Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

ENRICO BERTI-ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (5)

Συνέχεια απο : ΚΥΡΙΑΚΗ, 14 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2010

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ

Βιβλία Α, α, Β, -Ι, ΙΙ, ΙΙΙ

Σ’ αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης αναφέρεται στα Φυσικά, και γι’ αυτό το λόγο πολύ σωστά η μεταφυσική τοποθετήθηκε μετά τα Φυσικά ۬ «Όπως έχουμε ήδη πει στα βιβλία μας της Φυσικής» (983 α 33), τονίζει, υπάρχουν τέσσερις τύποι αιτιών. Πραγματικά η διάσημη θεωρία των τεσσάρων αιτιών εκτίθεται στα Φυσικά, δεν είναι μια θεωρία της Μεταφυσικής. Όμως ανακαλείται στην Μεταφυσική, γιατί όμως; Διότι, για να μιλήσουμε για τις πρώτες αιτίες, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας πως υπάρχουν τέσσερα διαφορετικά γένη αιτιών κατασκευασμένα, η (α) υλική αιτία, η (β) τυπική (formale) αίτια, αυτό δηλ. που προσδιορίζει, αυτό που εξηγεί την ουσία, αυτό που μας λέει τι πράγμα είναι, αυτό που στη συνέχεια θα ονομαστεί επίσης και φόρμα. Έπειτα (γ) η επαρκής αιτία, (efficiente) ή κινητική αιτία, δηλ. αυτό που τις παράγει. Τα παραδείγματα του Αριστοτέλη είναι πολύ γνωστά: εάν υπολογίσουμε ένα άγαλμα, η υλική αιτία θα είναι το μάρμαρο ή ο χαλκός, η τυπική αιτία θα είναι το πορτραίτο ενός ανθρώπου ή μιας θεότητος, η επαρκής αιτία θα είναι ο γλύπτης ο καλλιτέχνης ή αυτός που κατασκεύασε το άγαλμα. Τέλος – λέει ο Αριστοτέλης – υπάρχει (δ) η τελική αιτία, δηλ. ο σκοπός εν όψει του οποίου το άγαλμα κατασκευάστηκε. Εάν είναι το άγαλμα μιας θεότητος, έγινε για να τοποθετηθεί σε έναν ναό και να χρησιμεύσει στη λατρεία εκείνης της θεότητος, ιδού μια εξήγηση. Όταν ομιλούμε για αιτίες, κατά τον Αριστοτέλη, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας όλες αυτές τις δυνατές σημασίες.

Η έννοια της αιτίας του Αριστοτέλη είναι πιο πλατειά από την έννοια που συναντάται στη σύγχρονη επιστήμη και φιλοσοφία. Η τελευταία διατήρησε από την Αριστοτελική έννοια της αιτίας, μόνον μία από τις τέσσερις σημασίες, δηλ. μόνον την επαρκή αιτία, ώστε, για τη μοντέρνα επιστήμη, γενικώς αιτία, είναι ένα γεγονός που προηγείται ενός άλλου γεγονότος (δηλ. το αποτέλεσμα) και το παράγει, προηγείται αυτού στο χρόνο που το παράγει.

Αυτή όμως είναι μια έννοια η οποία εφαρμόζεται μόνον σε εκείνην την έννοια που για τον Αριστοτέλη ήταν η επαρκής αιτία. Η οποία είναι πολύ σημαντική, για τον Αριστοτέλη, αλλά είναι ανεπαρκής. Για να γνωρίσουμε στ’ αλήθεια ένα πράγμα, πρέπει να θέσουμε το πρόβλημα όλων των δυνατών αιτίων του, να ερευνήσουμε όλες τις δυνατές εξηγήσεις του, ώστε να ερευνήσουμε το γιατί στην πιο πλατιά του σημασία, κάθε είδους γιατί, όχι μόνον ένα υλικό γεγονός παράγει ένα άλλο.

Σχετικά με τη θεωρία των τεσσάρων αιτίων, πρέπει να προσέξουμε, διότι πρόκειται για ένα σημείο το οποίο δεν είναι αρκετά ξεκαθαρισμένο, από τους ερμηνευτές. Οι τέσσερις αιτίες δεν είναι οι πρώτες αιτίες, και επομένως η αριστοτελική θεωρία των τεσσάρων αιτιών δεν είναι η Μεταφυσική του Αριστοτέλη, δεν είναι η επιστήμη των πρώτων αιτιών, είναι μία εισαγωγική συζήτηση, την οποία ο Αριστοτέλης αναπτύσσει στην Φυσική του, την οποία όμως πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας όταν ερευνούμε τις πρώτες αιτίες, διότι κάθε μια από αυτές τις τέσσερις αιτίες είναι ένα γένος αιτιών είναι ένας τύπος αιτίας. Αλλά στο εσωτερικό καθενός από αυτά τα τέσσερα γένη, πρέπει να ψάξουμε ποια είναι η πρώτη αιτία. Έτσι πρέπει να ψάξουμε μέσα στο γένος των υλικών αιτίων την πρώτη υλική αιτία, στο γένος των τυπικών αιτιών την πρώτη τυπική αρχή έπειτα την πρώτη επαρκή αιτία και την πρώτη τελική αιτία. Γι’ αυτό το ότι θυμηθήκαμε αυτά τα τέσσερα γένη, δεν σημαίνει ακόμη πως διακρίναμε ποιες είναι οι πρώτες αιτίες, διαφορετικά δεν θα υπήρχε η ανάγκη να γραφεί η Μεταφυσική, θα ήταν αρκετή η Φυσική, διότι η διάκριση των τεσσάρων γενών αιτίας υπήρχε ήδη στη Φυσική.

Ο Αριστοτέλης πάντως, πριν ασχοληθεί με τον καθορισμό των πρώτων αιτίων στο εσωτερικό αυτών των τεσσάρων γενών, αισθάνεται την ανάγκη να σιγουρευτεί ή να σιγουρέψει τους ακροατές του, πράγμα πιο πιθανό, πως αυτά τα τέσσερα γένη, είναι όλα όσα εμείς πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας, δηλ. πως πέρα από αυτά τα τέσσερα δεν υπάρχουν άλλα.

Και τι κάνει για να δώσει αυτή τη σιγουριά; Λέει: πάμε να δούμε τι έκαναν όσοι προηγήθηκαν από εμάς στην έρευνα των πρώτων αιτίων, δηλ. οι προηγούμενοι φιλόσοφοι. Έτσι τους ονομάζει ο Αριστοτέλης, οι πρώτοι φιλοσοφήσαντες (983 b 6) αυτοί που φιλοσόφησαν πρώτοι απ’ όλους.
Έτσι λοιπόν πριν από τον Αριστοτέλη υπήρξαν άλλοι φιλόσοφοι: η αρχή γίνεται συνήθως με τον Θαλή, τον Αναξίμανδρο, τον Αναξιμένη δηλ. με τη Σχολή της Μιλήτου, μετά ακολουθούν, ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης κ.λπ.

Αυτοί είναι οι Προσωκρατικοί, τους οποίους ακολουθούν οι σοφιστές, και ο Πλάτων. Είναι όμως ο Αριστοτέλης αυτός που αποφάσισε ότι εκείνοι υπήρξαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, αυτός τους καθορίζει, τους ταυτίζει με αυτούς που φιλοσόφησαν πριν, που ερεύνησαν πριν από αυτόν τις πρώτες αιτίες. Έτσι λοιπόν όταν εισάγει τον πρώτο εξ αυτών, τον Θαλή, ότι επρόκειτο για τον πρώτο δεν το είχε πει κανείς πριν τον Αριστοτέλη, είναι ο Αριστοτέλης που τον παρουσιάζει για πρώτη φορά σαν τον πρώτο όλων των φιλοσόφων, και τον παρουσιάζει με αυτήν την έκφραση: «ο εμπνευστής», ο Αρχηγός στα ελληνικά, αυτός που ξεκίνησε τις τοιαύτες φιλοσοφίες (983 b 20), το οποίο πρέπει να μεταφραστεί για όποιον γνωρίζει τα ελληνικά, μιας τέτοιας φιλοσοφίας, δηλ. αυτού του τύπου της φιλοσοφίας όχι της φιλοσοφίας γενικώς. Διότι δεν πρόκειται γενικώς περί φιλοσοφίας, δηλ. για οποιαδήποτε μορφή γνώσεως, διότι ενώ ο Αριστοτέλης ομιλεί για μια συγκεκριμένη μορφή γνώσεως, δηλ. «αυτή εδώ την φιλοσοφία», αυτήν την φιλοσοφία αυτού του τύπου, δηλ. εκείνη που ορίσαμε λίγο πριν σαν την επιστήμη των πρώτων αιτίων, των πρώτων αρχών.

Λοιπόν, ο εισηγητής αυτού του τύπου της φιλοσοφίας, υπήρξε ο Θαλής. Έτσι λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο, ο Αριστοτέλης ονομάζει τον Θαλή πρώτο φιλόσοφο, αυτόν που και εμείς κοινότυπα θεωρούμε ως τον πρώτο φιλόσοφο, και τον θεωρούμε τέτοιον λόγω αυτής της αποφάσεως του Αριστοτέλη, ο οποίος την ανακοινώνει στο πρώτο βιβλίο της Μεταφυσικής: λόγω του ξεκινήματος της φιλοσοφίας.

Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης εξηγεί πως εκείνοι που υπήρχαν πριν, δεν έκαναν φιλοσοφία, ήταν «θεολόγοι» όχι βεβαίως με τη μοντέρνα ονομασία του όρου, αλλά ήταν οι ποιητές οι οποίοι διηγούντο τους μύθους γύρω από τους θεούς, ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Φερεκύδης και όλοι εκείνοι οι ποιητές που ήταν, κατά μία έννοια, οι δημιουργοί της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, εκείνης στην οποία υπήρχαν οι διηγήσεις των θεών της ελληνικής θρησκείας, του Δία, του Κρόνου, της καταγωγής των θεών, της καταγωγής του κόσμου. Αυτοί όμως δεν ήταν φιλόσοφοι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ακόμη θεολόγοι δηλ. μυθοπλάστες, μυθολόγοι!

Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου