Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

KARL BARTH (3)

Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧXΧI)

Φυσικά ακολούθησαν αμέσως κατηγορίες για τροπισμό από όλα τα μέρη. Αλλά τουλάχιστον μέχρις εδώ ο Μπαρτ δεν πρωτοτυπεί σε τίποτε. Από την εποχή της εμφανίσεως της προτεσταντικής ορθοδοξίας δηλαδή από τον ΧVII αιώνα «οι Λουθηρανοί θεολόγοι κατηγορούσαν τους θεολόγους της Μεταρρυθμίσεως διότι έδειχναν να μην προτιμούν τον όρο πρόσωπο, προτιμώντας την υπόσταση ή ακόμη περισσότερο τον τρόπο υπάρξεως». Έτσι λοιπόν, καθώς ανήκει στην Μεταρρύθμιση, ο Μπαρτ αναλαμβάνει την θεολογική παράδοση από την οποία προέρχεται. Μάλιστα δε κάποιος θεολόγος ονόματι I.A. Dorner, στα μισά του 1800 είχε ήδη μιλήσει για μια «απόλυτη προσωπικότητα» στον θεό και μαζί, όχι για τρία πρόσωπα, αλλά για τρεις «τρόπους υπάρξεως».

Από την μεριά ο Μπαρτ διευκρινίζει πως «τρόπος υπάρξεως» είναι η ακριβής μετάφραση της έννοιας που χρησιμοποίησε η αρχαία Εκκλησία! Τρόπος υπάρξεως, που μεταφράσθη στα Λατινικά σαν modus entitativus. Αυτή η ίδια έννοια της υποστάσεως δε, όπως έγινε κατανοητή από την ανατολική Εκκλησία, η οποία την προτίμησε από το πρόσωπον, σημαίνει κάτι υποκείμενο παρά ουσία, δηλαδή: τρόπο υπάρξεως. Οι θωμιστές μιλούσαν για τους τρεις της τριάδος σαν res proprie subsistentes, χρησιμοποιώντας το ρήμα subsistere (υπόκειμαι), το οποίο είναι δομικό στοιχείο της αρχαίας έννοιας του προσώπου. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε σε όσα λέει ο Μπαρτ πως για τον Θωμά Ακινάτη το θείο πρόσωπο είναι «modus existendi incommunicabiliter» και η σχέση ένας «determinatus modus existendi», συγκεκριμένος τρόπος υπάρξεως. Ακόμη και ο Bonaventura δήλωνε πως το πρόσωπο του θεού είναι «modus essendi respectivus», δηλαδή σχέση.

Κατηγορήθηκε για “κρυπτοκαθολικός”, λόγω της θεολογίας των σχέσεων, αλλά απάντησε πως ο φόβος του σχολαστικισμού είναι το σημάδι των ψευδο-προφητών. Στο Τριαδικό επίπεδο πάντως, ο Μπαρτ δεν είναι οπισθοδρομικός, δεν μας μεταφέρει στην προ των Καππαδοκών εποχή όπως ακριβώς δεν αρνείται πως υφίσταται καθένα από τα θεία πρόσωπα. Έτσι αμέσως μετά τον ισχυρισμό του πως υφίσταται στον θεό, όχι ακριβώς το πρόσωπο καθ’ εαυτό, αλλά ο θεός στα τρία πρόσωπα, προσθέτει πως τα θεία πρόσωπα υφίστανται αλλά με σχετικό τρόπο: στον θεό υφίστανται τρεις σχετικότητες δηλαδή τα πρόσωπα και επιπλέον υφίσταται και κάτι απόλυτο, δηλαδή η Ουσία!

Είναι επίσης ξεκάθαρο πως όταν προσευχόμεθα στον θεό Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα δεν έχουμε καμία πρόθεση να αναφερθούμε σε «τρεις τρόπους υπάρξεως» ή τρεις υφισταμένους. Το αδύναμο σημείο του Μπαρτ δεν βρίσκεται στο γεγονός πως θέλει να μιλήσει για τα θεία πρόσωπα σαν «τρόπους υπάρξεως».

Πιο αμφίβολη φαίνεται να είναι η προσπάθειά του να σταθεροποιήσει μια ισοδυναμία ανάμεσα στην Τριάδα και στην αποκάλυψη. Είναι αλήθεια πως ο Μπαρτ ισχυρίσθηκε από την αρχή πως η αποκάλυψη δεν είναι η ρίζα της Τριάδος, αλλά του δόγματος της Τριάδος. Δηλαδή μόνον γνωσιολογικά, quod modum cognoscendi, η αποκάλυψη θα μπορούσε να ονομασθεί ρίζα της Τριάδος. Ίσως όμως θα ‘πρεπε ο Μπαρτ να καθορίσει καλύτερα τι πράγμα διακρίνει τα θεία πρόσωπα ανεξαρτήτως της αποκαλύψεως και πριν από αυτή, για να δείξει στη συνέχεια πως συνδέεται η Τριάδα με την αποκάλυψη και πως ξεκινά από αυτή η γνώση που διαθέτουμε του Μυστηρίου. Παρόλα αυτά ο Μπαρτ ξεκαθαρίζει πως ο θεός είναι Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα καθ’ εαυτός, στις αιώνιες ενυπάρχουσες και μόνιμες σχέσεις του και έτσι λοιπόν ανεξαρτήτως και πριν από την Δημιουργία, την Λύτρωση και την Αγιοποίηση.

Αντιθέτως η κατηγορία του Pannenberg, βρίσκει κέντρο! Ο Μπάρτ, σύμφωνα με τον Pannenberg, γοητεύτηκε από το μοντέρνο θέμα της υποκειμενικότητος χωρίς να κατορθώσει να το κυριεύσει τελείως. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, και παρότι πάλεψε στο όνομα της Κυριότητος του θεού ακριβώς εναντίον αυτής της υποκειμενικότητος και παρότι διεκδίκησε την αυτονομία Του, παρόλα αυτά ο Μπαρτ, μετέφερε στον θεό την κατηγορία της υποκειμενικότητος, χρησιμοποιώντας την στην συνέχεια στην απαραίτητη υφιστάμενη συνθήκη της υποκειμενικότητος του ανθρώπου.

Ο Μπαρτ συνέλαβε την Τριάδα ακριβώς σαν την αμείωτη υποκειμενικότητα του θεού στην αποκάλυψή Του! Στα μάτια του, μόνον το τριαδικό δόγμα μας εμποδίζει να σκεφθούμε πως η άπειρη διαφορά ποιότητος ανάμεσα στον θεό και τον κόσμο δεν επεβλήθη από τον κόσμο στον θεό. Ο θεός δεν θα ήταν τελείως μοναδικός, ελεύθερος, νικητής, εάν θα ‘πρεπε να εναντιωθεί σε κάτι άλλο από τον εαυτό Του.

Εάν όμως ο θεός υπολογίζεται σαν αιώνιος Πατέρας στην σχέση του με τον αιώνιο Υιό, και όχι απέναντι στον κόσμο, η σχέση με τον κόσμο καθίσταται δυνατή από αυτές τις διαπροσωπικές θείες σχέσεις, προεικονίσθη στην ελευθερία Του, απ’ αυτές τις ίδιες τις αιώνιες σχέσεις. Βασίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αυτονομία του θεού και της αποκαλύψεώς Του απέναντι στον κόσμο, το τριαδικό δόγμα, στην Εκκλησιαστική Δογματική του 1932, βρίσκει θέση στα προλεγόμενα της Δογματικής του σαν βάση του δόγματος του Λόγου, που χρησιμεύει αυτό το ίδιο σαν Αρχή κάθε θεολογικής γνώσεως. Αλλά ο Μπάρτ ξεδιπλώνει το τριαδικό δόγμα ορμώμενος από την έννοια της αποκαλύψεως: ο θεός είναι αυτός που αποκαλύπτει, αυτός που απεκαλύφθη και το γεγονός της αποκαλύψεως. Αυτή η Τριάδα (Dreiheit) δεν προέρχεται από την αποκάλυψη στον άνθρωπο, αλλά υπάρχει ήδη σε αυτό το αιώνιο Είναι του θεού. Αυτή η ενυπάρχουσα και μόνιμη Τριάδα είναι τελικώς το κριτήριο της συλλήψεως του Μπαρτ, της αυτονομίας του θεού στην αποκάλυψή Του. Όμως, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, ο Μπαρτ μπαίνει στην σχολή του «φιλοσόφου» Hegel. Διότι ακριβώς όπως ο Hegel, δένει την Τριάδα στην έννοια της αποκαλύψεως ή καλύτερα στην αυτοαποκάλυψη του θεού.

«Offenbarung ist Dei loquentis Persona». Κατάγεται από τον «Ιδεαλισμό» η επιμονή του Μπαρτ να κατανοεί τον μοναδικό θεό, τον Κύριό του που μιλά και αυτοαποκαλύπτεται, σαν ΕΝΑ πρόσωπο, ένα μοναδικό υποκείμενο, ένα μοναδικό ΕΓΩ. «Λόγος του θεού, εξηγεί ο Μπάρτ, σημαίνει: ο θεός μιλά. Αυτή είναι η αλήθεια, διότι πραγματικά είναι το πρόσωπο του θεού που μιλά, Dei loquentis persona. Δεν είναι κάτι αντικειμενικό, αλλά αυτή η ίδια η αντικειμενικότης, διότι είναι η υποκειμενικότης του Θεού. Η προσωποποίηση του Λόγου του θεού, την οποία δεν μπορούμε να αποφύγουμε, διότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Λόγος του θεού, δεν σημαίνει πως χάνει τον χαρακτήρα του λόγου. Αυτή η προσωποποίηση διαγράφει τον προσωπικό του χαρακτήρα και αποκλείει κάθε χαρακτήρα πράγματος, ακόμη και όταν είναι λέξη γραπτή ή εκφωνημένη. Δεν υπάρχει λοιπόν ανθρωπομορφισμός στην προσωποποίηση του Λόγου του θεού. Το πρόβλημα δεν είναι αν ο θεός είναι πρόσωπο αλλά αν είμαστε εμείς. Ο θεός είναι αληθινό πρόσωπο και ελεύθερο υποκείμενο. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να σκεφθούμε περισσότερο, διότι βρισκόμαστε μπροστά στην αγνωσία του θεού».

Από το Είπεν ο θεός ο Μπαρτ βλέπει να προέρχεται το Dei loquentis Persona και επομένως η υποχρέωση μας να πρέπει να μιλάμε για τον θεό σαν «ένα πρόσωπο, ένα ΕΓΩ, που υπάρχει εις εαυτό και δι’ εαυτό, που διαθέτει μια σκέψη και μια δική του Βούληση. Μ’ αυτόν τον τρόπο μας συναντά στην αποκάλυψή Του, μ’ αυτόν τον τρόπο είναι τρεις φορές θεός σαν Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα». Εάν λοιπόν το τριαδικό δόγμα πρέπει να εκφράζει, την αμείωτη υποκειμενικότητα του θεού, δηλαδή το πρόσωπο του μοναδικού θεού, το ΕΓΩ του Κυρίου, οι τρεις τρόποι υπάρξεώς του δεν πρέπει να γίνουν κατανοητοί σαν άλλες τόσες στιγμές της αυτοεκδηλώσεως αυτού του ίδιου ΕΓΩ; Με τα τρία πρόσωπα δεν πρόκειται για τρία θεία ΕΓΩ, αλλά για τρεις φορές του μοναδικού θείου ΕΓΩ.

Η έννοια της ομοουσιότητος του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος πρέπει να γίνει κατανοητή πάνω απ’ όλα με την έννοια μιας ταυτότητος της Ουσίας. Είναι η ταυτότης της ουσίας που προηγείται της ομοουσιότητος των προσώπων. Ο Μπαρτ δεν αναπτύσσει τον τριαδικό στοχασμό πάνω στην άμεση βάση των δεδομένων της ερμηνείας, επιχειρηματολογεί πάνω στην ενυπάρχουσα λογική μέσα στην έννοια της αποκαλύψεως, μια έννοια η οποία μας υποχρεώνει να διακρίνουμε ανάμεσα σε υποκείμενο, σε κατηγορούμενο και αντικείμενο, και κατ’ επέκτασιν ανάμεσα στον αποκαλύπτοντα, στον αποκαλυφθέντα και στην αποκάλυψη! Αλλά ειρωνεία της τύχης, παρατηρεί ο Pannenberg, μ’ αυτόν τον τρόπο δεν κατορθώνει παρά να επαναλάβει μια δομή της υποκειμενικότητος ανάλογη με εκείνην που φανέρωσε ο Hegel στην απαγωγή της Τριάδος από την έννοια του πνεύματος και της αυτοσυνειδησίας. Παρ’ όλες τις διαφορές της γλώσσας και του περιεχομένου φυσικά, παρ’ όλη την αποφασιστική καταγγελία της φυλακίσεως του θεού του Hegel στις αλυσίδες του συστήματος και παρ’ όλη την εξύμνηση της άπειρης ποιοτικής διαφοράς και της ελευθέρας Κυριότητος του θεού, ο Μπαρτ δεν κατόρθωσε να αποδεσμευθεί από την μαγεία της Εγελιανής νοήσεως!

(Συνεχίζεται)
 
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου