Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Joseph Ratzinger «Εισαγωγή στον Χριστιανισμό» (αποσπάσματα) (18)

Συνέχεια από τήν Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ

Β) Τα θέματα οδηγοί

2) Προσπάθεια θετικής ερμηνείας.

Γ) η αναδρομική επαφή με τον κόσμο της Bίβλου και το πρόβλημα της Χριστιανικής υπάρξεως.

Ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Μπροστά στις σκέψεις που μόλις εκθέσαμε μπορεί εύκολα να δημιουργηθεί η εντύπωση πώς έχουμε φτάσει μ’αυτές τις σκέψεις, στην αποκορύφωση μίας στοχαστικής θεολογίας, η οποία, στην επαναξέταση των δεδομένων της Γραφής, απομακρύνθηκε πάρα πολύ απο την Γραφή, καταλήγοντας θαμμένη στην καθαρή φιλοσοφική σκέψη. Έτσι λοιπόν η έκπληξή μας θα μεγαλώση ακόμη πιο πολύ όταν καταλάβουμε πώς αυτός ο μεγαλειώδης στοχασμός επαναφέρει κατευθείαν στην βιβλική σκέψη. Ναί, διότι κατα βάθος, αυτό που μόλις εκθεσαμε, ακόμη και με διαφορετικές έννοιες και με έναν λιγάκι διαφορετικό σκοπό, είναι κατα το μεγαλυτερο μέρος του, υπάρχει ήδη, στη σκέψη του Ιωάννη.

Θα περιοριστούμε μόνον σε μία σύντομη αναφορά. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, ο Χριστός λέει: « Ο Υιός δέν μπορεί να κάνει τίποτε απο τον εαυτό του» (Ιωάν. 5,19.30). Αυτό φαίνεται να σημαίνει την μέγιστη αποδυνάμωση του Υιού. Δέν έχει τίποτε δικό του, αλλά ακριβώς, επειδή είναι ο Υιός μπορεί να πράξη μόνον λόγω εκείνου απο τον οποίον Είναι. Φανερώνεται αμέσως ξεκάθαρα πώς η έννοια του Υιού, είναι μία έννοια σχέσεως. Ονομάζοντάς τον Υιό, ο Ιωάννης διαγράφει τον Κύριο μ’έναν τρόπο που παραπέμπει πάντοτε έξω απο αυτόν και πάνω απο αυτόν. Χρησιμοποιεί λοιπόν μία έκφραση η οποία υπονοεί ουσιαστικώς έναν συσχετισμό. Τοποθετεί δέ τοιουτοτρόπως ολόκληρη την χριστολογία του στο πλαίσιο της ιδέας της σχέσεως. 

Και ακριβώς θέσεις σαν τήν ανωτέρω δέν κάνουν τίποτε άλλο απο το να την υπογραμμίζουν. Περιορίζονται, ας πούμε, να διευκρινίσουν αυτό που περιέχεται στον ορο Υιός : την λογική διάσταση που εμπλέκει. Φαινομενικώς αυτό έρχεται σε αντίφαση με όσα ο ίδιος ο Κύριος λέει για τον εαυτό του, πάντοτε, στον Ιωάννη «Εγώ και ο Πατήρ είμαστε Ενα» (Ιωάν. 10,30). Δίνοντας όμως μεγαλύτερη προσοχή, κάποιος μπορεί αμέσως να αναγνωρίσει πώς οι δύο βεβαιώσεις στην πραγματικότητα ανακαλούνται και αναζητούνται αμοιβαίως. Ονομάζοντας τον Ιησού Υιό και τοποθετώντας τον σε σχέση με τον Πατέρα, αναπτύσσοντας την Χριστολογία σαν βεβαίωση μίας σχέσεως, συμπεραίνεται αυτομάτως η πλήρης σχεσιακότης του Χριστού στον Πατέρα. Ακριβώς επειδή δέν υπάρχει καθ’εαυτός, υπάρχει σ’Αυτόν, σχηματίζοντας μία αιώνια ενότητα.

Ποιά είναι η σπουδαιότητα όλων αυτών, εκτός της Χριστολογίας, στο ξεκαθάρισμα της ιδέας της Χριστιανικής υπάρξεως γενικώς; Φωτίζεται όταν ο Ιωάννης επεκτείνει αυτές τις σκέψεις στους Χριστιανούς, δηλ, σε όσους προέρχονται απο τον Χριστό. Εδώ λοιπόν είναι ξεκάθαρο πώς, με την Χριστολογία, αυτός εξηγεί στην πραγματικότητα τί πράγμα σημαίνει να είσαι Χριστιανός. Και βρίσκουμε και εδώ τις δύο σειρές βεβαιώσεων να διασταυρώνονται, όπως  αναφέραμε ήδη. Παράλληλα με τη διατύπωση «Ο Υιός δέν μπορεί να κάνει τίποτε αφ’εαυτού», που εξηγεί την Χριστολογία σαν ένα δόγμα σχεσιακό το οποίο βασίζεται στην έννοια του «Υιου», σχετικά με τους μαθητές του Χριστού, λέει : « Χωρίς εμένα δέν μπορείται να κάνετε τίποτε» (Ιωάν. 15,5).

Μ’αυτόν τον τρόπο η Χριστιανική ύπαρξη, η οποία πορεύεται με τον τρόπο του Χριστού, τίθεται και αυτή κάτω απο την κατηγορία της σχέσεως. Και παράλληλα με την συνέπεια που φέρει τον Χριστό να πεί : «Εγώ και ο Πατήρ είμαστε Ένα», απο τα χείλη του ξεπηδά η προσευχή : «Ώστε να είναι Ένα, όπως εμείς είμαστε Ένα» (Ιωάν. 17,11.22). Η διαφορά απο την Χριστολογία η οποία αποκαλύπτεται τώρα, προέρχεται απο το γεγονός πώς η Ενότης τον Χριστιανών μεταξύ τους δέν εκφράζεται σαν κάτι δηλωτικό, στην οριστική, αλλά στον τύπο της ευκτικής της προσευχής.

Ας προσπαθήσουμε τώρα να αναλύσουμε, με συντομία, την σημασία της κατεύθυνσης που μόλις τώρα χαράξαμε. Ο Υιός καθ’εαυτός δέν ενυπάρχει καθόλου απομονωμένα, για λογαριασμό του, αλλά είναι Ένα και μόνο πράγμα με τον Πατέρα. Επειδή δέν είναι δίπλα, δέν διεκδικεί τίποτε δικό του, δέν δηλώνει πως είναι μόνον αυτός, δέν αντιθέτει στον Πατέρα τίποτε που να είναι αποκλειστικά δικό του, δέν διατηρεί κανένα χώρο αποκλειστικά δικό του, είναι επομένως ίσος, ίδιος, ταυτός με τον Πατέρα. Η λογική είναι πολύ σφιχτή : Εάν δέν υπάρχει τίποτε για το οποίο αυτός είναι απλώς αυτός, καμμία ιδιαίτερη και ξεχωριστή κατάσταση, τότε αυτός ταυτίζεται με Εκείνον, σχηματίζει μαζί του «Ένα μόνον πράγμα».

Και είναι ακριβώς αυτή η ολότης τού να είναι ο ένας μέσα στον άλλον που εκφράζει η λέξη «Υιός». Για τον Ιωάνη, ΄΄Υιός’’ δείχνει το ‘’είναι απο τον άλλον’’. Μ’αυτόν τον όρο ορίζει λοιπόν το Είναι αυτού του Ανθρώπου, σαν ένα είναι –απο— τον άλλον και ένα είναι για τους—άλλους, σαν ένα όν τελείως ανοιχτό και απο τις δύο πλευρές, που δέν γνωρίζει κανένα χώρο φυλαγμένο μόνον στο Εγώ.

Εάν λοιπόν τοιουτοτρόπως γίνεται φανερό πώς το Είναι του Ιησού καθότι Χριστός είναι ολοκληρωτικώς ανοικτό, ένα είναι ΄΄απο’’ και ΄΄για’’, το οποίο με κανένα τρόπο δέν θεμελιώνεται στον εαυτό του ούτε με κάποιο τρόπο υπάρχει για τον εαυτό του, τότε είναι ταυτοχρόνως ξεκάθαρο πώς ένα τέτοιο Είναι είναι καθαρή σχέση (δέν είναι ουσιαστικότης) και επομένως αφου είναι καθαρή σχέση είναι και καθαρή ενότης. Αυτό που βασικώς λέγεται για τον Χριστό, ισχύει επίσης και σαν εξήγηση της υπάρξεως του Χριστιανού. Για τον Ιωάννη, να είμαστε Χριστιανοί σημαίνει να είμαστε σαν τον Υιό, να γίνουμε Υιοί, και επομένως να μήν ζούμε βασιζόμενοι στον εαυτό μας και κλεισμένοι στον εαυτό μας, αλλά να ζούμε αντιθέτως τελείως ανοιχτοί στο ΄΄είναι-από’’ και στο ΄΄είναι-για’’. Για τον Χριστιανό, αυτό περιέχει όλη την αξία του. Και απέναντι σε τέτοιες διαβεβαιώσεις θα κατανοήσει στα σίγουρα πόσο λίγο είναι Χριστιανός.

Κατά την άποψη μου έρχεται στο φώς, απο μία κατεύθυνση εντελώς απρόσμενη, ο Οικουμενικός χαρακτήρας του κειμένου. Στα σίγουρα καθένας γνωρίζει πώς η ΄΄Αρχιερατική προσευχή’’ του Ιησού (Ιωάν. 17), για την οποία ομιλούμε, αποτελεί το βασικό έγγραφο κάθε προσπάθειας που τείνει στην  ένωση των Εκκλησιών. Αλλά και σ’αυτή την περίπτωση δέν μένουμε πολύ συχνά στην επιφάνεια; Απο τις δικές μας διαπιστώσεις προκύπτει ξεκάθαρα πώς η Χριστιανική ενότης είναι κατα πρώτον ενότης με τον Χριστό, και γίνεται δυνατή μόνον όταν παύει να διεκδικεί αυτό που είναι δικό της και στην θέση του εισέρχεται χωρίς κανένα δισταγμό, το καθαρό ΄΄είναι-από’’ και το ΄΄είναι-για’’. Απο μία τέτοια ύπαρξη εν Χριστώ, η οποία οικειοποιείται πλήρως την διάθεση εκείνου ο οποίος δέν θέλει να κρατήσει τίποτε για τον Εαυτό του, προέρχεται η πιο πλήρης ενότης. «Ώστε να είναι ένα, όπως εμείς είμαστε Ένα». Κάθε χωρισμός έχει τις ρίζες του σε μία σκοτεινή έλλειψη αληθινού Χριστιανικού πνεύματος σε μία προσήλωση στα δικά μας συμφέροντα, απο όπου ξεκινά το τέλος της ενότητος.

Σκέφτομαι πώς είναι περιττό να τονίσουμε πώς τώρα εδώ το δόγμα της Αγίας Τριάδος μεταλλάσσεται σε διαβεβαίωση της υπάρξεως, σε μία βεβαίωση πώς η σχέση είναι ταυτοχρόνως ενότης, κάτι που είναι πλέον διάφανο για μάς. Η ουσία της Τριαδικής προσωπικότητος είναι ακριβώς αυτή, το ότι είναι καθαρή σχέση και κατα συνέπειαν απόλυτη ενότης. Οτι δέ αυτό δέν οδηγεί σε καμμία αντίφαση, μπορούμε να το συμπεράνουμε απο όσα έχουμε ήδη πεί. Και τελικώς τώρα κατορθώνουμε να δούμε ακόμη πιο καθαρά πως δέν είναι το ΄΄άτομο’’ δηλαδή το άτμητο, που διαθέτει τον υπέρτατο βαθμό ενότητος, αλλά γίνεται κατανοητό πώς το καθαρό ΄΄Έίναι ένα πράγμα μόνο’’, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εν πνεύματι και περιλαμβάνει την σχέση της αγάπης. Η ουσία της Χριστιανικής υπάρξεως βρίσκεται στην αποδοχή και στην πραγματοποίηση της υπάρξεως σαν συσχετισμός, εισερχόμενοι τοιουτοτρόπως σ’εκείνη την ενότητα που είναι το θεμέλιο της πραγματικότητος. Μ’αυτόν τον τρόπο πρέπει να είναι ξεκάθαρο πλέον πως το Τριαδικό δόγμα, εάν εννοηθεί σωστά μπορεί να γίνει ένα σημείο εκκινήσεως για την Θεολογία και την Χριστιανική σκέψη γενικώς,ένα σημείο απο όπου διακλαδίζονται όλες οι άλλες γραμμές.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου