Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

MARIE-LOUISE VON FRANZ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (20)

Συνέχεια από : Τρίτη, 21 Σεπτεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 10ο
Ο Λούκιος ξαναβρίσκει τον εαυτό του


 Ως επόμενο μένει να συζητηθή το θέμα (μοτίβο) των διαφόρων χρωμάτων: το ένδυμα της θεάς λάμπει άλλοτε λευκό, άλλοτε κιτρινωπό, άλλοτε ροδόχρου, και είναι όλα σκεπασμένα από έναν μαύρον (μέλαναν) μανδύα. Το μαύρο θα αντιστοιχούσε στο «nigredo» των αλχημιστών, ακολουθούμενο απ’ το «albedo», τη λευκότητα, μετά απ’ το «rubedo», το κοκκινόχρωμο, και τελικά απ’ το «citrinitas», το κίτρινο ή χρυσαφί ως το τέταρτο χρώμα. Όλ’ αυτά τα χρώματα είχαν αποδοθή στην αρχαιότητα στον κάτω κόσμο. Ήταν τα χρώματα του άλλου κόσμου, και αντιστοιχούν γι’ αυτό επίσης στις τέσσερις βαθμίδες στο αλχημιστικό συμβάν. Μαύρο είναι το πρώτο χρώμα, που συναντά κανείς αναλύοντας την prima materia (πρώτη ύλη), αλλά ακόμα και στο βαθύτερο προχώρεμα στο ασυνείδητο μένει το μαύρο να επικρατή. Αυτό επαληθεύεται και στον Λούκιο, γιατί έχει ζήσει μέχρι τώρα μόνον το «nigredo», ένα στάδιο της θλίψης και της σύγχυσης

Και οι γιρλάντες από λουλούδια και καρπούς συναντώνται στα κείμενα της αλχημείας. Εμφανιζόταν γενικά στο ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στο «nigredo» και το «albedo» ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμικτων χρωμάτων, ένα βίωμα του κόσμου των φυτών και των ζώων. Το μαύρο, το λευκό και το κόκκινο δεν είναι μόνον τα τυπικά χρώματα στο αλχημιστικό συμβάν. Ήταν πολύ πρωτύτερα τα χρώματα, που χρησιμοποιούνταν ειδικά στη διακόσμηση των φερέτρων και σε όλα, όσα είχαν να κάνουν με τη λατρεία των νεκρών. Στην ελληνο-ρωμαϊκή όπως επίσης και στην αιγυπτιακήν εποχή ήταν τα χρώματα του άλλου κόσμου. Το μαύρο και το άσπρο δεν είναι από μιαν ορισμένην άποψη χρώματα, και γι’ αυτό μπορεί να πη πράγματι κανείς, ότι παραπέμπουν στον άλλον κόσμο. Είναι οι απώτατοι αντίθετοι πόλοι έξω απ’ το «παιχνίδι των χρωμάτων της ζωής». Έτσι ήταν π.χ. στη Σπάρτη το λευκό το χρώμα της λύπης (του πένθους) και του θανάτου, όπως το μαύρο σε μας˙ στην Κίνα επίσης το άσπρο το χρώμα του θανάτου. Συνδέονται έτσι σ’ ολόκληρη τη γη το μαύρο και το άσπρο με τον άλλον κόσμο, με όλα, όσα βρίσκονται πέρα απ’ την ορατήν ανθρώπινη, γήινη ζωή, ενώ το κόκκινο θεωρούνταν περισσότερο ως σύμβολο για την ουσία της ζωής. Βρίσκουμε το κόκκινο χρώμα σε αιγυπτιακούς τάφους, κι ακόμα και παλιότερα, στους προϊστορικούς καιρούς, βάφονταν ή επιχρίονταν συχνά τα πτώματα ή και ολόκληρο το εσωτερικό των τάφων με κόκκινο, το οποίο έπρεπε πιθανώς να συμβολίζη τη μυστική συνέχιση της ζωής στον άλλον κόσμο και την ιδέα, πως οι νεκροί δεν είναι νεκροί, αλλά έχουν ακόμα τη δική τους ζωή.

Αυτά τα τέσσερα χρώματα της αλχημείας παρομοιάστηκαν απ’ τον Γιουνγκ με τα τυπικά στάδια κατά την κάθοδο του μοντέρνου (σύγχρονου) ανθρώπου στο ασυνείδητο, όπου το μαύρο θα αντιστοιχούσε στην πρώτην πραγματοποίηση (συνειδητοποίηση) του ασυνείδητου, εκείνην της σκιάς, όταν συσκοτίζεται η προηγούμενη συνειδητή στάση (διάθεση). Αυτό είναι ένα στάδιο, στο οποίο εμφανίζεται ως επί το πλείστον το πρόβλημα της σκιάς, γιατί το «nigredo» αντιστοιχεί από ορισμένην άποψη στη συνάντηση με τη σκιά. Η σκιά αντοπροσωπεύει σ’ αυτό το στάδιο ολόκληρο το ασυνείδητο και κάθε τι, το οποίο είχε παραμείνει απ’ την προηγούμενη συνειδητή στάση «στη σκιά». Γι’ αυτό και προξενεί πολύ συχνά η πρώτη συνάντηση με τη σκιά μια βαθειά θλίψη, ένα αίσθημα της σύγχυσης, την καταστροφή της προηγούμενης συνειδητής στάσης, το να είσαι χαμένος στο σκοτάδι. Ακολουθεί μετά η πολύχρωμη όψη με τα λουλούδια και τα ζώα της, το οποίο σημαίνει, πως μετά το στάδιο του συμβιβασμού με τη συνάντηση της σκιάς αρχίζει να επανέρχεται το θετικό αίσθημα της ζωής.

Αυτή είναι όμως μόνο μια προσωρινή όψη. Ακολουθεί μετά το επόμενο βήμα, το πρόβλημα της πραγματοποίησης του animus και της anima, κατά την οποία κρατείται κανείς σε μεγάλη απόσταση απ’ την εξωτερική πραγματικότητα. Η ολοκλήρωση αυτών των δύο δυνάμεων σημαίνει σκληρή εργασία στον εαυτό σου για πολλά χρόνια. Σ’ αυτό το στάδιο διαμένει κανείς ούτως ειπείν για πολύ ακόμα στη χώρα του θανάτου, γιατί μπορείς να επεξεργαστής το πρόβλημα της anima και του animus μόνο σε μια περίοδο μεγάλης ενδοσκόπησης. Ακόμα κι όταν θά ’πρεπε να εμφανιστούν τα δύο με τη μορφή της μεταβίβασης, που σημαίνει σε προβαλλόμενη μορφή, μπορείς να τα πλησιάσης μόνο σε υποκειμενική εσωτερική όψη. Αυτό είναι ένα στάδιο της απομάκρυνσης απ’ την εξωτερική πραγματικότητα, στο οποίο πρέπει να κρατήση κανείς ασφαλισμένες τις εξελίξεις στο αποστακτήριο του ίδιου του τού εσωτερικού (της ψυχής) και να αντανακλάση εντελώς ο ίδιος του ο εαυτός – με την κυριολεκτική σημασία της λέξης.

Στο στάδιο του μαύρου και άσπρου της αλχημείας πρέπει να εργαστή σκληρά ο αλχημιστής, και στην ανάλυση συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με τον αναλυτή. Το εγχείρημα, να συνειδητοποιηθούν αυτές οι δυνάμεις, είναι ένα δύσκολο έργο, όταν έχη ωστόσο πραγματοποιηθή, λένε οι αλχημιστές, πως η σκληρή δουλειά έχει παρέλθει. Πρέπει μετά μόνο να εξακολουθήση κανείς και να θερμαίνη την ίδια του την ουσία με μιαν ήπια, αδύνατη φωτιά χωρίς περαιτέρω ένταση. Τότε εμφανίζεται από μόνη της η «rubedo». Όταν εμφανιστή, μπορεί ν’ ανοίξη κανείς το αποστακτήριο, και θα εξέλθη – εκφρασμένο στην αλχημιστική γλώσσα – ο ήλιος ή η πέτρα των σοφών και θα αναλάβη την κοσμοκρατορία.

Σε λιγότερο ποιητική γλώσσα θα σήμαινε αυτό την έναρξη της πραγματοποίησης του Ταυτού, που αναλαμβάνει σ’ αυτήν τη στιγμή την καθοδήγηση του συμβάντος, έτσι ώστε δεν πρέπει να μοχθή περαιτέρω το Εγώ. Η αποσυρθείσα αντανακλαστική ενδοσκόπηση μπορεί τώρα επίσης να χαλαρώση, γιατί κατά την πραγματοποίηση του Ταυτού είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίζης, αν θά ’πρεπε να πραγματοποιήση κάποιος κάτι εσωτερικά ή να μεταβιβάση πιο πέρα τη δυναμική του στην εξωτερική πραγματικότητα. Γίνεται κανείς ο υπηρέτης μιας παλλόμενης αρχής (Prinzip), που εκδηλώνεται άλλοτε ενδο- και άλλοτε εξωσκοπικά. Μπορεί να λάβης μια διαταγή απ’ το Ταυτό, να πράξης κάτι στον εξωτερικό κόσμο, ή μιαν υπόδειξη, να πραγματοποιήσης κάτι σε σένα τον ίδιον. Ο αποστακτήρας έχει γίνει γι’ αυτό περιττός, επειδή το Ταυτό δεν είναι πια κάτι, το οποίο κομματιάζεται: Απ’ τη στερότητα του αγγείου έχει προέλθει τώρα η στερεότητα της «πέτρας των σοφών», που σημαίνει μια μόνιμη εσωτερική εμπειρία του Ταυτού, η οποία δίνει βαθειά εσωτερική σταθερότητα στην προσωπικότητα, που καθιστά κάθε τεχνητή εξωτερική στερέωση ή παγίωση περιττή. Σε πολλά αλχημιστικά κείμενα είναι το αγγείο κι αυτό, που παρασκευάζεται μέσα του, η πέτρα των σοφών, ένα και το αυτό. Πρόκειται για ένα σύμβολο για το σταθερό κέντρο της εσώτατης προσωπικότητας. Αυτό δεν ταυτίζεται με το Εγώ, αλλά πραγματοποιεί πολύ περισσότερο το Εγώ σε μιαν ε ξ υ π η ρ ε τ ι κ ή λειτουργία. Γι’ αυτό και ονομάζεται η πέτρα των σοφών στην αλχημεία ανάμεσα στα άλλα και βασιλιάς, ο μεγάλος κυρίαρχος, που εκτείνεται σε δύναμη πολύ πιο πέρα απ’ το σύμπλεγμα του Εγώ.

Στο ένδυμα της Ίσιδας υπαινίσσεται η τρίχρωμη ωραιότητα όλες αυτές τις δυνατότητες, και έχει άλλωστε πράγματι αναλάβει εκείνη αυτήν τη χρονική στιγμή τη συνέχιση του συμβάντος. Παρ’ όλο που διαβάζει κανείς συχνά σε περιλήψεις των ιδεών του Γιουνγκ, ότι στο γεγονός της εξατομίκευσης μπορεί να προκύπτη κατ’ αρχάς μια πραγματοποίηση της σκιάς, μετά της anima ή του animus και μετά του Ταυτού, ισχύει αυτό μόνον cum grano salis (κατά μεγάλη προσέγγιση). Στην πραγματικότητα συναντά κανείς κατ’ αρχάς ο λ ό κ λ η ρ ο το ασυνείδητο, το Ταυτό με τον animus και την anima και τη σκιά. Αλλ’ είναι τα στοιχεία της σκιάς γενικώς εκείνα, τα οποία μπορούν (είναι σε θέση) να πραγματοποιήσουν, απ’ την ισχυρή εντύπωση, που διατηρούν, οι άνθρωποι. Αυτό και μόνον αρκεί, για να γίνη κατανοητό, τί μπορεί να κάνη κανείς σαφές (διαφανές) και πραγματικό. Όλα τ’ άλλα μένουν συνήθως καθαρά αφηρημένα˙ μόνο μετά την εργασία στη σκιά αρχίζεις να ξεχωρίζης κάτι περαιτέρω. Ένας άντρας μπορεί να δη μερικά θηλυκά στοιχεία πίσω απ’ αυτό, το οποίο αναγνωρίζει τώρα ως ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητάς του, κι η γυναίκα θα μπορούσε να αναγνωρίση ορισμένα τυπικά αρσενικά στοιχεία στον εαυτό της. Σ’ αυτό το στάδιο αναγνωρίζει κανείς τη θηλυκή ή αρσενική, αντίθετη ως προς το φύλο όψη της ίδιας του ασυνείδητης προσωπικότητας. Σ’ αυτήν τη βαθμίδα περιέχουν οι μορφές του animus και της anima ξανά ούτως ειπείν ολόκληρο το ασυνείδητο, έτσι ώστε πρόκειται εδώ στον Λούκιο για μια συνάντηση με την αρχετυπική, απόλυτα ταυτισμένη με το Ταυτό anima.

Θα δούμε, ότι ο Απουλήιος καλείται μόνον, αφού έχει εισέλθει μέσω μιας αφιέρωσης στα μυστήρια της Ίσιδας και έχει ζήσει έναν ορισμένο χρόνο στη Ρώμη κατά συνηθισμένον τρόπο ως αφιερωμένος και υπηρέτης της θεάς, για δεύτερη φορά μέσω ονείρων σε περαιτέρω μύηση. Πρέπει να βιώση αυτήν τη φορά τον θεό Όσιρι στον εαυτό του ή το μέρος του ασυνείδητου, που αποκαλύπτεται ως πυρήνας ολόκληρης της προσωπικότητας: το Ταυτό. Στην παρούσα όμως χρονική στιγμή είναι η Ίσιδα και το Ταυτό ένα. Ενσαρκώνει εκείνη προσωρινά την αποστολή του ασυνείδητου. Όλες οι μελλοντικές δυνατότητες εξέλιξης του Λούκιου περιέχονται σ’ αυτήν, έτσι ώστε του ζητά εντελώς δίκαια, να την υπηρετήση μ’ έναν απεριόριστον τρόπο.

Θα αφιερωθή αργότερα στη λατρεία του Όσιρι, όπως αναφέρθηκε, ο Λούκιος. Καθώς παριστάνουν η Ίσις κι ο Όσιρις τις θηλυκές και αρσενικές όψεις, θα αντιστοιχούσε αυτό στην εμπειρία του «rubedo». Επιστρέφει κατόπιν ως νομικός στη Ρώμη και μεριμνά για το αξίωμά του ως λαϊκός (αρχάριος) ιερέας στα μυστήρια. Στη διάρκεια της υπηρεσίας του για τη θεά μένει στην περιοχή του ναού, που σημαίνει κλεισμένος στον εαυτόν του, όταν όμως έχει γίνει αρκετά στέρεη η εσωτερική περιοχή, δεν υφίσταται καμμιά ανάγκη γι’ αυτό το εξωτερικό πλαίσιο πια. Έχει κανείς τώρα εσωτερική στερεότητα απέναντι στην πρόσκρουση του εξωτερικού κόσμου και μπορεί να επιστρέψη με φαινομενικά μη αντανακλώμενον τρόπο ξανά στην ζωή.

Στο τέταρτο ή κίτρινο στάδιο δίνουν οι αλχημιστές πολύ αξιοσημείωτες υποδείξεις, καθώς το ονομάζουν multiplicatio και το παρομοιάζουν με τον κόκκο του σταριού, ο οποίος πολλαπλασιάζεται πεθαίνοντας χίλιες φορές. Με την πέτρα των σοφών μπορεί να μετατρέψη κανείς κάθε μη ευγενές μέταλλο σε χρυσό. Ο λάπις διαθέτει μιαν μετατρεπτικήν ακτινοβολία, που επενεργεί ακόμα και έξω στον κόσμο (Kosmos). Αυτό θα σήμαινε σε συμβολική μορφή: με την πραγματοποίηση τού Ταυτού βρίσκεται κανείς σε απόλυτην αρμονία μ’ ολόκληρον τον κόσμο, σε μια συγχρονιστική συμφωνία με το εντός και το εκτός. Ένα στάδιο, το οποίο μπορούν να επιτύχουν οι περισσότεροι άνθρωποι μόνο για μερικά και λίγα λεπτά και το οποίο χαρακτηρίζουν ως το να είσαι ένα με το Ταό οι Κινέζοι.

Αυτό υπενθυμίζει την περίφημη βουδιστική σειρά εικόνων του ζεν «Το βόδι κι ο βοσκός του», με τις οποίες παρίστανε ο Κινέζος ζωγράφος την εσωτερικήν πορεία της εξέλιξης σε συμβολική μορφή. Προκύπτει πρώτα η απελευθέρωση, μετά η σύλληψη και κατόπιν η εξημέρωση του βοδιού. Αυτό θα αντιστοιχούσε στο «nigredo» κι ανήκει στο «ζωϊκό» στάδιο της αυτοαγωγής και τα προβλήματά του. Ακολουθεί μετά η εικόνα της πανσέληνου και του μαθητή που την προσκυνά. Έχει λησμονήσει το βόδι κι επίσης το καμτσίκι, με το οποίο ώφειλε να το εξημερώση, κι ολόκληρο το πρόβλημα της ορμής έχει εξαφανιστή. Η επόμενη εικόνα είναι ο στρογγυλός δίσκος της σελήνης, το στάδιο της φώτισης, που υπερβαίνει κατά πολύ το Εγώ. Αυτή η φώτιση είναι (ο) «Βούδας». Δεν μπορεί να προστεθή τίποτα πια. Και εμφανίζεται μετά ένα ανθισμένο κλαδί κερασιάς. Δεν μπορεί να αναγνωρίση κανείς εντελώς, τί έρχεται να δηλώση, μόνον, ότι πρόκειται πιθανώς για μιαν επιστροφή στην ζωή. Η τελευταία εικόνα δείχνει έναν ηλικιωμένον άντρα με χοντρή κρεμασμένη κοιλιά, που πηγαίνει χαμογελώντας στον δρόμο του. Ο υπηρέτης του είναι κοντά του και κρατάει το πιάτο ενός ζητιάνου, και μερικά κλαδιά λουλουδιών κερασιάς βρίσκονται πίσω του. Πηγαίνει στην αγορά, ζητιανεύοντας, και λέει το κείμενο: «Έχει λησμονήσει τον βούβαλο˙ έχει λησμονήσει την ίδια του τη μεγάλη εμπειρία˙ έχει λησμονήσει ακόμα κι αυτόν τον ίδιον, αλλά όπου πάντως και να πηγαίνη, ανθίζουν τα κλαδιά της κερασιάς.» Αυτό θα αντιστοιχούσε στο κίτρινο ή χρυσό στάδιο της αλχημείας. Υπάρχει τότε μια ενότητα με τον Κόσμο. Φαινομενικά ένα στάδιο πλήρους ασυνειδησίας, πρόκειται όμως στην πραγματικότητα ακριβώς για το αντίθετο. Θα επιθυμούσα να συστήσω σ’ αυτήν τη συνάφεια τα δύο τελευταία κεφάλαια του «Mysterium Coniunctionis» του Γιουνγκ για τον unus mondis (έναν κόσμο), επειδή περιγράφεται εκεί η ίδια εμπειρία από αλχημιστική και ψυχολογική όψη.

Η θεά στο κείμενό μας κρατά στο δεξί χέρι ένα σείστρο από ορείχαλκο, ένα χρησιμοποιούμενο στη λατρεία της Ίσιδας όργανο, για να εκδιώκη τους κακούς δαίμονες και πνεύματα (σ.σ.: Υπάρχουν παραλληλισμοί σ’ αυτό: στην Αφρική διώχνει κανείς δαίμονες που προξενούν θύελλες ή μιαν έκλειψη ηλίου με όσον το δυνατόν περισσότερο θόρυβο). Θα μπορούσε να το παρομοιάση κανείς με το χρησιμοποιούμενο στην καθολική (λατινική) (θεία) λειτουργία κουδούνι, που το χτύπημά του στρέφει την προσοχή των πιστών στην ιερή πράξη και ενεργεί επίσης, για να κρατήση σε απόσταση κάθε τι βέβηλο. Κρατά στο αριστερό χέρι ένα χρυσό αγγείο, το πιο κεντρικό και πιο σημαντικό σύμβολο, που αντιστοιχεί στη σημασία του στην προαναφερθείσα στα νερά της Στυγός υδρία. Το χρυσό αγγείο μοιάζει με μιαν υδρία, κι η θεά το κρατά στο αριστερό της χέρι. Είναι ένα σύμβολο του Όσιρι. Σε ρωμαϊκές λατρείες συνδέονται όλα, όσα έχουν να κάνουν με τον κάτω κόσμο, με το αριστερό χέρι. Πασπαλίζονταν έτσι τα ιερά ζώα της θυσίας πάντοτε με το αριστερό χέρι με αλεύρι, όταν ήταν αφιερωμένα στους κάτω θεούς. Σε αντίθεση μ’ αυτό ήταν όλα, όσα είχαν να κάνουν με τους θεούς ψηλά, συνδεδεμένα με το δεξί. Η θεά στον Απουλήιο κρατά συνεπώς κάτι στο χέρι, που δηλώνει συμβολικά το ασυνείδητο ακόμα επόμενο βήμα εξέλιξης, την πραγματοποίηση του Ταυτού, που υπερβαίνει ακόμα την πραγματοποίηση της anima. Μοιάζει με το μυστηριώδες περικάλυμμα ενός περιεχομένου, που δεν το γνωρίζει κανείς ακόμα. Κρατά τη δυνητική ισχύ του Όσιρι στο χέρι της και λέει: «Κοίτα, η προσευχή σου με έχει αγγίξει. Εγώ, η μητέρα-φύση των πάντων, κυβερνήτις των στοιχείων, πρωτότοκο παιδί του χρόνου, ύψιστη των θεοτήτων, βασίλισσα των πνευμάτων, πρώτη των ουρανίων˙ εγώ, που ενώνω εγώ σε μένα μόνον τη μορφή όλων των θεών, ανδρών και γυναικών, και διατάζω μ’ ένα νεύμα πάνω απ’ τους φωτεινούς λειμώνες του ουρανού, τους ιαματικούς ανέμους της θάλασσας και την πολυθρήνητη σιωπή του κάτω κόσμου. Η μοναδική θεότητα, την οποίαν τιμά με τόσο παντοειδή μορφή, τόσο διαφορετικά έθιμα και πολλών ειδών ονόματα ολόκληρη η οικουμένη: εμένα ονομάζουν οι πρωτότοκοι όλων των ανθρώπων, οι Φρύγες, pessinuntische μητέρα των θεών˙ εγώ ονομαζόμουν στους Αθηναίους, τους πρώτους κάτοικους της Αττικής, κεκροπική Αθηνά, στους νησιώτες Κύπριους Αφροδίτη της Πάφου, στους βελοφόρους Κρήτες δικτυακή Άρτεμις, στους τρίγλωσσους Σικελούς Περσεφόνη της Στύγας, στους Ελευσίνιους θεά των όλων Δήμητρα. Άλλοι με ονομάζουν Juno, άλλοι Bellona, άλλοι Εκάτη, κι άλλοι Ραμνούσια. Αυτοί όμως, τους οποίους φωτίζει ο ανατέλλων ήλιος με τις πρώτες του αχτίνες, οι Αιθίοπες των δύο χωρών, κι οι κάτοχοι της πιο αρχαίας σοφίας, οι Αιγύπτιοι, τιμώντας με μέ τα πιο κατάλληλα και ιδιαίτερα έθιμα, μου δίνουν το αληθινό μου όνομα: βασίλισσα Ίσις. Σου εμφανίζομαι από οίκτο για τη δυστυχία σου˙ έρχομαι σε σένα με εύνοια και χάρι. Ανάστειλε λοιπόν τη ροή των δακρύων σου, παύσε τη λύπη σου, τον θρήνο σου. Η μέρα της θεραπείας σου είναι εδώ, με την ισχύ της παντοδυναμίας μου˙ άνοιξε μόνον τη θλιμμένη σου ψυχή στη θεϊκή μου προσταγή!

Η μέρα, που ακολουθεί αυτήν τη νύχτα, είναι για μένα από παμπάλαιο έθος αγιασμένη. Οι θύελλες του χειμώνα έχουν παρέλθει, η ορμή της θάλασσας έχει κοπάσει˙ ξεκινά η ναυσιπλοΐα: Οι ιερείς μου μού αφιερώνουν ένα νεοξυλουργημένο πλοίο και μου θυσιάζουν τους πρώτους καρπούς από κάθε φορτίο. Πρόσμενε την ιερήν τους πομπή ούτε με άτολμη ούτε με ανόσια καρδιά. Με την προσταγή μου θα πρέπη να κρεμάση ο αρχιερέας ένα στεφάνι τριαντάφυλλα με το δεξί χέρι στο κρόταλο. Συνωστίσου μόνο χωρίς αναβολή μέσα απ’ το πλήθος, βάδισε μέ εμπιστοσύνη στην προστασία μου και με θάρρος κατά μήκος της πομπής, μέχρι να βρεθής τόσο κοντά στον αρχιερέα, ώστε να μπορής να του αρπάξης με το πρόσχημα ενός χειροφιλήματος απαρατήρητος μερικά τριαντάφυλλα: θα αποβάλης αμέσως τη μορφή αυτού του ρυπαρού, προ πολλού μισητού σε μένα ζώου. Μη φοβηθής στην εκτέλεση της εντολής μου καμμιά δυσκολία, γιατί αυτήν τη στιγμή, που στέκομαι εδώ μπροστά σου, παρίσταμαι εκεί στον αρχιερέα μου στο όνειρο και του αποκαλύπτω, τί πρόκειται να συμβή και πώς πρέπει να συμπεριφερθή σ’ αυτό. Με την προσταγή μου θ’ ανοίξη μπροστά σου ο λαός που συρρέει τον δρόμο.»

Η λιτανεία της Ίσιδας με τα δεδομένα της και τη σημασία της είναι μέρος του ελληνο-ρωμαΐκού παλιρροΐκού ημερολογίου και επίσης του μεγάλου ετήσιου ημερολογίου, που υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων στην Αίγυπτο και που θα μπορούσε να το παρομοιάση κανείς με το δικό μας εκκλησιαστικό ημερολόγιο. Ορισμένες περίοδοι του έτους έχουν την ιερή σημασία τους, έτσι ώστε να είναι υφασμένος ο χρόνος και ψυχολογικά στη θρησκευτική άσκηση της λατρείας. Τον χειμώνα έβγαζαν τα πλοία στην περιοχή της Μεσογείου στη στεριά, η ναυσιπλοΐα σταματούσε πρακτικά και αναλαμβάνονταν πάλι σε μιαν ορισμένην ημερομηνία την άνοιξη με μια λιτανεία του σύνολου πληθυσμού κοντά στη θάλασσα, όπου και πρόκειται για την περιγραφείσα εδώ γιορτή (5 Μαρτίου).

Η θεά Ίσις ήταν η προστάτισσα της ναυσιπλοΐας και των ναυτικών, όπως είναι πάντα ακόμα σε καθολικές χώρες η Παρθένος Μαρία. Ως «stella maris» («αστέρι της θάλασσας») έχει κληρονομήσει η Παρθένος Μαρία λειτουργία και κύρος απ’ την Ίσιδα. Ο Λούκιος θα εύρισκε στη διάρκεια αυτής της λιτανείας τα τριαντάφυλλα, του υπόσχεται η θεά. Υφίσταται ωστόσο ακόμα δύο ειδών κίνδυνος: μια φορά, ότι θα λακτίζονταν καθώς θά ’τρωγε τα τριαντάφυλλα που κρατούσε ο ιερέας μακριά από ερεθισμένους ανθρώπους ή ότι θα στέκονταν μετά την επαναμεταμόρφωσή του σε ανθρώπινη μορφή ξαφνικά γυμνός. Η Ίσις όμως το έχει προβλέψει κι αυτό και ειδοποιήσει τον ιερέα σ’ ένα όνειρο, ότι ο Λούκιος έπρεπε να λάβη γρήγορα ενδύματα και να μην προέκυπτε άρα ούτε ερεθισμός ούτε σκάνδαλο για την ασυνήθιστη, δημοσίως συμβαίνουσα μεταμόρφωση.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου