Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Ή ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ

ΜΕΓΑ Λ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ

«...δεν υπάρχει... υπερφυσικό»

1. Η θεολογία του κ. Ζηζιούλα απομακρύνεται εκ της «παραδοσιακής» ορθοδόξου θεολογίας, ήτις κατανοεί το έργον της ως λειτουργίαν εντός της Εκκλησίας προς υποβοήθησιν του σωτηριώδους έργου Αυτής προς τους πιστούς της. Η θεολογία τον κ. Ζ. απευθύνεται προς «το σύγχρονο άνθρωπο», με τον οποίον επιδιώκει να διαλεχθεί και να πείσει, επιζητούσα «μια έντιμη, συνεπή συνομιλία με την επιστημονική ή φιλοσοφική σκέψη», και «με τους φυσικούς επιστήμονες»(88. 89).

Ποίος είναι «ο σύγχρονος άνθρωπος» εις την εικόνα του κ. Ζ.; -Είναι εκείνος, πού «αποτινάζει με αγανάκτηση τους ηθικούς κανόνες» της χριστιανικής παραδόσεως(32), που δεν πείθεται με «τα δογματικά κηρύγματα»(33), πού «δεν συλλαμβάνει πλέον το υπερφυσικό»(25). Και εδώ παρατηρείται κάτι το εκπληκτικόν, ουχί μόνον δι' ορθόδοξον, αλλά και δι' οιονδήποτε άλλον θεολόγον -επιστήμονα: Ο κ. Ζ. αποδέχεται ανεπιφυλάκτως -και μάλιστα υπερθεματίζει- την πολεμικήν ταύτην «του συγχρόνου ανθρώπου», δια της οποίας απορρίπτει ούτος σύνολον την χριστιανικήν - ορθόδοξον παράδοσιν, διότι «δεν την συλλαμβάνει πλέον». Χωρίς την άσκησιν οιασδήποτε κριτικής προς «τον σύγχρονον άνθρωπον», όστις είναι πλήρης προλήψεων, δεισιδαιμονιών, αιρέσεων, ανηθικότητος, εγκληματικότητος κλπ., επιρρίπτει ούτος όλα τα βάρη «της κρίσεως του συγχρόνου ανθρώπου στη σχέση του με το Χριστό» εις την Εκκλησίαν και εις την θεολογίαν της, δια τον λόγον και μόνον, ότι διδάσκει αυτή, ο,τι απορρίπτει ούτος. Και δια να μην επανέρχομαι: «Και μέσα στην Εκκλησία», κατά τον κ. Ζ., το άτομον δεν σώζεται, αλλά κακοποιείται και αλλοτριούται(29)!

Ειδικώτερον, ως προς την περί Θεού διδασκαλίαν, όπως κατανοεί ταύτην ο κ. Ζ., αξία σημειώσεως είναι τα ακόλουθα: Ο κ. Ζ. εις τον περί Θεού λόγον του απαξιοί, σχεδόν, να «εργασθεί» με χριστιανικάς εννοίας, όπως: Πατήρ, Υιός, Άγιον Πνεύμα, ενέργειαι του Θεού κλπ. Ακόμη δε και την λέξιν «Θεός» χρησιμοποιεί κατά συγκατάβασιν: «...σε κάποιο "επέκεινα" - στο Θεό, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την παραδοσιακή ορολογία»(45)! Αντί δε τούτων επιδεικνύει προτίμησιν ούτος προς τους φιλοσοφικούς όρους: «υπερφυσικό», «υπερβατικό», «επέκεινα» κλπ., οίτινες υπεμφαίνουν το ουδέτερον, το απρόσωπον, το ανενέργητον «επέκεινα», καθώς και προς μίαν «απόλυτα μονοθεϊστική έννοια περί Θεού» (103), ακατανόητον δια τα ορθόδοξα θεολογικά δεδομένα.

Ωσαύτως ασκείται υπό του κ. Ζ. δριμύτατη πολεμική κατά της «παραδοσιακής» ορθοδόξου περί Θεού διδασκαλίας, με μόνον κριτήριον «τον σύγχρονο άνθρωπο». Ο κ. Ζ. δηλ. δεν ερωτά θεολογικώς, εάν η «παραδοσιακή» περί Θεού διδασκαλία αντιστοιχεί ή όχι προς το περιεχόμενον της εν Ιησού Χριστώ θείας αποκαλύψεως, και εκείθεν να κρίνει ή και να απορρίψει ταύτην, αλλά θέτει ως κριτήριον του περί Θεού λόγου της ορθοδόξου θεολογίας «το σύγχρονο άνθρωπο».

Έπονται τα ακόλουθα «σχιζοφρενικά»: Εδώ έχομεν θεολογικήν ασυδοσίαν. Ουδείς ποτέ σοβαρός θεολόγος απέρριψε θεολογικάς προτάσεις με εξω-θεολογικά κριτήρια.

1. Δια την υπό «του συγχρόνου άνθρωπου» απόρριψιν του Θεού ευθύνεται η θεολογία, «εφ' όσον η θεολογία του Τον τοποθέτησε σε μια σφαίρα πού δεν μπορεί πια να κατανοήσει»(26), ήτοι «τοποθέτησε» «το σύγχρονο άνθρωπο» «σε σχήματα δυαλιστικά»(36). Τί είναι «τα δυαλιστικά» ταύτα «σχήματα»; -Απλούστατα: Ο υπό της θεολογίας «διαχωρισμός ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό»(25).

2 . «Η θεολογική παράδοση», με την περί Θεού και κόσμου «δυαλιστική» διδασκαλία της, έβλαψε «το σύγχρονο άνθρωπο»: «τον διχοτόμησε και τον έκανε σχιζοφρενικό»(36). Και εδώ, λοιπόν, η μαρξιστική - φροϋδική κριτική της αλλοτριώσεως του ανθρώπου δια της εις Θεόν πίστεως!

Και 3., τέλος, η αντίφασις: «Ο σύγχρονος άνθρωπος» «το Υπερφυσικό... δεν το συλλαμβάνει πλέον»(25).

Διατί, λοιπόν, ευθύνεται η παραδοσιακή θεολογία δια την υπό «του συγχρόνου ανθρώπου» απόρριψιν του Θεού, αφού ούτος «δεν συλλαμβάνει πλέον το υπερφυσικό»; Και πως θα πρέπει, άραγε, να ομιλήσει η θεολογία περί του Θεού «στο σύγχρονο άνθρωπο», δια «να μπορέσει να τον κατανοήσει»; Ο κ. Ζ. δίδει την απάντησιν: Να απορρίψει το «υπερφυσικό», να ταυτίσει αυτό με «το φυσικό», να διακηρύξει μία, «ενιαία πραγματικότητα». Εν τη απορρίψει δηλ. «του υπερφυσικού», «ο σύγχρονος άνθρωπος» θα «συλλάβει» και θα «κατανοήσει» αυτό. Παρακολουθούμε, πώς ο κ. Ζ. διατυπώνει τον θεολογικόν του Μονισμόν: «...δεν υπάρχει φυσικό και υπερφυσικό... Υπάρχει συνάντηση πλήρης, μέχρι ταυτισμού, (η υπογράμμισις είναι του κειμένου), της ουράνιας με την επίγεια πραγματικότητα,.., μια συνάντηση, στην οποία και αυτός ο Θεός παύει να νοείται ως "επέκεινα" της φύσεως»(25 - 26).

Ο κ. Ζ. εις άλλα, νεώτερα, κείμενα του αυτού βιβλίου του εκφράζεται συμφώνως προς την «παραδοσιακήν» περί Θεού διδασκαλίαν, όταν αναφέρει: δεν υπάρχει «φυσική συγγένεια ανάμεσα στο Θεό και στη δημιουργία» (93), αλλά «φυσική ετερότητα του Θεού και της δημιουργίας»(90) κ.ά. Τι συμβαίνει εδώ: κραυγαλέα αντίφασις ή θεολογική σκοπιμότης;

Εν τούτοις εν παραμένει βέβαιον: Ο κ. Ζ. πρεσβεύει ένα θεολογικόν Μονισμόν, όστις απαγορεύει «την διχοτόμηση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού» και αποδέχεται «την ταύτισιν» Θεού και κόσμου. Απόδειξις τούτου το γεγονός, ότι προσπαθεί να κατοχυρώσει τούτον και με επιχειρήματα, τα οποία συνοψίζονται εις τα ακόλουθα:

1. Αναφέρει ο κ. Ζ.: «Αυτή η θεώρηση τον κόσμου μέσα στην Ευχαριστία δεν αφήνει περιθώρια για διχοτόμηση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού»(25). Επί της θέσεως ταύτης αι ακόλουθοι ενστάσεις: Καταργεί, άραγε, η θεία Ευχαριστία το χριστολογικόν δόγμα της Οικουμενικής συνόδου της Χαλκηδόνος, ήτοι το: «ασυγχύτως, ατρέπτως - αδιαιρέτως, αχωρίστως»; Το «ασυγχύτως, ατρέπτως» δεν διασώζει τας «δυο φύσεις» του Ιησού Χριστού, την άπειρον, ποιοτικήν, διαφοράν ακτίστου και κτιστού, την «διαίρεσιν» «ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό»; Το δε «μέχρι ταυτισμού» (25) δεν οδηγεί, άραγε, εις «ταύτισιν» των δύο -«φυσικού και υπερφυσικού»- με όλας τας ακολουθίας: σύγχυσιν, μονοφυσιτισμόν, μονισμόν, θεολογίαν του θανάτου του Θεού κλπ.;

-Η υπό του κ. Ζ. αποδοχή «ενιαίας πραγματικότητος», «μέχρι ταυτισμού... φυσικού και υπερφυσικού», φαίνεται να έχει ως αιτίαν και την συγκεχυμένην ορολογίαν, την οποίαν χρησιμοποιεί προκειμένου να αποδώσει το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, όταν λέγει: «Η Ευχαριστία είναι... αυτός ο ίδιος ο Χριστός, ο όλος Χριστός», «το όλο μυστήριο του Χριστού»(20, 21) κλπ. Τοιαύτας εκφράσεις χρησιμοποιούν όλαι αι χριστιανικαί «εκκλησίαι» δια και κατά την τέλεσιν της Ευχαριστίας των, προκειμένου να δηλώσουν την «παρουσίαν» του Χριστού «εν τω μέσω» της κοινότητος των.

Δεν αμφισβητώ την αλήθειαν των εκφράσεων τούτων, επισημαίνω, όμως, ότι εις την δογματικήν γλώσσαν της ορθοδόξου θεολογίας η «παρουσία του Χριστού» εις το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας προσδιορίζεται μόνον δια της φράσεως: « σώμα και αίμα Χριστού», και δι' ουδεμιάς περαιτέρω. Η ορολογία αυτή έχει μεγάλην σημασίαν δια την ορθόδοξον θεολογίαν των «ενώσεων» και των «διακρίσεων», ήτις δεν γνωρίζει ορολογίαν των «ταυτίσεων» και «συμβολισμών».

2. Ο κ. Ζ. αποδίδει «την κρίση του συγχρόνου άνθρωπου στη σχέση του με το Χριστό... στη θεολογική παράδοση», η οποία, διδάσκουσα εις τον περί Θεού λόγον της την «διχοτόμηση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού», «τον τοποθέτησε σε σχήματα δυαλιστικά» και έτσι «τον διχοτόμησε και τον έκανε σχιζοφρενικό»(36, 25). Εις το βιβλίον του, λοιπόν, ο κ. Ζ, παρουσιάζει, εκτός των θεολογικών του ιδεών, και «το πρότυπο» του συγχρόνου ορθοδόξου «δογματολόγου», κατά την ιδικήν του ορολογίαν, όστις διαπρέπει εις γνώσεις ουχί μόνον των δογματικών αληθειών της χριστιανικής πίστεως, αλλά και σχεδόν όλων των «συγχρόνων» κοσμικών επιστημών, όπως π.χ. της Φυσικής, της Βιολογίας, του Δαρβινισμού κλπ.

Εν προκειμένω δε, προβάλλει ούτος τας επί της Ψυχολογίας και της Ψυχαναλύσεως γνώσεις του, υιοθετών ανοποδείκτους θεωρίας περί «νευρώσεων», προκαλουμένων δια της εις Θεόν πίστεως, και διαπιστώνων «φροϋδικά» πλέγματα, τα οποία προεκάλεσε «στο σύγχρονο άνθρωπο» «η θεολογική παράδοση», ήτις «τον τοποθέτησε σε σχήματα δυαλιστικά ή σε ασφυκτικά ηθικά κατασκευάσματα» και, έτσι, «τον διχοτόμησε και τον έκανε σχιζοφρενικό». Δια να αρθεί, λοιπόν, «η κατάσταση της σχιζοφρένειας», θα πρέπει η θεολογία να αποδεχθεί μίαν πραγματικότητα, υπό την έννοιαν: «δεν υπάρχει φυσικό και υπερφυσικό»(25), συμφώνως και προς την αρχήν: «πονάει δόντι, βγάζει δόντι»!

Το ερώτημα, πού προκύπτει είναι, εάν, τώρα, πού «ο σύγχρονος άνθρωπος» απέρριψε «το υπερφυσικό», διότι «δεν το συλλαμβάνει πλέον», έπαυσε να ζει «σε μια κατάσταση σχιζοφρενείας»(25)! Ο,τι εκπλήσσει εις την προκειμένην περίπτωσιν, είναι ότι ο κ. Ζ. χρησιμοποιεί ουχί θεολογικά, αλλά εξωθεολογικά κριτήρια και επιχειρήματα προς απόρριψιν δογματικών και ηθικών διδασκαλιών της χριστιανικής πίστεως. Επαναλαμβάνω: Ουδείς σοβαρός θεολόγος επί διαχριστιανικού επιπέδου θεολογεί με τοιούτου είδους επιχειρηματολογίαν. Το αίτημα, όμως, περί άρσεως της «διχοτομήσεως» της χριστιανικής ζωής, εγείρει και θεολογικά προβλήματα, αφού η ύπαρξις και η ζωή του κατά Χριστόν ζώντος πιστού και θεολόγου είναι «διαλεκτική», ήτοι ζει ούτος διαρκώς εις μίαν κατάστασιν «διχασμού».

Ακούομεν, πως εκφράζεται ο απόστολος Παύλος: «ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν,... ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες,... ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» (Β' Κορ. 6, 9 - 10), ή: «Ει ουν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητήτε,... τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης «Απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ... Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης» (Κολοσ. 3, 1 εξ.), ή το: «εκ του κόσμου τούτου ουκ εστέ» (Ιω. 15, 19); Τι δηλούν τα χωρία ταύτα και το πλήθος των παρομοίων: άραγε ουχί το παράδοξον, το μυστήριον της ζωής των Χριστιανών, οίτινες, ζώντες «επί της γης», καλούνται εις το φρονείν «τα άνω, μη τα επί της γης»; Ο τρόπος ούτος του ζειν, δεν είναι, «διχασμός» της υπάρξεως, εκφραζόμενος κατά τρόπον ανεπανάληπτον με τας φράσεις: «Απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται, νεκρώσατε τα μέλη υμών» κλπ., και αντιστοιχών προς την εν Ιησού Χριστώ «αποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αιώνιοις σεσιγημένον, φανερωθέντος δε νυν» (Ρωμ. 14, 24 - 25);

Κατανοεί, λοιπόν, «ο σύγχρονος άνθρωπος» την «εσωτερικήν ταύτην γλώσσαν» ή το «εσωτερικό τούτο γκέτο»(112, 88) των κατά Χριστόν «σαλών» δια να προσαρμόσουν ούτοι την χριστιανικήν πίστιν εις τα δικά του μέτρα και κριτήρια; Ιδού, τί αναφέρει σχετικώς Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Αι γλώσσαι του κόσμου τούτου διάφοροι εισι... Οι δε Χριστιανοί μίαν καινήν γλώσσαν μανθάνουσι,... ου του κόσμου τούτου ούτε του αιώνος του παρερχομένου». -Η θεολογία καλείται, άραγε, να προσαρμόζεται εις τα κριτήρια «του συγχρόνου ανθρώπου», ή να προσαρμόζει τον κόσμο» προς τα περιεχόμενα του χριστιανικού Ευαγγελίου;

3. Δια την «μέχρι ταυτισμού της ουράνιας με την επίγεια πραγματικότητα», μέχρι σημείου, που «και αυτός ο Θεός παύει να νοείται ως "επέκεινα" της φύσεως»(25, 26) θεωρίαν του, και προς στήριξιν του θεολογικού του Μονισμού, προσάγει ο κ. Ζ. εν ακόμη εξωθεολογικόν, δηλ. «επιστημονικόν», επιχείρημα: «Ο σύγχρονος άνθρωπος... το υπερφυσικό, ως κάτι το ‘'επέκεινα'' της φύσεως, λόγω των νεωτέρων επιστημονικών και φιλοσοφικών εξελίξεων δεν το συλλαμβάνει πλέον»(25). Η συνέπεια δε τούτου είναι: Η θεολογία θα πρέπει να απορρίψει «το υπερφυσικό», προκειμένου να έλθει εις «διάλογον» με «το σύγχρονο άνθρωπο» και ενδεχομένως να «κερδίσει» αυτόν.

Το θέμα «των φιλοσοφικών εξελίξεων» αφήνω κατά μέρος, αφού η Φιλοσοφία είναι μεν επιστήμη ουχί όμως «ακριβής», ήτοι «αντικειμενική», όπως η Φυσική, εκφράζουσα υποκειμενικόν, και, εν πολλοίς, αυθαίρετον στοχασμόν. Δια «τας νεωτέρας επιστημονικάς εξελίξεις», όμως, έχω να αναφέρω τα ακόλουθα: Ακόμη και αν η επιστήμη απεφαίνετο: «δεν υπάρχει υπερφυσικό» (25), θα έπρεπε, άραγε, να απορρίψει ο Χριστιανισμός την πίστιν εις τον υπερβατικόν Θεόν; -Τι είναι η Εκκλησία: «φούρνος του Χότζα», δια να την μετακινούμεν διαρκώς και προς κάθε κατεύθυνσιν, συμφώνως προς τας επιθυμίας και τας υποδείξεις του εκάστοτε «περαστικού»; -Μπορεί η επιστήμη να καταργήσει την εις Θεόν πίστιν, χωρίς και να αυτοκαταργηθεί; -Μπορεί, π.χ. να αποφανθεί: «δεν υπάρχει υπερφυσικό», χωρίς συγχρόνως να αυτοκαταργηθεί, ένεκα υπερτάσεως των επιστημονικών της ορίων και προϋποθέσεων; -Εάν κάποιος επιστήμων απορρίπτει την εις Θεόν πίστιν, τούτο αποτελεί ουχί επιστημονικών πόρισμα, αλλά προσωπικόν «πιστεύω»: πίστιν ως αθεΐαν.

Ο κ. Ζ. επαίρεται, ότι είναι εις θέσιν να διεξάγει διάλογον «μέ τους φυσικούς επιστήμονες»(89). Δεν αναφέρει, λοιπόν, συγκεκριμένως δια ποίων εκ «των νεωτέρων επιστημονικών εξελίξεων» απορρίπεται «το υπερφυσικό, ως κάτι το "επέκεινα" της φύσεως» (25); -Σήμερον, ούτε αρχάριοι φοιτηταί εκφέρουν τοιαύτας απόψεις, εις μίαν εποχήν δηλ., καθ' ην με επιστημονικά δεδομένα., «απεδείχθη πλέον, ότι και αυτή η πραγματικότης της καθημερινής μας ζωής αποτελεί αντικείμενον πίστεως» (H.Ditfurth,Wir sind nicht nur von dieser Welt, 1981, 166).

Επαναλαμβάνω: Η επιστήμη ουδέποτε δύναται να αποδείξει επιστημονικώς ως πλάνην την πίστιν εις το «υπερφυσικό», εις τον Θεόν. Μόνον την δεισιδαιμονίαν καταρρίπτει η επιστήμη, ήτοι δοξασίας τύπου μαγείας, αστρολογίας, θεοσοφίας κλπ., αι οποίαι προσκρούουν εις θεμελιώδεις λογικάς κατηγορίας και εις εγνωσμένα επιστημονικά δεδομένα. Η θεμελιώδης και αδιαμφισβήτητος θέσις της συγχρόνου επιστήμης και ειδικώτερον της Φυσικής περί της «υπερφυσικής» πραγματικότητος έχει ως εξής: «η υπερφυσική πραγματικότης κατ' ουδένα τρόπον δύναται να απορριφθεί λογικώς ή επιστημονικώς» (H.Ditfurth, 214).

Ουχί μόνον δε τούτο, αλλά η επιστήμη της Φυσικής του Αιώνος μας ανεκάλυψεν εκ νέου: «το μυστήριον της ζωής και της θαυμαστής δομής του κόσμου, αποτελούσης εκδήλωσιν του εν ούτω αποκαλυπτομένου Λόγου» (A.Einstein), το «απροσδιόριστον» της κοσμικής πραγματικότητος (W.Heisenberg), και το συγκλονιστικώτερον: κατέληξεν εις το τελεσίδικον -μη επιδεχόμενον αναθεώρησιν- πόρισμα, ότι και εντός του κόσμου υπάρχει «υπερβατικότης», ουχί εν τη έννοια του - μη - εισέτι - γνωσθέντος, δυναμένου όμως να γνωσθεί υπό του ανθρώπου, αλλ' εν τη εννοία του παντελώς απροσίτον καί ακατάληπτου: του τελείου μυστηρίου (πρβλ. H.Ditfurth, 157 εξ.). Ο Ρ. Jordan θα εκφράσει το νέον αίσθημα «πίστεως» της συγχρόνου Φυσικής με την φράσιν: «Βαδίζομεν επάνω σ' ένα λεπτό στρώμα πάγου μιας λίμνης, με άγνωστα τα βάθη της κάτω από μάς». Ο δε sir James Jeans αναφέρει και επικυρώνει την περίφημον εικόνα του Πλάτωνος (Πολιτ. Ζ') περί των δέσμιων εις «το σπήλαιον»:

«Παραμένομεν ακόμη έγκλειστοι εις το σπήλαιον ημών, με τα νώτα μας εστραμμένα προς το φως, και δυνάμεθα να παρατηρώμεν μόνον τας σκιάς εις τον τοίχον» ! Τοιαύτα και ανάλογα πορίσματα της συγχρόνου Φυσικής, αλλά και άλλων επιστημών, όταν αγνοούν οι επαιρόμενοι δι' επιστημοσύνην και της θύραθεν σοφίας θεολόγοι, μεταβάλλονται εις ψευδοαποστόλους της χριστιανικής πίστεως και της αληθείας του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού.

Πηγή : Αντιαιρετικό εγκόλπιο

Αμεθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου