Μερικές παρατηρήσεις γύρω απο τον Πατέρα σαν οντολογική Αρχή στο θεολογικό σύστημα του Ζηζιούλα.
«ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ». Ο Etienne Gilson τράβηξε την προσοχή πρό πολλών ετών στον τρόπο που ερμήνευσαν οι Χριστιανοί φιλόσοφοι την απάντηση που πήρε ο Μωϋσής, όταν ρώτησε τον Θεό, στην Έξοδο, ποιός είσαι; Το θέμα αυτό ονομάστηκε από τον Ζιλσόν "Μεταφυσική τής εξόδου" και το διαπραγματεύεται στο έξοχο βιβλίο του «ΤΟ ΟΝ ΚΑΙ Η ΟΥΣΙΑ», μεταφρασμένο ήδη στα Ελληνικά απο τον ΘΑΝΟ ΣΑΜΑΡΤΖΗ για τις παν/κες εκδ.Κρήτης. Αυτό το δόγμα λοιπόν μας λέει πως ο Θεός είναι το ΕΙΝΑΙ το ίδιο (Esse ipsum). Οι Χριστιανοί Φιλόσοφοι, ιδίως οι Σχολαστικοί, με πρώτον τον Ακινάτη, εκμεταλλεύθηκαν αυτή την απάντηση του Θεού, κατά τον Ζιλσόν, για να κατασκευάσουν μία μεταφυσική εντελώς καινούργια σε σχέση με την Ελληνική Μεταφυσική και επομένως αυτοί οι απλοί Αριστοτελιστές του Μεσαίωνος ξεπέρασαν κατά πολύ τον δάσκαλο χάρη στην πίστη τους.
Το θέμα αυτό ανεπτύχθη επιτυχώς απο την Cornelia de Vogel, σε ένα διάσημο δοκίμιο, το οποίο βρίσκεται ήδη μεταφρασμένο στις αναρτήσεις μας. Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε όμως είναι πως δέν βρέθηκε στα έργα του Πλάτωνος το συγκεκριμένο δόγμα, δηλαδή η αποδοχή ενός υπέρτατου όντος, απολύτου, το οποίο έχει για ουσία του το ίδιο το ΕΙΝΑΙ.
Υπάρχει όμως στα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη στο Βιβλίο Β. Εκεί ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την Θεωρία αυτή του Πλάτωνος —παρότι δέν είμαστε σίγουροι ότι ανήκει στον Πλάτωνα— και την κρίνει. Η κριτική του έχει σημασία.
Μεταφυσική, Βιβλίο Β, ενδέκατη απορία 1001a4...
«Πάντων δέ και θεωρήσαι χαλεπώτατον και πρός το γνώναι ταληθές αναγκαιότατον πότερον ποτε το όν και το έν ουσίαι των όντων είσι».
Γιατί επανερχόμεθα στο θέμα; Διότι ο κ.Ζηζιούλας και ο κ.Γιανναράς επαναλαμβάνουν τον ορισμό αυτόν του Θεού, αναγνωρίζοντας τον Πατέρα σαν οντολογική αρχή της Αγίας Τριάδος, σαν Αιτιώδη αρχή, εισάγοντας ιεραρχία μεν στην Αγία Τριάδα, αλλά διατηρώντας τον Μονοθεϊσμό στον Χριστιανισμό, απαραίτητο για την ένωση των τριών μεγάλων Μονοθεϊστικών θρησκειών.
Ο κ.Ζηζιούλας για να στηρίξει την Χριστιανική Ορθότητα των σκοπιμοτήτων του, που του δίνουν το δικαίωμα να χαλκεύσει ακόμη και την Αγία Τριάδα για να στηρίξει το πρωτείο του πάπα, όχι πλέον στο αβέβαιο πρωτείο του Πέτρου, αλλά στην ύπαρξη του πρωτείου μέσα στην Αγία Τριάδα, επικαλείται τον Μ.Αθανάσιο, ο οποίος στο «περί συνόδου 35» λέει: «Όταν ακούμε να λέγεται ‘‘Εγώ ειμί ο ών’’ και ‘‘Άκουσε Ισραήλ, ο Κύριος ο Θεός σου είναι ο μόνος Κύριος’’ και ‘‘Εγώ ειμί ο παντοδύναμος Θεός’’, την απλήν και μακαρίαν και ακατάληπτον του όντος ουσίαν νοούμεν.
Διότι ακόμη και άν δέν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε αυτό που Εκείνος είναι, παρ’όλα αυτά, όταν αναφέρονται ο Πατήρ, ο Θεός και ο Παντοδύναμος, αυτήν την του όντος ουσίαν σημαινόμενην νοούμεν». Για τον Μ.Αθανάσιο λοιπόν ο Θεός είναι απλούστατα «η ίδια η ουσία του όντος».
Κάτι που μας ξαναγυρίζει στον Πλάτωνα και στην κριτική του Αριστοτέλη, την οποία θα προσεγγίσουμε σε λίγο. Πρίν όμως θέλουμε να αναφέρουμε τον επόμενο κόμβο της «θεολογίας» του κ.Ζηζιούλα με τον οποίο κατ’αναλογίαν οικειοποιείται τον σύγχρονο υπαρξισμό. Τον νόμο του ΕΝΟΣ και των ΠΟΛΛΩΝ. Την ταυτόχρονη ύπαρξη του ΕΝΟΣ και των πολλών (πρέπει να γνωρίζουμε ότι όταν λέμε ΕΝΑ εννοούμε Θεός). Με τον οποίο νόμο μάς δένει πιό βαθειά στην Φιλοσοφία τού Πλάτωνος, στις δύο οντολογικές αρχές: Το ΕΝΑ και την ΔΥΑΔΑ, η οποία είναι η αιτία τής πολλαπλότητος και του κακού. Καί ενώ αρνείται την ταυτόχρονη ύπαρξη των υποστάσεων και καταλήγει στην αμφίβολη αιτιώδη αρχή εκ της ουσίας του Πατρός, δέχεται την ταυτόχρονη ύπαρξη του Ενός και των πολλών, ενότητος και ετερότητος μέσα στήν Αγία Τριάδα. Διότι με αυτή την σκέψη, με αυτό το δεδομένο, μπορεί να βγεί στην ύπαρξη, στον χρόνο, εφόσον ο Χρόνος είναι σαν τον υποδοχέα κάθε γεννήσεως και θανάτου ταυτόχρονα.
Πρίν φτάσουμε στην αναίρεση του Αριστοτέλη ξανά, ας δούμε μία άλλη πηγή της θεολογίας του. Τον Ακινάτη. Όταν γράφει σχετικά με την απλότητα του Θεού (S.Th.I qu 3) αποδεικνύει 1ον) ότι ο Θεός δέν είναι σώμα, 2ον) ότι δέν είναι ύπαρξη αποτελούμενη από μορφή και ύλη, 3ον) ότι η φύση του είναι ταυτόσημος με την ουσία του. Κάτι πού ο Ακινάτης αντλεί από τόν Πλωτίνο, στόν οποίο βρίσκουμε την ιδέα ότι η ανώτατη αρχή δέν δύναται να διαθέτει ιδιότητες διαφορετικές από Αυτή την ίδια και ότι είναι ταυτόσημη με την ουσία της. Δηλαδή η θέληση του Θεού είναι ταυτόσημη με την ουσία του. Ότι το αντικείμενο της Θείας θελήσεως δέν είναι διαφορετικό από την καλοσύνη του, η οποία είναι ταυτόσημη με την ουσία του (Ενν. VI 8, 1. 27-33). Ανακαλύπτοντας εξάλλου στους Αρχαίους την «επικοινωνία» από πλευράς του Θεού και την «συμμετοχή» από πλευράς του Δημιουργήματος, ο Ακινάτης εξηγεί την δημιουργία της πολλαπλότητος στον Θεό, με την πρώτη ενέργεια του Θεού, διότι ο Θεός δημιούργησε την ύπαρξη των πραγμάτων για να μεταδώσει την αγάπη του στα δημιουργήματα και για νά αντιπροσωπευθεί από αυτά. Διότι στο σύνολό του το σύμπαν συμμετέχει στην Θεία αγαθότητα και την εκπροσωπεί. (Έτσι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα καθίστανται οι καλύτεροι αντιπρόσωποι της αγάπης του Πατρός. Αυτό σημαίνει εικών εξάλλου). Έτσι η συμμετοχή, η Μέθεξη, θεμελιώνεται στην Θεία αγαθότητα, δηλαδή μέσα στην πρόθεση του Θεού, μέσα στην συνειδητή του Θέληση!
Βλέπουμε λοιπόν καθαρά την κατασκευή τού Θεού κατ’ εικόνα τού ανθρώπου, τόσο απαραίτητη στην ανθρωπολογία, η οποία αντικαθιστά την θεολογία και στο σύστημα του Ζηζιούλα.
Ας δούμε λοιπόν τώρα από κοντά την αναίρεση, άγνωστη στους περισσοτέρους, της ταυτίσεως Ενός και Είναι, Θεού και Είναι από τον Αριστοτέλη.
Ξεκινά λοιπόν την κριτική του από την Θεωρία του Πλάτωνος περί ΕΝΟΣ και πολλών. Στην καλύτερη περίπτωση η θεωρία αυτή κατατάσσεται, λέει, ανάμεσα στις φιλοσοφίες οι οποίες θέτουν σαν Αρχές τα αντίθετα. (Και εδώ ακριβώς μάς παγιδεύει ο Ζηζιούλας, διότι είναι αδύνατον να υπάρχουν αντίθετα στην Αγία Τριάδα). Επειδή όμως οι Πλατωνιστές είχαν την συνήθεια να υποστασιοποιούν τις μορφές ή ουσίες, το ΕΝΑ θα έπρεπε να είναι επίσης και μία ξεχωριστή ουσία, δηλαδή εις εαυτήν υπερβατική έναντι αυτού που είναι ουσία. (Κάτι που συμβαίνει και στις θέσεις του Ζηζιούλα, εφόσον ο Υιός είναι δεύτερος Θεός). Το Ένα είναι ένα μέτρο — το πρώτο μέτρο ή η ενότης τού μέτρου και μόνον σαν στοιχείο μπορεί να είναι ουσία όλων των πραγμάτων. Επιπλέον αυτό το Ένα είναι διαφορετικό σε κάθε γένος πραγμάτων, σύμφωνα με το υπόστρωμα των πραγμάτων που θέλει την ενότητά τους, π.χ. στους ήχους είναι το ημίτονο, στους ρυθμούς η συλλαβή. Και επιπλέον τα αντίθετα (απο τα οποία αντλεί την ετερότητα) προϋποθέτουν ένα υπόστρωμα και επομένως το Ένα και τα πολλά δέν μπορούν να είναι ξεχωριστές ουσίες αλλά ούτε αιτίες μορφής και ύλης, υπάρξεως.
Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι αρχαϊκός, λέει ο Αριστοτέλης, και υιοθετήθηκε από τον Πλάτωνα στην προσπάθειά του να σώση την πολλαπλότητα, σε αντίθεση με τον Παρμενίδη. Έτσι δίπλα στο Είναι, εννοημένο σαν ΕΝΑ, βάζει το μή-Είναι, εννοημένο σαν διαφορά (Σοφιστή), τα οποία λειτουργούν σαν τα γένη όλων των ιδεών, και στον Φίληβο το όριο και το άπειρο, τά οποία είναι στοιχεία τών ιδεών και γένη της αισθητής πραγματικότητος.
Για τον Αριστοτέλη το Είναι και το μή-είναι, είναι εκ καταγωγής πολλαπλά. Πολλαχώς νοούμενα. Ο Πλάτων λοιπόν αποτυγχάνει να εξηγήσει την πολλαπλότητα, διότι έχει την τάση να συγκεντρώσει όλα τα πράγματα σε ένα, σε ενότητα, η οποία οδηγεί κατευθείαν στον Μονισμό του Παρμενίδη. Έτσι εξηγείται επίσης (λόγω αυτής της τάσεως) και η κατανόηση τού Ενός και τού Είναι σαν γένη και η κατανόησή τους σαν ουσίες. Κατ’ αρχάς λοιπόν δέν μπορούν να είναι γένη, διότι φανερώνουν και τις διαφορές κάθε γένους, ενώ είναι αδύνατον για ένα γένος να περιέχει τις διαφορές του. Εάν ήταν γένη, καμμία διαφορά δέν θα υφίστατο, θα είχαμε την καταστροφή όλων των διαφορών και όλα τα πράγματα θα κατέληγαν σε ΕΝΑ (μεταφ. B3 998b 14-27).
Στην ίδια ενότητα των πάντων καταλήγουμε και όταν κατανοούμε το Ένα και το Είναι σαν ουσίες : «εάν υπάρχει αυτό έν (unum ipsum) και αυτό όν (esse ipsum), τότε είναι αναγκαίο η ουσία τους και του Ενός και του Είναι, καθότι δέν υπάρχει άλλο του οποίου να είναι κατηγορούμενα, να είναι αυτά τα ίδια».
«Θα είναι λοιπόν μεγάλη η απορία, πώς θα μπορούσε να υπάρξει οτιδήποτε διαφορετικό δίπλα τους, πώς θα μπορούσαν τα όντα να είναι πάνω από ένα. Διότι το διαφορετικό από το Είναι δέν είναι, όπως μας λέει και ο Παρμενίδης, και κατα συνέπειαν όλα τα όντα είναι ΕΝΑ και αυτό είναι το όν (το Είναι). Όμως είναι δύσκολο να δεχθούμε και τα δύο ενδεχόμενα» (Μεταφ. B4, 1001a 29-b1).
Η ίδια ακριβώς κριτική επαναλαμβάνεται και σχετικά με το ΕΝΑ.
Καί φτάνουμε σε μία ανακεφαλαίωση με την βοήθεια του Αριστοτέλη : «Αναγκαία προϋπόθεση τής ουσιαστικότητος του Είναι και του Ενός είναι να είναι καθολικότητες, να είναι καθόλου, διότι μόνον τα καθόλου μπορούν να γίνουν υποστάσεις. Όμως σύμφωνα με τους πλατωνικούς πάντοτε, για να είναι καθόλου, σημαίνει πως είναι γένη, δηλαδή εκφράζουν μόνον αυτό που είναι κοινό ανάμεσα στα διάφορα όντα, και όχι οτιδήποτε είναι διαφορετικό. Εάν λοιπόν το Είναι και το Ένα μπορούσαν να είναι ουσίες και επομένως Γένη, δέν θα μπορούσαν νά συμπεριλάβουν τις διαφορές και επομένως αυτές δεν θα μπορούσαν να είναι ούτε όντα, ούτε Ενα, και επομένως τα όντα τα διαφορετικά από αυτά δέν θα μπορούσαν να υπάρξουν».
Γνωρίζοντας οι Καππαδόκες Πατέρες τα αβυσσαλέα προβλήματα που κρύβει η ταύτιση Θεού καί Είναι, ονόμασαν τον Πατέρα Αρχή κινήσεως της Αγίας Τριάδος, όπως μάς δηλώνει και ο Αριστοτέλης στο ξεκίνημα του βιβλίου Δέλτα της Μεταφυσικής: «αρχή λέγεται η μέν όθεν άν τις τού πράγματος κινηθείη πρώτον».
Βεβαίως η ουσία των Αρχαίων δέν έχει νομικίστικο χαρακτήρα, όπως ισχυρίζεται ο Ζηζιούλας, δέν έχει καμμία σχέση με την ουσιοκρατία των σχολαστικών, η οποία είναι αμετάβλητη και ακίνητη. Η ουσία των Αρχαίων γεννά, είναι γόνιμος, όπως μας επαναλαμβάνει και ο Άγιος Δαμασκηνός.
Και η ουσία της Αγίας Τριάδος είναι υπερούσιος. Άγνωστος. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος δέν μπορεί να είναι κατ’ ουσίαν σωσμένος, αλλά κατά χάριν. Η αρχή είναι αυτό από το οποίο κατάγονται και όπου καταλήγουν στο τέλος όλα τα όντα. Είναι μία πραγματικότης η οποία παραμένει ταυτόσημη στις μεταλλάξεις των ιδιοτήτων της. Είναι η ουσία, όπως ευφυώς δίδαξε ο Αριστοτέλης.
Η οντολογία σαν όρος εμφανίζεται στον XVII αιώνα χωρίς να διαθέτει εξαρχής μία σταθερή εννοιολόγηση. Μέχρι τον Χάϊντεγκερ, όπου η οντολογία αποκτά την σημασία της. Ο Χάϊντεγκερ ξεκινά από ένα απόσπασμα του Σοφιστή, του Πλάτωνος:... δήλον γάρ ώς υμείς μέν ταύτα (τί ποτέ βούλεσθε σημαίνειν οπόταν όν φθέγγησθε) πάλαι γιγνώσκετε, ημείς δέ πρό του μέν ωόμεθα νύν δ’ηπορήκαμεν....
Ακολουθώντας λοιπόν τον Χάϊντεγκερ και με το στήριγμα του Ακινάτη ο Ζηζιούλας μας ξαναπροτείνει ένα Summum Bonnum, προσαρμοσμένο όμως στον χρόνο, καταργώντας την μεταφυσική του σχολαστικισμού μέσω της καταργήσεως της ουσίας. Αντικαθιστώντας δε τον θάνατο, που είναι το έσχατο του χρόνου, με τον Πατέρα, που είναι το έσχατο της Σωτηρίας.
Την ταύτιση του ΕΝΟΣ με το ΕΙΝΑΙ την πραγματοποίησε ο ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, o μαθητής του Πλωτίνου.
Αμέθυστος
Με όλο το σεβασμό αλλά με τέτοιες αναρτήσεις πρέπει να δίνετε στους αναγνώστες και μια ηλεκτρονική ασπιρίνη, τουτέστιν ή μια περίληψη, ή ένα γλωσσάρι, διότι αν μπει εδώ μέσα ΤΩΡΑ κάποιος ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΣ, θα βγεί ΧΩΡΙΣ να έχει καταλάβει το Χριστό του, που λέει και η γριά η κότα που ξέρετε, και με όλο το σεβασμό, πάλι, με συγχωρείτε κιόλας που τόλμησα και σας έκανα μια παρατήρηση χωρίς να ρωτήσετε τη γνώμη μου- ελπίζοντας ότι δεν θα αφηνιάσετε πάλι, λέγοντάς μας, ότι επιθυμούμε να σας κάνουμε τους έξυπνους, χαχα- αμήν και γένοιτοοοο!
ΑπάντησηΔιαγραφή;-)
Αυτή ακριβώς είναι η θεολογία του Ζηζιούλα, γι'αυτό δεν είναι κατανοητή και απλή. Γι'αυτό και δημοσιεύονται οι σχετικές αναρτήσεις. Γι'αυτό και κανείς θεολόγος εν Ελλάδι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον Ζηζιούλα. Ευτυχώς που κάποιοι έχουν τις γνώσεις, τα κότσια και την ορθή πίστη ώστε να κατακουρελιάζουν τον θεωρητικό πρωτεργάτη του Οικουμενισμού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Αντριόπουλος χτύπησε ξανά γιατί μας περίμενε στη γωνία κ. αμέθυστε. Ίσως πρέπει να πάρει από δω τις απαντήσεις του. Εσείς εξάλλου δεν είσαστε ταλιμπάν.
http://www.academia.edu/899615/_-_The_theological_dispute_between_Eunomius_and_Basil_the_Great_A_philosophical_approach_
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ φύση του ν(Ν)εοέλληνος απ-όντος πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να είναι άκρως μητριαρχική.Όθεν και συνεπάγεται το αιτιατό της τόσης αρέσκειάς των προς τα κωλαράκια(ευχέρεια μιας ρουτίνας και θεοποίηση της -κυράτσας- κυράς Κατίνας).'Σε αντίθεση με το Ζηζιούλα,βεβαίως,ο οποίος και,αφαιρώντας τον Υιό(για την απιστία του και μόνον καθώς και επειδή δε 'δημιούργησε -ή και δεν έτυχε-κατεδέχθη να κάνη-να δημιουργήση- ουδέποτέ του οικογένεια -και δη χριστιανική οικογένεια..),'κράτησε μόνον τον Πατέρα(μάλλον χωρίς πατέρα/Πατέρα αυτός μια ζωή..)*.
ΑπάντησηΔιαγραφή*Εκτός,δε,του γεγονότος πως 'στο χώρο της Ελλάδος τού σήμερα ούτε άνθρωποι υφίστανται,ούτε κοινωνία ανθρώπων,όπως και ούτε κάποια φ(Φ)ιλοσοφία δύναται να ανθίση,με τη Δύσι,ταυτοχρόνως,τον αγαπημένο του προορισμό,να αποτελή ένα κακέκτυπο της παλαιάς ελληνικής πραγματικότητας της παράδοσης μωσα'ι'κό λαών.Κοινώς:ούτε η ε(Ε)πιστήμη(εν γένει και συνόλω ενν.)ούτε η...''ε(Ε)πιστημονική θ(Θ)εολογία''της...''Βιβλικής ε(Ε)πιστήμης''(των λεγομένων και αυτοκεχρισμένων εδώ και για δεκαετίες ολόκληρες -και προπάντων και προπαντός λάθρᾳ και λαθραίως..)ούτε οι β(Β)ιβλιοθήκες ούτε τα κλαμπ-παμπ του Λονδίνου,όπου (και) συχνάζει,έσωσαν και 'λύτρωσαν,περιέσωσαν και διέσωσαν τον κόσμο του,τον κόσμο της Δύσεως όσο και του Γραικυλιστάν(-του- νέου/Νέου).