Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

10 χρόνια μετά την οικονομική κρίση της Αργεντινής οι εκπληκτικές ομοιότητες με την Ελλάδα

πηγή :listonplace

pic.twitter.com/YSP5WgA7


Από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους στα τέλη του 2009, οι συγκρίσεις ανάμεσα στη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα και στην οικονομική κρίση της Αργεντινής πριν 10 ακριβώς χρόνια, έχουν πολλαπλασιαστεί, με έμφαση περισσότερο στις εκπληκτικές ομοιότητες, παρά στις διαφορές.
Σύμφωνα μάλιστα με τη συνολική εκτίμηση της συστηματικής έρευνας του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής, σε σχέση με την παράλληλη πορεία των δύο κρατών μια δεκαετία πριν την εμφάνιση της κρίσης χρέους, αλλά και κατά την περίοδο διαχείριση της, ελάχιστες διαρθρωτικές οικονομικές και πολιτικές κινήσεις είναι εφικτό να γίνουν προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη της ιστορικής χρεοκοπίας της Αργεντινής, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα, όσον αφορά στην περίπτωση της Ελλάδας.
Μια δεκαετία μερικής νομισματικής ένωσης
Από τις αρχές του 2010, μεγάλη μερίδα ανεξάρτητων παρατηρητών τόνιζαν ότι η Ελλάδα βρισκόταν αντιμέτωπη με πρόβλημα οικονομικής φερεγγυότητας, παρά με πρόβλημα οικονομικής ρευστότητας, όπως και στην περίπτωση της Αργεντινής πριν μία δεκαετία.
Το 1991, με στόχο τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού, η Αργεντινή επένδυσε στο αποτέλεσμα ενός ριζοσπαστικού πειράματος. Στην προσχώρηση σε μερική νομισματική ένωση με τις ΗΠΑ, ένα στάδιο πριν την πλήρη αντικατάσταση του εθνικού νομίσματος και της αργεντίνικης νομισματικής πολιτικής, από το δολάριο των ΗΠΑ και την πολιτική της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας
Αρχικά, η νέα ρύθμιση λειτούργησε θετικά. Ο ρυθμός ανάπτυξης κινήθηκε ανοδικά κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών, με αποτέλεσμα την άμεση εισροή ξένων κεφαλαίων μέσω επενδύσεων κυρίως στον τραπεζικό τομέα.
Δέκα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 2001, η ελληνική οικονομία βίωσε μια παρόμοια εμπειρία, προσχωρώντας στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, εγκατέλειψε τη νομισματική κυριαρχία και το νόμισμα της δραχμής, με σκοπό, μεταξύ άλλων, να ξεπεράσει χρόνια δημοσιονομικά προβλήματα και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Για μία περίοδο εννέα περίπου χρόνων, κατά τα φαινόμενα είχε επέλθει δημοσιονομική ισορροπία, ο πληθωρισμός είχε τεθεί υπό έλεγχο και η ανάπτυξη παρουσίαζε σημαντική άνοδο, τροφοδοτούμενη από συνεχείς εισροές φθηνών κεφαλαίων λόγω της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής ενοποίησης.
Για την Αργεντινή οι πρώτες αρνητικές τάσεις εμφανίσθηκαν και εξελίχθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '90. Μια σειρά από εξωτερικά πολιτικοοικονομικά σοκ, όπως η μεξικανική κρίση το 1994, η υψηλή ανατίμηση του δολαρίου το 1995, η κρίση στην Ανατολική Ασία το 1997, η ρωσική χρεοκοπία το 1998 και η νομισματική κρίση στη Βραζιλία το 1999, ώθησαν το εθνικό νόμισμα σε καθεστώς σφοδρής υπερτίμησης, σε συνάρτηση με το καθεστώς ισοτιμίας με το δολάριο, με αποτέλεσμα την εμφάνιση και σταθερή επιδείνωση των εξωτερικών ελλειμμάτων και την κλιμακούμενη επιβράδυνση της ανάπτυξης. Παράλληλα, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες, εντεινόμενες από κρούσματα διαφθοράς, αλλά και οι υπέρμετρες δημόσιες δαπάνες επιδείνωσαν σε τέτοιο βαθμό την κατάσταση, ώστε λίγο πριν το 2000 οι επενδυτές άρχισαν να ανησυχούν για το οικονομικό μέλλον της χώρας, σε άμεση συνάρτηση με τη φερεγγυότητά της, γεγονός που είχε ως συνέπεια την πτώση της αξίας των κρατικών ομολόγων.
Όπως και στην Αργεντινή, τα ελληνικά προβλήματα άρχισαν να αναδύονται υπό την πίεση εξωτερικών γεγονότων. Μετά τη διεθνή οικονομική κρίση του 2008, η αντίληψη του οικονομικού ρίσκου στις διεθνείς χρηματαγορές άλλαξε δραματικά, η εισροή κεφαλαίων προς την Ελλάδα μειώθηκε σημαντικά και μαζί της ο ρυθμός ανάπτυξης. Σε συνδυασμό με τις κατηγορίες για παραποιημένα στατιστικά στοιχεία και το τεράστιο δημόσιο και εξωτερικό χρέος της χώρας που είχε συσσωρευθεί, τα νέα δεδομένα απομάκρυναν σε σύντομο χρονικό διάστημα τους διεθνείς επενδυτές, με αποτέλεσμα το σπρεντ των ομολόγων που εκδίδονται από την ελληνική κυβέρνηση να αυξηθεί δραματικά σε διάστημα σχεδόν ενός έτους.
Αντιμετωπίζοντας την κρίση: Η δημοσιονομική λιτότητα
Παρά τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, το δημόσιο χρέος της Αργεντινής σχεδόν διπλασιάστηκε (από 34% σε πλέον του 60% του ΑΕΠ), κυρίως λόγω της αύξησης των αναγκών χρηματοδότησης για δαπάνες εκτός προϋπολογισμού, (π.χ. για προϋπάρχοντα χρέη όπως ληξιπρόθεσμες οφειλές προς συνταξιούχους και προμηθευτές), και λόγω αδικαιολόγητων δαπανών σε ένα φορολογικό σύστημα που χαρακτηριζόταν από αναλυτές ως αδιαφανές. Ξεκινώντας από το 1999, ως επί το πλείστον, υπό από την πίεση του ΔΝΤ και τις προϋποθέσεις που συνδέονταν με τα τρία συνεχόμενα προγράμματα οικονομικής στήριξης, η κυβέρνηση ενέκρινε μια ακολουθία νόμων, (τέσσερις σε δύο έτη), με στόχο τον έλεγχο του δημοσίου ελλείμματος και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην αγορά.
Η τελευταία και πιο σκληρή δέσμη νόμων, αποκαλούμενη ως «Νομοθεσία Μηδενικού Ελλείμματος», η οποία εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2001, αποσκοπούσε στην υλοποίηση δεσμεύσεων σε έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό από το τέταρτο κιόλας τρίμηνο του ίδιου έτους, αποσκοπώντας παράλληλα λόγω του σύντομου χρονικού ορίου διάρκειας των μέτρων, στον κατευνασμό των κοινωνικών αντιδράσεων. Στα τέλη όμως του 2001, το έλλειμμα δεν ήταν μηδενικό σύμφωνα με τους στόχους, αλλά είχε φθάσει στο 6% του ΑΕΠ, ενώ η ανάπτυξη κυμαινόταν στο -4,5 έναντι του στόχου του 3,5%, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν βίαιες διαμαρτυρίες σε ολόκληρη τη χώρα.
Η ελληνική εμπειρία για έλεγχο των τρεχουσών δαπανών δεν είναι πολύ διαφορετική. Από την περίοδο έναρξης των έντονων δημοσιονομικών προβλημάτων, η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε και επικύρωσε τρία διαφορετικά σχέδια εξυγίανσης της οικονομίας. Τον Ιανουάριο του 2010, (λίγο πριν την πρώτη επέμβαση του ΔΝΤ), η προσφάτως εκλεγμένη κυβέρνηση Παπανδρέου είχε ανακοινώσει μεταρρυθμίσεις του προϋπολογισμού, με στόχο τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από 12,9% του ΑΕΠ σε λιγότερο από 3% το 2012. Παρά την έγκριση του μεταρρυθμιστικού σχεδίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε σύντομο χρονικό διάστημα η υλοποίηση του σχεδίου αποδείχθηκε αδύνατη.
Στις αρχές Μαΐου του 2010, μετά την έγκριση του επίσημου πακέτου οικονομικής βοηθείας προς την Ελλάδα από το ΔΝΤ, το σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης παρέτεινε το στόχο της μείωσης του ελλείμματος κάτω του 3% έως το 2014. Ωστόσο, κατά την περίοδο της τρίτης επανεξέτασης τον Ιούνιο του 2011, οι ενδιάμεσοι στόχοι του σχεδίου αξιολογήθηκαν ότι παρέμεναν εκτός στόχου και το ΔΝΤ έθεσε το σχεδιασμό ενός πρόσθετου προγράμματος εκτάκτου ανάγκης, ως προϋπόθεση για την έγκριση χορήγησης της νέας δόσης. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική κυβέρνηση αναγκάσθηκε να παρουσιάσει ένα νέο σχέδιο λιτότητας για την περίοδο 2012-2015 με σκοπό την εξασφάλιση € 28.6 εκατομμυρίων εντός της χρονικής περιόδου 2012-15.
Μια αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ της Αργεντινής και της Ελλάδας εντοπίζεται στο γεγονός ότι η πρώτη δεν είχε τη δυνατότητα να καταφύγει σε ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων οργανισμών με σκοπό τη μείωση του χρέους, δεδομένου ότι σχεδόν το σύνολο των κρατικών περιουσιακών στοιχείων είχε ήδη πωληθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990.
Η εξωτερική βοήθεια: Το ΔΝΤ και οι άλλοι
Στην περίπτωση της Αργεντινής, όταν οι ξένοι πιστωτές άρχισαν να αμφιβάλλουν για την ικανότητα της χώρας να θέσει το χρέος υπό έλεγχο, η διεθνής κοινότητα επενέβη προτείνοντας μεγάλα πακέτα οικονομικής στήριξης. Τον Μάρτιο του 2000, το ΔΝΤ ενέκρινε «προληπτικό» πρόγραμμα τριετούς πίστωσης ύψους $ 7.2 δισεκατομμυρίων με στόχο την επάνοδο της ανάπτυξης και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, κυρίως μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ακόμα κι αν, εν συνεχεία, οι στόχοι αναθεωρήθηκαν και περιορίσθηκαν, κανένας από αυτούς τελικώς δεν επετεύχθη.
Δεδομένης της παρατεταμένης δυσκολίας εξωτερικής χρηματοδότησης και της αδυναμίας πρόσβασης της χώρας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, τον Ιανουάριο του 2001, το ΔΝΤ συμφώνησε σε προσαύξησης της «προληπτικής» συμφωνίας στο ποσό των $ 13.7 δισεκατομμυρίων, ενώ την ίδια στιγμή, έπειτα από διαμεσολάβηση του, προωθήθηκε πλάνο πρόσθετης χρηματοδότησης από επίσημες και ιδιωτικές πηγές. Ως εκ τούτου, ένα συνολικό σχέδιο διάσωσης ύψους περίπου 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων παρουσιάσθηκε από την κυβέρνηση της Αργεντινής, ως μέρος ενός επιπλέον προστατευτικού συστήματος κάλυψης των δανείων που είχαν εκδοθεί, (εκτός από το ΔΝΤ), από την Παγκόσμια Τράπεζα, τη Δια-αμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης και την κυβέρνηση της Ισπανίας, σε συνδυασμό με διαβεβαιώσεις χρηματοδότησης προερχόμενες από τον ιδιωτικό τομέα που θα μπορούσαν να καλύψουν την Αργεντινή από το έλλειμμα πρόσβασης στις διεθνείς αγορές.
Ωστόσο, η αποτυχία της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, (σύμφωνα με τα αρνητικά αποτελέσματα της τρίτης αναθεώρησης από το ΔΝΤ), αποδείχθηκε καταλυτικός παράγοντας για την επαύξηση της συμφωνίας δανεισμού ύψους $ 8 δισ. ευρώ στις 7 Σεπτεμβρίου του 2001, (ανεβάζοντας το σύνολο στα $ 22 δισ.) από το ΔΝΤ.
Για ακόμη μια φορά, η περίπτωση της Ελλάδας προσομοιάζει εντυπωσιακά στην περίπτωση της Αργεντινής, αλλά σε μεγαλύτερο μέγεθος. Τον Μάιο του 2010, το ΔΝΤ και ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησαν σε δέσμη μέτρων εκτάκτου ανάγκης προκειμένου να συνδράμουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων ρευστότητας, επιβάλλοντας παράλληλα σκληρό πρόγραμμα αναπροσαρμογής των δημοσιονομικών δεδομένων, αποσκοπώντας στη μείωση του ελλείμματος. Παρά τις ακόλουθες ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης σύμφωνα με τις προσταγές της Τρόικα, οι ενδιάμεσοι στόχοι δεν επιτεύχθηκαν κατ' επανάληψη. Αντιμέτωπη με τον ορατό κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεων, ένα νέο πακέτο περίπου € 80 δισ. τέθηκε υπό συζήτηση, υπό τον όρο επιβολής ενός νέου σκληρότερου προγράμματος λιτότητας.
Το κύμα των αναλήψεων
Στην Αργεντινή το 2001 η κατάσταση είχε επιδεινωθεί σε ανεπανόρθωτο βαθμ και η προοπτική της χρεοκοπίας έμοιαζε αναπόφευκτη, σε σημείο που δεκάδες χιλιάδες πολίτες έσπευσαν στις τράπεζες προκειμένου να προβούν σε αναλήψεις των καταθέσεων τους. Σε αυτή ακριβώς τη χρονική στιγμή η νομισματική ενοποίηση με το δολάριο λάμβανε τέλος, αλλά και οι διαδοχικές συμφωνίες δανεισμού από το ΔΝΤ με τις συνεπακόλουθες προϋποθέσεις για την επιβολή σκληρών οικονομικών μέτρων που είχαν επηρεάσει καταλυτικά κυρίως τους χαμηλοεισοδηματίες, είχαν συρρικνώσει τη μεσαία τάξη, είχαν εκμηδενίσει τους ρυθμούς ανάπτυξης και είχαν εκτοξεύσει στα ύψη τους δείκτες ανεργίας, συνέθεταν τις λεπτομέρειες του χειρότερου δυνατού σεναρίου που γινόταν πραγματικότητα.
Στις 30 Νοεμβρίου 2001, ξεκίνησε το λεγόμενο “bank run”. Τα αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας μειώθηκαν κατά 2 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε μία μόλις μέρα. Ως αντίδραση, ο Πρόεδρος de la Rua επέβαλε ένα ευρύ φάσμα περιορισμών επί των τραπεζικών συναλλαγών, με την ονομασία “el corallito”, το οποίο περιελάμβανε όριο ανάληψης 1.000 δολαρίων το μήνα.
Ανάλογα φαινόμενα μαζικών αναλήψεων από προσωπικές καταθέσεις καταγράφηκαν και στην Ελλάδα υπό το φόβο επανάληψης του αργεντίνικου περιοριστικού μέτρου και το φόβο πιθανής επιστροφής στη δραχμή. Μέσα σε μόλις 2 χρόνια από τον Οκτώβριο του 2009 το απόθεμα των καταθέσεων στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι μειώθηκε κατά περίπου € 50 δισ., ενώ για παράδειγμα τον Σεπτέμβριο του 2011 υπολογίζονται ότι έγιναν αναλήψεις περίπου €5.5 δισ. και τον Οκτώβριο αποσύρθηκαν καταθέσεις ύψους 6.8 δισ. ευρώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου