Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

MARIE-LOUISE VON FRANZ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (23)

Συνέχεια από : Τετάρτη, 6 Οκτωβρίου 2010

Κεφάλαιο 11ο
Η θεά Ίσις

Και ο Απουλήιος φλέρταρε πρακτικά με κάθε φιλοσοφικό σύστημα και κάθε μυστηριακή λατρεία, χωρίς να αποφασίζη. Μπορεί να δη κανείς αυτήν τη συμπεριφορά απ’ την άποψη της σεξουαλικής του αστάθειας και του εκφυλισμού της αισθηματικής του λειτουργίας αναφορικά με τις γυναίκες, είναι όμως εξίσου μια πνευματική πορνεία. Αυτό κράτησε, μέχρι που είχε το όραμα της Ίσιδας, που περιγράφει στο βιβλίο του, όπου λέγεται με τα λόγια του Λούκιου, ότι «προχωρούσε χωρίς ντροπή με κουρεμένο κεφάλι». Έχει τελικά αποφασίσει, να πάρη μιαν ειλικρινή στάση απέναντι στην εσωτερικήν αλήθεια.

Όλες αυτές οι βαθειές αλήθειες με τη μορφή που συζητούνται εδώ ήταν βέβαια ελάχιστα συνειδητές στον Απουλήιο. Αναρωτιέται όμως κανείς, πώς μπορούσαν να έχουν ένα τόσο λυτρωτικό αποτέλεσμα τα μυστήρια της Ίσιδας, ώστε να αισθανόταν από ’κεί και πέρα, πως είχε βρη τη θέση του, τη σύνδεσή του με το θεϊκό και το νόημα της ίδιας της ζωής του. Νομίζω, πως μπορεί να αναγνωρίση κανείς, πόσο ισχυρά ταίριαζε αυτό το θέμα (μοτίβο) στον Απουλήιο, όταν θυμηθή κανείς όλες τις περιπέτειες, μέσα απ’ τις οποίες επέτρεψε να βαδίση ο Λούκιός του. Για όσο διάστημα ήταν ένας καθαρά διανοητικά ενδιαφερόμενος ιδεαλιστής νεοπλατωνικός φιλόσοφος, ταυτίζονταν ο Απουλήιος-Λούκιος με τον θεό-ήλιο Ρα. Κι αυτό είναι κυριολεκτικά έτσι, γιατί η ιδέα του καλού και ωραίου δέσποζε πράγματι πάνω στις πλατωνικές ιδέες, όπως ο ήλιος στον ουρανό στο κέντρο όλων των άστρων.

Η ιστορία που πραγματευθήκαμε προηγουμένως για τη δολοφονία τού Σωκράτη μπορεί να παραβληθή επίσης απ’ αυτό το καινούργιο οπτικό πεδίο με μιαν ιστορία στην αιγυπτιακή μυθολογία. Όταν γέρναγε ο θεός- ήλιος, επιθυμούσε η Ίσις να κληρονομήση τη δύναμή του και δημιουργούσε γι’ αυτό ένα γιγαντιαίο φίδι, που κείτονταν στον δρόμο του και δάγκωνε τον θεό, έτσι ώστε έπρεπε να υποφέρη, δεν μπορούσε όμως, επειδή ήταν βέβαια ένας θεός, να πεθάνη. Του πρόσφερε μετά απ’ αυτό η Ίσις, να τον θεραπεύση, αν της αποκάλυπτε το μυστικό του όνομα. Για να θεραπευτή, έπρεπε να θυσιάση κατά συνέπεια τη δύναμή του. Η υπερήλικη φιλοσοφική αρχή, ο παλιός βασιλιάς, το σκληρυμμένο και ανίκανο για πράξη Εγώ κατανικάται από μια σκοτεινή μητρική μορφή, την εικόνα του ασυνείδητου.

Η μεταμόρφωση του Λούκιου σ’ έναν γάιδαρο αντιστοιχεί στη μυθολογία στη θανάτωση του Όσιρι απ’ τον Σεθ. Η ανθρώπινη πλευρά του επικαλύπτεται απ’ τη μορφή του γαϊδάρου ή την αρχή του γαϊδάρου, που παραβάλλεται με τη στιγμή, όπου σκοτώνει ο Σεθ τον Όσιρι. Όμως ο Όσιρις επιζή σ’ αυτόν, καθόσον πάσχει κάτω απ’ αυτό, να είναι δηλ. ένας γάιδαρος: ο Λούκιος δεν είναι τελικά σε καμμιάν απ’ τις περιπέτειές του και ποτέ ένας πραγματικός γάιδαρος, γιατί υποφέρει πάντα ως άνθρωπος κάτω απ’ αυτό. Μπορεί να πη κανείς, πως κατακλύζεται στην περίπτωση αυτή το θεϊκό τής ανθρώπινης ύπαρξης απ’ τη σκιά, μαζί με τη σεξουαλικότητα και όλες τις κτηνώδεις ορμές. Η ανθρωπινότητα είναι συγκαλυμμένη στον γάιδαρο. Αυτό που θα μπορούσε να γνωρίζη ο Λούκιος, είναι ακόμα εκεί, παραβάλλεται όμως με τον κατακερματισμένο Όσιρι. Εμφανίζεται τότε η Ίσις, και είναι αυτή στην ελληνική μυθολογία , που ξανασυλλέγει τα κομμάτια τού Όσιρι και τον βοηθά στο να αναγεννηθή και να λυτρωθή. Διεκπεραιώνει πάντα, αυτό που πρέπει ακριβώς να γίνη. Πράττει αρνητικά, για να δημιουργήση συνείδηση, μετά θετικά, για να αποπερατώση το γεγονός της εξατομίκευσης. Είναι ως η καταστρεπτική και ταυτόχρονα λυτρωτική Μεγάλη Μητέρα παντού. Είναι η θηλυκή αρχή, που προάγει την εσωτερική μεταβολή. Είναι η θεϊκή μητέρα και αθάνατη στον κόσμο τού Ρα, και μπορούμε γι’ αυτό να πούμε, ότι θέλει να προαγάγη, όταν αναλαμβάνη τον Λούκιο, την ποιότητα τού Όσιρι σ’ αυτόν. Αυτό που πραγματικά θέλει να φροντίση, είναι ο ψυχικός, εσωτερικός του πυρήνας. Είναι η αισθηματική εμπειρία, που μπορεί να βοηθήση την υψηλότερη εσωτερική προσωπικότητα τού Λούκιου στο να γεννηθή και να θεραπεύση έτσι την εσωτερική διάσταση. Γι’ αυτό και αποκτά με τη μύηση στα μυστήρια υποκειμενικά την αίσθηση, ότι μπορεί να παραβληθή σε μικρότερον βαθμό η μοίρα του με κείνη της Ίσιδας και του Όσιρι. Αναγνωρίζει τη βαθύτερη σημασία αυτού, που του έχει συμβή. Το να υποφέρης κάτω απ’ τις περιπλοκές της σκιάς, χωρίς να γνωρίζης για τη σημασία τους, είναι το χειρότερο που μπορεί να ζήση κανείς˙ το να αναγνωρίσης όμως τις νομιμότητες πίσω απ’ αυτό σημαίνει ήδη μιαν κατά το ήμισυ θεραπεία. Μπορεί να δη κανείς τότε τις δυσκολίες του ως μέρος ενός πολυσήμαντου φαινομένου, κάτι που βοηθά κάποιον στο να τις αποδεχθή και να τις μεταμορφώση.

Κατ’ αρχάς λαμβάνει χώρα για τον Λούκιο η πραγματοποίηση της anima (Ίσις) και μετά εκείνη του Ταυτού (Όσιρις). Η λατρεία της Ίσιδας περιγράφεται απ’ τον Απουλήιο με ποιητική συγκίνηση, για τις εμπειρίες του όμως στη λατρεία τού Όσιρι δεν λέει πρακτικά τίποτα. Το βίωμα της Ίσιδας ήταν συγκινησιακό και μπορούσε να μεταβιβαστή σε ποιητική γλώσσα. Για το άλλο δεν μπορούσε να μιλήση φανερά, γιατί ήταν ακόμα πιο ουσιαστικό και ένα πραγματικό μυστήριο.

Τί απέγινε όμως με το αρχέτυπο της θεάς-μητέρας, όταν εξαπλώθηκε ο χριστιανισμός στην αποθνήσκουσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία; Έδωσαν στη μητέρα τού Χριστού το όνομα Θεοτόκος και Σοφία (σ.μ.: !), και είχε ως τέτοια έναν ορισμένον ρόλο στην ανατολική Εκκλησία, στη δυτική όμως καθολική (λατινική…) Εκκλησία εξαφανίστηκε σχεδόν εντελώς. Επέζησε φυσικά τοπικά σε θρύλους και παραμύθια, και πρέπει έτσι να κατανοηθή μόνο σχετικά αυτό που λέω, ότι εξαφανίστηκε μαζί με την Ίσιδα το αρχέτυπο της μητέρας του Θεού. Στην επίσημη χριστιανική Εκκλησία κυριαρχούσε πάντως μια ισχυρή τάση, να μη λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν το πρόβλημα του θηλυκού, και η λατρεία της Παρθένου Μαρίας δεν βρίσκονταν στο κέντρο της προσοχής. Στη δυτική Εκκλησία αντικαταστάθηκαν άλλωστε με την εικόνα της ίδρυσης της Εκκλησίας, της Mater Ecclesia (Μητέρα-Εκκλησία!...). Ο Γιουνγκ συζητά αυτό το πρόβλημα στους «Ψυχολογικούς τύπους» με τη βοήθεια τών οραμάτων του Ερμά. Εμφανίζεται σ’ αυτά στον Ερμά μια ηλικιωμένη γυναίκα, που την ονομάζει Domina. Του δίνει συμβουλές και του δείχνει το όραμα ενός πύργου που παριστάνει την Εκκλησία. Δεν είναι κατά πάσα πιθανότητα πρωτογενές όλο αυτό το υλικό, και έχουν προστεθή πολλά συνειδητά στοιχεία. Όμως η ιδέα της μύησής του στην καθολική (λατινική) Εκκλησία μέσω μιας ηλικιωμένης γυναίκας, η σκοτεινή μορφή, είναι σίγουρα γνήσια και δείχνει, πού επιζή η θεά. Έχει μεταμορφωθή σε Εκκλησία (Ecclesia), η Μητέρα-Εκκλησία, έτσι ώστε προβλήθηκε η μυστική της ποιότητα στο εγκαθίδρυμα της Εκκλησίας και αντικατέστησε τη μορφή της Ίσιδας.

Τρεις όψεις χάθηκαν μέσα σ’ αυτήν την εξέλιξη: Κατ’ αρχάς η α ν θ ρ ώ π ι ν η - προσωπική όψη της θεάς (ένα εγκαθίδρυμα δεν είναι ποτέ πολύ ανθρώπινο) και δεύτερον η σχέση προς την ύλη. Γιατί η Ίσις ήταν εν μέρει η εικόνα για την κοσμική (kosmische) ύλη, και δεν υπάρχει ούτε αυτή η όψη στο εγκαθίδρυμα της Εκκλησίας. Υπάρχει μεν εκεί ένας ορισμένος συγκεκριμενισμός (Konkretismus): Ο Πάπας αντιπροσωπεύει τον Θεό πάνω στη γη, και η ύλη έχει συμπεριληφθή στην Εκκλησία, καθόσον είναι αυτή ένας συγκεκριμένος οργανισμός. Όμως η ύλη είναι και μια μυστηριώδης κοσμική αρχή, όπως ξαναανακαλύπτουν οι σύγχρονοι φυσικοί. Αυτές οι δυό όψεις εξαφανίστηκαν λοιπόν απ’ τη γενική συνείδηση, ενώ κάποιες άλλες επέζησαν στο εγκαθίδρυμα. Όταν έχη κανείς καθολικούς (λατίνους) ιερείς στην ανάλυση, βλέπει μερικές φορές, ότι έχει προβληθή η anima τους στην Εκκλησία. Είναι ο φορέας της μητρικής εικόνας της anima και αντικαθιστά εν μέρει την πραγματική γυναίκα. Ο ιερέας ζη την Εκκλησία ως μητέρα-σύζυγο όχι μόνον αλληγορικά, αλλά εντελώς συγκεκριμένα. Απ’ την άλλη μεριά είναι ο ιερέας η νύφη του Χριστού, είναι γι’ αυτό «γυναίκα» και φορά θηλυκή φορεσιά. Είναι αρσενικό και θηλυκό ταυτόχρονα. Αν καταλαβαίνη, τί κάνει, θα μπορούσε να του προσφέρη αυτό τη δυνατότητα μιας εμπειρίας ψυχικής ολότητας, η οποία μπορεί βέβαια να επιτευχθή μόνο μέσα απ’ την οδυνηρή θυσία της σεξουαλικής ζωής. Απ’ την άλλη μεριά δημιουργεί το γεγονός, ότι γνωρίζει (υφίσταται) μια θεοποίηση ένα ανθρώπινο εγκαθίδρυμα, ένα δύσκολο ολοφάνερα πρόβλημα.

Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει και σε άλλες συνέπειες: όταν υποχωρούν δηλαδή η ανθρώπινη κι η υλική όψη του θεϊκού, συγκεκριμένα στοιχεία ενός αρχέτυπου, απ’ το συνειδητό πεδίο αντίληψης, πρέπει να περιμένη κανείς την επιστροφή τους με το σχήμα έμμονων ιδεών. Όταν εξαφανίζεται κάτι ουσιαστικό απ’ τον χώρο της συνείδησης, θα εμφανιστή ενισχυμένο κάπου αλλού. Το βλέπει αυτό κανείς αργότερα στις καταδιώξεις των μαγισσών, στις οποίες είχε προβληθή η σκιά της εξαφανισμένης Μεγάλης Μητέρας. Μια άλλη, σημαντική όπως πιστεύω, και τυπική για τη σύνολη χριστιανική θεολογία έμμονη ιδέα εκφράζεται σ’ έναν ορισμένον συγκεκριμενισμό ιδεών, όπως επιθυμώ να το ονομάσω. Κάτω απ’ αυτό υποφέρει η χριστιανική διδασκαλία με όλα τα δόγματά της. Όταν επιχειρούμε, να συγκρίνουμε τους τρόπους σκέψης της ψυχολογίας με κείνους της θεολογίας – και δεν παίζει εδώ κανέναν ρόλο, αν με της καθολικής (λατινικής), προτεσταντικής ή ιουδαϊκής -, τότε συναντάμε πάντα το ίδιο επιχείρημα των θεολόγων, τη συχνά επαναλαμβανόμενη αντίρρηση (ένσταση), που πρέπει να γίνη σεβαστή, γιατί είναι υπερβολικά σημαντική: «Ο Θεός δεν είναι», έτσι λένε οι θεολόγοι, «μόνο μια εικόνα στην ανθρώπινη ψυχή ή στο συλλογικό ασυνείδητο. Όλες οι ψυχολογικές ερμηνείες της Τριάδας είναι “μόνον ψυχολογικές”, η Τριάδα πρέπει να έχη όμως και μια μεταφυσική πραγματικότητα, κι εμείς, οι θεολόγοι, μιλάμε μόνο γι’ αυτό κι όχι από ψυχολογική άποψη». Αυτό συμπεριλαμβάνει σιωπηρά και το ότι αυτή η μεταφυσική τους πραγματικότητα είναι «η μόνη αληθινή». Αν κοιτάξη κανείς ακριβέστερα, πρόκειται για μιαν υποδιαίρεση της ιδέας της πραγματικότητας, συγκρίσιμη με την πλατωνική ιδέα, ότι το σύμπαν μας δεν είναι παρά ένα σκιαγράφημα ενός άλλου, πνευματικού βασιλείου. Υπάρχει για τους θεολόγους κάτι σαν μια μεταφυσική ή υπερφυσική πραγματικότητα, που είναι όμως σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν α  αληθινή, κι αυτό που εισρέει εκεί, είναι η καταπιεσμένη υλική όψη της Ίσιδας, ένα είδος ιδεαλιστικού υλισμού. Οι θεολόγοι είναι αιχμαλωτισμένοι γενικά σ’ αυτόν τον πνευματικόν υλισμό μέσα από κείνο, το οποίο ονομάζουν ένα «μεταφυσικό γεγονός». Είναι μια έμμονη ιδέα του ονόματος, που υφίσταται σε πολλούς. Η μεγάλη μητέρα-θεά, μεταμορφωμένη σε Εκκλησία, δεν έγινε αντιληπτή ως ύλη. Κι αυτό προκάλεσε μια συμψηφιστική ασυνείδητη συγκεκριμενοποίηση των ιδεών. Όπως για παράδειγμα, όταν φιλονικούσαν οι μεσαιωνικοί θεολόγοι για το αν έχη αναστηθή περιτμημένος ή απερίτμητος ο Χριστός. Ω sancta simplicitas (ιερές αφέλειες)!

Αυτό που αγγίζει τώρα κάποιον στην αιγυπτιακή θρησκεία και είχε ήδη αναγνωριστή απ’ τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, είναι επίσης μια παράξενη συγκεκριμενοποίηση μιας ιδέας. Υπήρχε μια πίστη στην αθανασία, που επιτυγχανόταν με χ η μ ι κ ή ε π ε ξ ε ρ γ α σ ί α τ ο υ π τ ώ μ α τ ο ς – μια απίθανη, πρωτόγονα μαγική σκέψη! Υπάρχει στο μουσείο του Καΐρου ένας πάπυρος με τη συνταγή για το βαλσάμωμα του πτώματος: «Πρόσεχε, να μην αναπέση το δέρμα˙ απομάκρυνε τα εντόσθια, που σαπίζουν…». Είναι μια πλήρης περιγαφή αυτού, που έπρεπε να συμβή με το πτώμα, μαζί με τα ακριβή λόγια, τη λειτουργία (Liturgie) και τα κείμενα, που έπρεπε να επαναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της εργασίας. Λόγια και έργο πήγαιναν χέρι-χέρι. Γίνονταν όλα τόσο συγκεκριμένα, σαν να επρόκειτο να κάνουν πραγματικά χημικά αθάνατη την ανθρώπινη ύπαρξη

Αυτός ο συγκεκριμενισμός εξαφανίστηκε φαινομενικά, αναδύθηκε όμως ξανά στα κρυφά στον χριστιανισμό ως η συγκεκριμενιστική «πραγματικότητα μεταφυσικών γεγονότων». Ο παλιός πρωτόγονος συγκεκριμενισμός καθιστά γι’ αυτό πολλούς ανθρώπους εντελώς ανίκανους, να συζητήσουν θρησκευτικά γεγονότα με έναν υποκειμενικό, εμπειρικό τρόπο. Παράγει ένα είδος φανατικής κατοχής από ιδέες, που μπλοκάρουν πάρα πολύ συχνά κάθε επιστημονική συνεννόηση. Υπάρχει πάντα εκεί η ελπίδα, ότι πρέπει να έχουν κάπου οπουδήποτε μιαν απόλυτη πραγματικότητα οι ιδέες, το οποίο δεν επιτρέπει καμμιά ψυχολογική συζήτηση. Η ψυχολογία θεωρείται ως «τίποτα άλλο παρά» ψυχολογία, μια κατώτερη πραγματικότητα, συγκρινόμενη με την «απόλυτη αλήθεια». Σ’ αυτό οδήγησε η απαξίωση της θηλυκής θεότητας!

Στην ιουδαϊκή θρησκεία εμφανίζεται αυτός ο ίδιος συγκεκριμενισμός στον νόμο. Σε ορισμένους κύκλους ορθόδοξων Ιουδαίων ήταν ένα ηθικό πρόβλημα, αν επιτρεπόταν να καίη το Σάββατο ηλεκτρικό φως, αφού απαγορευόταν βέβαια να ανάβουν φωτιά. Αυτό απέφερε ένα θέμα για σοβαρές συζητήσεις. Εκτός απ’ την ανήκουσα στον χασιδικό μυστικισμό Σεχίνα, δεν υπάρχει ούτε στην ιουδαϊκή θρησκεία η μητέρα-θεά. Κρύβεται έτσι στη συγκεκριμενιστική όψη του νόμου και στην ιδέα, ότι η αναγγελθείσα βασιλεία του Μεσσία θα είναι π ά ν ω  σ’ α υ τ ή ν  τ η  γ η , υλικά πραγματική δηλαδή.

Όλες οι ολοκληρωτικές θεωρίες, ανεξάρτητα ποιας κατεύθυνσης, ακολουθούν τον ίδιον δρόμο. Κηρύσσουν ιδέες πίστεως εντελώς συγκεκριμένου είδους, ότι πρέπει δηλαδή να εγκατασταθή εδώ, και μόνον εδώ πάνω στη γη, η «βασιλεία των ουρανών», αδιάφορο με ποιο τίμημα. Οι ευλογίες, η ευτυχία, η ψυχική ισορροπία μπορούν να κατορθωθούν γι’ αυτές μόνον πάνω στη γη. Όταν πιστεύη κανείς σ’ ένα τέτοιο μαρξιστικό, φασιστικό ή άλλο παρόμοιο ιδανικό, είναι σωσμένος, αν όχι, θανατώνεται. Εδώ κατακτά ο συγκεκριμενισμός των ιδεών την κορύφωσή του.

Σήμερα έχει αυτός ο θετικιστικός υλισμός βεβαιότατα παλιώσει: η σύγχρονη φυσική έχει αναγνωρίσει, ότι πρέπει να πάψη να περιγράφη κανείς την ύλη «καθ’ εαυτή» και πρέπει να ικανοποιείται με την παραγωγή μαθηματικών μοντέλλων, ψυχικών άρα ιδεών. Όπως έχει όμως εξηγήσει ο Γιουνγκ, είναι η ψυχή η μόνη πραγματικότητα, την οποία μπορούμε να αντιληφθούμε με άμεση εμπειρία. Οι χαρακτηρισμοί «υλικό» ή «πνευματικό» δεν είναι εδώ παρά ετικέττες, που επικολλάμε στα ψ υ χ ι κ ά μας βιώματα˙ το πρώτο περιέχει τις εμπειρίες που έχουμε απ’ έξω και μέσω του σώματός μας, το δεύτερο τα εσωτερικά βιώματα. Αυτός ο δυαλισμός της αντίληψης είναι συμφυής με τη δομή του συνειδητού μας Εγώ, δεν φαίνεται να έχη δοθή όμως στο ασυνείδητο. Έξω απ’ αυτόν τον ιδωμένον από ’μάς δυαλισμό είναι ο κόσμος πιθανώς ένα, ένας unus mondus, όπως διατυπώνει ο Γιουνγκ, που υπερβαίνει τη συνειδητή μας θέα. Δίκαια αρχίζουν να ενδιαφέρονται γι’ αυτό και για παραψυχολογικά φαινόμενα οι σύγχρονοι φυσικοί. Στην υψηλότερη στροφή της σπείρας βρισκόμαστε μ’ αυτό σ’ ένα σημείο, που αντιστοιχεί στην περιοχή, όπου η περιέργεια (curiositas) του Λούκιου-Απουλήιου απέναντι στο απόκρυφο έχει ξαναξυπνήσει!

Παρ’ όλο που το μυστικό της ύλης αναγνωρίστηκε λίγο στην χριστιανο-καθολική (λατινική) και αργότερα καθόλου στην προτεσταντική Εκκλησία, επέζησε ωστόσο σε καλυμμένο σχήμα, και μάλιστα στην αλχημεία, που όλη της η προσπάθεια συνίστατο, στο να βρη την «ψυχή στην ύλη». Ο Γιουνγκ το έχει αναπτύξει αυτό στο «Ψυχολογία και αλχημεία» και στο «Mysterium Coniunctionis» και έχει επιχειρήσει, να επαναφέρη τη σχέση προς τη «θεά» της ύλης στη συνείδησή μας, που εμφανίζεται στην αλχημεία ως η μητέρα-θεά Materia ή ως μια θηλυκή «anima mundi» (anima του κόσμου), ως η ψυχή στην κοσμική ύλη, και σε άλλα κείμενα ως «Mater Alchemia» ή και εντελώς ευθέως ως Ίσις.

Η δεύτερη, αναφερθείσα ήδη όψη της θεάς, που χάθηκε, μόλις ερμηνεύτηκε ως Εκκλησία (Ecclesia), ήταν η όψη της ως προσωπική-ανθρώπινη ύπαρξη. Αντικαταστάθηκε έτσι η ερωτική αρχή, η ατομική δηλαδή σχέση και θέρμη, με μιαν οργάνωση, που αποτελείται από νόμους και ιεραρχίες. Η απώλεια αυτή έχει γίνει τόσο φανερή και δυσάρεστη σήμερα, ώστε δεν χρειάζεται να τη συζητήσουμε για πολύ. Είναι το ανθρώπινο πρόβλημα της εποχής μας αυτό καθ’ εαυτό (par excellence).

ΣΧΟΛΙΟ
Μπορούμε να δούμε λοιπόν καθαρά τα τεράστια προβλήματα τού καθολικισμού καθώς καί τού δικού μας κληρικαλισμού, λόγω τής ταυτίσεως τής εκκλησίας μέ ένα ψυχικό αρχέτυπο καί μέ τήν ανακήρυξη αυτού σέ κυρίαρχο, καί λόγω της εγκαταλείψεως τού νού πού είναι ο φυσικός κυρίαρχος τής ψυχής. Μπορούμε επίσης να κατανοήσουμε τό πάθος τής σημερινής εκκλησίας να σώσει τόν κόσμο καί να μπεί στήν ιστορία. ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΑΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. Παρόλη τήν προσπάθεια τών Ρώσων θεολόγων.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου