Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Hannah Arendt (2)

Η ΚΑΝΤΙΑΝΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ ΕΝΟΣ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η λέξη “ύπαρξη” με την μοντέρνα έννοια εμφανίζεται για πρώτη φορά, στον τελευταίο Σέλλινγκ. Γνώριζε επακριβώς εναντίον αυτού που επαναστατούσε όταν αντέκρουσε την «αρνητική φιλοσοφία», την φιλοσοφία της καθαρής σκέψης, με την «θετική φιλοσοφία», η οποία «προοδεύει από την ύπαρξη και την κατέχει μόνον στη μορφή του καθαρού “τί”»! Γνώριζε πως μ’ αυτόν τον τρόπο ο φιλόσοφος έλεγε αντίο στην «στοχαστική ζωή». Γνώριζε πως «η επανάσταση είχε ξεκινήσει από το Εγώ», διότι σε μια τέτοια φιλοσοφία της καθαρής σκέψης, η οποία δεν ήταν πλέον ικανή να «εξηγήσει το τυχαίο και την ουσιαστική πραγματικότητα των πραγμάτων», «η απόλυτη απελπισία τον είχε κατακυριεύσει». Όλο το μοντέρνο παράλογο, όλη η μοντέρνα εχθρότης προς το πνεύμα και την νόηση βασίζονται σ’ αυτή την απελπισία!

Η μοντέρνα φιλοσοφία ξεκινά με την αναγνώριση πως το τί πράγμα δεν είναι ικανό να εξηγήσει το τί, ξεκινά με το τρομακτικό σοκ μιας πραγματικότητος κενής καθ’ εαυτής! Όσο περισσότερο η πραγματικότης στερείται κάθε ποιότητος, τόσο γυμνό και αμεσολάβητο αποκαλύπτεται αυτό που είναι το μόνο ενδιαφέρον σ’ αυτή: Ότι αυτή είναι! Γι’ αυτόν τον λόγο από το ξεκίνημά της η μοντέρνα φιλοσοφία υμνεί το τυχαίο σαν το στοιχείο με το οποίο η πραγματικότης, ανυπολόγιστη, απρόβλεπτη και άρρητη, επιτίθεται κατευθείαν στον άνθρωπο. Γι’ αυτόν τον λόγο αρχίζουν να υπολογίζονται οι «οριακές καταστάσεις» (Γιάσπερς), αυτές που ωθούν τον άνθρωπο να φιλοσοφήσει: Ο θάνατος, η ενοχή, η μοίρα, το τυχαίο, διότι σε όλες αυτές τις εμπειρίες η πραγματικότης φαίνεται αναπόφευκτη, αμείωτη, στο επίπεδο της σκέψης. Εδώ ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την εξάρτησή του – εξάρτηση όχι από κάτι ιδιαίτερο ούτε καν από την θνητότητά γενικώς, αλλά εξάρτηση από το γεγονός πως υπάρχει.

Εξάλλου, επειδή ακριβώς η ουσία δεν έχει καμμία σχέση με την ύπαρξη, η μοντέρνα φιλοσοφία απομακρύνεται από τις επιστήμες οι οποίες ερευνούν το τί πράγμα των όντων. Με κιρκεγκαρντιανούς όρους, η αντικειμενική αλήθεια της επιστήμης είναι εντελώς αδιάφορη, καθώς παραμένει αδιάφορη απέναντι στο γεγονός της υπάρξεως. Αλλά και η υποκειμενική αλήθεια, η αλήθεια αυτού που υπάρχει, είναι ένα παράδοξο, καθώς δεν μπορεί ποτέ της να γίνει αντικειμενική και να έχει καθολική ισχύ. Εάν το Είναι και η σκέψη δεν είναι πια ταυτόσημα, ένα και το αυτό πράγμα, εάν μέσω της σκέψης δεν μπορώ να διευκρινίσω την ουσιώδη πραγματικότητα των πραγμάτων, από την στιγμή που η φύσις των πραγμάτων δεν σχετίζεται καθόλου με την πραγματικότητά τους, πολύ λίγο μπορεί να ενδιαφέρει το τι πράγμα είναι η επιστήμη: Σε κάθε περίπτωση η επιστήμη δεν μπορεί να δώσει στον άνθρωπο την αλήθεια, τουλάχιστον την αλήθεια που τον ενδιαφέρει. Αυτή η απομάκρυνση από την επιστήμη έχει παρεξηγηθεί πάρα πολύ ιδίως λόγω του Κίρκεγκαρντ, σαν μια στάση η οποία προέκυψε από τον Χριστιανισμό. Τώρα όμως αυτή εδώ η φιλοσοφία η οποία έχει τόσο ενδιαφέρον για την πραγματικότητα, δεν ταράζεται και πολύ από το γεγονός πως στην προοπτική ενός άλλου πιο αληθινού κόσμου, η ενασχόληση με τα πράγματα του κόσμου τούτου μπορεί να απομακρύνει τον άνθρωπο από την σωτηρία της ψυχής του. Αυτό που επιθυμεί είναι ακριβώς αυτός εδώ ο κόσμος, ένας κόσμος που τώρα ακριβώς χάνει τον πραγματικό του χαρακτήρα.

Η ενότης Είναι και σκέψης προϋποθέτει την προαποφασισμένη σύμπτωση ουσίας και υπάρξεως, δηλαδή ότι όλα όσα είναι δυνατόν να γίνουν σκέψη υπάρχουν και οτιδήποτε υπάρχει, λόγω του ότι μπορεί να γνωσθεί, είναι ορθολογικό. Αυτή η ενότης διελύθη από τον Kant, τον αληθινό πατέρα, παρότι καλά κρυμμένο, της μοντέρνας φιλοσοφίας, ο οποίος έχει παραμείνει μέχρι σήμερα ο Μυστικός Βασιληάς της! Ο Kant είχε ήδη αφαιρέσει από τον άνθρωπο την αρχαία του βεβαιότητα, οικειότητα στο εσωτερικό του Είναι, φανερώνοντας τις αντινομίες της δομής της νοήσεως και αποδεικνύοντας, στις αναλύσεις του για τις συνθετικές κρίσεις, ότι με κάθε κρίση στην οποία έχει θέση κατηγορήματος κάτι από την πραγματικότητα εμείς υπερβαίνουμε την έννοια (l’ essentia) ενός συγκεκριμένου πράγματος. Ο ίδιος ο Χριστιανισμός δεν είχε φτάσει σε τέτοια σιγουριά, απλώς την είχε ξαναερμηνεύσει (την πραγματικότητα) εν’ όψει του “θείου σχεδίου της Σωτηρίας”. Τώρα πια δεν μπορούσαμε πλέον να είμαστε σίγουροι του νοήματος ή του Είναι του Χριστιανικού γήινου κόσμου και ούτε καν του Είναι του αιωνίως παρόντος κόσμου των αρχαίων: Κατεστράφη αυτός ο ίδιος ο παραδοσιακός ορισμός της αλήθειας σαν aequatio intellectus et rei (ισοδυναμίας νοήσεως και πράγματος).

Πριν από την Καντιανή εκθεμελίωση της Δυτικής έννοιας του Είναι, ο Καρτέσιος είχε ήδη θέσει το θέμα της πραγματικότητος με ένα νόημα εντελώς μοντέρνο, για να απαντήσει όμως με έναν εντελώς παραδοσιακό τρόπο. Η ερώτηση, εάν το Είναι καθ’ εαυτό είναι, είναι μοντέρνα, ακριβώς όπως η απάντηση, cogito ergo sum, είναι αδιάφορη, διότι –όπως είχε ήδη παρατηρήσει ο Νίτσε– δεν αποδεικνύει καθόλου την ύπαρξη του ego cogitans (του σκεπτόμενου Εγώ), αλλά στην καλύτερη περίπτωση αποδεικνύει την ύπαρξη της σκέψης. Με άλλα λόγια, από το Εγώ σκέπτομαι δεν γεννιέται ποτέ το αληθινά ζωντανό Εγώ, παρά μόνον ένα Εγώ που το σκέφτηκα. Αυτό ακριβώς είναι που γνωρίζουμε από τον Kant κι έπειτα!

Η Ιστορία της εκκοσμικεύσεως εξαρτάται, περισσότερο απ’ ότι συνήθως πιστεύουμε, από την Καντιανή καταστροφή της αρχαίας ενότητος ανάμεσα στην σκέψη και σ’ αυτό που είναι. Η Καντιανή ανασκευή της οντολογικής αποδείξεως της υπάρξεως του θεού διέλυσε την ορθολογική πίστη στον θεό, μια πίστη η οποία είχε βασιστεί στην Αρχή πως ό,τι μπορώ να ανάγω ορθολογιστικά πρέπει οπωσδήποτε και να υπάρχει, μια πίστη όχι μόνο πιο αρχαία του Χριστιανισμού, αλλά ριζωμένη ακόμη περισσότερο στην ευρωπαϊκή ανθρωπότητα από την εποχή της Αναγεννήσεως. Η λεγόμενη “απο-θέωση” (Entgotterung) του κόσμου, η γνώση δηλαδή πως δεν μπορούμε να αποδείξουμε την ύπαρξη του θεού με τη βοήθεια της νοήσεως, χτυπά καίρια τις αρχαίες φιλοσοφικές έννοιες, τουλάχιστον όσο και ο Χριστιανισμός. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο χωρίς θεό, ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνευθεί ξεκινώντας από την «κατάσταση της εγκαταλείψεώς του» (verlassenheit ) ή από την “αυτονομία” (Eigenstandigkeit). Για κάθε φιλόσοφο μοντέρνο –και όχι μόνον για τον Νίτσε– ο τύπος της προκατασκευασμένης ερμηνείας γίνεται η πέτρα δοκιμής της φιλοσοφίας του!

Ο Hegel είναι για μας ο τελευταίος των αρχαίων φιλοσόφων, διότι υπήρξε ο τελευταίος που κατόρθωσε να αποφύγει τέτοιου είδους ερωτήματα. Η μοντέρνα φιλοσοφία ξεκινά με τον Σέλλινγκ, διότι δηλώνει ξεκάθαρα πως γι’ αυτόν στο παιχνίδι είναι το άτομο, το άτομο που «θέλει να έχει έναν θεό πρόνοια», έναν θεό που «είναι ο Κύριος του Είναι». Διότι «δεν είναι η καθολικότης μέσα στον άνθρωπο που ζητά την ευτυχία, αλλά το άτομο». Αυτό που μετρά πραγματικά στον Σέλλινγκ είναι «το απελευθερωμένο άτομο από κάθε καθολικότητα», δηλαδή ο πραγματικός άνθρωπος. Στην εκπληκτική της σαφήνεια, αυτή η αναζήτηση της ατομικής ευτυχίας (καθόλου εύκολο να διατυπωθεί μετά την απέχθεια που είχε εκφράσει ο Kant προς την αρχαία επιθυμία ευτυχίας) περιέχει κάτι παραπάνω από μια απελπισμένη επιθυμία επιστροφής στην σίγουρη αγκαλιά της πρόνοιας. Ο Kant δεν μπόρεσε να καταλάβει πως διαλύοντας την αρχαία έννοια του Είναι, έθεσε σε αμφιβολία την πραγματικότητα όλων όσων δεν είναι ατομικά και κατά βάθος υπονοούσε αυτό που λίγο αργότερα ο Σέλλινγκ δήλωνε ανοιχτά: «Δεν υπάρχει καθολικότης, μόνο ατομικότης, και η καθολική ουσία υπάρχει μόνον εάν αυτή είναι το απόλυτο άτομο».

Αυτή η θέση, η οποία προερχόταν απευθείας από τον Καντ, κατέστρεψε μ’ ένα μόνο χτύπημα το βασίλειο των ιδεών και των καθολικών αξιών τα οποία μπορούσε να συλλάβει ο άνθρωπος με την βοήθεια της νοήσεως, μ’ έναν τέτοιο τρόπο που δυσκόλευε πλέον τον άνθρωπο να αρπαχτεί από κάτι, ούτε από την νόηση, ανεπαρκέστατη για την γνώση του Είναι, ούτε από τις Ιδέες, η ύπαρξη των οποίων δεν μπορούσε να αποδειχθεί, ούτε από την καθολικότητα, καθώς η καθολικότης δεν ήταν τίποτε άλλο από τον ίδιο τον άνθρωπο.

Ξεκινώντας από τούτη τη στιγμή, ο όρος “υπαρκτό” (existierend) χρησιμοποιείται εναντίον αυτού που είναι μόνον προϊόν σκέψης και στοχασμού: Το συγκεκριμένο ενάντια στο αφηρημένο, το ατομικό ενάντια στο καθολικό. Αυτό σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ πως η Φιλοσοφία, αφού σκέφτηκε, από τον Πλάτωνα κι έπειτα, μόνον μέσω της έννοιας, άρχισε να αμφιβάλλει απέναντι σ’ αυτή την ίδια (την έννοια). Από κει κι’ έπειτα οι φιλόσοφοι δεν κατόρθωσαν να ξετινάξουν από πάνω τους εντελώς την ψεύτική συνείδηση κάνοντας Φιλοσοφία!

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου