Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ (2)




H ΦΥΣΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΤΟΥ MASSIMO PAURI

 Με τον σκοπό, χωρίς καμμία παραπάνω καθυστέρηση, να τοποθετηθούμε στο κέντρο της συζητήσεως, θα προτείνω αμέσως το κάτωθι απόσπασμα του Baas Van Fraassen, σαν ιδανική σύνθεση του θέματος, όμως επίσης και όλων των δυνατών ασαφειών με τις οποίες μπορεί να τεθεί : « Η ανάλυση του χρόνου χωρίζεται σε δύο μέρη, το ένα αφορά τον φυσικό χρόνο, και το άλλο τον χρόνο της υποκειμενικής εμπειρίας. Οι φιλόσοφοι διατείνονται με κάθε δυνατή διαφοροποίηση, πώς ο χρόνος της εμπειρίας και ο φυσικός χρόνος είναι ασυμβίβαστοι και τοιουτοτρόπως δέν μπορούν να βρούν θέση σε μία και μοναδική αναπαράσταση του κόσμου». Ο Van Fraassen συνεχίζει αναρωτώμενος πώς αυτές οι δύο αναπαραστάσεις μπορούν να ξανασυμφιλιωθούν και απο την αρχή δηλώνει πώς ο βιωμένος χρόνος και ο φυσικός χρόνος διαθέτουν και οι δύο μία κάποια δομή η οποία πρέπει και μπορεί να περιγραφεί χωρίς καμμία αναφορά σχετική με την αμοιβαία τους οντολογική προτεραιότητα αφήνοντας το καθένα θέση για το άλλο και τέλος προσθέτει «έχει λεχθεί πώς το γίγνεσθαι και το παρόν δέν βρίσκονται στον φυσικό κόσμο. Αλλά όμως φυσικά εάν η εμπειρία μπορεί να μπει σε μοντέλα μέσα στα πλαίσια του φυσικού κόσμου, και το γίγνεσθαι είναι υποκειμενικά βιωμένο, τότε το γίγνεσθαι βρίσκεται στον φυσικό κόσμο»

Σ’αυτή εδώ την πρόταση είναι κρυμμένη μία αντίφαση την οποία πρέπει να φέρουμε στο φώς και να την λύσουμε. Η οπτική γωνία του Van Fraassen αποτελείται απο μία ιδιαίτερη μορφή εμπειρισμού (τον λεγόμενο constructive empiricism) ο οποίος αρνείται, στην ουσία κάθε οντολογική διάσταση και πραγματικό νόημα στις επιστημονικές θεωρίες (κατ’ουσίαν δέν υπάρχουν καθ'εαυτές). Παρ’όλα αυτά, οι φράσεις του Van Fraassen προσφέρονται παραδειγματικά στους σκοπούς της εργασίας μου, ακριβώς διότι μπορούν εύκολα να ερμηνευθούν ώς εξής : απο το ένα μέρος αποδίδουν την εμπειρία του γίγνεσθαι στον φυσικό κόσμο, αλλά απο τον άλλο, κρύβουν μία μειωτική θέση δηλώνοντας πώς το γίγνεσθαι μπορεί να αποδοθεί στον φυσικό κόσμο λόγω του ότι «η υποκειμενική εμπειρία μπορεί να "φορμαριστεί" σ’αυτόν» (να μπεί σε μοντέλο), παρότι έχει δηλώσει την αδιαφορία του για την οντολογία. Ο Van Fraassen πιστεύει πώς είναι δυνατόν να μήν πάρει θέση γύρω απο τις προτεραιότητες ή τις οντολογικές εξαρτήσεις οι οποίες ενυπάρχουν στο θέμα, διατηρώντας ξεχωρισμένες τις πλευρές του προβλήματος της γνώσεως "σε τρίτο πρόσωπο" και σε "πρώτο πρόσωπο". Όμως επειδή η πρωταρχική πηγή της εμπειρικής βεβαιότητος είναι το γνωρίζον υποκείμενο, ακόμη και για τους εμπειριστές η θέση του οντολογικού αγνωστικισμού που λαμβάνει χαρακτηρίζεται απο κάτι ουσιαστικά διφορούμενο.

Αυτή η ταύτιση λοιπόν φαίνεται να δίνει σαν γεγονός αδιαμφισβήτητο πώς τα συνειδητά υποκείμενα ανήκουν στον κόσμο όπως περιγράφεται μέσα στην νομολογική δομή της συγχρόνου φυσικής. Αυτά τα διφορούμενα σημεία είναι δημοφιλή στην βιβλιογραφία γύρω απο τον χρόνο και το γίγνεσθαι. Κατα ένα μεγάλο μέρος τουλάχιστον οφείλονται σε μία σύγχυση της φιλοσοφικής έννοιας του κόσμου και εκείνης του φυσικού κόσμου, δηλαδή στην έλλειψη της απαραιτήτου διακρίσεως ανάμεσα στο πιθανό γίγνεσθαι των φυσικών γεγονότων και στο γίγνεσθαι που πιθανώς αποδίδεται στα σύμβαντα του κόσμου, τα οποία δέν περιγράφονται μέσα στο πλαίσιο της νομολογικής δομής της φυσικής.

Ακριβώς δέ επειδή όμως έχουμε ήδη υπογραμμίσει, τα θέματα που συζητούνται εδώ εμπεριέχουν και έναν πρωταρχικό πολύ δυνατό οντολογικό συμβιβασμό, καταλήγει ουσιώδους σημασίας να ξεκαθαρίσουμε προληπτικώς την ορολογία που χρησιμοποιείται.
Όροι λοιπόν όπως "ύπαρξη και πραγματικότητα", "αντικειμενικότης", "γίγνεσθαι", "εξάρτηση ή ανεξαρτησία της νοήσεως" είναι όροι τόσο σημαντικοί φιλοσοφικά που πρέπει να διευκρινιστούν όσο είναι δυνατόν περισσότερο εάν επιθυμούμε να αποφύγουμε αλυσσίδες ολόκληρες ανεξέλεγκτων παρεξηγήσεων. Σ’αυτόν τον σκοπό θα αφιερωθούν τα πρώτα κεφάλαια. Για παράδειγμα, μία τυπική πηγή παρεξηγήσεων βρίσκεται κρυμμένη στους όρους οι οποίοι αντιπαραθέτουν τις θέσεις σύμφωνα με τις οποίες το γίγνεσθαι δέν είναι παρά "εξαρτημένο απο τον Νού" (δηλ. απλώς "υποκειμενικό" και επομένως μία "ψευδαίσθηση") ή "ανεξάρτητο απο τον Νού"(δηλαδή όπως επιθυμούμε να σημαίνει, "αντικειμενικό"). Σ’αυτή την περίπτωση, εάν σαν αντικειμενικό δέν εννοείται απλά διυποκειμενικό, προκύπτει μία αμφιβολία, κάτι διφορούμενο, απο την σύγχυση του όρου της αντικειμενικότητος με εκείνον της πραγματικότητος και απο την κατα συνέπειαν διχοτομία "υποκειμενικότητος—αντικειμενικότητος" ή "υποκειμενικότητος—πραγματικότητος". Αυτή η αμφιβολία κρύβεται συνήθως απο μία αδιαφόρητη στάση για την οντολογία και απο μία απώθηση του κεντρικού προβλήματος: ποιά είναι η σχέση δηλ. (αιτιατή ή όχι) ανάμεσα στην αντικειμενικότητα και την υποκειμενικότητα, υποδυόμενοι δηλαδή πώς το πρόβλημα νούς—σώμα έχει λυθεί ή πώς μπορεί να λυθεί, αυτονόητα, μέσα στο γενικό λογικό πλαίσιο μίας (μελλοντικής) "επιστημονικής" εξηγήσεως της φύσεως, στην ολότητα της.

Η μειωτική κρίση δέ που απο πρόθεση περιέχεται στην έκφραση "εξάρτηση απο τον νού" δέν διαθέτει καμμία διαφωτιστική αξία εάν δέν συνοδεύεται απο την εξήγηση της προόδου με την οποία μία "αντικειμενική δομή" ή "ανεξάρτητη απο τον νού" μπορεί να γεννήσει κάτι που εξαρτάται ολοκληρωτικώς απο τον νού. Επι πλέον σε όλο αυτό το επιχείρημα προϋποτίθεται πώς είναι δυνατό και νόμιμο να μιλήσουμε—χωρίς περαιτέρω φιλοσοφική ανάλυση— για μία οντολογική δομή παντελώς ξεχωρισμένη απο την "αναπαράσταση" της, αποδίδοντας μόνον στην πρώτη μία κατάσταση αντικειμενικότητος—υποκειμενικότητος. Όμως στην αντίληψη, όπως και στην λογική έρευνα, συλλαμβάνουμε οπωσδήποτε κάποιες πλευρές ενός "είναι εις εαυτόν" αλλά ή φόρμα μέσα στην οποία αυτές οι πλευρές φανερώνονται είναι πάντοτε δομικά εξαρτωμένες απο επιστημονικούς παράγοντες, έτσι ώστε καμμία οντολογική δομή να μπορεί να είναι, μιλώντας κυριολεκτικά, "ανεξάρτητη απο τον Νού".

Απο το άλλο μέρος εξάλλου, επειδή και η υποκειμενική εμπειρία της παροδικής χρονικής ροής και των δευτερευόντων εξωτερικών ποιοτήτων (τα λεγόμενα qualia) εκφράζει αναγκαίως ένα αυθεντικό επίπεδο πραγματικότητος, ή "εξάρτηση απο τον Νού" δέν μπορεί να εξισωθεί χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις με μία απλή ψευδαίσθηση, ούτε να είναι απλή σκέψη. Στην πραγματικότητα, αυτές οι δύο θέσεις τόσο άκαμπτα αντιτιθέμενες μπορούν να επιβιώσουν μόνον με μία "καρτεσιανή" απλοποίηση, η οποία χωρίζει δραστικά τον νού (απο τον οποίο εξαρτώνται υποτίθεται οι τρόποι σύμφωνα με τους οποίους γνωρίζουμε την πραγματικότητα) απο την "ύλη" (της οποίας η δομή υποτίθεται πώς περικλείει όλη την πραγματικότητα, εξισωμένη με την αντικειμενικότητα)

Η ανάγκη μίας θεμελιώδους λοιπόν διακρίσεως αντικειμενικότητος— πραγματικότητος, — πάνω στην οποία (ανάγκη) στηρίζεται και την οποία υποστηρίζει η παρούσα εργασία—έχει ήδη προαναγγέλθει και υπονοηθεί στην αναφορά μας στον Van Fraassen.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου