πηγή : Αντίφωνο
Λάκης Προγκίδης*
Τρεις είναι κατά τη γνώμη μου οι σημαντικές χρονολογίες που σημαδεύουν τη ζωή του έργου του Παπαδιαμάντη στη διάρκεια των εκατό χρόνων από το θάνατό του: 1941, 1981 και 2007.
Το 1941 το περιοδικό Νέα Εστία αφιερώνει στον Παπαδιαμάντη το χριστουγεννιάτικο τεύχος του. Πρώτα κατοχικά Χριστούγεννα. Η Ελλάδα ρημαγμένη, θανάσιμα πληγωμένη από το κατακτητικό μένος της ναζιστικής Γερμανίας. Και, με την ευκαιρία αυτού του αφιερώματος, πρώτο πανελλήνιο συλλαλητήριο. Πρώτος πανεθνικός ξεσηκωμός. Πριν καν κλείσει χρόνος από την υποδούλωση. Στα τριάντα χρόνια από το θάνατο του μεγάλου μας συγγραφέα, όλος ο πνευματικός και καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας τον θυμάται και τον τιμά. Από τον Σικελιανό μέχρι τον Λουντέμη και τον Βαλέτα, από τον Μερλιέ μέχρι τον Σβώλο, από τον Τσάτσο μέχρι τον Άγρα, τον Θεοδωρακόπουλο και τον Καραγάτση. Σύνολο σαράντα έξι. Όσο για το λόγο μιας τέτοιας σύμπνοιας, αρκεί νομίζω το παρακάτω απόσπασμα από τον ολιγόλογο πρόλογο του Πέτρου Χάρη:
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πέθανε τις πρώτες ημέρες του 1911. Δεν τον ξεχάσαμε ούτε μια στιγμή, δεν τον υποτιμήσαμε στο παραμικρό, δεν αφαιρέσαμε λέξη από τα εγκώμια που του έπλεξε η γενεά του. Και τα τριάντα χρόνια που πέρασαν, χρόνια μεγάλων γεγονότων, αλλά και συμφορών για την Ελλάδα, κι αυτή ακόμα η σημερινή κρίσιμη για το Έθνος στιγμή, όχι μόνο δεν κρατούν σε απόσταση τον Παπαδιαμάντη, αλλά προκαλούν μια νοσταλγία, μιαν ανάγκη: να πάμε όσο γίνεται πιο κοντά του, ν’ ακούσουμε τον ήρεμο και βαθύτατα παρηγορητικό λόγο του, αλλά και να επικοινωνήσουμε με μιαν από τις πιο γνήσιες εθνικές δυνάμεις κι από κει να πάρουμε θάρρος κι αισιοδοξία.
Με το μνημόσυνο του 1941 της Νέας Εστίας υπογράφτηκε θα έλεγα ένα κρυφό συμβόλαιο ανάμεσα στο Έθνος και τον Παπαδιαμάντη: κάθε φορά που θα μας έβρισκε το κακό, όπως είπε αργότερα ο Ελύτης, θα έπρεπε να προσφεύγουμε στο έργο του για ν’ αντλούμε «θάρρος κι αισιοδοξία».
Πρώτη προϋπόθεση για να προσφύγουμε σ’ ένα έργο είναι η ύπαρξή του, η υλική εννοώ ύπαρξή του. Γι’ αυτό θεωρώ το 1981 σαν τη δεύτερη μεγάλη στιγμή για τη θέση που κατέχει σήμερα ο Παπαδιαμάντης στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Το 1981 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δόμος, σε επιμέλεια Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, ο πρώτος τόμος των Απάντων. Πρόκειται για έναν εκδοτικό και φιλολογικό άθλο, ο οποίος όχι μόνο μας επέτρεψε ν’ απολαύσουμε το έργο στην πιο γνήσια δυνατή μορφή του, αλλά αποτέλεσε και το κύριο κίνητρο και την κύρια πηγή ανανέωσης του ενδιαφέροντος του κοινού και των κριτικών για την αδιάλειπτη γοητεία του συγγραφέα των Ρόδινων ακρογιαλιών. Από το 1981 και ύστερα, και κυρίως χάρη στις πρωτοβουλίες και τις προσπάθειες του εκδότη Δημήτρη Μαυρόπουλου και του επιμελητή, οι παπαδιαμαντικές σπουδές γνώρισαν στη χώρα μας μιαν άνθιση χωρίς προηγούμενο και, το πιο ουσιαστικό, στάθηκαν πολλές φορές αφορμή έντονων συζητήσεων γύρω από την πραγματική αξία του έργου του Παπαδιαμάντη. Και, όπως συμβαίνει πάντα με όλους τους μείζονες καλλιτέχνες, έτσι και με τον Παπαδιαμάντη, οι όποιες διαφορές και συγκρούσεις ανάμεσα στους κριτικούς του τον βοήθησαν να καθιερωθεί σαν ένας από τους κορυφαίους μας λογοτέχνες και στη συνείδηση των αναγνωστών και στα μυαλά των ανθρώπων που ορίζουν κατά κάποιο τρόπο την πνευματική και λογοτεχνική μας ζωή.
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά την έκδοση του Δόμου, εάν με ρωτούσε κάποιος τί το πραγματικά μεγάλο κάναμε σαν λαός στο χώρο της τέχνης όλ’ αυτά τα χρόνια, θ’ απαντούσα, και ζυγίζω πολύ καλά τα λόγια μου, τίποτα εκτός από τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη. Εκφέρω τούτη τη κρίση δίχως ίχνος ειρωνείας ή απογοήτευσης. Πουθενά αλλού δεν έγινε κάτι το μεγάλο και συγκλονιστικό, πουθενά σε όλο τον κόσμο δεν εμφανίστηκε κάποιο έργο τέχνης ικανό ν’ αναχαιτίσει την ορμή της ψυχής μας προς το γρήγορο και εύκολο χρήμα (θα επανέλθω), ώστε να νιώθουμε, εμείς οι Έλληνες, σε μειονεκτική θέση. Το είπε και το έγραψε πολλές φορές ο Καστοριάδης: στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα οι δυτικές λεγόμενες κοινωνίες μπήκαν, όσον αφορά την ικανότητά τους για δημιουργία, σε φάση παρατεταμένης νέκρωσης. Όχι ότι δεν γράφονται μεγάλα και σημαντικά έργα, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα, αλλά, πώς να το πω, δεν βαραίνουν, δεν μας συνθλίβουν, δεν μας ταράζουν. Έρχονται και παρέρχονται κι αυτά μαζί με τ’ άλλα, τα μυριάδες, τα μικρά και ασήμαντα. Ίσως λοιπόν σε τέτοιες περιόδους η μεγαλύτερη προσφορά στο χώρο της δημιουργίας να μη μπορεί να είναι άλλη από αυτή της διάσωσης και της διαφύλαξης της παπαδιαμαντικής κιβωτού. Περιμένοντας αυτόν ή αυτούς που θα την ανοίξουν.
Και έρχομαι έτσι στην τρίτη μεγάλη χρονολογία: 2007. Ακόμα και από εκείνους που ασχολούνται συστηματικά με το έργο του Παπαδιαμάντη δεν έγινε αντιληπτή η τεράστια σημασία τούτης της χρονιάς. Και όμως θα έπρεπε. Γιατί; Διότι το 2007 κυκλοφορεί στ’ αγγλικά, από τις εκδόσεις Denise Harvey, ο πρώτος τόμος διηγημάτων του Παπαδιαμάντη. Όπως μας πληροφορούν οι εκδότες και επιμελητές, Denise Harvey και Λάμπρος Καμπερίδης, πρόκειται για τον πρώτο από τους τρείς προγραμματισμένους τόμους όπου θα περιλαμβάνονται τα περισσότερα από τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται ο Παπαδιαμάντης. Μεταφράσεις του υπάρχουν και συνεχίζουν να γίνονται σε πολλές γλώσσες. Για πρώτη φορά όμως η μετάφραση του Παπαδιαμάντη αντιμετωπίζεται σαν έργο μακρόπνοο και συλλογικό με την συμμετοχή συγγραφέων και μεταφραστών Ελλήνων και ξένων.
Θεωρώ ότι αυτή η έκδοση έχει τεράστια σημασία για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, ξεπερνιέται έμπρακτα ο σκόπελος που ορθώθηκε στη διάδοση του παπαδιαμαντικού έργου εξ αιτίας της μέχρι χθες κυρίαρχης στη χώρα μας άποψης ότι ο Παπαδιαμάντης (μας) είναι αμετάφραστος. Αμετάφραστος, ισχυρίζονται οι εκπρόσωποι αυτής της άποψης, γιατί είναι αδύνατο η όποια άλλη γλώσσα να συλλάβει και ν’ αποδώσει τη μαγεία και την ποίηση του ιδιαίτερου γλωσσικού του ύφους. Και αμετάφραστος επίσης γιατί τα θέματά του, ζυμωμένα με τα ελληνικά ήθη και έθιμα και με την ορθόδοξη παράδοση, δεν μπορούν να κινήσουν το ενδιαφέρον των ξένων. Ποιος λογικός άνθρωπος δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά αυτά τα επιχειρήματα; Ποιός δεν θα παραδεχόταν τις απέραντες δυσκολίες που παρουσιάζει η μετάφραση έστω και μιας παραγράφου του Παπαδιαμάντη; Και ποιος στ’ αλήθεια δεν θα σκεφτόταν ότι τα καθ’ ημάς γραΐδια, ξωκκλήσια και λοιπά υπαίθρια πανηγύρια δεν είναι εξαγώγιμες λογοτεχνικές αξίες; Πράγματι, έτσι έχει η κατάσταση. Και λοιπόν; Άλλο πράγμα η δυσκολία, άλλο πράγμα η δοκιμή και η επιμονή. Το έργο που οραματίστηκαν η Denise Harvey και ο Λάμπρος Καμπερίδης και του οποίου έχουμε το πρώτο δείγμα, βάζει ακριβώς το θέμα της μετάφρασης του Παπαδιαμάντη στο δρόμο της απόπειρας, της επίπονης και μακροπρόθεσμης προσπάθειας, στον μόνο νομίζω δρόμο που αρμόζει σε όλους τους μεγάλους συγγραφείς. Οι γνώσεις μου των αγγλικών δεν είναι αρκετές, για να κρίνω σε βάθος το αποτέλεσμα. Μπορώ όμως να καταλάβω ότι η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δεν ισοπεδώθηκε και ότι οι λύσεις που προκρίθηκαν φανερώνουν βασανιστική αναζήτηση και τόλμη. Όσο τώρα για την περίφημη άγνοια των ξένων των ελληνικότατών μας παραδόσεων –και ανάθεμα κι αν τις ζει πια ο σημερινός Έλληνας–, το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι μεταφραστές αυτού του τόμου είναι ξένοι σημαίνει ολοκάθαρα ότι το έργο του Παπαδιαμάντη δεν περιορίζεται στη θεματική του και ότι η τέχνη του έχει τη δύναμη να συγκινήσει και τον μη Έλληνα αναγνώστη.
Ο δεύτερος λόγος που με κάνει να συγκαταλέγω το μεταφραστικό εγχείρημα των Harvey-Καμπερίδη στα γεγονότα που συνεισφέρουν κατά τρόπο καθοριστικό στην προσπάθεια της παγκόσμιας καταξίωσης του παπαδιαμαντικού έργου έχει ακριβώς σχέση με τον ξένο αναγνώστη. Για πρώτη φορά μια μετάφραση του Παπαδιαμάντη ξεφεύγει από τα στενά όρια τα οποία επιβάλλουν το προσωπικό γούστο, η καλώς εννοούμενη περιέργεια για τις ξένες λογοτεχνίες και τα εκδοτικά συμφέροντα. Για πρώτη φορά μια τέτοια πρωτοβουλία φαίνεται να στηρίζεται στην πεποίθηση, την οποία συμμερίζομαι απόλυτα, ότι ο ξένος αναγνώστης έχει ανάγκη από την τέχνη του Παπαδιαμάντη όσο και ο Έλληνας, και ότι η ικανοποίηση αυτής της ανάγκης αποτελεί καθήκον όλων όσων πιστεύουν ότι ο Παπαδιαμάντης ανήκει στη χορεία των κλασσικών της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το σύντομο βιογραφικό σημείωμα, η απλή και βαθύτατα διαφωτιστική εισαγωγή του Λάμπρου Καμπερίδη, οι λιγοστές αλλά καίριες σημειώσεις, οι επεξηγήσεις που είναι πράγματι απαραίτητες, το γλωσσάρι, ο χάρτης της Σκιάθου με όλα τα τοπωνύμια των διηγημάτων, το ίδιο το αντικείμενο, το βιβλίο σαν βιβλίο, με το υπέροχα λιτό εξώφυλλο, την τέλεια βιβλιοδεσία και την καλαίσθητη και προσεγμένη μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια τυπογραφική εμφάνιση, ναι, όλ’ αυτά μαζί μαρτυρούν ανθρώπους που έχουν βάλει στόχο να εξοικειώσουν το μη ελληνικό αναγνωστικό κοινό μ’ένα έργο από πρώτη ματιά προσκολλημένο σε τόπους και χρόνους που δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τους δικούς μας.
Θα ολοκληρωθεί άραγε η μετάφραση; Θα βγουν οι δύο άλλοι τόμοι; Θα επιτευχθεί ο στόχος; Και αν ναι, σε ποιό βαθμό; Κανένας δεν μπορεί ν’ απαντήσει σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Ούτε οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες του σχεδίου, πιστεύω. Διότι ένα τέτοιο σχέδιο χρειάζεται κατ’ αρχάς γενναία οικονομική υποστήριξη και πολύ αμφιβάλλω εάν οι πολιτιστικοί μας υπεύθυνοι, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, είναι σε θέση ν’ αντιληφθούν την τεράστια σημασία που έχει για τον σημερινό άνθρωπο η γνωριμία του με το έργο του Παπαδιαμάντη. Οπότε; Οπότε, αν δεν είμαστε τόσο υπερφίαλοι, ώστε να θεωρούμε ότι οι ξένοι πρέπει να μάθουν ελληνικά, για να χαρούν τον Παπαδιαμάντη, πρέπει εμείς οι θαυμαστές του και σχολιαστές του να πάρουμε κάποτε τη στροφή –είθε να γίνει τούτη η επέτειος το ορόσημο– και να εξηγήσουμε τη ζωντάνια και την επικαιρότητα του παπαδιαμαντικού έργου εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Γιατί, αν δεν καταφέρουμε να δώσουμε αυτή την εξήγηση, αν δεν έχουμε πειστεί βαθειά μέσα μας ότι ο Παπαδιαμάντης είναι μεγάλος για τον κάθε άνθρωπο του έρμου πλανήτη μας, τότε θα πάψει κάποτε να είναι μεγάλος και για τον τόπο μας. Τί να κάνουμε; Αυτός είναι ο αδήριτος νόμος της τέχνης: είτε το θεωρούμενο έργο φωτίζει όλο τον κόσμο, είτε καταντά ταυτοτικό σύμβολο μιας κοινότητας. Σε μας εναπόκειται να πούμε ποια από τις δύο προοπτικές ονειρευόμαστε για το έργο του Παπαδιαμάντη.
Είπα πιο πάνω ότι ο ξένος αναγνώστης έχει ανάγκη από τον Παπαδιαμάντη όσο και ο Έλληνας. Μά, θα μου αντιτείνει κάποιος, πώς είναι δυνατόν ένας Έλληνας πεζογράφος, και μάλιστα μιας εποχής όπου οι εθνικές λογοτεχνίες επικοινωνούσαν μεταξύ τους πολύ λιγότερο απ’ ότι στις μέρες μας, ν’ ανταποκρίνεται σε ανάγκες ανθρώπων και λαών με άλλες πολιτισμικές και θρησκευτικές καταβολές και άλλη πολιτική και κοινωνική ιστορία; Είναι και παραείναι δυνατόν. Διότι οι ανάγκες στις οποίες αναφέρομαι δεν είναι καταγραμμένες κάπου ξέχωρα από το έργο. Το έργο τέχνης μας τις αποκαλύπτει. Γι’ αυτό υπάρχει. Για να τις φέρει στο φως. Για να μας υποχρεώσει δηλαδή να σκύψουμε βαθειά μέσα μας και να ομολογήσουμε ανάγκες τις οποίες, χωρίς το έργο, ούτε καν θα υποπτευόμασταν. Μ’ αυτήν την έννοια το θέμα του διαχωρισμού μεταξύ ξένων αναγνωστών και Ελλήνων έχει τελείως δευτερεύοντα χαρακτήρα. Και οι μεν και οι δε, όλοι μας, βράζουμε στο ίδιο καζάνι, όλοι συμμετέχουμε στον ίδιο κόσμο και όλοι μας προσμένουμε το έργο τέχνης που θα μας φέρει αντιμέτωπους με τις πραγματικές μας ανάγκες. Ψάχνουμε, αναστοχαζόμαστε, συγκρίνουμε. Τα μεγάλα έργα του παρελθόντος δεν παρέρχονται ποτέ. Παίρνουμε το ένα. Αφήνουμε το άλλο. Περνάμε από τον ένα συγγραφέα στον άλλο. «Το παγκόσμιο», έγραφε ο Miguel Torga, «είναι το τοπικό χωρίς τα τείχη.» Αυτό το «χωρίς» δεν πέφτει από τον ουρανό. Εμείς το φτιάχνουμε. Για να συνδιαλλαγεί η ζωή μας με την τέχνη, χρειάζεται δουλειά, συγκέντρωση, σκέψη. Το πραγματικό έργο τέχνης –το οποίο είναι πάντα τοπικό, αλλιώς δεν είναι έργο τέχνης αλλά καταναλωτικό αγαθό– αρνείται ν’ αντικατοπτρίσει προκατασκευασμένες ανάγκες του ανθρώπου, ανάγκες οι οποίες έχουν ήδη καταγραφεί από τους εκτός τέχνης χώρους της ζωής και του πνεύματος. Το πραγματικό έργο τέχνης είναι απλά διαθέσιμο. Ανοιχτό. Με τον χρόνο ενσταλάζει μέσα μας τις ανάγκες που θα το ολοκληρώσουν και το ίδιο σαν έργο και θα το καθιερώσουν σαν αναγκαίο στον κόσμο μας. Με δυο λόγια, για να γίνει ο Παπαδιαμάντης γνωστός σ’ όλο τον κόσμο, πρέπει πρώτα εμείς που έχουμε εντρυφήσει στο έργο του να σκεφτούμε και να αισθανθούμε τους εαυτούς μας σαν αναπόσπαστο μέρος αυτού του κόσμου.
Έφηβος, στις αρχές του ’60, είχα αγαπήσει με πάθος τον Παπαδιαμάντη. Στα είκοσί μου τον αρνήθηκα. Έβρισκα ότι ήταν κομμάτι μοιρολάτρης, κομμάτι άτολμος. Ότι δεχόταν αμαχητί τον κόσμο έτσι όπως ήταν, ενώ εγώ... Μ’ ενοχλούσε ιδιαίτερα εκείνος ο χρησμός της φώκιας του, «Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου», με τον οποίο κλείνει το Μυρολόγι της φώκιας. Μα τί διάολο, σκεφτόμουν, γιατί να μην έχουν τελειωμό, από μας εξαρτάται. Ας αγωνιστούμε για να πάρουν τέλος! Α ναί, αυτό σίγουρα, αγωνιστήκαμε και ξεμπερδέψαμε με «τα πάθια μας και τους καημούς μας». Τώρα είμαστε βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στο παγκόσμιο τέλμα του χρήματος. Σε τούτη την «ανθρωπολογική χωματερή», όπως την αποκαλεί ο Θεόδωρος Ζιάκας, ο συγγραφέας του Αυτοείδωλον εγενόμην, σε τούτη την εικονική ανθρωπότητα, διάβαζε υπανθρωπότητα, η οποία, έχοντας ξεκινήσει εδώ και τριάντα περίπου χρόνια από τις οικονομικές μητροπόλεις της Δύσης, κοντεύει να πνίξει πια ολόκληρη την υφήλιο.
Ευτυχώς η άρνησή μου δεν κράτησε καιρό. Ευτυχώς το «κακό» με βρήκε γρήγορα, κακό ίδιου τύπου μ’ εκείνο το άλλο του 41, με τη μόνη διαφορά ότι τούτη τη φορά η χώρα καταλήφθηκε από τον δικό της στρατό. Κι ευτυχώς ο Παπαδιαμάντης δεν είχε πάρει στα σοβαρά τις νεανικές μου αντιρρήσεις. Από τότε δεν σταμάτησε να με συντροφεύει. Πάνε πάνω από σαράντα χρόνια. Αλλά το «μυρολόγι» του συνέχισε να με βασανίζει. Όχι βέβαια με τη μορφή των παλιών ενδοιασμών αλλά με τη μορφή ενός άλυτου γρίφου. Το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα. Έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα μου διηγήματα. Ένα αριστούργημα, το οποίο τοποθετώ ανεπιφύλακτα δίπλα στο Θάνατο του Ιβάν Ίλιτς του Τολστόι, τις Τρεις Ιστορίες του Φλωμπέρ, το Πού θα πας Σαμ Λι Γουόγκ; της Γκαμπριέλ Ρουά και το Θωμά και το άπειρο του Μισέλ Ντεόν. Όμως ο γρίφος, γρίφος: γιατί η φώκια μοιρολογεί τον άνθρωπο; Η ορθογράφιση του μοιρολογιού με ύψιλον, όπως το θέλει ο τίτλος του διηγήματος, ορθογράφιση που παραπέμπει στο ρήμα «μύρω» (χύνω άφθονα δάκρυα) και στο ουσιαστικό «μύρο» (αρωματικό έλαιο κυρίως προορισμένο για την επάλειψη των νεκρών), δεν αντιφάσκει με το γεγονός της ύπαρξης του αληθινού μοιρολογιού από την πλευρά της φύσης, του μόνου μοιρολογιού που άγγιξε τις αισθήσεις του μεταφραστή ψαρά, καθότι «εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών».
Ώσπου, πριν δύο χρόνια, ένα τυχαίο περιστατικό μού άνοιξε τα μάτια. Ένας φίλος με τον οποίο κουβέντιαζα στο τηλέφωνο μου είπε ότι κάπου εδώ στο Παρίσι βρέθηκε ένας άνθρωπος πεθαμένος μέσα στο αυτοκίνητό του εφτά μέρες μετά το θάνατό του. Πήγε άκλαυτος, ψέλλισα και μου ήρθε αμέσως η εικόνα της πνιγμένης Ακριβούλας. Θέλησε, γράφει ο Παπαδιαμάντης, ν’ ανταμώσει τη γιαγιά της που έπλενε τα ρούχα δίπλα στο κύμα, πάνω σ’ ένα βράχο. Σούρουπο. Το κοριτσάκι μπερδεύτηκε, πήρε λάθος μονοπάτι, το μέρος απόκρημνο, γλίστρησε και «μπλούμ» έπεσε στη θάλασσα. Η γριά ανυποψίαστη πήρε το δρόμο της επιστροφής φορτωμένη με τα πλυμένα ρούχα και μοιρολογώντας τα πέντε της παιδιά που έχασε νωρίς, ενώ ένα βοσκόπουλο, καθισμένο λίγο πιο πάνω, πλάι στο παλιό κοιμητήρι, συνεχίζει να παίζει αμέριμνο τη φλογέρα του. Μόνο μια φώκια, που πλησίασε σαγηνεμένη από το λυπηρό τραγούδι της γριάς και τους χαρούμενους ήχους του αυλού, αντιλήφθηκε το τί έγινε, πλησίασε το άπνοο κορμάκι της Ακριβούλας και άρχισε, πριν το καταβροχθίσει σύμφωνα με τη φύση της, το δικό της θρήνο:
Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γρια-Λούκαινας
Φύκια ’ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της...
Κ’ η γριά ακόμα μυρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό
Τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου.
Κατάλαβα λοιπόν ότι για δεκαετίες έθετα λαθεμένα το ερώτημα. Η φύση δεν μοιρολογεί τον άνθρωπο, μοιρολογεί την Ακριβούλα, την εγγονή της γρια- Λούκαινας. Το περιστατικό του Παρισιού που μόλις ανέφερα δεν διαφέρει ως προς την ουσία του από αυτό της Ακριβούλας. Κι εδώ η ζωή κόβεται σαν κλωστούλα. Κι εδώ απουσιάζει ο συνάνθρωπος που θα κεραυνοβοληθεί από την αναπάντεχη έφοδο του θανάτου. Αλλά και τί τεράστια διαφορά! Χάσμα οντολογικό χωρίζει τα δύο συμβάντα. Στο σύγχρονο Παρίσι ο άνθρωπος σκουπίδι θάβεται μέσα στα σκουπίδια του συνοδευόμενος για μέρες πολλές από την απέραντη βουβαμάρα των μηχανών του. Στο διήγημα του Παπαδιαμάντη η φύση ολόκληρη υποκλίνεται μπροστά στην άτυχη Ακριβούλα. Για μια στιγμή, για μια απειροελάχιστη στιγμή, η φύση ξεχνάει, για να το πω έτσι, τη φύση της, σταματάει να είναι φύση και εκδηλώνει τη θλίψη της μπροστά στον νεκρό άνθρωπο. Γιατί αυτή η ξεχωριστή μεταχείριση; Μα για τον απλούστατο λόγο ότι αυτή εδώ είναι η συγκεκριμένη πραγματικότητα, την οποία θα ήταν αδύνατο να την αντιληφθούμε χωρίς την τέχνη του Παπαδιαμάντη –και μόνο του Παπαδιαμάντη, ας μου επιτραπεί να υπογραμμίσω χωρίς παραπέρα εξηγήσεις.
Η φύση στο Μυρολόγι της φώκιας δεν θρηνεί τον εν γένει άνθρωπο που τον παίρνει ξαφνικά ο Χάρος. Θρηνεί τον φτωχό άνθρωπο. Εκδηλώνει το σεβασμό της και τη συμπόνια της για τον άνθρωπο που βασανίζεται. Η εγγονή της γρια- Λούκαινας, αν ζούσε, θα γνώριζε τα ίδια πάθια και τους ίδιους καημούς που γνώρισε η γιαγιά της. Το ίδιο και τα εγγόνια τα δικά της. Το ίδιο και τα εγγόνια των εγγονιών
της. Γιατί η φτώχια δεν έχει τελειωμό. Εκεί που πάει θαρρείς να πάρει λίγο πίσω, νάτην που ξαναθεριεύει. Εκεί που πάει λες να εκλείψει σ’ ένα τόπο, νάτην που ενσκήπτει ανανεωμένη αλλού. Η φύση κλαίει τον άνθρωπο που δεν έχει τίποτα, τον άπορο, τον άνθρωπο που τόχει η μοίρα του να γεννοβολά, ν’ αγκομαχάει από το πρωί ως το βράδυ για τον επιούσιο και να βλέπει να χάνονται από γύρω του οι δικοί του μέχρι να έρθει και η σειρά του. Αυτόν τον άνθρωπο η φύση τον θεωρεί δικό της, φίλο της, μέρος της. Είναι σίγουρη για την αγάπη που της έχει. Τον ζει. Τον ξέρει. Ξέρει τα πάθια και τους καημούς του. Χιλιετίες επί χιλιετιών είναι ποτισμένη από δαύτα. Έχουν εισχωρήσει στους πόρους της, στα βράχια της, στους κορμούς των δέντρων, στα φυλλώματα, στα πελάγη, στα κύματα, στα ζωντανά της, σ’ όλα τα πλάσματά της, στη φώκια της.
της. Γιατί η φτώχια δεν έχει τελειωμό. Εκεί που πάει θαρρείς να πάρει λίγο πίσω, νάτην που ξαναθεριεύει. Εκεί που πάει λες να εκλείψει σ’ ένα τόπο, νάτην που ενσκήπτει ανανεωμένη αλλού. Η φύση κλαίει τον άνθρωπο που δεν έχει τίποτα, τον άπορο, τον άνθρωπο που τόχει η μοίρα του να γεννοβολά, ν’ αγκομαχάει από το πρωί ως το βράδυ για τον επιούσιο και να βλέπει να χάνονται από γύρω του οι δικοί του μέχρι να έρθει και η σειρά του. Αυτόν τον άνθρωπο η φύση τον θεωρεί δικό της, φίλο της, μέρος της. Είναι σίγουρη για την αγάπη που της έχει. Τον ζει. Τον ξέρει. Ξέρει τα πάθια και τους καημούς του. Χιλιετίες επί χιλιετιών είναι ποτισμένη από δαύτα. Έχουν εισχωρήσει στους πόρους της, στα βράχια της, στους κορμούς των δέντρων, στα φυλλώματα, στα πελάγη, στα κύματα, στα ζωντανά της, σ’ όλα τα πλάσματά της, στη φώκια της.
Τον άλλο, τον πλούσιο άνθρωπο ή, πράγμα που είναι ακριβώς το ίδιο, τον φτωχό που έχει πουλήσει την ψυχή του στον πλούτο ή, για ν’ απλοποιήσουμε το θέμα, τον άνθρωπο τον εν δυνάμει πλούσιο, τον άνθρωπο που προσδέθηκε τυφλά στο άρμα της προόδου, τον άνθρωπο που έχρισε τον εαυτό του κύριο και κάτοχο του σύμπαντος, η φύση τον αγνοεί. Δεν τον αναγνωρίζει. Δεν τον θεωρεί ως το πιο ξεχωριστό παιδί της. Δεν θα τον κλάψει ποτέ. Και θ’ αδιαφορεί τόσο περισσότερο για την τύχη του όσο τούτο εδώ το πλάσμα, ετούτος ο παρείσακτος στην οικονομία της, ετούτος ο καταχραστής θα φοράει, ο υποκριτής, τη μάσκα του προστάτη της, του άνθρωπου που θλίβεται τάχα για το κακό που της έκανε και που κόπτεται τάχα για να το διορθώσει –με το αζημίωτο, βέβαια.
Ακριβούλα! Σπάνια, πολύ σπάνια το όνομα προσώπου της λογοτεχνίας συμβολίζει με τόση επιτυχία το αισθητικό ηθικό και γνωστικό βάθος του έργου. Μονάκριβη. Πανάκριβη. Μοναδική και αδιατίμητη είναι η εγγονή της γρια- Λούκαινας. Ο φτωχός, ο αληθινός φτωχός, ο παπαδιαμαντικός φτωχός και όχι ο σημερινός, έχει πρόσωπο, είναι ανεπανάληπτος και αναντικατάστατος. Μπορεί να ζει σ’ ένα κόσμο, του οποίου τα πάθια και οι καημοί δεν θα γνωρίσουν τελειωμό, όμως τούτος ο κόσμος δεν είναι αγέλη, δεν είναι μάζα όμοια αποχαυνωμένων υποκειμένων, δεν είναι συρφετός αλληλο-αντικαταστήσιμων ατόμων. Το κάθε του κύτταρο, η κάθε του ύπαρξη είναι ακριβή, ξεχωριστή, πολύτιμη, αδύνατον να υπαχθεί στα μέτρα αξιολόγησης που διαθέτει ο άνθρωπος. Όσο για μας, δεν είναι μακριά η μέρα όπου οι σάρκες μας θα παίζονται στο χρηματιστήριο ή όπου ο τόκος (η βιολογική γέννα), σύμφωνα με το προφητικότατο ομώνυμο θεατρικό έργο του Δημητριάδη που παίχτηκε το καλοκαίρι του 2010, και ο τόκος (η χρηματιστική γέννα) θα συμπέσουν όχι μόνον λεκτικά αλλά και οντολογικά.
Πολλοί σχολιαστές του Παπαδιαμάντη ισχυρίζονται ότι η λατρεία του της φύσης ανακρατάει από την παγανιστική Ελλάδα. Δεν συμφωνώ. Νομίζω ότι η φύση του, και ήρθε μου φαίνεται ο καιρός για να καταπιαστούμε σοβαρά μ’ αυτό το ζήτημα, αν θέλουμε πράγματι να κατανοήσουμε το πολιτισμικό μας παρελθόν, είναι αυτή που είναι και λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί, γιατί η φαντασία του Παπαδιαμάντη έχει ζυμωθεί μέχρι τα ακρότατα όριά της με τις αξίες του χριστιανισμού. Θεωρώ δηλαδή, για να το πω επιγραμματικά μέχρι ν’ ανοίξει ο ουσιαστικός διάλογος γύρω από το θέμα, ότι η παπαδιαμαντική φύση –όπως εξ άλλου και η φύση στο σύνολο της τέχνης του μυθιστορήματος– έχει τα θεμέλιά της στην αισθητική της ενσάρκωσης και όχι σ’ αυτήν του ανθρωπομορφισμού. Αλλά ταυτόχρονα αναρωτιέμαι: τί σημασία μπορεί να έχει πια τούτη η γνώση; Ο νεο- απόκληρος που ξοδεύει τη λιγοστή ζωή του περιμένοντας την καλή, ο νεο- προλετάριος που ζηλεύει τη ζωή των μεγιστάνων, με άλλα λόγια ο νεο-φτωχός της σήμερον –όπου κι αν βρίσκεται, στην Αλάσκα, στη Νέα Υόρκη, στη Λισσαβώνα, στο Κάιρο ή στο Πεκίνο–, τι θα κερδίσει αν μάθει ότι η φύση που τον έχει εγκαταλείψει
στο έλεος της μοναξιάς του και του αυτοκαταστροφικού του μένους είναι χριστιανικής ή παγανιστικής ή βουδιστικής ή ανιμιστικής ή καθαρά υλιστικής κοπής; Σημασία και μόνον έχει να συγκλονιστεί κάποτε από το γεγονός ότι ο θάνατός του έχει εξευτελιστεί και ότι η ζωή του δεν είναι πια ακριβή και αναντικατάστατη, όχι μόνο στα μάτια των συνανθρώπων του αλλά, πάνω απ’ όλα, στα μάτια του κόσμου που τον έφερε στο φως της ύπαρξης.
στο έλεος της μοναξιάς του και του αυτοκαταστροφικού του μένους είναι χριστιανικής ή παγανιστικής ή βουδιστικής ή ανιμιστικής ή καθαρά υλιστικής κοπής; Σημασία και μόνον έχει να συγκλονιστεί κάποτε από το γεγονός ότι ο θάνατός του έχει εξευτελιστεί και ότι η ζωή του δεν είναι πια ακριβή και αναντικατάστατη, όχι μόνο στα μάτια των συνανθρώπων του αλλά, πάνω απ’ όλα, στα μάτια του κόσμου που τον έφερε στο φως της ύπαρξης.
Ευτυχώς υπάρχει η παπαδιαμαντική κιβωτός. Κι όσο ετούτη η κιβωτός επιπλέει, τόσο μπορούμε να ελπίζουμε ότι ο άνθρωπος θα θυμηθεί την πραγματική του αξία. Κι ύστερα, ας μη το ξεχνάμε κι αυτό: υπάρχουν ήδη οι άνθρωποι που έχουν νιώσει ότι ο κόσμος μας έχει ανάγκη από τον Παπαδιαμάντη.
∗ Ο κ. Λάκης Προγκίδης είναi δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και ιδρυτής του λογοτεχνικού περιοδικού L’Atelier du roman.
πηγή: antifono.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου