισμού και των ανωτέρων θρησκειών, που γεννήθηκαν στην Ανατολή και την Δύση από αυτόν (τον ιδεαλισμό). Το νόημα και ο σκοπός του γήινου Είναι, είναι τα Ηλύσια πεδία, ο Ουρανός (Παράδεισος), το Νιρβάνα, όπου δεν υπάρχει ίχνος από τον ιδρώτα της εργασίας και όπου οι λογισμοί απλά και χωρίς πόνο συνυπάρχουν.

Δεν μπορεί να διαφύγει το γεγονός, πως σαν προϋπόθεση του προσανατολισμού αυτού προς το υπερβατικό βρίσκεται μια απόλυτη υποτίμηση της εργασίας. Για τον πιστό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσωρινή τιμωρία για λάθη που μια φορά έκανε, και για τα οποία πρέπει να πληρώσει, πρίν λάβει μέρος στην αιώνια μακαριότητα. Η παροδικότητα της περιόδου δοκιμασίας καταδεικνύει πως με τον ιδρώτα του προσώπου, τίποτα το διαρκές και θεμελιώδες δεν μπορεί να δημιουργηθεί, και πως αυτό που ως καρπός της γήινης ιστορίας μένει, είναι μόνο τα συντρίμια. Γι'αυτό στον Εκκλησιαστή, στον στίχο 8 του κεφαλαίου 12, γράφει ο Σολομών: “ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, τὰ πάντα ματαιότης”. Οτι εδώ δεν εννοείται το πνεύμα είναι αυτονόητο. Η σκόνη πρέπει να είναι μάταιη, και στον χώρο της ματαιότητας δεν μπορεί να δημιουργηθεί τίποτα που να έχει αιώνια αξία.
             
Για πρώτη φορά στον Hegel εκφράζεται με έμφαση μια αντίθετη πιστη, όπως διαβάζουμε στις παραδόσεις για την φιλοσοφία της παγκόσμιας ιστορίας: “αυτό είναι το άπειρο δικαίωμα του υποκειμένου, να βρίσκει ικανοποίηση μέσα στην δραστηριότητα και στην εργασία του. Αν είναι να  ενδιαφερθούν οι άνθρωποι για κάτι, πρέπει να έχουν εκεί μέσα τον εαυτό τους, και εκεί μέσα να βρίσκουν ικανοποίηση για το αυτοαίσθημα τους”. Και όταν μιλάμε για τον αιώνιο χαρακτήρα της  εργασίας, ο Hegel μας δίνει και πάλι στήριγμα. Γιατί στις διαλέξεις για την φιλοσοφία της θρησκείας διαβάζουμε πως “το εργάζεσθαι ως καθαρη παραγωγή (εκτέλεση) και ως αιώνια εργασία... είναι αυτοσκοπός και έτσι δεν τελειώνει ποτέ”.
             
Η αξία την οποία ο Hegel προσδίδει στην εργασία και η οποία (αξία) την τοποθετεί στην θέση μιας μυθολογικής πίστης για το επέκεινα, μπορεί να είναι συνέπεια μόνο μιας φιλοσοφίας, η οποία συνειδητά στρέφεται αποκλειστικά και μόνο στο εδώ και το τώρα. Από τώρα και στο εξής δεν είναι πια οι ιδέες που υπόσχονται στον άνθρωπο την σωτηρία ή που τον αποπλανούν,  αλλά μόνο από την εργασία μπορεί να περιμένει να τον ελευθερώσει.
 
Ο  Hegel καταπιάνεται με κάτι, για το οποίο η εποχή του δεν ήταν καθόλου ώριμη, αλλά και εμείς με κόπο μπορούμε να ξεσυνηθίσουμε την φαντασμαγορία ενός επέκεινα που μας υπόσχεται ησυχία και άνεση. Το τέλος εκείνου του συναισθηματικού κόσμου θα έρθει μόνο τότε, όταν ο στοχασμός θα έχει αδειάσει τον χώρο σκέψης του επέκεινα από όλα τα περιεχόμενα, και θα έχει μείνει μόνο εκείνο το απόλυτο τίποτα και η ολοκληρωτική άρνηση, για την οποία γίνεται λόγος στην αρχή της Λογικής του Hegel. Αυτό όμως που στην περίπτωση αυτή πάντα ξεχνιέται, είναι πως η διαδικασία εκκοσμίκευσης, η οποία από το επέκεινα άφησε μόνο μια “άδεια νύχτα”, είναι μπρος σε ένα γεγονός εντελώς ανίσχυρη: στο όριο το οποίο χωρίζει το υπερβατικό από το μη υπερβατικό! Εδώ αποτυγχάνει εντελώς η εκκοσμίκευση, γιατί ασχολείται μόνο με την απομάκρυνση στοιχείων της σκέψης, η υποτιθέμενη πραγματικότητα των οποίων έχει αποκαλυφθεί ως μυθολόγημα. Το όριο όμως, δεν μπορεί να το αγγίξει η διαδικασία αυτή.
            
Δεν είναι κανένα αντικείμενο στον χώρο του υπερβατικού που μπορεί σαν έπιπλο να αφαιρεθεί από το εγκαταλελειμενο διαμέρισμα. Είναι επίσης μια ιδιότητα του εδώ και τώρα (το αντίθετο του επέκεινα). Και τίποτα δεν αφαιρείται από τον χαρακτήρα του(του ορίου) τίποτα, όταν περί αυτού ειπωθεί το εξής: είναι το όριο όπου το Είναι, όπως εμείς το καταλαβαίνουμε, διαρρηγνύεται και η συνείδηση βλέπει τον εαυτό της απέναντι από το απόλυτο τίποτα (αυτή η έκφραση αντί της παλαιότερης: το όριο χωρίζει αυτή την κοιλάδα του κλαυθώνος από τον ουράνιο χώρο με τον Θεό και την ουράνια στρατιά Του). Ήταν ο Hegel που ανακάλυψε ξανά, πως μέσα στην διαδικασία εκκοσμίκευσης που περιλαμβάνει και στοχασμό, η σημασία του ορίου όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά αυξάνεται αφάνταστα
 
Αν ο Hegel μιλά στον πρόλογο του βιβλίου “Φαινομενολογία του πνευματος” για την τρομερή ισχύ του αρνητικού, τώρα είναι αυτή η αρνητικότητα το κυρίαρχο θέμα του πνεύματος. Το πνεύμα “κερδίζει την αλήθεια του, με το να βρίσκει τον εαυτό του μέσα στην απόλυτη διάσπαση. Το πνεύμα δεν είναι η ισχύς του θετικού, το οποίο αποστρέφεται το αρνητικό... αλλά είναι αυτή η δύναμη μόνο επειδή βλέπει το αρνητικό κατά πρόσωπον και μένει μέσα σε αυτό. Αυτή η παραμονή είναι η μαγική δύναμη που το μετατρέπει σε Είναι”.
             
Η παραμονή όμως στο αρνητικό για την οποία μιλά ο  Hegel, δεν είναι κάτι το οποίο προκύπτει από μόνο του. Η “ανίσχυρη καλλονή”, όπως επισημαίνει, είναι ανίκανη γι' αυτό. Μπορεί απλά να αφεθεί χωρίς αντίσταση να πέσει στην άνεση του απόλυτου. Από την άλλη, η παραμονή ενώπιον του αρνητικού απαιτεί ένα διαρκή κόπο της έννοιας, και έτσι βρισκόμαστε πάλι στο κεντρικό μας θέμα, την εργασία. Γιατί ο κόπος της έννοιας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πράξη της θελήσεως.

Με αυτές τις προϋποθέσεις της φιλοσοφίας του Hegel, μπορούμε να περιγράψουμε φιλοσοφικά, αλλά σε πολύ γενικές γραμμές, τι είναι η εργασία, όταν κατανοείται με μια σπερματική έννοια. Είναι η υποχρέωσή της να γεμίσει τον άδειο χώρο της πλήρους αρνητικότητας, μέσω δημιουργικής πράξεως εντός του κόσμου (όχι του επέκεινα). Γιατί αν αυτός ο άδειος χώρος παρέμενε άδειος, ακόμη και αν μας θύμιζε το όριο με αυτόν πως είναι άδειος, δεν θα είχαμε καμιά εγγύηση, πως εκείνο το οντολογικό κενό δεν θα ξαναγέμιζε με άλλα μυθολογήματα.
             
Μια τέτοια δυνατότητα αποκλείεται μόνο τότε, όταν ο άδειος χώρος της αρνητικότητος γεμίσει με τεχνικές κατασκευές (δημιουργίες), που μέσω της εργασίας εδώ στον κόσμο κατασκευάστηκαν, και οι οποίες (κατασκευές) δεν αφήνουν κανένα χώρο στην κλίση προς το μυθολογικό να ξαναζωντανέψει. Το όριο αποκαλύπτεται εδώ ως ένδειξη (υπόδειξη) για την συνείδηση, πως πρέπει να μεταβεί από τον θεωρητικό στοχασμό στην ενεργητική δράση.
            
Είναι ένα επίτευγμα του  Hegel, με μεγάλη σημασία για την παγκόσμια ιστορία, το γεγονός οτι κατάλαβε πως η μετάβαση της σκέψης στην πράξη, δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της μηχανικής μιας και μόνο ολοκληρωτικής άρνησης. Εδώ όμως συναντάμε και την μεταφυσική αδυναμία της φιλοσοφίας του. Αναγνωρίζει μεν πως το πρώτο εμπόδιο που χωρίζει τον συνειδητό χώρο του εγώ από ένα άλλο εντελώς διαφορετικό (χώρο συνείδησης), πρέπει να συμπληρωθεί από ένα δεύτερο εμπόδιο, το οποίο πρέπει να έχει την ίδια λειτουργία με εκείνο που αφορά το χάσμα μεταξύ του εσύ και του κόσμου. Δεν βλέπει όμως πως αυτό το το χάσμα βρίσκεται μεταξύ του εγώ και του εσύ. Η αντίθεση μεταξύ εγώ και εσύ δεν παίζει στην φιλοσοφία του κανένα ρόλο. Λογικά σχετικό είναι γι'αυτόν μόνο το υποκείμενο, που μπορεί να είναι και εγώ και εσύ. Αυτό είναι που τον κάνει ιδεαλιστή, και δεν του επιτρέπει την πλήρη επιστροφή του στοχασμού στη γη και στον χώρο εργασίας που είναι εδώ (στον κόσμο).
            
Ο λόγος για τον οποίο στο χάσμα μεταξύ εγώ και εσύ πρέπει να αποδοθεί η ίδια οντολογική τάξη μεγέθους όπως αυτή μεταξύ εγώ και Είναι και μεταξί εσύ και Είναι, πρέπει να αναζητηθεί στην δομική διαφορά μεταξύ σκέπτεσθαι και βούλεσθαι. Το σκέπτεσθαι δείχνει πάντα προς την κατεύθυνση ενός υπεραισθητού επέκεινα, γιατί είναι ιεραρχικά προσανατολισμένο. Η τελευταία κορυφή της πλατωνικής πυραμίδας δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στον κόσμο. Αν είναι δουλειά της βούλησης και της πράξης να παραμείνουν εξολοκλήρου στον κόσμο, τότε η μηχανική της βούλησης δεν μπορεί να προσανατολίζεται σύμφωνα με τους νόμους της ιεραρχίας. Είναι αναπόφευκτο να είναι ετεραρχικά δομημένη. Ανήκει μεν στην ουσία του σκέπτεσθαι να μην θέλει ποτέ τον εαυτό του, αλλά το άλλο, το γενικό, το τελειωτικό. Η βούληση όμως τελικά βούλεται μόνο τον εαυτό της. Είναι στην εσώτερη φύση της κυκλική. Δεν μπορεί δηλαδή σε κανένα σημείο να ξεφύγει απο αυτόν τον κόσμο.
               
Το γεγονός πως η υποκειμενικότητα στην ύψιστη μορφή της μπορεί να εμφανιστεί τόσο ως σκέψη όσο και ως βούληση, αντιστοιχεί σε μια βαθιά διπλή κατάσταση στην διαδικασία της άρνησης. Από την μια πηγάζει η άρνηση από αυτό τον κόσμο, ο οποίος την αρνείται. Και αυτή η άρνηση μπορεί να συνεχίσει την λειτουργία της μέσα στην γενίκευση, μέχρι τελικά η σκέψη να χάσει εντελώς τον κόσμο από τον ορίζοντα της. Αυτός είναι ο μηχανισμός της άρνησης στην περιοχή όπου ισχύει η ιεραρχία, και η άρνηση έχει να κάνει με το Είναι. Από την άλλη, η άρνηση επιστρέφει ετεραρχικά στην πηγή της, εκεί όπου δεν αρνείται το Είναι, αλλά τον εαυτό της. Στην θεμελιώδη του μορφή, αυτό μας είναι γνωστό από το γεγονός πως μια διπλή άρνηση λέει το ίδιο που λέει η αρχική θέση. Αυτή η διπλή έννοια της άρνησης μπήκε στην ιστορία της φιλοσοφίας με την πρόταση: Omnis determinatio est negatio  (κάθε ορισμός είναι άρνηση).           
Αυτό που στην αρχή κρύβει τον κυκλικό χαρακτήρα της άρνησης ως μιας πράξης βουλήσεως -αντί μιας ολοκλήρωσης της σκέψης- είναι το γεγονός πως η κλασσική λογική, που δουλεύει με δυο αξίες, βλέπει την επιστροφή της άρνησης μόνο ως μια απλή σχέση εναλλαξιμότητας. Αυτό όμως αλλάζει αμέσως, μόλις μεταβεί κανείς από τον απλό αξιακό δυαδισμό στο τριαξιακό σύστημα. Δεν είναι τυχαίο πως στις ανώτερες θρησκείες, ο Δημιουργός (άρα δρών) Θεός κατανοήθηκε ως Τριάδα. Όσο έχουμε στη διάθεση μας δυο αξίες, δεν έχουμε πραγματική επιλογή όσον αφορά την διάταξη τους. Σχηματίζουν μια απλή συμμετρική σχέση εναλλαξιμότητας. Αν από την άλλη μεταβούμε στην τριαδική δομή, βρισκόμαστε μπροστά στην εναλλακτική, είτε να χειριστούμε τις αξίες μας σύμφωνα με μια αξιολογική ταξινόμηση, είτε να τις θεωρήσουμε ως ισάξιες. Αν αποδεχθούμε την αξιολογική ταξινόμηση, αναπόφευκτα προκύπτει η πλατωνική πυραμίδα των εννοιών. Αν δεν την λάβουμε υπόψιν, οι αξίες σχηματίζουν ένα κύκλο, όπου οι τελευταίες μπορούν να γίνουν πρώτες, και οι πρώτες τελευταίες.           

Στην περίπτωση της ιεραρχίας, όλα εξαρτώνται από την βούληση του Θεού, η πηγή της οποίας είναι το άπειρο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες χάνεται η ανθρώπινη βούληση στο amor intellectualis dei. Δεν έχει τίποτα το μεταφυσικό. Μόνο ο στοχασμός (στοχάζεσθαι) έχει κάτι μεταφυσικό. Για τον λόγο αυτό ο σκοτισμός (διδασκαλία του Duns Scotus) δεν μπόρεσε ποτέ να επικρατήσει του θωμισμού.
             
Το αντίθετο μπορούμε να πούμε για  την ετεραρχική τάξη των κύκλων της άρνησης. Η βούληση εδώ δεν μπορεί να σε καμία περίπτωση να μιλήσει με λόγια του Ευαγγελίου: “όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ”. Μόνο κάτω από την συνθήκη της ετεραρχίας, η συνείδηση είναι αυτοαναφερώμενη.
             
Είναι περιττό να πούμε πως η κυκλική ταξινόμηση των αξιών, η οποία πάντα οδηγεί στο σημείο εκκίνησης, δεν μπορεί ποτέ να δείξει στην συνείδηση τον δρόμο που οδηγεί έξω από τον κόσμο σε ένα υπεργήινο επέκεινα. Από την άλλη μπορούμε να διαπιστώσουμε πως η ιεραρχική δόμηση των αξιών παραπέμπει αναπόφευκτα στην ιδέα εκείνης της "undiscovered country from whose bourn no traveler returns", στην οποία αναφέρεται ο διάσημος μονόλογος του Άμλετ. Ο ιεραρχικός στοχασμός είναι παλαιότερος. Όμως στην ετεραρχία εμφανίζεται για πρώτη φορά το οντολογικό πρόβλημα της Kontigenz (ενδεχόμενο στον Αριστοτέλη). Γιατί το κάτι και όχι το τίποτα, και γιατί αυτό το κάτι είναι έτσι και όχι αλλιώς; Επειδή σε μια ετεραρχική κυκλική ταξινόμηση, κάθε αρχή είναι μια αυθαίρετη επιλογή (και αν έχει επιλεγεί κάποιο σημείο δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος για να αποφασισθεί αν ο κύκλος θα πρέπει να έχει κατεύθυνση προς τα δεξιά ή αριστερά), συναντούμε εδώ το λογικό μοτίβο της Kontigenz. Και συναντούμε μόνο ένα κόσμο με αυτή την ιδιότητα (Kontigenz), για την συνείδηση ως βούληση και ελεύθερη πράξη. Περί του καθαρού χωρίς υποκείμενο Είναι μπορούμε να πούμε ότι είναι έτσι και όχι αλλιώς..., όμως θα μπορούσε να είναι εντελώς διαφορετικό. Και εδώ αγκιστρώνεται η βούληση, η οποία ναι μεν ψάχνει πάντα τον εαυτό της, αλλά τον εαυτό της σε ένα αρνητικό ενδεχόμενο μιας εμπειρίας που ακόμα δεν έχει εκτελεσθεί.      
          
Αν είναι ξεκάθαρο πως η ιεραρχία περιγράφει ακριβώς το αντίθετο από την Kontigenz,δηλ το θεμέλιο και την ανάγκη, και ότι η ετεραρχία έχει τις ρίζες της στο factum brutum, μπορούμε να πούμε πως η αρχή της ιεραρχίας παριστάνει την ουσία της υποκειμενικότητας, και η αρχή της ετεραρχίας την ιδέα της αντικειμενικότητας.
             
Η ιεραρχική τάξη είναι τόσο ιστορικά όσο και συστηματικά η πρωιμότερη. Και αυτό γιατί οι θεμελιώδεις έννοιες της, όχι μόνο μπορούν να αναχθούν σε μια βασική δομή με δυο αξίες, αλλά πρέπει να αναχθούν για να διατηρηθεί ακέραιη η απεριόριστη γενικότητά της. Όσο αυτό δεν γίνεται, η πιθανότητα και η οντολογική αδυναμία την μολύνουν. Ακριβώς οι αντίθετοι νόμοι κυριαρχούν στην ετεραρχία. Όσο πιο πολλές αξίες έχει στη διάθεση της τόσο πιο δυνατή είναι. Απώλεια αξιών σημαίνει προοδευτική απώλεια οντολογικής σημασίας και τεχνικής λειτουργικότητας. Μόνο στην ακραία περίπτωση μπορεί η πολυαξιακότητα να ελαττωθεί σε τριαξιακότητα. Πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο πως μια τέτοια ριζική μείωση (αναγωγή) αφήνει ένα τελευταίο υπόλοιπο, που δεν μπορεί να μειωθεί άλλο, εκείνων των ιδιοτήτων, που είναι το έδαφος όπου τρέφεται η πνευματοκίνητη βούληση. Αν ζητά κανείς περισσότερο από εκείνο το απόλυτο minimum, τότε πρέπει να επιτραπεί η παρουσία περισσότερων από τριών αξιών, για την κατανόηση μιας πραγματικότητας όπου η βούληση μπορεί να συμπεριφέρεται πρακτικά. Πόσες αξίες σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχουν, αυτό εξαρτάται από τις απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν. Γενικά όμως μπορούμε να πούμε πως μια πλήρης ικανοποίηση της βουλήσεως είναι χίμαιρα. Για την περιγραφή της θα απαιτούσε ένα άπειρο αριθμό αξιών. Σε ένα τέτοιο άπειρο, το πνεύμα ως θεωρητικό που είναι, θα είχε εξαφανιστεί. Και σύμφωνα με τον νόμο της διαλεκτικής, ούτε η βούληση θα ήταν πια πνεύμα που μπορεί να συμπεριφέρεται πρακτικά.
             
Με μια άπειρη, αναρίθμητη ποσότητα αξιών μπορεί να περιγραφεί ο ξανακερδισμένος παράδεισος, ως ποθούμενη προβολή μιας βούλησης που δεν μπορεί πια να πραγματοποιηθεί. 
           
Μετάφραση Πέτρος

Σχόλιο
 
Για να ζήσουμε με τα νέα δεδομένα της εκκοσμικεύσεως πρέπει να εγκαταλείψουμε την ψυχή και στην θέση της να βάλουμε το ψυχοειδές όπως το ονομάζει ο Γιούγκ. Την επιθυμία για ικανοποίηση. Μία σωματική λειτουργία η οποία μπορεί να δώσει εαυτό, το self, και ταυτότητα δια της προβολής, και δια της απόσυρσης της προβολής. Διά της ψυχολογίας του βάθους! Η οποία δίνει την πληρότητα της Ικανοποιήσεως. Ο άλλος δεν υφίσταται πλέον διότι χρησιμεύει απλώς σαν καθρέφτης όπου προβάλλεται ένα μέρος του εαυτού. Με την απόσυρση χάνει και την οντότητά του, την χρησιμότητά του. Αυτή η λειτουργία ονομάζεται και έρως (του εαυτού) από τους σύγχρονους οπαδούς της δυνάμεως.
 
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου