Όπως είναι γνωστό, η έννοια τής προθέσεως ξαναμπήκε στήν κυκλοφορία στή μοντέρνα σκέψη από τόν Φράντς Μπρεντάνο, ο οποίος μιλά γιαυτή μέ μεγάλη συντομία. Όση χρειάστηκε γιά νά περάσει στόν μεγάλο του μαθητή τόν Χούσσερλ, ο οποίος αφιερώνει στήν πρόθεση μία από τίς μεγαλύτερες λογικές του έρευνες καί μάλιστα φτάνει νά δηλώσει «Η ΠΡΟΘΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ». (Ideen 1,84, σελ.168-186). Στήν Πέμπτη λογική έρευνα ο Χούσσερλ, πρίν μιλήσει γιά τήν συνείδηση σάν πρόθεση, είχε διακρίνει δύο άλλες σημασίες τού όρου συνείδηση : την συνείδηση σάν τό σύνολο όλων τών ψυχικών φαινομένων, σάν εμπειρικό ΕΓΩ καί τήν συνείδηση σάν «εσωτερική συνείδηση» ή «εσωτερική αίσθηση», δηλ. γνώση τού εαυτού.
Έτσι λοιπόν μπορούμε νά ονομάσουμε συνείδηση τό σύνολο τών ψυχικών γεγονότων καθότι κατανοούμε άμεσα πώς αυτό τό σύνολο είναι παρόν σέ ένα ΕΓΩ τό οποίο αντιλαμβάνεται, φαντάζεται, ευχαριστείται καί υποφέρει από κάτι. Τό ΕΓΩ καί οι τρόποι υπάρξεώς του έχουν μιά ιδιαίτερη σαφήνεια, μάλιστα δέ τήν μοναδική καί άμεση καθαρότητα. Μόνον αυτοί είναι αντικείμενα μιάς πλήρους αντιλήψεως, πράγμα πού σημαίνει : όταν τούς αντιλαμβάνομαι έχω τή βεβαιότητα πώς τό αντιληφθέν είναι δοσμένο έτσι ακριβώς όπως τό σκέπτομαι. Ο Χούσσερλ παρουσιάζεται εδώ πιστός στήν θέση τού Μπρεντάνο πώς μόνον τό «γεγονός τής συνειδήσεως» είναι άμεσα βέβαιο, καί θά διατηρήσει αυτή τή θέση, υψώνοντάς την όμως στό επίπεδο τής υπερβατικής συνειδήσεως, μετά τήν ιδεαλιστική του στροφή η οποία εκτίθεται στόν πρώτο τόμο τών ιδεών. Όμως η έρευνά του δέν σταματά εδώ καί αναρωτιέται τί πράγμα είναι εκείνη η παρουσία η οποία συστήνει τήν συνείδηση, καί από εδώ λοιπόν ξεκινά τήν ανάλυση τής συνειδήσεως μέ τήν Τρίτη της σημασία, τής συνειδήσεως σάν προθετικότης.
Η παρουσία τού γνωστικού αντικειμένου δέν μπορεί νά καταλήξει ποτέ νά αποτελεί μέρος τού υποκειμένου πού γνωρίζει: τό γνωσθέν αντικείμενο δέν είναι ποτέ ένα πραγματικό συστατικό τού υποκειμένου πού γνωρίζει. Δηλ. λόγω τού ότι τυχαίνει νά γνωρίζω ένα αντικείμενο, εγώ δέν είμαι αυτό τό αντικείμενο : Γιά νά δώ ένα χρώμα δέν σημαίνει πώς είμαι χρωματιστός, γιά νά φανταστώ τόν Δία δέν σημαίνει πώς είμαι ο Δίας κτλ. Τό αντικείμενο δέν είναι ένας δικός μου τρόπος υπάρξεως, ακόμη καί άν είναι μιά καθαρή φαντασία. Τό παράδειγμα τού Δία χρειάζεται γιά νά κατανοήσουμε πώς δέν πρόκειται γιά μιά δήλωση πώς τό αντικείμενο είναι μιά πραγματικότης η οποία υφίσταται ανεξαρτήτως τής φαντασίας τού ανθρώπου. Κανείς μας δέν πιστεύει πώς υπάρχει ο Δίας. Καί παρ’όλα αυτά ο Δίας δέν ανήκει ούτε στήν σύσταση τής συνειδήσεώς μου, τού φαντασιακού μου ΕΓΩ. «Μπορούμε νά αποσυνθέσουμε αυτό τό προθετικό γεγονός τής συνειδήσεως όπως θέλουμε, πχ μέ μιά περιγραφική ανάλυση, δέν θά βρεθεί όμως ποτέ μέσα της κάτι σάν ο θεός Δίας : το ενυπάρχον λοιπόν νοητικό αντικείμενο, δέν ανήκει στήν περιγραφική σταθερότητα (πραγματική) τού γεγονότος τής συνειδήσεως. Δέν είναι λοιπόν αληθινά νοητικό ή ενυπάρχον. Ούτε έξω-νοητικό, δέν υπάρχει. Κάτι όμως πού δέν εμποδίζει νά είναι πραγματικά υπαρκτή η αναπαράσταση τού θεού Δία, νά υπάρχει ένα γεγονός συνειδησιακό αυτού τού τύπου, μιά τέτοια κατάσταση ψυχής ώστε όποιος τήν αισθάνεται νά μπορεί νά πεί δικαιωματικά ότι αναπαριστά εκείνον τόν μυθικό βασιληά τών θεών, γιά τον οποίο εξιστορήται τό ένα και τό άλλο. Εάν σέ άλλες περιπτώσεις όμως τό αντικείμενο υπάρχει, από τήν οπτική γωνία τής φαινομενολογίας δέν αλλαζει τίποτε. Γιά τήν συνείδηση τό δεδομένο είναι εκείνο πού είναι, είτε τό αναπαριστώμενο αντικείμενο υπάρχει είτε είναι μιά προσποίηση ή ακόμη ακόμη καί ένας παραλογισμός. Αναπαριστάνω τόν Δία σάν τόν Μπίσμαρκ, τόν πύργο τής Βαβέλ, σάν τόν καθεδρικό ναό τής Κολωνίας κτλ. (λογικές έρευνες ΙΙ).
(Συνεχίζεται)
Σχόλιο : Εάν στή θέση τού Δία βάλουμε τό όνομα Ιησούς, έχουμε όλο τό Μυστικό τού Ιησού τού Ράμφου. Βλέπουμε η πίστη καί η καθαρότης νά μειώνονται στό επίπεδο τών αισθήσεων καί νά διατίθεται εκ φύσεως σέ όλους. Θά δούμε πολλά περισσότερα στή συνέχεια.
Αμέθυστος
Έτσι λοιπόν μπορούμε νά ονομάσουμε συνείδηση τό σύνολο τών ψυχικών γεγονότων καθότι κατανοούμε άμεσα πώς αυτό τό σύνολο είναι παρόν σέ ένα ΕΓΩ τό οποίο αντιλαμβάνεται, φαντάζεται, ευχαριστείται καί υποφέρει από κάτι. Τό ΕΓΩ καί οι τρόποι υπάρξεώς του έχουν μιά ιδιαίτερη σαφήνεια, μάλιστα δέ τήν μοναδική καί άμεση καθαρότητα. Μόνον αυτοί είναι αντικείμενα μιάς πλήρους αντιλήψεως, πράγμα πού σημαίνει : όταν τούς αντιλαμβάνομαι έχω τή βεβαιότητα πώς τό αντιληφθέν είναι δοσμένο έτσι ακριβώς όπως τό σκέπτομαι. Ο Χούσσερλ παρουσιάζεται εδώ πιστός στήν θέση τού Μπρεντάνο πώς μόνον τό «γεγονός τής συνειδήσεως» είναι άμεσα βέβαιο, καί θά διατηρήσει αυτή τή θέση, υψώνοντάς την όμως στό επίπεδο τής υπερβατικής συνειδήσεως, μετά τήν ιδεαλιστική του στροφή η οποία εκτίθεται στόν πρώτο τόμο τών ιδεών. Όμως η έρευνά του δέν σταματά εδώ καί αναρωτιέται τί πράγμα είναι εκείνη η παρουσία η οποία συστήνει τήν συνείδηση, καί από εδώ λοιπόν ξεκινά τήν ανάλυση τής συνειδήσεως μέ τήν Τρίτη της σημασία, τής συνειδήσεως σάν προθετικότης.
Η παρουσία τού γνωστικού αντικειμένου δέν μπορεί νά καταλήξει ποτέ νά αποτελεί μέρος τού υποκειμένου πού γνωρίζει: τό γνωσθέν αντικείμενο δέν είναι ποτέ ένα πραγματικό συστατικό τού υποκειμένου πού γνωρίζει. Δηλ. λόγω τού ότι τυχαίνει νά γνωρίζω ένα αντικείμενο, εγώ δέν είμαι αυτό τό αντικείμενο : Γιά νά δώ ένα χρώμα δέν σημαίνει πώς είμαι χρωματιστός, γιά νά φανταστώ τόν Δία δέν σημαίνει πώς είμαι ο Δίας κτλ. Τό αντικείμενο δέν είναι ένας δικός μου τρόπος υπάρξεως, ακόμη καί άν είναι μιά καθαρή φαντασία. Τό παράδειγμα τού Δία χρειάζεται γιά νά κατανοήσουμε πώς δέν πρόκειται γιά μιά δήλωση πώς τό αντικείμενο είναι μιά πραγματικότης η οποία υφίσταται ανεξαρτήτως τής φαντασίας τού ανθρώπου. Κανείς μας δέν πιστεύει πώς υπάρχει ο Δίας. Καί παρ’όλα αυτά ο Δίας δέν ανήκει ούτε στήν σύσταση τής συνειδήσεώς μου, τού φαντασιακού μου ΕΓΩ. «Μπορούμε νά αποσυνθέσουμε αυτό τό προθετικό γεγονός τής συνειδήσεως όπως θέλουμε, πχ μέ μιά περιγραφική ανάλυση, δέν θά βρεθεί όμως ποτέ μέσα της κάτι σάν ο θεός Δίας : το ενυπάρχον λοιπόν νοητικό αντικείμενο, δέν ανήκει στήν περιγραφική σταθερότητα (πραγματική) τού γεγονότος τής συνειδήσεως. Δέν είναι λοιπόν αληθινά νοητικό ή ενυπάρχον. Ούτε έξω-νοητικό, δέν υπάρχει. Κάτι όμως πού δέν εμποδίζει νά είναι πραγματικά υπαρκτή η αναπαράσταση τού θεού Δία, νά υπάρχει ένα γεγονός συνειδησιακό αυτού τού τύπου, μιά τέτοια κατάσταση ψυχής ώστε όποιος τήν αισθάνεται νά μπορεί νά πεί δικαιωματικά ότι αναπαριστά εκείνον τόν μυθικό βασιληά τών θεών, γιά τον οποίο εξιστορήται τό ένα και τό άλλο. Εάν σέ άλλες περιπτώσεις όμως τό αντικείμενο υπάρχει, από τήν οπτική γωνία τής φαινομενολογίας δέν αλλαζει τίποτε. Γιά τήν συνείδηση τό δεδομένο είναι εκείνο πού είναι, είτε τό αναπαριστώμενο αντικείμενο υπάρχει είτε είναι μιά προσποίηση ή ακόμη ακόμη καί ένας παραλογισμός. Αναπαριστάνω τόν Δία σάν τόν Μπίσμαρκ, τόν πύργο τής Βαβέλ, σάν τόν καθεδρικό ναό τής Κολωνίας κτλ. (λογικές έρευνες ΙΙ).
(Συνεχίζεται)
Σχόλιο : Εάν στή θέση τού Δία βάλουμε τό όνομα Ιησούς, έχουμε όλο τό Μυστικό τού Ιησού τού Ράμφου. Βλέπουμε η πίστη καί η καθαρότης νά μειώνονται στό επίπεδο τών αισθήσεων καί νά διατίθεται εκ φύσεως σέ όλους. Θά δούμε πολλά περισσότερα στή συνέχεια.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου