Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Για την ιστορία του προβλήματος της φιλοσοφικής ανησυχίας με αφορμή ένα βιβλίο πάνω στον Βιττγκενστάιν

πηγή : http://scholarios.com/2008/04/10/wittgensteinangustia/

Η παρακάτω ομιλία ήταν να δοθεί, αλλά δεν δόθηκε, σε εκδήλωση στου Ελευθερουδάκη για το βιβλίο του Μιλτιάδη Θεοδοσίου «Η φιλοσοφία του Wittgenstein», εκδ. Ευρασία, 2007. Τελικά, διαβάστηκε μεταξύ φίλων σε ευφρόσυνη διάθεση. Αφιερωμένη στους Πέτρο Ράπτη, Γιάννη Νικολόπουλο και Δημήτρη Ραπτάκη που μού ‘καναν την τιμή νά’ ρθουν να την ακούσουν και δυστυχώς φύγαν απογοητευμένοι.

Καλησπέρα σας,

Κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω τις εκδόσεις Ευρασία και τον Μίλτο Θεοδοσίου που με κάλεσαν στην σημερινή εκδήλωση. Στην αρχή θα πω δυο λόγια για το βιβλίο του Θεοδοσίου. Κατόπιν θα κάνω μια σύντομη ιστορική περιοδολόγηση πάνω σε μια επιμέρους διάσταση της φιλοσοφίας του Βιττγκενστάιν.

Ο Βιττγκενστάιν εμφανίζεται συχνά σαν ο φιλόσοφος εκείνος ο οποίος επινόησε, όχι μια νέα φιλοσοφική θεωρία, αλλά ένα καινούργιο είδος φιλοσοφικής καταγγελίας. Εκεί που οι άλλοι φιλόσοφοι κατηγορούν τους αντιπάλους τους ότι υποπίπτουν σε φιλοσοφικά σφάλματα, ο Βιττγκενστάιν εμφανίζεται στο προσκήνιο φέρνοντας έναν νέο τύπο φιλοσοφικής μομφής. Οι αντίπαλοι του Βιττγκενστάιν δεν κάνουν λάθη, πάνε απλώς να πούνε αυτό που δεν λέγεται, τα λόγια τους είναι σκέτος θόρυβος, ανοησία.

Η κύρια ένσταση που απευθύνει ο Θεοδοσίου στην λεγόμενη ορθόδοξη ερμηνεία του Βιττγκενστάιν είναι πως, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της, τελικά παίρνει τον χαρακτήρα ενός νέου δογματισμού. Ο ορθόδοξος βιττγκενσταϊνικός επιμένει ότι δεν προσφέρει θεωρίες. Αυτό που προσφέρει είναι, λέει, μια μέθοδος για την απαλλαγή από την μεταφυσική αγωνία, από τα στραμπουλήγματα που γεννά η γλώσσα μας και η σαγήνη του βάθους πάνω στο νου μας.

Ο βιττγκενσταϊνικός ξεχωρίζει το νόημα από την ανοησία παρουσιάζοντάς μας υπομνήματα πάνω στο πώς χρησιμοποιούμε συνήθως την γλώσσα στην καθημερινή συμπεριφορά μας, εκεί που οι λέξεις και οι σκέψεις δεν γεννούν προβλήματα. Ο βιττγκενσταϊνικός δεν προσφέρει θεωρία, προσφέρει έναν χάρτη της γλώσσας μας, των γλωσσικών μας πρακτικών, έχοντάς έναν συγκεκριμένο πρακτικό σκοπό: την απαλλαγή από την μεταφυσική ανησυχία, την ταραχή που προκάλεσε η στραβή χρήση της γλώσσας μας. Σκοπός του βιττγκενσταϊνικού φιλοσόφου είναι, λέει, η θεραπεία από ένα άγχος, από ένα ερώτημα που μας βασανίζει, από μια διανοητική κράμπα, η οποία μας ταλαιπωρεί επειδή πλανηθήκαμε σχετικά με το πώς δουλεύει η γλώσσα μας και η γραμματική της, επειδή παρασυρθήκαμε από τον πόθο μας για βαθύτητα, για γενικότητα, ή πιο απλά, για θεωρητικολογία.

Ο βιττγκενσταϊνικός υποστηρίζει πως δεν έχει θεωρία. Έχει μονάχα αναπτύξει μια ορισμένη επιδεξιότητα στη χρήση της γλώσσας, έχει μια ευχέρεια στο να φέρνει παραδείγματα από την τρέχουσα χρήση των λέξεων. Το υλικό του δεν διαφέρει απ’ αυτό του γλωσσολόγου ή του φιλολόγου. Αυτό που διαφέρει, λέει, είναι μονάχα η πρόθεσή του, που είναι θεραπευτική. Στόχο του δεν έχει να φτάσει σε μια μεγάλη αλήθεια, διότι αυτός δεν έχει ανάγκη από μεγάλες αλήθειες. Ξέρει, λέει, πως αυτή η ανάγκη για βάθος και για γενίκευση προέρχεται μονάχα από την σαγήνη των λέξεων. Σκοπός του είναι ακριβώς να μας απαλλάξει απ’ αυτή την ανάγκη, όχι κηρύσσοντας υψηλές θεωρίες, αλλά απλώς υπενθυμίζοντάς μας πώς δουλεύουμε συνήθως με τις λέξεις στην καθημερινή μας ζωή.

Ο βιττγκενσταϊνικός έχει ένα κριτήριο, ένα σημάδι που του επιτρέπει να διακρίνει πότε περάσαμε τα όρια του νοήματος, πότε αρχίζει το πεδίο της ανοησίας: το σημάδι αυτό είναι η εμφάνιση ενός φιλοσοφικού προβλήματος. Το πρόβλημα αυτό συνοδεύεται από μια σύγχυση που την ακολουθεί μια ανησυχία, ένα εσωτερικό βάσανο, μια αγωνία, ή όπως λέει ο Βιττγκενστάιν, μια ντροπή. Τότε παρουσιάζεται ο βιττγκενσταϊνικός προτείνοντας την τεχνική του, που έχει ακριβώς σαν στόχο την θεραπεία απ’ αυτό το βάσανο.

Στη συζήτηση με τον μεταφυσικά προβληματισμένο φιλόσοφο, τον γλωσσαναλυόμενο όπως ονομάζεται στην ιδιόλεκτο αυτής της σχολής, ο βιττγκενσταϊνικός, δεν θα χρησιμοποιήσει θεωρήματα και θέσεις, θα ζητήσει μονάχα από τον γλωσσαναλυόμενο να του εκθέσει το πρόβλημά του. Έπειτα θα τον καθοδηγήσει, θα τον διδάξει όπως λένε, θυμίζοντάς του απλώς με ποιο τρόπο χρησιμοποιεί ο ίδιος αυτές τις λέξεις στην καθημερινή του κουβέντα, εκεί που τούτες δεν του προκαλούν κανένα πρόβλημα.

Μέσα από μια προσεχτική συζήτηση θα του δείξει, λέει, πώς παραπλανήθηκε κατά τη χρήση των λέξεων, διότι τις εφάρμοσε έξω από τα γλωσσικά παιχνίδια εντός των οποίων μονάχα έχουν νόημα. Θα του δείξει ότι το πρόβλημά του γεννήθηκε διότι ακριβώς παραβίασε την γραμματική της γλώσσας. Η φιλοσοφική του ταραχή είναι, λέει, απλώς το σύμπτωμα αυτής της παράβασης. Έχοντας δει πλέον ο ίδιος ο γλωσσαναλυόμενος την διαδρομή της πλάνης του μπορεί πια να απαλλαγεί από την ανησυχία του, όχι γιατί έλυσε το πρόβλημα, αλλά γιατί το πρόβλημα δεν υπάρχει πλέον γι’ αυτόν. Το φιλοσοφικό πρόβλημα, λέει, διαλύθηκε, «όπως η ζάχαρη μέσα στο τσάι».

Η κριτική του Θεοδοσίου ξεκινάει με την στιγμή της διαφωνίας μεταξύ γλωσσαναλυτή και γλωσσαναλυόμενου. Τι συμβαίνει όταν ο γλωσσαναλυόμενος αρνείται να δεχθεί τα υπομνήματα που του κομίζει ο γλωσσαναλυτής για την καθημερινή χρήση της γλώσσας; Ο ορθόδοξος βιττγκενσταϊνικός αξιώνει ότι δεν θεωρητικολογεί, εν τούτοις εμφανίζεται έχοντας μια προκατασκευασμένη θεωρία για το πότε υπάρχει νόημα και πότε ανοησία. Το ίδιο συμβαίνει και όταν είναι να δώσει εξηγήσεις πάνω στο τι κάνει, οπότε και θ’ αρχίσει να αναφέρεται σε γλωσσοπαίγνια, σε γραμματική της γλώσσας, στην γλωσσανάλυση ως θεραπεία, κ.λπ.

Πιο αιχμηρή γίνεται η κριτική του Θεοδοσίου απέναντι στην προειλημμένη απόφαση του ορθόδοξου βιττγκενσταϊνικού να θεωρεί πως το φιλοσοφικό πρόβλημα πρέπει κατ’ ανάγκην να ανήκει στο πεδίο της ανοησίας. Ο ορθόδοξος βιττγκενσταϊνικός σαν βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ έναν φιλοσοφικά προβληματισμένο άνθρωπο είναι βέβαιος πως το ερώτημα που τον απασχολεί συνιστά υποχρεωτικά μιαν ανοησία, πως δεν βγάζει νόημα, και πως αιτία του είναι η εσφαλμένη χρήση της γλώσσας. Ο Θεοδοσίου αντιτείνει πως μια τέτοια απριόρι γνωμάτευση συνιστά οπωσδήποτε μια γενικολογία, έναν δογματισμό. Γράφει: «Δεν έχει νόημα να επιμένουμε ότι κάτι είναι ανοησία, έτσι αφηρημένα, αν κανείς δεν το αναγνωρίζει ως ανοησία».

Η κατηγορία περί δογματισμού οδηγεί τον Θεοδοσίου, ακολουθώντας τους λεγόμενους Νέους Βιττγκενσταϊνικούς, σε μια σειρά μεθερμηνειών και εννοιολογικών μετατοπίσεων. Ο Θεοδοσίου θέλει να περιορίσει τις καθολικές αξιώσεις της γνωμάτευσης των ορθόξοδων βιττγκενσταϊνικών και επιμένει στην συγκεκριμένη, τοπική εφαρμογή. Ο βιττγκενσταϊνικός φιλόσοφος δεν μπορεί να ξεκινά όντας απριόρι πεπεισμένος ότι κατέχει μια καθολική διάγνωση και μια γενική μέθοδο για την διάλυση κάθε μεταφυσικού προβλήματος. Η βιττγκενσταϊνική τεχνική, λέει ο Θεοδοσίου, δεν είναι εκεί για να μετρήσει με προκατασκευασμένες μεζούρες την απόκλιση από την νομότυπη χρήση της γλώσσας.

Δύο είναι, κατά τη γνώμη μου, τα βασικά κεκτημένα που προκύπτουν απ’ το βιβλίο του Θεοδοσίου. Πρώτον, το φιλοσοφικό πρόβλημα δεν είναι εκ των προτέρων καταδικασμένο στην ανοησία. Ο Βιττγκενστάιν του Θεοδοσίου εμφανίζεται, ενδεχομένως, πρόθυμος να συζητήσει με την ιστορία της φιλοσοφίας. Δεύτερον, αναδεικνύεται το μοτίβο της φιλοσοφικής απορίας ως αιτίας του φιλοσοφείν. Γράφει ο Θεοδοσίου «το “ιδανικό” βιττγκενστιαϊνικό κείμενο φαίνεται να επικεντρώνεται σε εμπειρίες που προτάσσουν το ίδιο το φαινόμενο της φιλοσοφικής απορίας για μελέτη, που στρέφουν την προσοχή στην πηγή, τρόπον τινά, απ’ όπου η απορία γεννά περαιτέρω ερωτήσεις».

ΙΙ

Θα ήθελα τώρα να εκμεταλλευτώ τούτες τις παρατηρήσεις και να συζητήσω μερικά θέματα από την ιστορία της φιλοσοφίας πάνω στο ζήτημα της φιλοσοφικής απορίας, της ταραχής που γεννιέται απ’ τον φιλοσοφικό προβληματισμό.

Στην αρχαία φιλοσοφία η απορία εμφανίζεται με θετικό πρόσημο. Είναι το προαπαιτούμενο της φιλοσοφίας. Αυτό είναι το γνώρισμα του Σωκράτη: ο Σωκράτης απορεί και μάλιστα δημόσια. Συνδιαλέγεται με τους συμπολίτες του και μέσα απ’ την κουβέντα γεννιέται η απορία και στο δικό τους το νου. Η απορία αυτή είναι συχνά αφόρητη, γι’ αυτό και ο Σωκράτης φαντάζει τόσο ενοχλητικός. Στους πρώτους διαλόγους του Πλάτωνα, τους απορητικούς, η συζήτηση τελειώνει με ένα αδιέξοδο. Η σκέψη δεν μπορεί να ησυχάσει σ’ ένα ασφαλές συμπέρασμα, μένει στην ταραχή, την ανησυχία. Αυτός ο προβληματισμός είναι για τον Πλάτωνα το πρώτο στάδιο για την απαλλαγή από την δόξα, από την δοσμένη, επίπλαστη πεποίθηση. Θα ανακινήσει στο νου του φιλοσόφου την λησμονημένη γνώση του για το πραγματικό του πεπρωμένο. Θα τον οδηγήσει στην πραγματική γνώση, την σοφία.

Κανείς δεν πήρε το θέμα της φιλοσοφικής απορίας τόσο στα σοβαρά όσο ο Αριστοτέλης. Ίσως μάλιστα αυτό που κάνει συχνά τόσο κοπιώδη την ανάγνωση του αριστοτελικού έργου είναι η σχολαστική επιμέλεια με την οποία φροντίζει να καταγράψει τις υπό συζήτηση απορίες, να περιγράψει πώς γεννήθηκαν, να θυμίσει με ποιον τρόπο χρησιμοποιούνται καθημερινά οι λέξεις των προβλημάτων μας. Ο Αριστοτέλης γράφει ένα ολόκληρο βιβλίο που μόνο αντικείμενο έχει την ενδελεχή καταγραφή αποριών. Πρόκειται για το βιβλίο Β’ των Μετά τα Φυσικά. Όταν στο βιβλίο Ζ’, το ιδρυτικό κείμενο της ευρωπαϊκής οντολογίας, ορίζει πια τα πρόβλημά του, το περιγράφει ως το “ἀεὶ ζητούμενον” και “ ἀεὶ ἀπορούμενον”. Γράφει: «καὶ δὴ καὶ τὸ πάλαι τε καὶ νῦν καὶ ἀεὶ ζητούμενον καὶ ἀεὶ ἀπορούμενον, τί τὸ ὄν, τοῦτό ἐστι, τίς ἡ οὐσία».

Στον λατινόφωνο Μεσαίωνα αυτή η αιώνια απορία πάνω στο θεμελιώδες ερώτημα κάνει την επιστήμη του όντος να παρουσιάζεται ως scientia desiderata, ως η ποθούμενη επιστήμη. Το θέμα της ποθούμενης επιστήμης στην μεσαιωνική φιλοσοφία θα παίξει μείζονα ρόλο στην συγκρότηση ενός ρήγματος μεταξύ εγκόσμιας και αποκεκαλυμμένης σοφίας. Αφετηρία είναι τρεις αρχές προερχόμενες κατ’ ευθείαν από το έργο του Αριστοτέλη. Πρώτον, οι άνθρωποι από την φύση τους ποθούν την γνώση, φύσει ὀρέγονται εἰδέναι. Δεύτερον, τότε μόνο γνωρίζω πραγματικά κάτι, όταν γνωρίζω την αιτία του, το γιατί του. Τρίτον, η φύση δεν κάνει τίποτα εις μάτην.

Βασιζομένος σ’ αυτές τις αρχές, ο Θωμάς Ακινάτης καταλήγει στην ακόλουθη διαπίστωση. Οι άνθρωποι ποθούν από την φύση τους να μάθουν, όμως τότε μόνο θεωρούν ότι γνωρίζουν όταν γνωρίζουν το αίτιο. Όμως ο πόθος για γνώση δεν ικανοποιείται, όταν μάθεις ένα δευτερεύον ή ενδεχομενικό αίτιο. Αντιθέτως, ο πόθος δεν βρίσκει ικανοποίηση παρά μόνο όταν φτάσεις στην πρώτη αιτία. Η πρώτη αιτία όλων των πραγμάτων είναι ο Θεός. Επομένως, οι άνθρωποι από την φύση τους ποθούν να γνωρίσουν τον Θεό, σαν πρώτη αιτία όλων των πραγμάτων. Η φιλοσοφία διδάσκει ότι ο Θεός υπάρχει, δεν διδάσκει όμως την ουσία του. Δεν ξέρουμε τι είναι ο Θεός, ποιος είναι ο Θεός, παρά μόνον δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, όχι όμως πρόσωπον πρὸς πρόσωπον. Τούτο συμβαίνει επειδή μπορούμε να γνωρίζουμε τις ουσίες μονάχα των αισθητών όντων, όχι όμως του Θεού που είναι πέρα από την αίσθηση. Επομένως, ποθούμε από την φύση μας να γνωρίσουμε τον Θεό, αλλά η φύση μας μας εμποδίζει να τον γνωρίσουμε. Όμως, η φύση μηθὲν μάτην ποιεῖ. Εμφανίζεται λοιπόν, για τον Θωμά, μια σύγκρουση στο εσωτερικό της ίδιας μας της φύσης. Με μόνα τα φώτα της φιλοσοφίας το πνεύμα είναι καταδικασμένο στην angustia, με την έννοια της ανησυχίας, της απορίας, της δυσφορίας. Ζούμε μ’ ένα αίσθημα κενού, μετέωροι και ανικανοποίητοι.

Στην Κριτική του Καθαρού Λόγου ο Καντ πασχίζει να δείξει για ποιο λόγο είναι αδύνατη η μεταφυσική ως επιστήμη του απόλυτου, αυτού που είναι πέρα από κάθε εμπειρία και την ίδια στιγμία θεμέλιο όλων των εμπειρικών αντικειμένων. Ο Καντ βλέπει την μεταφυσική σαν μια ανεκρίζωτη ανάγκη του πεπερασμένου έλλογου όντος. Ο λόγος ζητά απ’ τον άνθρωπο να αναζητήσει το γιατί του κάθε πράγματος. Κάθε δεδομένο πράγμα πρέπει να παρουσιάστει μ’ έναν λόγο χάρη στον οποίο είναι έτσι κι όχι αλλιώς, που υπάρχει αντί να μην υπάρχει. Για τον ανθρώπινο λόγο δεν μπορεί να υπάρξει κάτι που απλά είναι έτσι όπως είναι, άνευ λόγου. Κάθε ύπαρξη πρέπει να εξηγηθεί. Τι σημαίνει όμως εξηγώ; Σημαίνει δίνω έναν λόγο που δείχνει πως το πράγμα είναι όπως είναι, γιατί δεν μπορούσε να είναι αλλιώς. Εξήγηση σημαίνει παρουσιάζω τα πράγματα ως αναγκαία.

Πάνω απ’ το μισό της Κριτικής του Καθαρού Λόγου είναι αφιερωμένο στο να δείξει ότι τούτη η ανάγκη υπάγεται υποχρεωτικά στο πεδίο της πλάνης. Τούτο συμβαίνει επειδή ο λόγος επιχειρεί να νομοθετήσει, να επιβάλει αναγκαιότητες, πάνω σ’ αυτό επί του οποίου δεν έχει καμία αρμοδιότητα. Ο λόγος στην προσπάθειά του νομοθετήσει επί του υπεραισθητού παγιδεύεται αναπόφευκτα σε αντινομίες, όπου ο κάθε λόγος έχει τον αντίλογό του, και κάθε αναγκαιότητα αναιρείται.

Όμως μέσα απ’ αυτή την πλάνη, λέει ο Καντ, ο άνθρωπος μπορεί να βγει κερδισμένος. Μέσα απ’ τις αντινομίες που οδηγήθηκε στο κυνήγι της αναγκαιότητας, ο άνθρωπος ανακαλύπτει μια νέα δύναμη, την οποία ο Καντ ονομάζει «άβυσσο του ανθρώπινου λόγου». Σύμφωνα με αυτήν ο άνθρωπος διατηρεί την δυνατότητα να αναιρεί την αναγκαιότητα οποιουδήποτε πράγματος του εμφανίζεται σαν αναγκαίο. Κάθε αναγκαιότητα διαλύεται μπροστά στον ανθρώπινο λόγο, ο οποίος διατηρεί την δύναμη να γκρεμίζει την αναγκαιότητα των πραγμάτων, κάνοντάς όλα να φαντάζουν ενδεχομενικά, μετέωρα.

Στο ίδιο πεδίο κινούνται και οι σκέψεις του Σέλινγκ πάνω στον δογματισμό. Το ζήτημα όμως μεταφέρεται από το θεωρητικό στο πρακτικό επίπεδο. Στις Επιστολές γύρω από τον Δογματισμό και την Κριτική Φιλοσοφία, ο Σέλινγκ υποστηρίζει πως ο δογματισμός χαρακτηρίζεται πρώτα απ’ όλα από τον στόχο του. Και ο στόχος αυτός είναι η ανάπαυλα, η ησυχία. Ο λόγος από την φύση του γεννά στον άνθρωπο μια ανησυχία, μια έγνοια, μια κινητικότητα. Η κινητικότητα αυτή δεν εκφράζεται μονάχα στην θεωρία, στην κριτική αναζήτηση δηλαδή, μα προπάντων στην πράξη. Γιατί ο λόγος εκθέτει στον άνθρωπο μια αποστολή, ένα πεπρωμένο, και αμέσως τον φέρνει στο εσωτερικό ενός αγώνα, ο οποίος θέτει τον άνθρωπο σε διακινδύνευση. Η διακινδύνευση γεννά την αγωνία, μια διαρκή ταραχή. Ο δογματισμός τώρα εμφανίζεται με την υπόσχεση μιας ανάπαυσης, μιας ξεγνοιασιάς, μιας ηθικής ξεκούρασης, πίσω στην αγκαλιά της φύσης, πίσω στην αγκαλιά του δήμου. Η ανησυχία, η ταραχή, η αγωνία, λέει ο Σέλινγκ, είναι το τίμημα της ανθρώπινης ελευθερίας, το τίμημα που έχει να πληρώσει ο άνθρωπος για να κρατήσει τον εαυτό του.
*****
Γνωρίζω πως οι παραπάνω σκέψεις ενδεχόμενως να εμφανίζονται παράκαιρες σε μια συζήτηση πάνω στην ερμηνεία του Βιττγκενστάιν. Ελπίζω να μη σας κούρασαν και να φάνηκαν κάπως ενδιαφέρουσες.

Σας ευχαριστώ πολύ

Σχόλιο: Ο Βιττγκενστάιν μοιάζει με ένα puer aeternus το οποίο αρνήθηκε την μεγαλοφυΐα του και την εκμηδένισε σε μια κοινή και βαρετή κοινωνία χωρίς νόημα. Αυτοκαταστράφηκε ακολουθώντας την αντίθετη πορεία του Saint-Exupery .

Aμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου