Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

MARIE-LOUISE VON FRANZ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (25)

Συνέχεια από : ΤΡΙΤΗ, 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2010

Το μητρικό σύμπλεγμα
Κεφάλαιο 12ο
Η ύλη και το θηλυκό

Στη διάρκεια αυτού του καιρού ονειρεύτηκε μια νύχτα ο Λούκιος:
«…έβλεπα να μου φέρνη ο πρωθιερέας μιαν αγκαλιά γεμάτη πράγματα, κι όταν τον ρώτησα, τί έπρεπε να κάνω μ’ αυτά, μου έδωσε την απάντηση: Μόλις μου απεστάλεισαν αυτά τα πράγματα (σ.σ.: Στα λατινικά partes illas, δηλ. εκείνα τα μέρη) απ’ τη Θεσσαλία μαζί με τον υπηρέτη μου Σίμελ (άσπρο άλογο).

Για πολύ αναζήτησα όταν ξύπνησα πέρα δώθε, τί να σήμαινε άραγες αυτό το όραμα˙ και καθώς γνώριζα μάλιστα, πως δεν είχα ποτέ έναν άνθρωπο, που ονομαζόταν Σίμελ, στην υπηρεσία μου. Όσο κι αν γύριζα όμως από ’δώ κι από ’κεί το όνειρό μου, δεν μπορούσα να συμπεράνω ωστόσο τίποτα περισσότερο απ’ αυτό, εκτός από μιαν ελπίδα πάντως για μιαν επεικείμενη ευδαιμονία, γιατί μου είχαν προσκομισθή βέβαια πράγματα.

Ανήσυχος με την προαίσθηση κάποιου οποιουδήποτε χαρούμενου συμβάντος, προσδοκούσα ανυπόμονα το άνοιγμα του ναού το πρωΐ.

Τα λευκά παραπετάσματα ανασύρθηκαν επιτέλους˙ προσευχηθήκαμε μπροστά στη σεβάσμια προσωπογραφία της θεάς. Ο πρωθιερέας πήγαινε απ’ τον έναν βωμό ολόγυρα στον άλλον, εκτελούσε τις θυσίες και έχυνε μέσα σε εορταστικές προσευχές νερό απ’ το καθαγιασμένο αγγείο, που το είχαν γεμίσει από μιαν πηγή στο ιερό του ναού. Αφού είχε επιτελεστή με τον οφειλόμενον τρόπο αυτό, άρχισαν να αναγγέλουν όλοι οι μυημένοι με ευσεβές άσμα την πρώτην ώρα. Και δες εκεί, εισέρχονταν οι υπηρέτες, που είχα αφήσει στην Υπάτη, όταν με έκανε από παραδρομή η Φώτιδα γαίδαρο. Είχαν ακούσει φυσικά την ιστορία μου και μου έφερναν και το άλογό μου, αφού είχε περάσει ήδη από διάφορα χέρια, και το είχαν αναγνωρίσει από ένα σημάδι στη ράχη και το είχαν ξαναποκτήσει. Έβλεπα με μεγάλη έκπληξη να πραγματοποιείται λοιπόν πλήρως το όνειρό μου, έβλεπα τα υποσχεμένα σε μένα πράγματα, έβλεπα το πιστό μου θεσσαλικό άσπρο άλογο, που μου είχε υποδηλωθή ως υπηρέτης».

Το εντυπωσιακό όνειρο το ακολούθησε άρα πράγματι η άφιξη του υπηρέτη του και του άσπρου αλόγου του (Candidus) το επόμενο πρωΐ. Αντίστοιχα με την κλασσική ερμηνεία των ονείρων, θεωρήθηκε ο Candidus ως ο αναγγελθείς στο όνειρο υπηρέτης. Το υπόλοιπο του ονείρου δεν ερμηνεύεται, καθώς για τον Απουλήιο-Λούκιο ήταν μόνον το συγχρονιστικό συμβάν σημαντικό, το οποίο και έλαβε ως «σημάδι», ότι τον είχε από καλό μάτι η θεά κι ότι βρισκόταν στον σωστό δρόμο. Θα μπορούσε να πη κανείς περισσότερα γι’ αυτό το όνειρο, παρ’ όλο που είμαι της γνώμης, ότι η αρχαία ερμηνεία είναι εντελώς έγκυρη σε κείνην τη βαθμίδα. Προσφέρει π.χ. ο ιερέας στον Λούκιο μέρη ενός γεύματος, που του έχουν σταλή απ’ τη Θεσσαλία, την πατρίδα της μητέρας του, απ’ την περιοχή ακριβώς όπου είχε ταξιδέψει, για να μάθη κάτι για τη μαγεία, κι όπου είχε μεταμορφωθή σ’ έναν γάιδαρο. Θα μπορούσαμε να πούμε: όλα όσα είχε ζήσει μέχρι τώρα ο Λούκιος ήταν αρνητικά, τώρα όμως εκτελούνταν μια μεταβολή, κι έπαιρνε απ’ τη μητρική γη εσωτερική τροφή, που τον βοηθούσε στην ανθρώπινη επαφή. Όλ’ αυτά αναγγέλλουν τη μεταβολή του μητρικού του συμπλέγματος. Απ’ τη Θεσσαλία έρχεται τώρα η δυνατότητα για σχέση, συναναστροφή και τροφή απ’ το ασυνείδητο, και βρίσκει μάλιστα τελικά και το άσπρο του άλογο ο Λούκιος.

Είπαμε ήδη στην αρχή, ότι πρόκειται με τον Σίμελ (άσπρο άλογο) για το άλογο του ήρωα του ήλιου, αυτό το μέρος της λίμπιντο, που μας μεταφέρει περισσότερο στην κατεύθυνση του πνευματικού παρά του χθόνιου. Ο Λούκιος είχε χάσει ήδη από καιρό το φωτεινό του άλογο και μετακινηθή εντελώς προς το γήινο. Επέστρεψαν τώρα το φωτεινό κι η κίνηση στη συνείδηση, που είχαν αποκηρυχθή. Candidus σημαίνει στα λατινικά λευκό, αθώο με την έννοια τού μη περιπλεγμένου και αυθόρμητου, κι επίσης άσπρο. Θα μπορούσε να πη γι’αυτό κανείς, πως επιστρέφει σε μιαν ανεπιτήδευτη, αυθόρμητη στάση ο Λούκιος. Οι περισσότεροι νευρωτικοί, ειδικά οι άντρες με αρνητικό μητρικό σύμπλεγμα, έχουν μεγάλη δυσκολία να είναι αυθόρμητοι, γιατί είναι πληγωμένο και ευαίσθητο το αίσθημά τους. ‘Ενας τέτοιος άντρας δεν τολμά να είναι αυθόρμητος, γιατί φοβάται σε κάθε γυναίκα την «τρομερή μητέρα». Σε μιαν αθώα, αυθόρμητη και ανοιχτήν (ειλικρινή) ατμόσφαιρα μπορεί να τον πληγώση κάθε γυναίκα. Μπορούμε να συμπεράνουμε απ’ αυτό, ότι ξαναανακαλύπτει ο Λούκιος το αίσθημά του και την αισιόδοξη πλευρά του, που είχε τόσο πολύ τραυματιστή με την αρνητική μητέρα, είχε χαθή τη στιγμή της εισβολής του σκότους και μπορεί να ξαναβρεθή σε καινούργια τώρα μορφή.

Μπορούμε να θεωρήσουμε, πως ανήκουν τώρα τα πιο καθαρά και αυθόρμητα αισθήματά του στη λατρεία της Ίσιδας, όπου μπορεί να ξαναζήση κι η καρδιά του. Σ’ αυτό θα παρέπεμπε και το άσπρο ένδυμα που απέκτησε κατά τη μετατροπή του. Το άσπρο ένδυμα χρησιμοποιούνταν κι απ’ τους χριστιανούς κατά τη βάπτιση, για να δώση σαφή ιδέα της καινούργιας στάσης (διάθεσης), με την οποία μπορούσε να καταπέση κάθε αμαρτωλότητα και να γίνη μια καινούργια αρχή. Η χριστιανική ερμηνεία συνδέονταν βέβαια περισσότερο με την ηθική και την αμαρτία. Μπορούμε όμως επίσης να πούμε, πως κάθε είδος ασυνείδητης μόλυνσης (ρύπανσης) σημαίνει, να είσαι ασύμφωνος κι όχι πιστός στον ίδιον σου τον εαυτό. Όταν είναι κάποιος πιστός στον εαυτό του, βρίσκει μια νέα στάση και καινούργιες ωθήσεις για την ζωή, μιαν επιστροφή στον αυθορμητισμό και τη φυσικότητα. Το όνειρο μάς δείχνει, πως η Θεσσαλία, όπου είχε μεταμορφωθή μαγικά ο Λούκιος, εγγυάται τώρα για κάτι θετικό. Πρόκειται για το ίδιο αρχέτυπο, που δείχνει τώρα, μετά από όλες τις εξελίξεις, την άλλην του πλευρά. Αν το δούμε έτσι, ήταν ακόμα κι οι δυό φόνισσες του Σωκράτη, στην αρχή της ιστορίας, η Ίσις.

Είναι η μεγάλη θεά κάτω απ’ τη διπλή της όψη, που κυβερνά την ζωή του Λούκιου. Αφού έχει εξαντληθή η αρνητική μορφή εμφάνισης του αρχέτυπου, αρχίζει η εναντιοδρομία προς τη θετική όψη.

Στη διάρκεια του χρόνου, στον οποίον πρέπει να περιμένη τη μύησή του στα μυστήρια της Ίσιδας, γίνεται ο Λούκιος πολύ ανυπόμονος, όμως το κείμενο αναφέρει, πως ο ιερέας τον συγκρατεί, αποτείνοντάς του φιλικά τον λόγο, «ακριβώς όπως απαντούν οι γονείς στις ανώριμες επιθυμίες των παιδιών τους». (Μπορεί να το συγκρίνη κανείς αυτό με τη συμπεριφορά ασθενών, που εκδηλώνουν συχνά ύστερα από τρεις εβδομάδες ανάλυσης την επιθυμία, να γίνουν οι ίδιοι αναλυτές!) όμως ο ιερές συμβουλεύει για υπομονή:

«Η θεά, λέει, ορίζει με άμεση υποβολή (έμπνευση) πάντοτε από πριν τόσο τη μέρα της αφιέρωσης όσο και τον ιερέα, που θα την εκτελέση, και την αναγκαία για την τελετή δαπάνη. Αν αυτή η πρόβλεψη μάς αφήνει να την περιμένουμε, έτσι πρέπει να την αναμένω κι εγώ με την αρμόζουσα υπομονή. Η φορτικότητα είναι εξίσου επικίνδυνη όσο κι η ισχυρογνωμοσύνη. Δεν αμαρτάνω λιγότερο απέναντι στη θεά, αν προλαβαίνω την πρόσκλησή της, απ’ ό,τι αν την εκπληρώνω με αμέλεια. Κανένας απ’ το τάγμα του δεν θα ήταν τόσο ασεβής (αθεόφοβος) και θα τόλμαγε, να αναλάβη την υπόθεση της μύησης, χωρίς να έχη λάβει ο ίδιος επίσης σαφώς (ρητά) διαταγή της θεάς γι’ αυτό: Που θα σήμαινε, να γίνη ένοχος θανάτου. Στα χέρια της θεάς βρίσκονταν γενικώς η ζωή τού κάθε ανθρώπου, βρίσκονταν τα κλειδιά προς το βασίλειο των σκιών˙ στα μυστήριά της γιορτάζονταν και παριστάνονταν η εγκατάλειψη σ’ έναν εκούσια εκλεγμένο θάνατο και η επαναπόκτηση της ζωής μέσα απ’ τη χάρι της θεάς».

Ο Λούκιος έχει πράγματι αργότερα ένα ακόμα όνειρο, που του γνωστοποιεί τη μέρα και τον τόπο της μύησης καθώς και το όνομα του μυητή-ιερέα, γιατί αυτός «ήταν μέσα από μιαν ακριβώς θεϊκή συμφωνία των άστρων συγγενής μαζί του». Όταν διηγείται το επόμενο πρωΐ σ’ αυτόν τον ιερέα για το όνειρό του, μαθαίνει, ότι είχε ανακοινωθή και σ’ αυτόν σε όνειρο, ότι πρέπει να μυήση τον Λούκιο, και ετοιμάζονται τώρα όλα γι’ αυτό.

Το ότι αυτός ο ιερέας ονομάζεται «Μίθρας» (σ.σ.: Ο Μίθρας, ιρανικής προέλευσης, είναι ο ήρωας του ήλιου, που ενώνεται επίσης με τον πατέρα του, τον θεό-ήλιο) και το ότι υφίσταται μια συμφωνία των ωροσκόπων των δυό, παραπέμπει σε μιαν ψυχολογική «συγγένεια», ακριβώς όπως πρέπει να υφίσταται μια συγκεκριμένη αλχημιστική «συγγένεια» ή ψυχική συγγένεια ανάμεσα στον αναλυτή και τον αναλυόμενο, ώστε να παραχθή η σωστή σχέση. Δεν θά ’πρεπε να παίρνη κανείς κάποιον, που του είναι αντιπαθής, στην ανάλυση, παρ’ όλο που μπορεί να κρύβεται μερικές φορές και μια «συγγένεια» πίσω από ένα αρνητικό αίσθημα.

Ο Λούκιος διδάσκεται μέσα απ’ τα ιερά κείμενα, μερικά απ’ τα οποία αναγράφονται σε σπειροειδώς διατεταγμένα ιερογλυφικά. Υπάρχουν ακόμα τέτοια ιχνογραφημένα σε σπειροειδή μορφή κείμενα και μπορεί να βρεθούν και σε κάποια πρώιμα αλχημιστικά κείμενα. Η γραφή ξεκινά στο εξωτερικό τέλος της σπείρας και κινείται προς τα μέσα και προς το κέντρο.

Αλχημιστικές συνταγές και μαγικοί τύποι γράφονταν μερικές φορές σ’ αυτήν τη μορφή, που δείχνει άλλη μια φορά τη στενή σχέση ανάμεσα στην αλχημεία και τις μυστηριακές λατρείες. Δεν μας διηγείται πάλι σχεδόν τίποτα για το περιεχόμενο αυτών των οδηγιών ο Λούκιος: «Με πόσην ευχαρίστηση θα το έλεγα, αν επιτρεπόταν να το πω. Πόσο πιστά θα το μάθαινες, αν σου επιτρεπόταν να το ακούσης. Μόνον η γλώσσα και το αυτί θα είχαν να πληρώσουν εξίσου σκληρά για το ανοσιούργημα!».

Ακόμα και σε περιπτώσεις χριστιανικής προπαγάνδας κατά των μυστηρίων δεν εγκαταλείπονταν ποτέ τα πραγματικά περιεχόμενα, που αποδεικνύει, πόσο θεϊκά ήταν, γιατί ακόμα κι εκεί που στρέφονταν αργότερα προς κάποιαν άλλη θρησκεία οι μυημένοι, ήταν τόσο βαθειά αγγιγμένοι, που δεν μπορούσαν να προδώσουν το μυστήριο. Παραδόθηκαν μόνο μερικές πενιχρές υποδείξεις απ’ τους πρώιμους εκκλησιαστικούς πατέρες για τα μυστήρια. Λέει ο ίδιος ο Λούκιος: «Πήγα μέχρι το οριακό σύνορο ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο, πάτησα το κατώφλι της Περσεφόνης, κι αφού ταξίδεψα μέσα απ’ όλα τα στοιχεία, ξαναγύρισα πίσω. Είδα τον ήλιο να φωτίζη την ώρα του βαθύτερου μεσονυχτίου με το πιο καθαρό του φως˙ κοίταζα τους κάτω και τους άνω θεούς πρόσωπο με πρόσωπο και τους προσκυνούσα από κοντά».

Αυτό είναι όλο, που γνωρίζουμε απ’ αυτό το μέρος της μύησης: ένα όραμα του ήλιου του μεσονυχτίου, ενός φωτισμού δηλαδή, που ερχόταν από κάτω, και η αναγνώριση των κάτω και άνω θεών. Διασχίζει σύμφωνα με την αιγυπτιακή μυθολογία ο Ρα τη μέρα τον ουρανό και βυθίζεται μετά στη δύση. Ταξιδεύει στη διάρκεια της νύχτας με το πλοίο μέσα απ’ τον κάτω κόσμο. Σκοτώνει ο θεός Σεθ κάθε νύχτα το φίδι του Απόφι, εμφανίζεται μετά ο Ρα ξανά στην ανατολή ως Khepera, ως Σκαραβαίος, και ακολουθεί τότε το ημερήσιο ταξίδι του στον ουρανό. Θά ’πρεπε να επισημάνουμε εδώ, ότι ονομάζεται και η Ίσις σ’ ένα ταφικό κείμενο η «κυρία του φωτός στο βασίλειο του σκότους».

Οι μυήσεις στα μυστήρια της Ίσιδας και του Όσιρι ήταν έτσι λατρείες του κάτω κόσμου με μια χθόνια όψη, και γι’ αυτό προσκυνά τον  ή λ ι ο   τ ο υ   μ ε σ ο ν υ χ τ ί ο υ  ο Λούκιος. Αντιστοιχεί η μύησή του σε μιαν κάθοδο στο ασυνείδητο και έναν φωτισμό μέσα από μια συνειδητή αρχή, που έρχεται απ’ το ασυνείδητο σε αντίθεση προς όλες τις διδασκαλίες της συλλογικής συνείδησης. Δοκιμάζει την εμπειρία σε συμβολική μορφή ο Λούκιος και «τιμά όλους τους άνω (ανώτερους) και κάτω (κατώτερους) θεούς»˙ πρόκειται πιθανώς εδώ για τους διάφορους θεούς των ωρών της μέρας και της νύχτας, που παριστάνουν διάφορες προσωποποιήσεις του θεού του ήλιου. Οδοιπορεί έτσι ολόκληρη τη νύχτα ο μυημένος, και λέγεται τότε παρακάτω:

«Αγιασμένος μέσα από δώδεκα φορές αλλαγμένη ενδυμασία, εξήλθα τελικά απ’ το εσώτατο του ναού σε μιαν πομπή, που ήταν βέβαια επίσης μυστική, δεν απαγορεύει όμως κανένας νόμος να μιλήσω εντελώς ελεύθερα γι’ αυτήν˙ αφού με έχουν μάλιστα δη πάρα πολλοί παρόντες μέσα εκεί.

Έπρεπε να προσέλθω μπροστά στο ομοίωμα της θεάς πάνω σ’ ένα ξύλινο εδώλιο στο μέσον του ναού. Η εσθήτα μου ήταν από λινό, πολύχρωμα ζωγραφισμένο, κι έπεφτε απ’ τους ώμους μου μέχρι τις φτέρνες ένας λαμπρός μανδύας, που μπορούσες να δης και στις δυό πλευρές του κάθε είδους ζώα με διαφορετικά χρώματα: εδώ ινδικούς δράκους, κι εκεί υπερβόρειους γρύψους με κεφάλια αετών και φτερά, έτσι όπως τα γεννά ο άλλος κόσμος. Ο μανδύας αυτός ονομάζεται στους μυημένους το ολυμπιακό άμφιο (Stola).

Κρατούσα έναν αναμμένον πυρσό στο δεξί χέρι κι ήμουν στολισμένος μ’ ένα στεφάνι από φύλλα φοινικιάς, που ήταν έτσι διευθετημένα, ώστε να στέκονται σαν ακτίνες γύρω απ’ τον λαιμό μου. Έτσι διακοσμημένος σαν εικόνα του ήλιου, στεκόμουν όμοια μ’ έναν ανδριάντα εκεί. Άνοιξε ένα παραπέτασμα και μου φανέρωσε τις περίεργες ματιές του λαού. Γιόρτασα ύστερα απ’ αυτό την ευάρεστη μέρα της μύησης στα μυστήρια με γευστικά και χαρούμενα συμπόσια».

Το τέλος αυτό επισημαίνει το γεγονός, ότι ο Λούκιος δεν πορεύτηκε μόνον τον δρόμο του θεού του ήλιου κατά τη μύησή του, αλλ’ ότι έχει αφομοιωθή στο τέλος με την ηλιακή αρχή. Έχει γίνει το ίδιο πρωΐ ο νέος ήλιος-θεός. Επιδεικνύεται ως η νέα ηλιακή αρχή και αλλαλάζεται απ’ τον λαό. Η εμφάνισή του ως ένας θεός του ήλιου μπροστά στον λαό παραπέμπει στην περίφημη solificatio (ενηλίωση;), που εξασκούνταν ανάμεσα σε άλλα στα μυστήρια του Μίθρα και με την οποίαν συσχετίζονται και μερικά αλχημιστικά κείμενα. Η αποπεράτωση του έργου περιγράφεται σ’ αυτά τα τελευταία ως η εμφάνιση ενός καινούργιου ήλιου, που ανατέλλει στον ορίζοντα, το οποίο και χαρακτηρίζει μια νέα μορφή της συνείδησης. Η solificatio αντιστοιχεί ψυχολογικά στην αποπεράτωση του εξατομικευτικού φαινομένου. Αφού έχει αποχαιρετήσει αργότερα ο Λούκιος τον μεγάλον ιερέα του Μίθρα, «τον πατέρα του», επιστρέφει στη Ρώμη.

«Το πνεύμα μου στρέφονταν στην πατρίδα μου, απ’ την οποίαν είχα τώρα ζήσει τόσον πολύν καιρό χωρισμένος. Εν τούτοις, έπρεπε να μεταφέρω ύστερα από λίγες μέρες με παρόρμηση της θεάς τα πράγματά μου τρέχοντας στο πλοίο και να πλεύσω προς τη Ρώμη. Έφτασα με ευνοϊκόν άνεμο γρήγορα και αίσια στο λιμάνι του Αυγούστου, πήρα μιαν άμαξα κι αφίχθηκα σώος και αβλαβής στις δώδεκα του Δεκέμβρη κατά το εσπέρας σ’ αυτήν την εξόχως ιερή πρωτεύουσα.

Καθημερινά ήταν η κύριά μου φροντίδα, να λατρεύω τη βασίλισσα Ίσιδα, που η εξέχουσα θεότητά της τιμάται με το προερχόμενο απ’ την τοποθεσία του ναού όνομα Ίσις του Μάρσφελντ και με την πιο μεγάλη αγιότητα (ιερότητα) εκεί. Ήμουν ο πιο ένθερμος υπηρέτης της, ξένος μεν στον ναό, οικείος όμως στη θρησκεία.

Δες, όταν αποπερατώνη αφού διέτρεξε τον ζωδιακό κύκλο το έτος ο μεγάλος ήλιος, τότε εμφανίστηκε πάλι στο όνειρο η ευεργετική θεά και με παρότρυνε σε μιαν επανειλημμένη πανηγυρική υποδοχή και μύηση στα μυστικά. Δεν μπορούσα να καταλάβω, τί παρίστανε, τί σήμαινε αυτό. Γιατί πίστευα πως ήμουν ήδη κατά τον πληρέστατο τρόπο μυημένος. Αφού περιπλανήθηκα σε μακρούς διαλογισμούς, ζήτησα τη συμβουλή των ιερέων γι’ αυτό. Ποιο καινούργιο, θαυμαστό φως ανέτειλε τότε σε μένα! Γιατί είχα βέβαια μυηθή, είπαν, στα μυστικά της θεάς, αλλ’ εκείνα του μεγάλου θεού, του ύψιστου πατέρα των θεών, του ακατανίκητου (ανυπέρβλητου) Όσιρι, δεν τα είχα ακόμα υποδεχτή».

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου