Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ


Joseph Ratzinger
Αμφιβολία και πίστη

Όποιος προσπαθεί να μιλήσει για την χριστιανική πίστη σήμερα, απέναντι σε πρόσωπα που λόγω επαγγέλματος ή λόγω πεποιθήσεως δεν είναι εξοικειωμένα με την εκκλησιαστική σκέψη και γλώσσα, θα καταλάβει πολύ γρήγορα πόσο δύσκολη είναι μια τέτοια προσπάθεια. Θα τον κυριεύσει στα σίγουρα η αίσθηση πως η θέση του περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια στην ιστορία του κλόουν και του χωριού που καίγεται, την οποία διηγήθηκε ο Κίρκεγκαρντ πρώτος και από τότε επαναλαμβάνεται συχνότατα.

Η ιστοριούλα αφηγείται για ένα τσίρκο που ταξιδεύει στην Δανία, και το οποίο αρπάζει φωτιά. Ο διευθυντής του στέλνει αμέσως τον κλόουν, ήδη ντυμένο για το θέαμα, να καλέσει για βοήθεια στο διπλανό χωριό, διότι εκτός των άλλων υπήρχε κίνδυνος η φωτιά, μετακινούμενη μέσα από τα χωράφια, τα οποία είχαν πρόσφατα θεριστεί και ήταν επομένως αποξεραμένα, να φτάσει μέχρι το χωριό.

Ο κλόουν τρέχει πανικόβλητος στο χωριό, παρακαλώντας τους κατοίκους να τρέξουν στο τσίρκο που καιγόταν, για να βοηθήσουν να σβήσει η φωτιά. Αυτοί όμως εξέλαβαν τις κραυγές του κλόουν σαν ένα πετυχημένο κόλπο του επαγγέλματος που είχε σαν σκοπό του να τραβήξει όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο στην παράσταση. Και γι’ αυτό τον χειροκροτούσαν, γελώντας μέχρι δακρύων. Ο φτωχός κλόουν είχε περισσότερη επιθυμία να κλάψει παρά να γελάσει και προσπαθούσε ματαίως να πείσει τους ανθρώπους να πάνε, εξηγώντας τους πως δεν επρόκειτο για παράσταση, αλλά για την πικρή αλήθεια, διότι το τσίρκο καιγόταν στα αλήθεια. Τα δάκρυά του αύξαναν τα γέλια των κατοίκων, οι οποίοι έβρισκαν την παράστασή του υπέροχη. Η κωμωδία συνέχισε για λίγο έτσι, ώσπου η φωτιά έφτασε πραγματικά στο χωριό και κάθε βοήθεια ήταν αργά πια να δοθεί. Το χωριό και το τσίρκο κάηκαν ολοσχερώς.

Ο Harvey Cox, στο βιβλίο του, «η εκκοσμικευμένη πόλη», αφηγείται αυτήν την ιστορία για να υπογραμμίσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο σημερινός θεολόγος. Και στον κλόουν, ο οποίος δεν κατορθώνει να εισακουστεί το μήνυμά του από τους ανθρώπους, βλέπει την εικόνα του θεολόγου. Κι αυτός επίσης, βαλτωμένος όπως είναι στα ρούχα του, που μοιάζουν ρούχα κωμικού, και τα οποία κρατούν τις ρίζες τους από τον Mεσαίωνα ή ποιος ξέρει από ποιο παρελθόν, δεν αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα. Μπορεί να πει ότι θέλει, αλλά είναι σαν να έχει πάνω του μια ετικέτα, σαν να είναι φυλακισμένος στον ρόλο του. Όπως και αν συμπεριφερθεί, όποια προσπάθεια και αν κάνει για να παρουσιάσει την σοβαρότητα της υποθέσεως, ξέρουν όλοι από την αρχή πως είναι μόνον ένας κλόουν. Ξέρουμε ήδη για τι πράγμα μιλάει, ξέρουμε πως προσφέρει μια αναπαράσταση, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Μπορούμε να τον ακούσουμε λοιπόν, με υψηλό φρόνημα, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να ανησυχήσουμε με αυτό που λέει.

Στην εικόνα που είδαμε κρύβεται οπωσδήποτε ένα ίχνος από την αμήχανη πραγματικότητα την οποία αντιμετωπίζουν σήμερα η θεολογία και η θεολογική γλώσσα. Κάτι από την αδυναμία να σπάσουν τα σχήματα των διανοητικών συνηθειών και των γλωσσικών ειρμών, για να μπορέσει να παρουσιαστεί η υπόθεση της θεολογίας σαν μια σοβαρή υπόθεση για την ανθρώπινη περιπέτεια.

Και όμως οποιοσδήποτε ψάχνει σήμερα με τιμιότητα να εξηγήσει στον εαυτό του και στους άλλους την χριστιανική πίστη, πρέπει να μάθει και να δεχθεί πως δεν είναι μόνον ο μασκαρεμένος άνθρωπος στον οποίο αρκεί να αλλαχθεί η φορεσιά για να είναι ξανά ικανός να διδάξει άλλους με επιτυχία. Πρέπει να κατανοήσει πως η ίδια του η κατάσταση δεν διαφέρει από εκείνη των άλλων τόσο ριζικά, όπως είχε ίσως σκεφτεί στην αρχή. Πρέπει να αντιληφθεί πως και στις δυο ομάδες –πιστούς και άπιστους– υπάρχουν οι ίδιες δυνάμεις, παρότι με διαφορετικό τρόπο αναλόγως του πεδίου του καθενός.

Και όπως ακριβώς και ο πιστός δεν ζει χωρίς προβλήματα, αλλά κινδυνεύει κάθε στιγμή να γκρεμιστεί στο Μηδέν της αμφιβολίας, έτσι και ο άπιστος δεν ζει μια ζωή τέλεια και ολοκληρωμένη. Όσο και αν προσπαθεί να ζήσει σαν θετικιστής δεν θα είναι ποτέ σίγουρος για το ερμητικό κλείσιμο αυτού που δήλωσε σαν το όλον, αλλά θα παραμείνει για πάντα πολιορκημένος από την αμφιβολία και αυτός μήπως στο τέλος-τέλος δεν είναι η πίστη η αληθινή πραγματικότης και η μόνη που μπορεί να την εκφράσει.
Και δεν έχει λοιπόν κανένα νόημα να είναι οχυρωμένοι οι δύο πίσω από τα οχυρά της πίστεώς τους, διότι και οι δυο τους αντιμετωπίζουν βαθειά μέσα τους την αμφιβολία και το καλύτερο θα ήταν να αφήσει ο άπιστος τον πιστό, να του επιτρέψει, να σπάσει τον πάγο της καρδιάς του και να ανοιχτεί στην πίστη.


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου