Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΕΓΩ (8)

Συνέχεια από : Παρασκευή, 28 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΕΓΩ ΣΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΝΤ
Vittorio Mathieu

Μέσα στην γνωσιολογική λειτουργία και όχι απλώς στην ψυχολογική, η διάκριση ανάμεσα στην σκέψη και στο περιεχόμενο της σκέψης, ανακαλεί την διάκριση. Μορφή-ύλη, καθώς το «Εγώ σκέπτομαι» είναι η μορφή. Αυτό δέν σημαίνει βεβαίως πώς έχει μία μορφή, παρά μόνον πώς σκέπτεται με μερικούς τρόπους, τους οποίους ο Κάντ ονόμασε καθαρές έννοιες ή «κατηγορίες» Αυτές οι έννοιες σχηματίζουν αντικείμενα μόνον σχετιζόμενες με τα δεδομένα των αισθήσεων.
 Σχετιζόμενες! Στην σχέση τους! Μα ποιά σχέση; Ποιά είναι αυτή η σχέση επιτέλους, δυστυχώς δέν προκύπτει απο την επιχειρηματολογία του Κάντ, μάλιστα δέ όχι μόνον είναι αδύνατον να βρεθεί, αλλά και απογορευμένο. Και για να αποφύγει ακόμη και την πρόθεσή μας να την βρούμε, ο Κάντ, αντικαθιστά την υπερβατική απαγωγή της πρώτης εκδόσεως-με την σύνθεσή της σε τρία στάδια-με μία απαγωγή [συμπέρασμα] (ή αιτιολόγηση της χρήσεως των κατηγοριών για να σκεφτούμε την εμπειρία), διαφορετική, η οποία είναι αδύνατον πλέον να κατανοηθεί σαν μία απλή περιγραφή της προόδου μέσω της οποίας το «Εγώ σκέπτομαι» οικειοποιείται τα περιεχόμενα . ο Κάντ περιορίζεται να πεί πώς το «εγώ σκέπτομαι» πρέπει να μπορεί να συνοδεύσει όλες μου τις αναπαραστάσεις. Τί πράγμα μπορεί να σημαίνει πάλι αυτό το να « μπορεί να συνοδεύσει» δέν είναι ξεκάθαρο, αλλά είναι ξεκάθαρο πώς αυτή η έκφραση σπάει την διφορούμενη «αίσθηση»-την οποία μοίραζε στα πράγματα [την πραγματικότητα δηλ.] ο φυσιοκρατισμός των Telesio και Campanella-σε δύο επίπεδα: ενωμένα οπωσδήποτε στην ενέργεια της σκέψης, αλλά αμείωτα, η ύλη και η μορφή.
Με άλλα λόγια η συγκεκριμένη συνείδηση του Εγώ έχει δύο πηγές, ονομαζόμενες «δεκτικότητα» και «αυθορμητισμό» χωρίς όμως να είναι δυνατόν να αποδώσουμε (παρά μόνον δι’αναλογίας) καμμία συγκεκριμένη σημασία, διότι κάθε προσπάθεια να περιγραφούν θα τις προϋπέθετε! Ξεκάθαρο είναι μόνον το αμοιβαίο αμείωτο των δύο πηγών και αυτό ακριβώς χαρακτηρίζει το πεπερασμένο, το γεγονός ότι δέν είμαστε θεοί (ή αρχετυπικός Νούς), η αδυναμία μας να διαθέτουμε «νοητική διαίσθηση» κ.τ.λ. πάνω σ’αυτό ο Κάντ θα παραμείνη σταθερός μέχρι τέλους. Αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια είτε ενώσεως των δύο πηγών σε μία και μόνον (και έτσι ανασκευάζει προκαταβολικώς τη σχολή του Μαρβούργου), είτε να τις περιγράψει στα πεπραγμένα τους (ανασκευάζοντας και σ’αυτό το σημείο τις ψυχολογικές ερμηνείες του δόγματος του τύπου Fries και Helmholtz). Για να βεβαιώσουμε πώς σ’αυτό το σημείο η στάση του δέν αλλάζει ποτέ, έχουμε ένα χωρίο απο την τελευταία φάση του τελευταίου του έργου (το Opus Postumum διότι δέν έφτασε σε μία καθοριστική επεξεργασία. Η ημερομηνία αυτού του χωρίου είναι το 1800).
«Εδώ πρέπει τώρα να θυμηθούμε πώς βρισκόμαστε μπροστά στο πεπερασμένο πνεύμα, όχι στο άπειρο. Πεπερασμένο πνεύμα είναι εκείνο που ενεργοποιείται μόνον παθαίνοντας. Μόνον μέσω ορίων φτάνει στο Απόλυτο. Μόνον επειδή λαμβάνει υλικό ενεργεί και μορφοποιεί. Ένα τέτοιο πνεύμα λοιπόν θα συνδέση στην ώθηση πρός την μορφή ή το απόλυτο, μία ώθηση πρός την ύλη ή πρός τα όρια, σαν συνθήκες χωρίς τις οποίες δέν θα μπορούσε ούτε να έχει, ούτε να ικανοποιήσει την πρώτη ορμή.
Πώς μπορούν να συνυπάρξουν στο ίδιο Είναι δύο τάσεις τόσο αντίθετες, είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να θέσει σε αμηχανία τον μεταφυσικό, αλλά όχι τον υπερβατικό φιλόσοφο. Αυτός ο τελευταίος δέν απαιτεί καθόλου να εξηγήσει τις δυνατότητες των πραγμάτων, αλλά είναι ευχαριστημένος να καθορίσει τις γνώσεις με τις οποίες κατανοείται η δυνατότης της δυνατότητος της εμπειρίας» (Opus Postumum Kant I Kan-Volut 1800: ed ACC.XXI,76,1)
4.Για να αποφύγουμε τον πειρασμό να περιγράψουμε την σύνθεση, είδαμε πώς η έκδοση του 1787 της κριτικής λέει: το «Εγώ σκέπτομαι» πρέπει να μπορεί να συνοδεύσει όλες μου τις αναπαραστάσεις. Αλλ’όμως ένα τέτοιο ακριβές εγώ, που μού λέει μόνον ότι είμαι, αλλά όχι τί είμαι, ούτε πώς εμφανίζομαι σε μένα, φαίνεται να φτωχαίνει ανεπανόρθωτα το Εγώ και να το κάνει αφηρημένο. Κανείς απο τους Καντιανούς δέν θα μείνει ευχαριστημένος. Μερικοί θα επιστρέψουν στην πρώτη έκδοση, θα διαμαρτυρηθούν για την αντίθεση ανάμεσα στην αίσθηση και στην νόηση (αρνούμενοι αφανώς το πεπερασμένο τού Εγώ) κ.τ.λ. Αυτό όμως που προτιθέμεθα να κάνουμε σε τούτο το κείμενο, είναι να δούμε την περιπέτεια, που είναι λιγότερο γνωστή του ιδίου του Κάντ, παρά να θυμηθούμε τα γεγονότα του Μετακαντισμού, τα οποία είναι εξάλλου πολύ γνωστά. Διότι ούτε ο ίδιος ο Κάντ θα μείνει ικανοποιημένος μέ ένα «Εγώ σκέπτομαι» το οποίο συνοδεύει απλώς τις αναπαραστάσεις μου. Ο τελευταίος Κάντ πάει πολύ πιό πέρα, χωρίς να εξέλθει απο τον κριτικισμό. Είναι χαρακτηριστικό πώς για να το κατορθώσει, πριμοδοτεί και αυτός την πρώτη έκδοση της Κριτικής με μία ανάπτυξη της οποίας είναι πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητή ή καταγωγή. Διότι ακριβώς στο Opus Postumum επανεμφανίζονται σαν κοινοί τόποι, χωρία και φράσεις που ανήκουν στην πρώτη έκδοση και τα οποία είχαν αφαιρεθεί απο την δεύτερη: αφήνοντας τοιουτοτρόπως άλυτο το αίνιγμα, και αναγκάζοντάς μας να ακολουθήσουμε την διπλή όψη του Εγώ, την οποία όψη, όπως είδαμε, επανελάμβανε μέχρι το τέλος: το ΕΓΩ μας δέν γίνεται Ενεργό παρά μόνον παθαίνοντας και η συνθετική του δραστηριότης δέν συνιστάται στο να συνθέτει τον εαυτό του με το υλικό, αλλά στο να συνθέτει το υλικό, σύμφωνα μ’ένα δικό του κριτήριο.
Επειδή δέ αυτό το κριτήριο είχε δοθεί απο τις καθαρές κατηγορίες, όπως στην Αναλυτική των αρχών, ο τρόπος συνθέσεως δέν μπορούσε παρά να μείνει «κρυμμένος» μέσα στην νόησή μας (όπως λέει ο Κάντ και σχετικώς με την δημιουργική φαντασία). Όμως στο Opus Postumum η κατάσταση αλλάζει και εμφανίζεται μία διαφορετική πρόοδος νοητικής ενότητος. Η δυσκολία να κατανοήσουμε την πρωτογενή ενότητα προήρχετο απο το γεγονός πώς εμείς δέν βρίσκουμε ποτέ στην εμπειρία μας ένα αδιαμόρφωτο υλικό, όπως ο ξυλουργός βρίσκει το ξύλο με το οποίο εργάζεται, αλλά βρίσκουμε πάντοτε ένα υλικό ήδη επεξεργασμένο. Η υπερβατική απαγωγή περιοριζόταν λοιπόν στο να αποδεικνύει πώς οι αισθητικές διαισθήσεις υπόκεινται στις μορφές της νοήσεώς μας, μάλιστα δέ γεννιούνται ήδη απο καταγωγής συμμορφωμένες μ’αυτή! Η νόηση είναι «ο νομοθέτης της φύσεως». Είναι όμως εξηγεί η κριτική, μόνον για εκείνα τα μέρη μίας «γενικής φύσεως» και όχι για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δεδομένης φύσεως, τα οποία πρέπει να βρούμε «εμπειρικώς». Εάν όμως πρέπει να βρούμε εμπειρικά τότε η υπερβατικότης αποτυγχάνει, παρόλα τα ακροβατικά με τα οποία η κριτική της Κρίσεως προσπάθησε να εξηγήσει πώς η Φύση γίνεται σκέψη μόνον «σαν να» γεννιέται ακόμη και στις ιδιαίτερες όψεις της με τρόπο ταιριαστό στις απαιτήσεις της νοήσεως μας.
Η ανεπάρκεια του «σαν να» που πρότεινε σαν λύση οδηγεί τον Κάντ στους διαλογισμούς του Opus Postumum : σε ένα γραπτό δηλ, το οποίο προτίθεται να εξηγήσει το πέρασμα απο τις μεταφυσικές αρχές της επιστήμης της φύσεως στην Φυσική». Οι πρώτες δείχνουν apriori μόνον τους χαρακτήρες μίας γενικής Φύσεως ενώ αντιθέτως η Φυσική ασχολείται με τους ιδιαίτερους χαρακτήρες της Φύσεως μέσα στην οποία ζούμε, και ανάμεσα στις δύο είναι απαραίτητη μία γέφυρα. Αυτή η προσπάθεια όμως έφερε στην επιφάνεια και καινούργια πράγματα που αφορούν το ΕΓΩ και με αυτά θα ασχοληθούμε!
5. Ο κύριος νεοτερισμός είναι πώς στο opus, η φύση δέν εξαρτάται μόνον απο την δραστηριότητα του υπερβατικού Εγώ, και επομένως στα γενικά της μέρη, αλλά και απο την δραστηριότητα και την έρευνα του εμπειρικού ΕΓΩ, επομένως και στα ειδικά της μέρη και στα ειδικότατα (όπως ονομάζει ο Κάντ την ζωντανή Φύση), πάντοτε όμως, δια της εμμέσου οδού (διαφορετικά θα βρεθούμε έξω απο τον κριτικισμό). Το ΕΓΩ επηρεάζει την εμπειρία διότι επηρεάζει την ενότητα της εμπειρίας και η εμπειρία δέν υπάρχει εάν δέν είναι Μία. Οι συνθήκες οι οποίες καθιστούν δυνατή την ενότητα της εμπειρίας θα είναι, λοιπόν και συνθήκες της δυνατότητος του αντικειμένου της εμπειρίας, η του φαινομένου.
Η διαφορά ανάμεσα στην ενοποίηση η οποία εξαρτάται απο το υπερβατικό ΕΓΩ (στην κριτική) και απο εκείνη η οποία εξαρτάται απο την συγκεκριμένη εργασία ερεύνης μέσω παρατηρήσεως και πειράματος (στο Opus) είναι πώς η πρώτη δίνεται μία φορά για πάντα σαν ένα είδος «νοητικού γεγονότος», αλλά αφορά πάντοτε τα χαρακτηριστικά μίας γενικής φύσεως. Η δεύτερη αφορά επίσης και τους ιδιαίτερους τρόπους για να συνδεθεί ένα φαινόμενο με το άλλο, αλλά είναι μία πρόοδος που δέν τελειώνει ποτέ. Η απόκτηση εμπειρίας λέει ο Κάντ στο Opus είναι μία πρόοδος «ασυμπτωτική». Και εξέρχεται μάλιστα ένα παράδοξο συμπέρασμα. Η ύπαρξη, όπως είναι γνωστό, για τον Κάντ, συνίσταται στην θέση ενός αντικειμένου στην εμπειρία. Δεδομένου όμως πώς η εμπειρία είναι μία πρόοδος χωρίς τέλος, η ενότητα της οποίας υπάρχει μόνον σαν ιδέα, δέν προσφέρει ποτέ, παρά μόνον ασυμπτωτικά, την απόδειξη της υπάρξεως ενός αντικειμένου (δηλ, εκείνου του συγκεκριμένου αντικειμένου που σκέπτομαι), διότι δέν θα έχω τελειώσει ποτέ  να το συνδυάζω με όλα τα υπόλοιπα ανάλογα αντικείμενα της εμπειρίας. Ο προσδιορισμός δέν θα είναι ποτέ «πλήρης» γιατί θα απαιτούσε μία ατελείωτη πρόοδο. Επομένως η ίδια η ύπαρξη είναι μία ιδέα και αντιστρόφως, στο Opus Postumum, ακόμη και οι ιδέες μπορούν να έχουν μία ύπαρξη. Την διαθέτουν δέ στο μέτρο που είναι απαραίτητες να ενοποιήσουν την εμπειρία, δηλ, να προωθήσουν εκείνη την πρόοδο χωρίς τέλος, η οποία συνεχίζει να αναπτύσσεται, όχι μόνον σύμφωνα με τις καθαρές αρχές της σκέψης (οι οποίες παραμένουν αναλλοίωτες)αλλά επίσης και σύμφωνα με  επινοημένα κριτήρια τα οποία αποτελούν χωρίς αμφιβολία την μεγαλύτερη καινοτομία του opus postumum.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου