Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

MARIE-LOUISE VON FRANZ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (26)

Συνέχεια από : ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 15 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 2010

Το μητρικό σύμπλεγμα
Κεφάλαιο 12ο. Τελευταίο.
Η ύλη και το θηλυκό

Ανυψώνεται, όπως έχουμε δη, μετά την πορεία του διαμέσου του κάτω κόσμου ως ένας νέος ήλιος πάνω απ’ τον ορίζοντα ο Ρα-Όσιρις. Αυτός ήταν κι ο δρόμος (η οδός) όλων των μυημένων, αφομοιώνονταν ο καθένας κατά έναν ορισμένον τρόπο μ’ αυτόν τον περιέχοντα τα πάντα κοσμικό θεό, που ενσάρκωνε τη θεϊκή ενότητα όλων των υπάρξεων.


Διδάσκει τη θνητότητα του ατόμου και τη μετατροπή του σε μιαν αθάνατη ύπαρξη μετά τον θάνατο και την τελική κρίση ο χριστιανισμός. Είναι ωστόσο μια ελπίδα ή μια υπόσχεση και γι’ αυτό ένα περιεχόμενο της πίστης αυτή η αθανασία στον χριστιανισμό. Υπήρχε σε αντίθεση μ’ αυτό ένα είδος συμβολικών τυπικών στις αρχαίες μυστηριακές λατρείες, ότι έπρεπε να επενεργή στην επίγεια ήδη ζωή αυτή η μετατροπή στο αθάνατο. Ζούσε και στην αλχημεία η ίδια ιδέα, όπου βεβαιώνουν συχνά τα κείμενα, πως σημαίνει ταυτόχρονα το να προετοιμάζης ένα μη καταστρεφόμενο αναστημένο σώμα η παραγωγή της «πέτρας των σοφών». Πρέπει να μεταχυθούμε σ’ ένα νέο σχήμα κατά τη Δευτέρα Παρουσία, για ν’ αποκτήσουμε την αιώνια ζωή, σύμφωνα με τη χριστιανική ιδέα˙ το θεωρούσαν αντίθετα μιαν εσωτερική εμπειρία που συμβαίνει στη διάρκεια (αυτής…) της ζωής οι αλχημιστές˙ πρέπει να αποκτηθή μέσα από διαλογισμό (σκέψη, στοχασμό- Meditation) και μέσα απ’ το αλχημιστικό συμβάν το αθάνατο ή μακάριο (δοξασμένο) σώμα, ακριβώς όπως μπορεί να οικοδομηθή ήδη σ’ αυτήν την ζωή το «διαμαντένιο σώμα» κατά την άποψη των ανατολικών πολιτισμών (Kulturen). Εξάγεται ένας αθάνατος πυρήνας, πνευματοσωματικής ποιότητας, απ’ το θνητό σώμα. Υπάρχει και στις αρχαίες μυστηριακές λατρείες η ίδια ιδέα: σχηματίζεται ήδη σ’ αυτήν την ζωή και δεν προβάλλεται πρώτα σε μια μεταθανάτια ζωή η αθάνατη προσωπικότητα.

Επέστρεψε αργότερα στη Ρώμη ο Λούκιος-Απουλήιος και έζησε μια συνηθισμένη, κοσμική ζωή, μέχρι που του ανήγγειλε ένα επόμενο όνειρο, ότι έπρεπε να μυηθή τώρα στα μυστήρια του Όσιρι. Εκπλήττεται κατ’ αρχάς, γιατί είχε πιστέψει, ότι επρόκειτο για κάτι παρόμοιο με τα μυστήρια της Ίσιδας, τα όνειρα όμως του υποδηλώνουν, πως υπάρχουν ακόμα υψηλότερες περιοχές, που δεν τις γνωρίζει ως τώρα. Εξελίσσονται όλα όπως την πρώτη φορά:

«Είδα σ’ ένα όραμα την επόμενη νύχτα έναν απ’ τους ιερείς. Φορώντας ένα λινό ένδυμα, μου έφερε ραβδιά από θύρσο και κλαδιά από κισσό και άλλα πράγματα, που δεν μπορώ να τα ονομάσω, στο δωμάτιο μπροστά στους οικιακούς μου θεούς, κάθισε στην καρέκλα μου και με διέταξε, να διοργανώσω ένα μυητικό συμπόσιο. Μου έδειξε στο τέλος και ως σημάδι, στο οποίο θα μπορούσα να τον επαναγνωρίσω, ότι ήταν εξαρθρωμένος στο αριστερό του πόδι ο αστράγαλος, ώστε να χωλαίνη.

Μετά από μιαν τόσο προφανή διακήρυξη του θελήματος των θεών αποσύρθηκαν όλες οι αμφιβολίες μου. Αμέσως λοιπόν μετά τον πρωϊνό χαιρετισμό στη θεά, παρατήρησα προσεχτικά όλους τους ιερείς, αν ήταν κάποιος ανάμεσά τους, που να χώλαινε όμοια με την οπτασία μου. Κι ανακάλυψα πράγματι έναν. Βρισκόταν κάποιος ανάμεσα στους παστοφόρους, που ήταν εντελώς όμοιος, όχι μόνον εξαιτίας του χαρακτηριστικού στο πόδι, αλλά και στο ανάστημα και τη φυσιογνωμία με κείνον, που μου είχε εμφανιστή στο όνειρο. ‘Όπως έμαθα κατόπιν, ονομαζόταν Ασίνιους Μαρσέλλους, ένα όνομα, που συγγένευε με την άλλοτε παραμόρφωσή μου.

Προχώρησα αμέσως προς αυτόν. Ήξευρε όμως ήδη, τί ήθελα να του πω, γιατί είχε λάβει επίσης διαταγή (εντολή), να με παραδώση στους μυσταγωγούς μου. Του είχε συμβή την περασμένη νύχτα, σαν να του είχε σαφώς γνωστοποιήσει ο μεγάλος θεός, ενώ του επέθετε στεφάνια, με το στόμα, που προσδιορίζει τη μοίρα όλων των ανθρώπων: Ότι θα τού ’στελνε έναν Madaurer (;), τον οποίον έπρεπε να μυήση αμέσως παρ’ όλη τη φτώχεια του στα μυστήριά του: γιατί είχε διακριθή πολύ κάποτε με την προσταγή του στις επιστήμες, θα εύρισκε όμως (ο θεός τώρα σ’ αυτόν…) έναν αξιόλογο θησαυρό.

Επιλεγμένος μ’ αυτόν τον τρόπο για τη μύηση, συγκρατήθηκα παρά ταύτα με τη λιγοστή μου τραχύτητα, αλλά με μεγάλη εναντίωση προς τη θέλησή μου, απ’ αυτό. Όχι μόνον επειδή τα ευτελή μου μέσα (χρήματα) της πατρικής περιουσίας είχαν αρκετά λιγοστέψει στο ταξίδι, αλλά υπερέβη και η δαπάνη στη Ρώμη κατά πολύ εκείνα, τα οποία θα ήμουν υποχρεωμένος να κάνω στην επαρχία. Δεν μπορεί να αισθανθή κανείς περισσότερο από μένα το πιεστικό βάρος της φτώχειας σ’ αυτήν την ευκαιρία. Το μαχαίρι βρίσκονταν, για να το πω με μιαν παλιάν παροιμία, στον λαιμό μου, καθώς με παρακινούσε ακατάπαυστα να εκπληρώσω την κλήση μου η θεότητα. Αφού είχα επί μακρόν, όχι χωρίς μεγάλη πτόηση, τη μια φορά μετά την άλλη προειδοποιηθή και δεν ήξευρα πια πώς αλλιώς να βοηθηθώ, πούλησα τελικά τα ρούχα μου, με το οποίο συνέλεξα τότε, όσο ελάχιστα κι αν ήταν, το απαιτούμενο ποσό».

Ο Λούκιος γίνεται αυτή τη φορά όχι μόνον ένας μυημένος του Όσιρι, αλλά κι ένας απ’ τους ιερείς του ο ίδιος, ένας παστοφόρος. Παστοφόροι ήταν οι ιερείς, που έφεραν τα ιερά αντικείμενα στη λιτανεία. Ονειρεύτηκε μάλιστα για τον θεό, που τον επέλεξε ο ίδιος ως ιερέα του.

«Δεν πέρασε ωστόσο πολύς καιρός, και μου εμφανίστηκαν, πριν να το προσδοκήσω, εκ νέου οι θεοί κι απαίτησαν από μένα, να επιτρέψω να μυηθώ για τρίτη φορά.

Ανήσυχος, δεν ήξευρα τί έπρεπε να σκεφτώ πάνω σ’ αυτό. Όσο πολύ κι αν έσπασα το κεφάλι μου, δεν μπορούσα ωστόσο με κανέναν τρόπο να μαντέψω ούτε τον σκοπό των ουράνιων, ούτε να φανταστώ, τί μπορούσε ακόμα μετά από μιαν επανειλημμένη μύηση να μου λείπη.

Μου γνωστοποίησε τότε το πειστικό όνειρο που απεστάλη με θεϊκή παντοδυναμία, τί είχα να προμηθευτώ και να πράξω περαιτέρω.

Δεν δίστασα μετά απ’ αυτό, αλλ’ ανακοίνωσα αμέσως στον αρχιερέα μου το όραμά μου…».

Αφού είχε προετοιμαστή ο Λούκιος για τη μύηση, προσθέτει περαιτέρω:

«Κι αληθινά, δεν έχω ποτέ μετανοιώσει ούτε γι’ αυτήν την ταλαιπωρία (τον ασκητισμό) της σάρκας ούτε για τα έξοδα που έκανα˙ δεν θα είχα και τον λόγο. Χωρίς να λογαριάσω, ότι είχα ήδη αποκτήσει με την ευλογία των θεών μιαν αξιόλογη περιουσία μέσα από συνηγορίες, με αξίωσε μετά από λίγες μέρες κι ο μέγιστος ανάμεσα στους μεγάλους θεούς, ο ύψιστος των μεγίστων, ο ισχυρότατος των υψίστων κι ο βασιλιάς των ισχυροτάτων: ο Όσιρις, να μιλήση μαζί μου όχι πια κάτω απ’ το ομοίωμα ενός άλλου, αλλά πρόσωπο προς πρόσωπο. Εμφανίστηκε στο όνειρο με την ίδια του τη σεβαστή μορφή να με διατάζη: Να αφιερωθώ χωρίς αναβολή στις πιο ένδοξες απ’ όλες τις δίκες, παρ’ όλους τους φθόνους, που θα επέσυρε επάνω μου η φήμη της αποχτημένης με ακούραστη φιλοπονία πολυμάθειάς μου. Με ανύψωσε ακόμα απ’ το κοινό πλήθος των υπηρετών του στον σύλλογο των παστοφόρων˙ με εξέλεξε μάλιστα και σε έναν απ’ τους επί πενταετία κατέχοντες το αξίωμα προϊσταμένους του. Άφησα πάραυτα να μου κουρέψουν πάλι εντελώς τα μαλλιά, και χωρίς να κρύβω ή να σκεπάζω καθ’ οιονδήποτε τρόπο το κουρεμένο μου κεφάλι, εισήλθα γεμάτος χαρά σ’ αυτόν τον πολύ παλαιό σύλλογο (Kollegium), που είχε ήδη ιδρυθή στον καιρό του Σύλλα».

Ο Όσιρις είναι ο θεϊκός γυιός, σύζυγος και αδελφός της Ίσιδας, γι’ αυτό και σημαίνει αυτή η νέα μύηση, ότι έχει γίνει τώρα ο Λούκιος ο θεϊκός σύζυγος και γυιός της μεγάλης Μητέρας-θεάς. Ήταν βέβαια ήδη προηγουμένως αρνητικά κατειλημμένος απ’ τον Αιώνιο-έφηβο-θεό, έχει όμως αναπτυχθή τώρα τόσο πολύ (μακριά) η εξέλιξη, ώστε αναγνωρίζει: είναι α υ τ ό ς ο ίδιος ο θεός, ο αιώνιος γυιός της Μεγάλης Μητέρας (σ.σ.: Αυτό θυμίζει τα λόγια του Χριστού, στο κατά Ιωάννην ι΄ 34: «(εγώ είπα,) θεοί εστε»). Αναγνωρίζεται εδώ η θεϊκή όψη του ατόμου σε μια συμβολική μορφή. Αντιλαμβάνεται ο Λούκιος τη μεγαλύτερη, θεϊκή εσωτερική του ουσία. Αυτή είναι η πραγματοποίηση του Ταυτού. Η γνώση στη λατρεία της Ίσιδας σημαίνει την πραγματοποίηση της anima, ακολουθεί όμως τώρα η γνώση του Ταυτού, της ίδιας του της θεϊκής εσωτερικής φύσης. Η αξία της εμπειρίας, μέσα απ’ την οποίαν κατέχει τώρα μια θετική σχέση προς τη θεά, μπορεί να συναχθή απ’ την ζωή του. Μετά απ’ αυτήν την τελευταία μύηση αναγνωρίζει ο Λούκιος τον εαυτό του. Ως ένας θεός κι επίσης ως ένας υπηρέτης της θεϊκής αρχής, είναι και τα δυό, κύριος και υπηρέτης της ταυτόχρονα.

Έχει ήδη αναφερθή, ότι υπήρχε στον χριστιανισμό μια αναλογία προς τον μύθο του Όσιρι στη μορφή του κύκλου των παραδόσεων γύρω απ’ το Άγιο Δισκοπότηρο. Αφού είχε πεθάνει ο Χριστός στον Σταυρό, τον τοποθέτησαν σ’ έναν τάφο, που σφραγίστηκε με μιαν πέτρα. Όταν ήρθαν οι γυναίκες, να αλείψουν το σώμα, τους είπε ένας άγγελος, ότι ο Χριστός δεν ήταν πια εκεί, αλλ’ είχε αναστηθή. Σύμφωνα μ’ έναν θρύλο απ’ τον 2ο ή 3ο αιώνα, είδε ο Ιωσήφ απ’ την Αριμαθαία μιαν εμφάνιση του αναστάντος, που του παρέδωσε ένα γεμάτο με το αίμα του δοχείο και είπε, πως είχε εκλέξει αυτόν, τον Ιωσήφ, για να μεταφέρη περαιτέρω τη μυστική παράδοση και τη λατρεία του τάφου του. Εδώ είναι όπως στη λατρεία του Όσιρι το σύμβολο του νεκρού θεού ένα δοχείο, στο οποίο και περιέχονται το αίμα του κι η ουσία της ζωής του. Μεταβλήθηκε αργότερα ο θρύλος, και υπέθεταν, πως είχε χαθή το δοχείο, κολύμπησε στη θάλασσα και βγήκε στη στεριά σε μια συκιά στη Μασσαλία, όπου ανακαλύφθηκε και μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Fécamp. Μ’ αυτόν τον τρόπο έφτασε το άγιο δισκοπότηρο στη Γαλλία.

Έχουμε ξανά εδώ μιαν αναλογία προς τον μύθο του Όσιρι, προς το περιέχον τη θεϊκή ουσία δοχείο. Είναι το αρχετυπικό μοτίβο (θέμα) του ενσαρκωμένου Θεού, που θανατώνεται μετά από μια σύντομη ανθρώπινη ζωή (σ.μ.:!!!) και εξακολουθεί να ζη μετά στη βασική του ψυχική ουσία ως λείψανο αγίου σ’ ένα δοχείο˙ απ’ αυτό ακτινοβολεί αόρατα το πνεύμα του. Απ’ το ιερό δισκοπότηρο αντηχεί σύμφωνα με τον θρύλο μερικές φορές μια φωνή και βοηθά τους ιππότες στα έργα τους. Γιατί χρειαζόταν όμως μια τέτοια δευτερεύουσα παράδοση, αναρωτιέται κανείς, για να συμπληρωθή η ιδέα της χριστιανικής πίστης; Αν παρατηρήσουμε γενικότερα την ιστορία της θρησκείας, φαίνεται, ότι υπάρχουν σε πολλές θρησκείες φάσεις, στις οποίες έχουν διαπεραιωθή τα θρησκευτικά σύμβολα, στα οποία επρόκειτο αρχικά για ατομικές εμπειρίες, σε ιδρύσεις και σε συλλογικώς τηρούμενα τυπικά και λιτανείες. Ο Χριστός γ ν ω ρ ί σ θ η κ ε κατ’ αρχάς ως ο θεϊκός Θεάνθρωπος απ’ τον μικρόν κύκλο των Αποστόλων του. Ο Απόστολος Παύλος τον γνώρισε στο όραμά του˙ το γεγονός, ότι απλώθηκε τόσο γρήγορα ο χριστιανισμός, βασίζεται σε μεγάλην έκταση στα όνειρα και τα οράματα ξεχωριστών ατόμων. Οι περιγραφές απ’ την ζωή των μοναχών, των μαρτύρων και των αγίων διηγούνται π.χ. για μια μορφή μ’ ένα ένδυμα φωτός κι ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα στο κεφάλι ή για έναν υπερμεγέθη βοσκό. Δεν λεγόταν συχνά σε τέτοια όνειρα, ότι επρόκειτο για τον Χριστό, αλλ’ ερμηνεύονταν αμέσως κάθε θεϊκή αντρική μορφή ως ο Χριστός, η οποία και έγινε έτσι για τους άντρες φορέας όλων αυτών των οραμάτων του Ταυτού ή για τις γυναίκες ο θετικός animus.

Τον καιρόν αυτόν ήταν ακόμα ο Χριστός ένα ζωντανό αρχέτυπο, προς το οποίο εύρισκαν πολλοί άνθρωποι μέσα από προσωπική εσωτερική εμπειρία μια σχέση. Ήταν γι’ αυτούς ένα εμπειρικό θεϊκό όν, κάτι, που ζούσε και επενεργούσε ανάμεσά τους. Αργότερα έχασε το ζωντανό σύμβολο σε δύναμη φωτός, σε συγκίνηση και θεϊκότητα (Numinosität), που σημαίνει, πως γνώριζαν ολοένα και περισσότερο οι άνθρωποι μόνον πια απ’ την παράδοση, ότι υπήρχε ένας τέτοιος Θεός, αλλά δεν είχαν πια οι ίδιοι καμμιάν αίσθηση μιας σχέσης μαζί του. Προσεύχονταν βέβαια ακόμα με την παλιά μορφή, επειδή τους τη δίδασκαν, αλλά δεν μπορούσαν να μιλήσουν πια για μιαν προσωπική θρησκευτική εμπειρία. Αυτός είναι ο λόγος, γιατί είπε ο Νίτσε σε μιαν αποφασιστική στιγμή της ζωής του: «Ο Θεός είναι νεκρός». Δεν είναι όμως ούτε και τότε νεκρός, μόνον η ζωή του έγινε αόρατη, επιστρέφοντας στη μήτρα, απ’ όπου ήρθε, στην αναπαυόμενη στο ασυνείδητο αρχετυπική αρχική μορφή του˙ είναι στην κατάσταση αυτή ο εγκλεισμένος στο δοχείο της ψυχής θεός.

Μπορεί να πη άρα κανείς, ότι το στρογγυλό δοχείο συμβολίζει το μυστικό της ανθρώπινης Ψυχής (Psyche), που περιέχει την ζωντανή θεϊκή ουσία, που σημαίνει ένα ζωντανό θεϊκό κάτι, που δεν πεθαίνει ποτέ. Παρ’ όλο που τιμούν σε κάποιους καιρούς οι άνθρωποι τον Θεό και δεν πιστεύουν σε κάποιους άλλους σ’ αυτόν, υπάρχει πάντα αυτή η αρχετυπική ουσία που εξακολουθεί να ζη. Η μορφή του Χριστού κινδυνεύει σήμερα, να γίνη ένας νεκρός Θεός, όμως στον βαθμό που ενσαρκώνει ένα αρχέτυπο, είναι η μορφή του αθάνατη. Σημαίνει την εμπειρία μιας αρχετυπικής πραγματικότητας, και μ’ αυτήν την έννοια είναι αιώνια. Επιζή απ’ τον ίδιον του τον θάνατο μέσα από μιαν οπισθοχώρηση στη μήτρα της ασυνείδητης ανθρώπινης Ψυχής, απ’ την οποίαν ήρθε. Το δοχείο κι η θεϊκή ουσία μέσα του είναι το σύμβολο μιας ψυχολογικής στάσης και εμπειρίας, στην οποίαν κάθε τι το θρησκευτικό βιώνεται εσωτερικά στο άτομο και δεν παρατηρείται τίποτα πια στα εξωτερικά σχήματα. Δεν προβάλλεται τίποτα πια σε εικόνες ή τυπικά ή σε ένα εγκαθίδρυμα (μιαν εγκατάσταση). Έχει γίνει τότε ξανά η προσωπική, κυρίαρχη εμπειρία του κάθε ξεχωριστού ανθρώπινου όντος. Έχει επιστρέψει τη στιγμή αυτή ο νεκρός θεός στο δοχείο, απ’ το οποίο ξανάρχεται ως εκείνο, το οποίο ήταν πάντα, μια αθάνατη ψυχική πραγματικότητα. Γι’ αυτό και επέζησε το σύμβολο του δοχείου με την ουσία του Θεού και στον μεταγενέστερο χριστιανισμό. Όταν εγείρονταν κάποιες αμφιβολίες για τη μορφή του Χριστού, αφυπνίζονταν ξαφνικά όλοι οι θρύλοι στην ζωή, που γυρίζουν γύρω απ’ την ιδέα του Ιερού Δισκοπότηρου, απ’ όπου θα μπορούσε να προκύψη ένας αναπροσανατολισμός. Η Εκκλησία έβλεπε (όμως…) στις παραδόσεις για το Ιερό Δισκοπότηρο έναν ορισμένον κίνδυνο, λόγω του περιεχομένου εκεί ατομικού στοιχείου. Γι’ αυτό και καταπολέμησε για ένα χρονικό διάστημα αυτές τις ιδέες και τις χαρακτήρισε ως αιρετικές. Όμως επιζούσαν οι ιδέες στην αλχημεία και στις μυστικές κοινότητες όπως στους fedeli d’ amore (πιστούς; της αγάπης), μιαν ομάδα, στην οποίαν ανήκε ο Πετράρχης κι ίσως κι ο Δάντης.

Πόσο πολύ κατανοήθηκε όμως πράγματι σ’ αυτούς τους καιρούς, πως συμβολίζει την ασυνείδητη Ψυχή του ατόμου ή το άτομο ως δοχείο της θεότητας το κύπελλο του Γκραλ; Πόσο πολύ γνώριζε κανείς, πως είναι πράγματι το δοχείο, που περιέχει τον Θεό, το κάθε άτομο; Δεν μπορούμε να το κρίνουμε. Είχαν όμως τουλάχιστον μιαν υποψία οι ποιητές γι’ αυτό, όπως προκύπτει από κάποια απ’ τα γραπτά τους.

Ο μυστικός δρόμος του κόσμου της υπηρεσίας του ιπποτικού έρωτα, που μετέφερε παραπέρα τις ψυχικές εμπειρίες των αρχαίων μυστηρίων, έχει απ’ τον 17ο αιώνα πρακτικά εξαφανισθή. Έκαναν τόπο στον Διαφωτισμό, τον Ορθολογισμό και την επιστημονική και τεχνική εξέλιξη, που προετοίμασαν την κοινωνία, στην οποίαν ζούμε σήμερα. Καθώς όμως οι αρχετυπικές αξίες δεν μπορούν να πεθάνουν, εμφανίζονται στις μέρες μας σε αιρέσεις που θεριεύουν παντού, στο πάθος των ναρκωτικών, σε εσωτερικούς (esoterische) φανατισμούς (ενθουσιασμούς, εκστάσεις) κάθε νοητής μορφής.

Αναβίωσαν συγχρόνως αυτές οι μη ορθολογικές (irrational) αξίες, που έχουν εξαφανιστή τον καιρόν αυτόν απ’ τη συλλογική συνείδηση, σε απροσδόκητη μορφή ξανά μέσα απ’ τη γιουγκιανή ψυχολογία. Καθώς ήταν πρόθυμος ο Γιουνγκ, να κατέβη μέσα του και να συμβιβαστή με τις ασυνείδητες δυνάμεις («να λατρεύση τους κάτω και άνω θεούς»), έδειξε έναν δρόμο, πώς μπορεί να συναναστραφή κανείς μαζί τους. Χρειάζεται μια ισχυρή συνείδηση, που είναι ταυτόχρονα αρκετά ικανή για προσαρμογή και μετριόφρων, για να μπορή να αποδεχτή αυτό, που έχει να της πη το ασυνείδητο – οι θεοί -, για να πραγματοποιήση το θέλημα των θεών, του θεού που εκδηλώνεται σ’ αυτήν και να τεθή στην υπηρεσία του, χωρίς να ξεχάση τα ατομικά όρια της ανθρώπινής της φύσης.

Δεν άφησε να εγγράψουν χωρίς λόγο (μάταια) ο Γιουνγκ πάνω απ’ την πόρτα του σπιτιού του στο Küsnacht τα λόγια του αρχαίου χρησμού: «vocatus atque non vocatus deus aderit» (κεκλημένος ή μη κεκλημένος, θα είναι παρών ο Θεός). Ακόμα κι αν μας είναι ασυνείδητο, επιζή ο Θεός στο δοχείο της ψυχής μας, όπως στο δοχείο του Όσιρι ή του Γκραλ, απ’ τον ίδιον του τον θάνατο (σ.σ.: Οι υπαινιχθείσες μόνον εδώ σκέψεις έχουν αναπτυχθή λεπτομερώς στο βιβλίο της Μαρί-Λουίζε φον Φραντς, «Κ.Γκ.Γιουνγκ. Ο μύθος του στην εποχή μας» … 1996, Κεφάλαιο 14: Le cri de Merlin – Η κραυγή του Μέρλιν). Εναπόκειται σε μας, να είμαστε προσεχτικοί και να κάνουμε τόπο στην εξέλιξη, που θέλει να αποπερατωθή σε μας.

‘Ηταν πιο εύκολο να βρη ο αρχαίος ακόμα άνθρωπος αυτόν τον δρόμο απ’ ό,τι εμείς σήμερα, επειδή κατείχε ακόμα ο άνθρωπος - όπως βλέπουμε στο παράδειγμα του μυθιστορήματός μας - τη συμβολική της λατρείας των μυστηρίων, που του παρείχαν το βίωμα του ασυνείδητου και του Ταυτού. Δεν έχουμε πια αυτές τις εικόνες και είμαστε έτσι πολύ πιο απροστάτευτα αντιπαρατεθειμένοι με τις δυνάμεις του ασυνείδητου.

Ελπίζω, πως έχουν μεταδώσει αυτές οι συχνά μόνον υπαινιχθείσες ψυχολογικές ερμηνευτικές προσπάθειες  έ ν α  στον αναγνώστη : ότι είναι αυτό το μυθιστόρημα του Απουλήιου ένα υψηλής σημασίας «document humain» (ανθρώπινο ντοκουμέντο), που μπορεί να τοποθετηθή μάλιστα δίπλα στον «Φάουστ» του Γκαίτε. Οδηγεί μέσα στα βαθύτατα προβλήματα του δυτικού ανθρώπου και υποδηλώνει σε συμβολική μορφή εξελίξεις, τις οποίες πρέπει να επανεκτελέσουμε ακόμα πρώτα σήμερα στη συνείδηση.

                  Τ  Ε Λ Ο Σ

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου