Συνέχεια από : ΤΡΙΤΗ, 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011
Το πως είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν κατά βούληση αυτοί οι κενοί τύποι-η διαλεκτική εν προκειμένω-μας το δείχνει με κλασσικό πια τρόπο, η κριτική ενασχόληση του νεαρού Μαρξ με τον Hegel. Τον ωριμάζοντα στοχαστή, όπως και τους υπόλοιπους νεαρούς εγελιανούς, στρίμωχνε το ερώτημα: “ποιο λοιπόν θα είναι το νέο(επερχόμενο) περιεχόμενο της παγκόσμιας ιστορίας, όταν πια το πνεύμα του κόσμου, μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφίας του Hegel, θα έχει πια επιτύχει τον στόχο του, δηλ θα έχει φτάσει στην γνώση του εαυτού του”74. Γι' αυτόν μάλιστα αποτελούσε πρόβλημα το πως “είναι δυνατόν να ζουν ακόμα άνθρωποι, βάσει μιας απόλυτης φιλοσοφίας.”75.Με την βοήθεια όμως της διαλεκτικής βρήκε μια (αναμενόμενη) διέξοδο. Χονδρικά μιλώντας, μετέφερε την φιλοσοφία του Hegel από την τρίτη, στην δεύτερη, δηλ την “αρνητική” φάση του σχεδίου της απολυτρώσεως.76 Όντας μακριά από το να είναι κατάληξη ή κορωνίδα συμφιλιώσεως, η διδασκαλία του Hegel, είναι μάλλον έκφραση ενός ακραίου ρήγματος της πραγματικότητας, και η οποία(διδασκαλία) απαιτεί την διαλεκτική άρση του ρήγματος. Ο Μαρξ γράφει στην διδακτορική του διατριβή(1840), με μια πλήρως εγελιανή ορολογία: “Με το κλείσιμο της φιλοσοφίας σε ένα τελειωμένο, ολοκληρωμένο κόσμο, ο προσδιορισμός αυτής της ολοκλήρωσης εξαρτάται από την ανάπτυξη της(φιλοσοφίας), με τον ίδιο τρόπο που(η φιλοσοφία) είναι προϋπόθεση της μορφής, την οποία λαμβάνει η κίνηση της προς μια πρακτική σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν η ολοκλήρωση του κόσμου είναι διχοτομημένη, και η διχοτόμηση αυτή μάλιστα έχει οδηγηθεί στα άκρα....Ο κόσμος λοιπόν είναι ένας διαρρηγμένος κόσμος, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με απόλυτη φιλοσοφία.77”. Υπάρχουν όμως στιγμές στην ιστορία, κατά τις οποίες η φιλοσοφία αφήνει την θεωρητική της στάση, και εισέρχεται στο κοσμικό γίγνεσθαι ως πρακτική δύναμη. Η φιλοσοφία του Hegel, η οποία έχει επεκταθεί προς τον κόσμο, πρέπει λοιπόν τώρα να στραφεί ενάντια στον εμφανιζόμενο κόσμο, ώστε να υπερβεί την ίδια της την αποξένωση.78
Η μετατροπή της διαλεκτικής, στην οποία ο νεαρός Μαρξ προβαίνει, έχει βέβαια μια αξιακή-πρακτική ή (αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω αυτή την κακομεταχειρισμένη λέξη) υπαρξιακή προϋπόθεση και αφορμή. Αυτή είναι η μετάβαση από μια θεωρητική σε μια δραστική-επαναστατική στάση. Ο γηράσκων Hegel κατενόησε την απολύτρωση κυρίως διανοητικά, με την έννοια της γνώσης, ως την επίτευξη δηλαδή της αυτοσυνειδησίας του πνεύματος μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφίας. Στον Μαρξ από την άλλη, επανεμφανίζεται η ελπίδα για μια επί γης πραγματοποίηση της “Βασιλείας του Θεού”, την οποία είχε διοχετεύσει στην σκέψη του νεαρού Hegel η εσχατολογία των “Σουαβών πατέρων”: “Αυτό που ήταν εσωτερικό φως, θα γίνει φωτιά(που κατακαίει) η οποία στρέφεται προς τα έξω. Προκύπτει λοιπόν ως συνέπεια το γεγονός πως, ενώ ο κόσμος γίνεται φιλοσοφικός, η φιλοσοφία γίνεται ταυτόχρονα κοσμική, δηλαδή πραγμάτωση της είναι ταυτόχρονα και απώλεια της”79. Η “διχοτόμηση” του κόσμου, η διάσπαση του δηλ σε μια ολοκληρωμένη και με τον εαυτό της ενωμένη φιλοσοφία από την μια, και σε μια πραγματικότητα η οποία αντιτίθεται στην φιλοσοφία αυτή και βρίσκεται και σε αντίθεση με τον εαυτό της, θα πρέπει να αρθεί διαλεκτικά μέσω της πρακτικής επανένωσης της διάνοιας με την πραγματικότητα.
Η στροφή από τον στοχασμό στην πράξη, συνδέεται με την στροφή από μια θεολογική-μεταφυσική σκέψη προς μια φαινομενικά αντιμεταφυσική και αντιθρησκευτική ανθρωπολογία, όπως την είχε πραγματοποιήσει ο Feuerbach. Η ανθρωπολογία του Μαρξ, όπως και του Feuerbach, ενώ έχει την πρόθεση να είναι καθαρά επιστημονική και εκ του κόσμου(να μην είναι δηλ από το επέκεινα), βρίσκεται κάτω από την εξουσία των γνωστικιστικών-αποκαλυπτικών διδασκαλιών περί απολυτρώσεως.
Αυτό γίνεται σαφές στην μαρξιστική ερμηνεία του ιστορικού-κοινωνικού γίγνεσθαι, και ιδιαιτέρως στην ερμηνεία της οικονομικής ανάπτυξης, ως ενός δράματος της αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου, που συμβαίνει στον δρόμο προς την υπέρβαση της αυτοαποξένωσης του. Όπως και στην ήδη διαπραγματευθείσα αποστασιοποίηση του από τον Hegel, έτσι και εδώ, ο Μαρξ μεταφέρει τον διαλεκτικό ρυθμό της απολυτρώσεως από την περιοχή του θεωρητικού, στην περιοχή της κοινωνικής πράξης, και τον βάζει στην υπηρεσία δικών του ηθικών και πολιτικών στόχων. Το θεμελιώδες όμως μοντέλο, βάσει του οποίου ο Hegel είχε κατανοήσει την ιστορία ως θεοφάνεια, ως αυτοκένωση του πνεύματος στην χρονικότητα, και ως επιστροφή της κένωσης στο απόλυτο υποκείμενο-αντικείμενο, παραμένει απαράλλακτο. Ενώ όμως για τον Hegel, η κένωση είναι το γεγονός όπου η θεϊκή αρχή γίνεται πεπερασμένη και χρονική, πράγμα αναγκαίο για την σωτηρία, και λαμβάνει χώρα στον αντικειμενικό ιστορικό κόσμο, η κένωση για τον Μαρξ συνίσταται στο ότι ο άνθρωπος καταλήγει να εξαρτάται από τα προϊόντα της εργασίας του. Η εξάρτηση αυτή κορυφώνεται στον καπιταλισμό, και οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια της αληθινής του ουσίας80: “Το αντικείμενο, το οποίο παράγει η εργασία, το προϊόν της, της αντιπαρατίθεται ως ένα ξένο πλάσμα, ως μια εξουσία ανεξάρτητη από τον παραγωγό της. Το προϊόν της εργασίας είναι η εργασία, η οποία δεσμεύεται σε ένα αντικείμενο, είναι δηλαδή η εργασία που έγινε αντικείμενο. Η πραγματοποίηση της εργασίας είναι η αντικειμενοποίηση της. Αυτή η πραγματοποίηση της εργασίας εμφανίζεται στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας ως κατάργηση του εργάτη, η αντικειμενοποίηση ως απώλεια και δουλεία, η απόκτηση ως αποξένωση, ως κένωση...Όλες αυτές οι συνέπειες βρίσκονται στον προκαθορισμό αυτό, ότι δηλ ο εργάτης φέρεται προς το προϊόν της εργασίας του ως προς ένα ξένο αντικείμενο.”81 Η συνεχής όμως ενίσχυση της αποξένωσης στην καπιταλιστική οικονομία, η εξαθλίωση και η απάνθρωπη κατάσταση της αυξανόμενης μάζας του προλεταριάτου, οδηγεί ταυτόχρονα, με μια διαλεκτικά νομοτέλεια, στην άρση της αυτοαποξένωσης εντός της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας.82
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Το πως είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν κατά βούληση αυτοί οι κενοί τύποι-η διαλεκτική εν προκειμένω-μας το δείχνει με κλασσικό πια τρόπο, η κριτική ενασχόληση του νεαρού Μαρξ με τον Hegel. Τον ωριμάζοντα στοχαστή, όπως και τους υπόλοιπους νεαρούς εγελιανούς, στρίμωχνε το ερώτημα: “ποιο λοιπόν θα είναι το νέο(επερχόμενο) περιεχόμενο της παγκόσμιας ιστορίας, όταν πια το πνεύμα του κόσμου, μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφίας του Hegel, θα έχει πια επιτύχει τον στόχο του, δηλ θα έχει φτάσει στην γνώση του εαυτού του”74. Γι' αυτόν μάλιστα αποτελούσε πρόβλημα το πως “είναι δυνατόν να ζουν ακόμα άνθρωποι, βάσει μιας απόλυτης φιλοσοφίας.”75.Με την βοήθεια όμως της διαλεκτικής βρήκε μια (αναμενόμενη) διέξοδο. Χονδρικά μιλώντας, μετέφερε την φιλοσοφία του Hegel από την τρίτη, στην δεύτερη, δηλ την “αρνητική” φάση του σχεδίου της απολυτρώσεως.76 Όντας μακριά από το να είναι κατάληξη ή κορωνίδα συμφιλιώσεως, η διδασκαλία του Hegel, είναι μάλλον έκφραση ενός ακραίου ρήγματος της πραγματικότητας, και η οποία(διδασκαλία) απαιτεί την διαλεκτική άρση του ρήγματος. Ο Μαρξ γράφει στην διδακτορική του διατριβή(1840), με μια πλήρως εγελιανή ορολογία: “Με το κλείσιμο της φιλοσοφίας σε ένα τελειωμένο, ολοκληρωμένο κόσμο, ο προσδιορισμός αυτής της ολοκλήρωσης εξαρτάται από την ανάπτυξη της(φιλοσοφίας), με τον ίδιο τρόπο που(η φιλοσοφία) είναι προϋπόθεση της μορφής, την οποία λαμβάνει η κίνηση της προς μια πρακτική σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν η ολοκλήρωση του κόσμου είναι διχοτομημένη, και η διχοτόμηση αυτή μάλιστα έχει οδηγηθεί στα άκρα....Ο κόσμος λοιπόν είναι ένας διαρρηγμένος κόσμος, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με απόλυτη φιλοσοφία.77”. Υπάρχουν όμως στιγμές στην ιστορία, κατά τις οποίες η φιλοσοφία αφήνει την θεωρητική της στάση, και εισέρχεται στο κοσμικό γίγνεσθαι ως πρακτική δύναμη. Η φιλοσοφία του Hegel, η οποία έχει επεκταθεί προς τον κόσμο, πρέπει λοιπόν τώρα να στραφεί ενάντια στον εμφανιζόμενο κόσμο, ώστε να υπερβεί την ίδια της την αποξένωση.78
Η μετατροπή της διαλεκτικής, στην οποία ο νεαρός Μαρξ προβαίνει, έχει βέβαια μια αξιακή-πρακτική ή (αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω αυτή την κακομεταχειρισμένη λέξη) υπαρξιακή προϋπόθεση και αφορμή. Αυτή είναι η μετάβαση από μια θεωρητική σε μια δραστική-επαναστατική στάση. Ο γηράσκων Hegel κατενόησε την απολύτρωση κυρίως διανοητικά, με την έννοια της γνώσης, ως την επίτευξη δηλαδή της αυτοσυνειδησίας του πνεύματος μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφίας. Στον Μαρξ από την άλλη, επανεμφανίζεται η ελπίδα για μια επί γης πραγματοποίηση της “Βασιλείας του Θεού”, την οποία είχε διοχετεύσει στην σκέψη του νεαρού Hegel η εσχατολογία των “Σουαβών πατέρων”: “Αυτό που ήταν εσωτερικό φως, θα γίνει φωτιά(που κατακαίει) η οποία στρέφεται προς τα έξω. Προκύπτει λοιπόν ως συνέπεια το γεγονός πως, ενώ ο κόσμος γίνεται φιλοσοφικός, η φιλοσοφία γίνεται ταυτόχρονα κοσμική, δηλαδή πραγμάτωση της είναι ταυτόχρονα και απώλεια της”79. Η “διχοτόμηση” του κόσμου, η διάσπαση του δηλ σε μια ολοκληρωμένη και με τον εαυτό της ενωμένη φιλοσοφία από την μια, και σε μια πραγματικότητα η οποία αντιτίθεται στην φιλοσοφία αυτή και βρίσκεται και σε αντίθεση με τον εαυτό της, θα πρέπει να αρθεί διαλεκτικά μέσω της πρακτικής επανένωσης της διάνοιας με την πραγματικότητα.
Η στροφή από τον στοχασμό στην πράξη, συνδέεται με την στροφή από μια θεολογική-μεταφυσική σκέψη προς μια φαινομενικά αντιμεταφυσική και αντιθρησκευτική ανθρωπολογία, όπως την είχε πραγματοποιήσει ο Feuerbach. Η ανθρωπολογία του Μαρξ, όπως και του Feuerbach, ενώ έχει την πρόθεση να είναι καθαρά επιστημονική και εκ του κόσμου(να μην είναι δηλ από το επέκεινα), βρίσκεται κάτω από την εξουσία των γνωστικιστικών-αποκαλυπτικών διδασκαλιών περί απολυτρώσεως.
Αυτό γίνεται σαφές στην μαρξιστική ερμηνεία του ιστορικού-κοινωνικού γίγνεσθαι, και ιδιαιτέρως στην ερμηνεία της οικονομικής ανάπτυξης, ως ενός δράματος της αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου, που συμβαίνει στον δρόμο προς την υπέρβαση της αυτοαποξένωσης του. Όπως και στην ήδη διαπραγματευθείσα αποστασιοποίηση του από τον Hegel, έτσι και εδώ, ο Μαρξ μεταφέρει τον διαλεκτικό ρυθμό της απολυτρώσεως από την περιοχή του θεωρητικού, στην περιοχή της κοινωνικής πράξης, και τον βάζει στην υπηρεσία δικών του ηθικών και πολιτικών στόχων. Το θεμελιώδες όμως μοντέλο, βάσει του οποίου ο Hegel είχε κατανοήσει την ιστορία ως θεοφάνεια, ως αυτοκένωση του πνεύματος στην χρονικότητα, και ως επιστροφή της κένωσης στο απόλυτο υποκείμενο-αντικείμενο, παραμένει απαράλλακτο. Ενώ όμως για τον Hegel, η κένωση είναι το γεγονός όπου η θεϊκή αρχή γίνεται πεπερασμένη και χρονική, πράγμα αναγκαίο για την σωτηρία, και λαμβάνει χώρα στον αντικειμενικό ιστορικό κόσμο, η κένωση για τον Μαρξ συνίσταται στο ότι ο άνθρωπος καταλήγει να εξαρτάται από τα προϊόντα της εργασίας του. Η εξάρτηση αυτή κορυφώνεται στον καπιταλισμό, και οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια της αληθινής του ουσίας80: “Το αντικείμενο, το οποίο παράγει η εργασία, το προϊόν της, της αντιπαρατίθεται ως ένα ξένο πλάσμα, ως μια εξουσία ανεξάρτητη από τον παραγωγό της. Το προϊόν της εργασίας είναι η εργασία, η οποία δεσμεύεται σε ένα αντικείμενο, είναι δηλαδή η εργασία που έγινε αντικείμενο. Η πραγματοποίηση της εργασίας είναι η αντικειμενοποίηση της. Αυτή η πραγματοποίηση της εργασίας εμφανίζεται στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας ως κατάργηση του εργάτη, η αντικειμενοποίηση ως απώλεια και δουλεία, η απόκτηση ως αποξένωση, ως κένωση...Όλες αυτές οι συνέπειες βρίσκονται στον προκαθορισμό αυτό, ότι δηλ ο εργάτης φέρεται προς το προϊόν της εργασίας του ως προς ένα ξένο αντικείμενο.”81 Η συνεχής όμως ενίσχυση της αποξένωσης στην καπιταλιστική οικονομία, η εξαθλίωση και η απάνθρωπη κατάσταση της αυξανόμενης μάζας του προλεταριάτου, οδηγεί ταυτόχρονα, με μια διαλεκτικά νομοτέλεια, στην άρση της αυτοαποξένωσης εντός της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας.82
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Μια πρόταση απο το κειμενο, τα λέει όλα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟλη η τραγωδια της Δύσης σε μια φράση:
"Ο γηράσκων Hegel κατενόησε την απολύτρωση κυρίως ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΑ, με την έννοια της ΓΝΩΣΗΣ, ως την επίτευξη δηλαδή της αυτοσυνειδησίας του πνεύματος μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφίας"
Μυρμιδόνας