Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ (6) – Marie-Louise von Franz

Συνέχεια από Κυριακή, 19 Σεπτεμβρίου 2010

Μετάφραση από Αγγλικά: Βιργινία Μόσχου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (3η συνέχεια)

Μια άλλη πόλωση εμφανίζεται στην διαμάχη των πρώτων χριστιανικών αιώνων σχετικά με το δόγμα της ανάστασης, μία πόλωση ανάμεσα στην ιδέα ενός νέου πνευματικού αναστημένου σώματος και στην ιδέα της επαναφοράς στην ζωή του παλαιού υλικού σώματος. Σύμφωνα με την άποψη του Παύλου, το νεκρό άτομο, όταν ανασταίνεται, αποκτά ένα «πνευματικό σώμα», ανασταίνεται «μέσα στον Χριστό», και για το ζήτημα της αποκατάστασης του παλαιού σώματος δεν γίνεται ιδιαίτερη αναφορά. Ως ένα μεγάλο βαθμό αυτή είναι ακόμη η πίστη της Ανατολικής Εκκλησίας σήμερα. Στηριζόμενη στα συνοπτικά ευαγγέλια, η Δυτική Εκκλησία έχει διατηρήσει κατ’ αρχήν μία σύνδεση με την ιδέα του νεκρού σώματος, του «πτώματος», με βάση την ιδέα ότι ο άνθρωπος, έχοντας πνεύμα, ψυχή και σώμα, είναι μία ολότητα, και επομένως πρέπει να αναστηθεί σαν ολότητα, όπως ήταν πριν.

Ένας σημαντικός συνήγορος της τελευταίας άποψης κατά τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους είναι ο Τερτυλλιανός (πρώτο μισό του τρίτου αιώνα), που τονίζει στο έργο του “De Carnis Resurrectione - Σχετικά με την ανάσταση του σώματος” (13) ότι ο κάθε ένας θα αναστηθεί σωματικά «ακριβώς με την ίδια του την σάρκα». (“Resurget igitur caro, et quidem omnis, et quidem ipsa, et quidem integra - Θα αναστηθεί λοιπόν η σάρκα, και μάλιστα ολόκληρη, και μάλιστα η ίδια, και μάλιστα άφθαρτη”). Αυτή η άποψη κυριαρχούσε για πολλούς αιώνες στις Δυτικές Εκκλησίες, όπως δείχνει το «Σύμβολο το ονομαζόμενο της Νίκαιας» (14). Το είδος των συγκεκριμένων μορφών που συχνά πήρε αυτή η αντίληψη κατά τους Μέσους χρόνους φαίνεται, για παράδειγμα, στις σοβαρές φιλονικίες σχετικά με το αν ο Χριστός ήταν περιτετμημένος ή όχι όταν αναστήθηκε, και στις συζητήσεις σχετικά με την ηλικία του αναστημένου σώματος, και για το αν διατηρούσε ή όχι όλες τις προηγούμενες ατέλειές του ή είχε «θεραπευθεί» από αυτές.

Εάν παραβλέψουμε τον υπερβολικά συγκεκριμένο χαρακτήρα αυτών των αντιλήψεων, που οπωσδήποτε μας φαίνεται απίθανος σήμερα, η προσκόλληση στην ιδέα του παλαιού σώματος μπορεί να κατανοηθεί απλώς σαν μία προσπάθεια για διατήρηση της καθολικής ατομικότητας των νεκρών, της απόλυτης ομοιότητας με την μορφή του προσώπου, που, ακόμη και κατά την διάρκεια της ζωής του, την ταυτίζει κανείς αυτόματα με το σώμα. Το μυστήριο της αδιαίρετης προσωπικότητας ήταν κάτι που προβαλλόταν φανερά πάνω στο σώμα.

Τώρα, το συνειδητό μας εγώ δεν είναι με κανένα τρόπο μόνο προσωπικό, ακόμη και αν το αντιλαμβανόμαστε σαν τέτοιο όταν λέμε «εγώ» (πολλές φορές, την ίδια στιγμή, υποδηλώνοντας το σώμα μας). Πολυάριθμες παρωθήσεις, ιδέες, αντιλήψεις, αντικειμενικοί στόχοι και ηθελημένες πράξεις του εγώ είναι τελείως συλλογικά, δηλαδή είναι όμοια, αν όχι ταυτόσημα, με αυτά άλλων ανθρώπων. Το ίδιο ισχύει και για το ασυνείδητο μισό της ψυχής˙ μόνο ένα μέρος των εκδηλώσεών της (όνειρα κλπ) αναφέρεται σε κάποια ατομική εμπειρία (αυτό το μέρος που ο Jung ονόμασε προσωπικό ασυνείδητο). Πολύ περισσότερα, όμως, ξεπηδούν από το συλλογικό ασυνείδητο και δεν μπορούν να αποδοθούν στο άτομο. Ακόμη και αυτό που είναι πιο ατομικό από όλα, που το καταλαβαίνουμε σαν «εγώ», σαν «δική μου» ατομικότητα, είναι στην πραγματικότητα κάτι πολύπλευρο, που δεν μπορεί με κανένα τρόπο να περιγραφεί εξαντλητικά με οποιοδήποτε λογικό μέσον. Μια πιο συνειδητή αντίληψη αυτών των διαφορετικών στρωμάτων είναι αυτή η βαθμιαία διαδικασία ανάπτυξης μέσα από πολλά στάδια που ο Jung ονόμασε πορεία εξατομίκευσης. Μόνο όταν κάποιος ξέρει τον βαθμό στον οποίο είναι ένα αιώνια επαναλαμβανόμενο «ανθρώπινο ον» στην γενική έννοια, και κατά πόσο είναι περιορισμένος σαν ένα άτομο, ένα αδιαίρετο, μοναδικό ον, μπορεί να μιλήσει για συνειδητοποίηση του εαυτού του.

Στην πρώιμη Δυτική χριστιανική παράδοση, που ήταν συνδεδεμένη με την ιδέα της ανάστασης του παλαιού σώματος, προσκολλημένη, ας πούμε, στο νεκρό σώμα του νεκρού, μπορούμε να δούμε, από την άλλη μεριά, μια πρωτόγονη προσκόλληση σ’ αυτή την αρχέγονη ψυχική κατάσταση, κατά την οποία δεν μπορεί κανείς να ελευθερωθεί από την ιδέα ότι το νεκρό σώμα ήταν ακόμη ο ίδιος ο νεκρός. Από την άλλη μεριά, μου φαίνεται πως έχουμε, όπως αναφέρθηκε πριν, μία σπερματική ιδέα κρυμμένη εδώ, δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι ένα αδιαίρετο άτομο, που είναι πλασμένο για να επιβιώσει ως ολότητα. Εντούτοις, λίγοι μόνο από εμάς μπορούν σήμερα να πιστέψουν ακόμη σε μία συγκεκριμένη ανάπλαση του παλαιού σώματος (15).

Το παράλογο αυτής της αντίληψης, πάντως, θα έπαυε να υπάρχει, αν όπως τονίζει ο Jung την προσκόλληση στην έννοια «φυσικού-συγκεκριμένου», δηλαδή του υλικού, μια παραίνεση που θα ήταν χρήσιμο να ακολουθήσουμε σε όλες τις θρησκευτικές διακηρύξεις.
Ο Jung γράφει: «Το “φυσικό” δεν είναι το μόνο κριτήριο της αλήθειας• υπάρχουν επίσης φυσικές αλήθειες που δεν μπορούν ούτε να εξηγηθούν, ούτε να αποδειχθούν, ούτε να αμφισβητηθούν με κάποιο φυσικό τρόπο. Εάν, για παράδειγμα, υπήρχε μία γενική πίστη ότι ο ποταμός Ρήνος κύλησε κάποτε προς τα πίσω από τις εκβολές προς την πηγή του, τότε αυτή η πίστη θα ήταν καθ’ εαυτήν ένα γεγονός, αν και μία τέτοια διακήρυξη, εάν την κρίνουμε φυσικά, θα θεωρηθεί εντελώς απίστευτη. Πίστεις αυτού του είδους είναι ψυχικά γεγονότα που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, και που δεν χρειάζονται απόδειξη.

Οι θρησκευτικές διακηρύξεις είναι αυτού του τύπου. Αναφέρονται όλες χωρίς εξαίρεση σε πράγματα που δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν φυσικά γεγονότα... Αν τα κατανοήσουμε σε αναφορά με ο,τιδήποτε φυσικό, δεν βγάζουν καθόλου νόημα, θα μπορούσαν να θεωρηθούν απλά θαύματα, που είναι οπωσδήποτε αρκετά εκτεθειμένα στην αμφιβολία, και όμως δεν θα μπορούσε να επιδειχθεί η πραγματικότητα του πνεύματος ή το νόημα που βρίσκεται πίσω από αυτά.

Το γεγονός ότι οι θρησκευτικές διακηρύξεις συχνά έρχονται σε σύγκρουση με τα παρατηρημένα φυσικά φαινόμενα αποδεικνύει ότι, σε αντίθεση με την φυσική αντίληψη, το πνεύμα είναι αυτόνομο, και ότι η ψυχική εμπειρία είναι ως ένα ορισμένο βαθμό ανεξάρτητη από φυσικά δεδομένα. Η ψυχή είναι ένας αυτόνομος παράγοντας, και οι θρησκευτικές διακηρύξεις είναι ψυχικές ομολογίες που σε τελευταία ανάλυση βασίζονται σε ασυνείδητες, δηλαδή σε υπερβατικές διαδικασίες».(16)

Οι διακηρύξεις που αφορούν την ανάσταση του σώματος πρέπει προφανώς να κατανοηθούν με αυτή την έννοια, όχι σαν κάτι χονδροειδούς υλικής φύσης.


(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Σημειώσεις
(13) Corpus scriptorum latinorum academiae vindebonensis, τόμος 47, 59.

(14) Σύγκρινε G.R.S. Mead, “Το δόγμα του πνευματικού σώματος στην δυτική παράδοση”, σελ. 82 κ.ε.(14) Σύγκρινε G.R.S. Mead, “Το δόγμα του πνευματικού σώματος στην δυτική παράδοση”, σελ. 82 κ.ε.

(15) Σύμφωνα με τους Greshake and Lohfink, αυτή η ιδέα απορρίπτεται από τους περισσότερους καθολικούς θεολόγους σήμερα.


(16) Ψυχολογία και θρησκεία, παρ. 553-555.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου