Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ι. Γενναδίου 14, ΑΘΗΝΑ)

Πηγή : Αποτείχιση

Κοινοποίηση: Σεβ/τους Μητροπολίτες, μέλη Δ. Ἱ. Συνόδου, Θεολογικές Σχολές, ἐκκλησιαστικὸ Τύπο.

ΘΕΜΑ: ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ γιὰ τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Μητροπ. Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα Διευθυντοῦ τοῦ Γραφείου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Ἀθήνα

Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, Στοὺς χαλεποὺς καιρούς μας πολλὰ εἶναι τὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν ὅλους μας, ἰδιαίτερα δὲ ἐσᾶς ὡς πνευματικοὺς ταγοὺς καὶ τὰ ὁποῖα ζητοῦν ἐπειγόντως λύσεις.
Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ θὰ θίξουμε μὲ τὸ κείμενο αὐτό, ποὺ γιὰ τοὺς πολλοὺς στὴν παροῦσα συγκυρία θὰ ἐχαρακτηρίζετο ὡς δευτερεῦον, στὴν αὐτοσυνειδησία ὅμως κάθε πιστοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σημαντικότατο, ἀφοῦ ἅπτεται τῆς Πίστεως.
Αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας μας διακινητῶν του.

Γνωρίζουμε ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀντιτίθενται σ’ αὐτὴ τὴν αἵρεση τῆς ἐποχῆς μας, ὡς ἔχουν καθῆκον. Ἐν τούτοις, ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐξαπλοῦται ραγδαίως καὶ οὔτε κατονομάζονται ὅσοι τὸν προωθοῦν, ὥστε νὰ τοὺς γνωρίζουν οἱ πιστοὶ καὶ νὰ τοὺς ἀποφεύγουν, οὔτε ἐμποδίζονται ὅσοι διακινοῦν οἰκουμενίζουσες ἰδέες ἀπὸ τὸ νὰ κατέχουν θέσεις κλειδιὰ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο.
Μία τέτοια περίπτωση θέλουμε νὰ καταγγείλουμε μὲ τὸ παρὸν κείμενο, μὲ ἀφορμὴ Διεθνὲς Θεολογικὸ Συνέδριο ποὺ διοργανώθηκε ἀπὸ 28-30 Ὀκτωβρίου 2011 πρὸς τιμὴν τοῦ διδάσκοντος αἱρετικὲς ἰδέες μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα (ἐκπροσώπου τοῦ Φαναρίου στὴν Ἑλλάδα).
Τὸ Συνέδριο πραγματοποιήθηκε –ὑπὸ τὶς εὐλογίες τοῦ τοπικοῦ μητροπολίτη– στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, φωλιά, ὅπου ἐκκολάπτεται τὸ αὐγὸ τοῦ φαρμακεροῦ φιδιοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, καὶ ὅπου διδάσκεται ἡ καταγγελθεῖσα ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γλυφάδας κ. Παύλου μετα-πατερικὴ θεολογία .
Παρατηροῦμε, λοιπόν, ὅτι ἐνῶ ἡ πλειονότης τῶν Ἐπισκόπων καταδικάζει τὴν μεταπατερικὴ θεολογία, στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου συνέβη τὸ ἑξῆς τραγελαφικό: ἀντὶ νὰ ἐλεχθεῖ ὁ Περγάμου γιὰ τὶς κακόδοξες θέσεις του, ἐβραβεύθη ἀπὸ τοὺς διοργανωτὲς τοῦ Συνεδρίου καὶ τὸν Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο, παρόλο ποὺ εἶναι γνωστὲς οἱ αἱρετίζουσες θέσεις ποὺ ὑποστηρίζει καὶ διακινεῖ ὁ κ. Ζηζιούλας ὡς ὁ θεωρητικὸς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐν ἀγαστῇ συνεργασίᾳ μετὰ τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὴν περαιτέρω προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ὅμως, κατὰ τὸν καθηγητὴ Δογματικῆς κ. Μέγα Φαράντο «τὸ ὄργανον καὶ τὸ κριτήριον τοῦ θεολογεῖν διὰ τὸν κ. Ζηζιούλα εἶναι ἡ λογική, εἰδικώτερον δὲ ἡ ἐπιστημονικὴ λογική» καὶ ὄχι ἡ Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Παράδοση. «Ὁ κ. Ζηζιούλας ἀποφεύγει ἐπιμελῶς νὰ ἐργάζεται μὲ θεολογικὰς ἐννοίας, ὅπως Θ. ἀποκάλυψις, Ἁγ. Γραφή, Ἱ. Παράδοσις, ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμ. Συνόδων, αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, πίστις κλπ.». Καὶ ὅταν χρησιμοποιεῖ αὐτὲς τὶς ἔννοιες, «οὐδένα, σχεδόν, ρόλον παίζουν εἰς τὸν θεολογικόν του στοχασμόν» καταλήγει ὁ Φαράντος. Δηλ., ὁ Περγάμου θεολογώντας, ἐπαναλαμβάνει σὲ ἄλλη συχνότητα τὴν θεολογικὴ μέθοδο τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ὡς γνωστὸν πολέμησε ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δι’ αὐτῆς δὲ ναρκοθετεῖται καὶ διαβρώνεται ἡ ὀρθόδοξη Πίστη.

Ἐδῶ παρουσιάζουμε συγκεντρωτικὰ κακόδοξες θέσεις τοῦ μητροπ. Περγάμου κ. Ἰω. Ζηζιούλα, ἐλπίζοντας ὅτι ἡ ἐπισήμανσή τους θὰ εὐαισθητοποιήσει τὰ μέλη τῆς Ἱ. Συνόδου, ὥστε νὰ ἐπιληφθοῦν τοῦ θέματος καὶ νὰ πράξουν ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία ἀείποτε ἔπραττε, ὅταν τὴν ἀκεραιότητα τοῦ ποιμνίου ἐπιβουλεύοντο οἱ ἑκάστοτε αἱρετικοί.

1. ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Ξεκινᾶμε μὲ τὴν ἐξέταση μιᾶς θέσεως –θεμελιακῆς ἀξίας γιὰ τοὺς οἰκουμενιστές–, τὴ γνωστὴ «Βαπτισματικὴ Θεολογία», ποὺ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ αἵρεση καὶ τῆς ὁποίας διδάσκαλος εἶναι καὶ ὁ μητροπ. Περγάμου.
Ἡ αἵρεση αὐτὴ ἀνατρέπει ὁλοτελῶς τὴν θεμελιακὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πὼς ὑπάρχει μόνο Μία Ἐκκλησία, «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (Ἐφ. 4, 5). Κατὰ τὸν κ. Ζηζιούλα καὶ τὴν «Βαπτισματικὴ Θεολογία», καὶ τὸ ἐκτὸς Ἐκκλησίας βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο, ἂν καὶ τελεῖται ἀπὸ αἱρετικό! Μόνη προϋπόθεση ποὺ θέτουν οἱ οἰκουμενιστές, εἶναι τὸ Βάπτισμα νὰ τελεῖται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γράφει σχετικὰ ὁ Περγάμου: «Τὸ Βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ Βάπτισμα, Ὀρθόδοξον ἢ μή, ὁριοθετεῖ τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία περιλαμβάνει Ὀρθοδόξους καὶ ἑτεροδόξους... Ἐκτὸς βαπτίσματος δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία». Ἀντιθέτως, «ἐντός τοῦ βαπτίσματος, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχη μία διάσπασις, μία διαίρεσις, ἕνα σχίσμα, δυνάμεθα νὰ ὁμιλῶμεν διὰ Ἐκκλησίαν»!
Ἄρα, μέσα στὰ βαπτισματικὰ ὅρια ποὺ θέτει ὁ κ. Ζηζιούλας, στοιβάζονται Ὀρθοδόξοι καὶ αἱρετικοί, πολλὰ βαπτίσματα καὶ πολλὲς αἱρετικὲς “ἐκκλησίες”! Καὶ βέβαια δι’ αὐτῆς τῆς θεωρίας, παραβαίνονται κατάφορα πολλοὶ Ἱ. Κανόνες καὶ «διευκολύνεται» ἡ ἐπικράτηση καὶ στὸν ὀρθόδοξο χῶρο τῆς οἰκουμενιστικῆς ἰδεολογίας τῶν ἑτεροδόξων. Παραδείγματα: α) Ἡ περὶ «βαπτισματικῆς θεολογίας» αἱρετικὴ δοξασία ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ στὴν «Συμφωνία τοῦ Μπάλαμαντ», ποὺ ἀποδέχτηκαν ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Στὸ κείμενο αὐτὸ διαβάζουμε περὶ τοῦ «κοινοῦ βαπτίσματος»: «Ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς (ΡΚαθολικοὺς καὶ Ὀρθόδοξους) ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του ...δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται».
β) Ἀλλὰ καὶ ὁ πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἀποδέχτηκε τὴν αἵρεση αὐτὴ σὲ «Κοινὸ Ἀνακοινωθὲν» μετὰ τοῦ Πάπα Ἰωάννη-Παύλου (29//6/95), μὲ τὴν δήλωση: «Παρακινοῦμε τοὺς πιστούς μας, Καθολικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους, νὰ ἐνισχύσουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀδελφότητας, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ ἕνα βάπτισμα».
γ) Τὸν Μάϊο τοῦ 2002 μὲ πρωτοβουλία τοῦ καρδινάλιου Βάλτερ Κάσπερ καὶ μὲ συμμετοχὴ ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἕνωσης τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴ Γερμανία (KOKiD) ὑπογράφτηκε κείμενο ἀμοιβαίας ἀναγνώρισης τοῦ βαπτίσματος ἑτεροδόξων-Ὀρθοδόξων: «Παρ’ ὅλες τὶς διαφορὲς στὴν ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὑφίσταται μεταξύ μας μία βασικὴ συμφωνία ὡς πρὸς τὸ βάπτισμα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναγνωρίζουμε κάθε βάπτισμα ποὺ ἔχει τελεστεῖ ...μὲ τὴν συμβολικὴ πράξη τῆς κατάδυσης στὸ νερὸ ἢ τῆς ἐπίχυσης μὲ νερό... Αὐτὴ ἡ ἀμφίδρομη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἐκφράζει τὸν θεμελιωμένο στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δεσμὸ τῆς ἑνότητας»! Ἄρα κι ἐδῶ ἔχουμε πλήρη ἀποδοχὴ τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν!

Ἔτσι ὁ κ. Ζηζιούλας, ἀντὶ «νὰ ἐλέγχει τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ τοὺς νουθετεῖ, μήπως ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν πλάνην των» (ὅπως συνιστοῦν οἱ Πατέρες καὶ γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος), ἀντὶ νὰ ἀποφεύγει τὶς συμπροσευχὲς (ὅπως οἱ Οἰκουμ. Σύνοδοι ἔχουν νομοθετήσει), τολμᾶ ἀπὸ καθέδρας διδασκαλικῆς νὰ «ἐπικυρώνει» τὸ αἱρετικὸ βάπτισμα, ἀναβαθμίζοντας ἔτσι τὶς αἱρετικὲς κοινότητες σὲ «ἐκκλησίες»!

Ὁ Ἅγ. Ἀθανάσιος, ὅμως, (ἂν ἀκόμα πιστεύουμε κι ἀκολουθοῦμε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας) θεωροῦσε τὴν ὀρθὴ πίστη ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ βαπτίσματος: «Ὁ Σωτὴρ οὐκ ἁπλῶς ἐνετείλατο βαπτίζειν», ἀλλὰ πρῶτα εἶπε «μαθη-τεύσατε» καὶ ὕστερα «βαπτίζετε..., ἵν’ ἐκ τῆς μαθήσεως ἡ πίστις ὀρθὴ γένηται, καὶ μετὰ πίστεως ἡ τοῦ βαπτίσματος τελείωσις προστεθῇ. Πολλαὶ γοῦν καὶ ἄλλαι αἱρέσεις λέγου-σαι τὰ ὀνόματα μόνον, μὴ φρονοῦσαι δὲ ὀρθῶς, ὡς εἴρηται, μηδὲ τὴν πίστιν ὑγιαίνουσα ἔχουσαι, ἀλυσιτελὲς (=χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα) ἔχουσι καὶ τὸ παρ' αὐτῶν διδόμενον ὕδωρ, λειπόμενον εὐσεβείᾳ ὥστε καὶ τὸν ραντιζόμενον παρ' αὐτῶν ρυπαίνεσθαι μᾶλλον ἐν ἀσεβείᾳ ἢ λυτροῦσθαι» (Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν 2, 42-43, PG 26, 237B).

Γι’ αὐτὴν κι ἄλλες παρόμοιες κακοδοξίες τίμησε ἡ Ἀκαδημία Βόλου καὶ ὁ κ. Ἰγνάτιος, «τὸν βετεράνο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κ. Ζηζιούλα, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ κλασσικὸν παράδειγμα ὀρθοδόξου ἐκφυλισθέντος ἐκκλησιολογικῶς, διὰ τῆς συμμετοχῆς του εἰς τὴν λεγομένην Οἰκουμενικὴν Κίνησιν» (Καθηγητὴς Ἰω. Κορναράκης).

Οἱ Ἅγιοι, ὅμως, ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Πίστεως, ἐθλίβησαν βλέποντας νὰ τιμᾶται ὁ αἱρετίζων κ. Ζηζιούλας, ὄχι μόνον στὴν Ἀκαδημία μὰ καὶ μέσα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ ὅσα ἀκολουθοῦν, γίνεται κατανοητὸ γιατὶ τολμοῦμε νὰ χαρακτηρίζουμε ἕνα μητροπολίτη ὡς αἱρετικό· διότι, παρόλο ποὺ οἱ θέσεις του ἔχουν κατηγορηθεῖ ἐπὶ αἱρέσει, συνεχίζει νὰ τὶς κηρύττει, μὴ δεχόμενος ἀντιρρήσεις καὶ διάλογο γι’ αὐτές.
2. Η ΘΕΩΡΙΑ τῶν ΚΛΑΔΩΝ, τῶν ΑΔΕΛΦΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ καὶ τῶν ΔΥΟ ΠΝΕΥΜΟΝΩΝ

Ἡ «βαπτισματικὴ θεολογία», ὅμως, συμπλέκεται καὶ μὲ ἄλλες αἱρετικὲς θωρίες: «τῶν κλάδων», τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» καὶ τῶν «δύο πνευμόνων. Τοῦτο φαίνεται ἀπὸ τὴν Συμφωνία στὸ Μπάλαμαντ, στὴν ὁποία ἐπανειλημμένως ὑποστηρίζεται ἡ θέση: «Θεωροῦμεν τὴν ἀμοιβαίαν ταύτην ἀναγνώρισιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος τοῦ βαπτίσματος, παρὰ τὰς διαιρέσεις ἡμῶν, πλήρως σύμφωνον πρὸς τὴν ἀέναον διδασκαλίαν ἀμφοτέρων τῶν ἐκκλησιῶν»!

Ἀλλ’ αὐτὰ «τὰ συμπεράσματα καὶ τὸ ὅλον Συμφωνηθὲν Κείμενον, ἀντιπροσωπεύουν Δυτικὸν σκεπτικισμόν» γράφει ὁ καθηγητὴς π. Γεώργιος Δράγας, καὶ ἡ «ἀποδοχή των ὑπὸ Ὀρθοδόξων θεολόγων σημαίνει μᾶλλον σκόπιμον προδοσίαν τῶν ὀρθοδόξων θέσεων καὶ ὑποταγὴν εἰς τὰς δυτικὰς οἰκουμενιστικὰς προοπτικάς!» .

Ὁ μητροπολίτης Περγάμου, ἐπίσης, θεωρεῖ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία, περιλαμβάνουσα Χριστιανοὺς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, εἶναι ”ἀοράτως ἡνωμένη” (Ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοί), καὶ ἀποδέχεται τὸ ἐφεύρημα τοῦ Βατικανοῦ, τὴν θεωρία τῶν “δύο πνευμόνων”», πρὸς ἅλωσιν τῆς ὀρθοδοξίας.

Ἀπευθυνόμενος, λοιπόν, ὁ κ. Ζηζιούλας «πρὸς τὸν Πάπα Ἰωάννη Παῦλο B' (τὸ 1998), ἐτόνιζε τὴν ἀνάγκη ”ἐπιταχύνσεως τῆς διαδικασίας ἀποκαταστάσεως τῆς πλήρους κοινωνίας ἡμῶν [ὀρθοδόξων-παπικῶν]...

Ὡς εὐστόχως ἐξέφρασε τοῦτο ἡ Ὑμετέρα Ἁγιότης (συνέχιζε τότε ὁ κ. Ζηζιούλας), ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύσις ἀποτελοῦν τοὺς δύο πνεύμονας διὰ τῶν ὁποιων ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία» (περ. «᾿Επίσκεψις», ἀριθ. 559/31.7.1998).
Ὥστε ἡ Μία, Ἁγία καὶ ἄσπιλος νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἔχει «δύο πνεύμονες» καὶ ἀσφαλῶς δύο καρδιές.

Ὁ ἕνας πνεύμων –θὰ σκεπτόταν κάθε ὀρθόδοξος– εἶναι ὑγιής, καθότι ὀρθόδοξος, τὸ ἴδιο καὶ ἡ μία καρδιά, ἐνῶ ἀντιθέτως τὰ ἀντίστοιχα ζωτικὰ ὄργανα τῶν παπικῶν θὰ εἶναι ἄρρωστα, καθόσον αἱρετικά. Ὄχι, λέγει ὁ κ. Ζηζιούλας. Ὅλα τὰ ὄργανα, καὶ αὐτὰ τῆς ἀσπίλου Ἐκκλησίας ἔχουν πρόβλημα. Καὶ τὸ πρόβλημα θὰ λυθεῖ, ὄχι ὅταν ἀποκηρύξουν τὶς πλάνες τους οἱ αἱρετικοί, ὄχι ὅταν ἐπιστρέψουν στὴν Μία Ἐκκλησία καὶ ἀποδεχθοῦν νὰ ἀρδεύεται ἡ ἄρρωστη καρδιά καὶ ὁ ἄρρωστος πνεύμων ἀπὸ τὰ ὑγιῆ, ἀλλὰ ὅταν ἐπιτευχθεῖ «ἑνότης» διὰ συμβιβασμῶν!!! Πουθενὰ ἡ λέξις «μετάνοια».

Γράφει: «Ἡ ἑνότης αὐτῶν εἶναι οὐσιώδης διὰ τὴν ὑγιᾶ ζωὴν τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας“»! (περ. «᾿Επίσκεψις», ὅπ. παρ.). Καί: «Ἡ ἑνότητα θὰ ἀπαιτήσει ἀλλαγὲς καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές..., “μιὰ προσαρμογὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές”. Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, εἶπε (ὁ κ. Ζηζιούλας), αὐτὸ σημαίνει ἀναγνώριση, ὅτι ὑπάρχει μιὰ καθολικὴ χριστιανικὴ ἐκκλησία σὲ ἕνα ἐπίπεδο ὑψηλότερο ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν ἐθνικῶν τους ἐκκλησιῶν καὶ ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης εἶναι ἡ παραδοσιακή της κεφαλή”»! (orthodoxia-pateriki.blogspot.com). Καὶ ἄρα, τὸν ρόλο τῆς κεφαλῆς σ’ αὐτὸ τὸ ἀλλόκοτο «ἐκκλησιαστικὸ» σῶμα τῶν οἰκουμενιστῶν, θὰ τὸν παίξει ὁ αἱρετικὸς Πάπας!

Ποιός δὲν κατανοεῖ ὅτι μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ κ. Ζηζιούλας κηρύσσει «ἕτερον Εὐαγγέλιον»; Ποιός δὲν θλίβεται, συνειδητοποιώντας ὅτι μὲ τὴν υἱοθέτηση ἀπὸ αὐτόν, τὸν (καθ’ ὑπόθεσιν) ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τῆς «Βαπτισματικῆς Θεολογίας», τῆς «θεωρίας τῶν κλάδων» καὶ τῶν «δύο πνευμόνων» ρίπτονται εἰς τὸν κάλαθον τῶν ἀχρήστων χιλιάδες σελίδες ἀπὸ τὰ Πατερικὰ κείμενα, διὰ τῶν ὁποίων οἱ Πατέρες καταπολέμησαν τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν;

Ποιός δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀπροκάλυπτα ὁ Περγάμου ἀποδέχεται ὅτι ἡ μάνα του ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἄρρωστη, συκοφαντώντας την ἀσπλάχνως, ἀφοῦ προϋπόθεση νὰ καταστεῖ ὑγιὴς εἶναι ἡ ἕνωσή της διὰ συμβιβασμῶν μὲ τὴν Παπικὴ Ἐκκλησία; Οἱ ἐπίσκοποι (κι ὄχι μόνο αὐτοὶ) ποὺ βλέπουν τοὺς διπλωματούχους οἰκουμενιστὲς νὰ διαλύουν τὴν Ἐκκλησία θὰ μείνουν ἀπαθεῖς;


3. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ


Μέχρι σήμερα οἱ πολλοὶ γνώριζαν ὅτι ὁ μητρ. Περγάμου εἶναι ὑποστηρικτὴς τῆς αἱρετικῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» καὶ τῆς «θεωρίας τῶν κλάδων». Οἱ καθηγητὲς ὅμως, Μ. Φαράντος, Ἰω. Κορναράκης, π. Δημ. Μπαθρέλλος, π. Νικ. Λουδοβίκος, Χρ. Σταμούλης κ.ἄ., διακρίνουν ὑπερβολές, ὄχι μόνο στὶς ἄλλες πλευρὲς τοῦ ἔργου του, ἀλλὰ καὶ σ’ ἐκεῖνο, ποὺ διαπραγματεύεται περὶ τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας», χρεώνοντάς του δηλαδὴ μιὰ ἀκόμα δεινὴ αἵρεση!


Γράφει ὁ καθηγ. Δογματικῆς Χρ. Σταμούλης στὸ «Ἄσκηση καὶ Εὐχαριστία»: Γιὰ τὴν «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» ἡ προτεραιότητα βρίσκεται στὴν Εὐχαριστία, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἡ μοναδικὴ ἔκφραση ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν θεωρία (ὅπως τὴν διδάσκει ὁ κ. Ἰω. Ζηζιούλας), «φθάσαμε σὲ μία ἐκκλησιολογία ὅπου δὲν ὑπάρχει θέση οὔτε γιὰ ἱερέα, ἀλλὰ οὔτε καὶ γιὰ λαϊκό..., ὅπου ἀγνοεῖται ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα..., παρόλο τὸν λεκτικὸ ὑπερτονισμό τους... Τούτη ἡ ἐκστατικότητα, ἄλλωστε, ἐμφανίζεται σὲ ὅλο σχεδὸν τὸ ἔργο τοῦ Ἰω. Ζηζιούλα, καθὼς διατρέχει μὲ τὴν ἴδια ἔνταση τὴν Τριαδολογία (ὀντολογικὴ προτεραιότητα τοῦ Πατέρα)... Ἄμεσο ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν παραπάνω ἡ ἰδεολογικοποίηση τῆς πίστης».

Αὐτὴ ἡ θέση «ἀποτελεῖ πράξη ἀποδόμησης τῆς Ἐκκλησίας, πράξη διαίρεσης τοῦ κοινοῦ σώματος... Ὑποδηλοῦν ὅτι ἡ Εὐχαριστία τῶν Ἐνοριῶν δὲν εἶναι αὐτοτελὴς καὶ αὐτόνομος, ἀλλὰ προέκταση τῆς εὐχαριστίας τοῦ Ἐπισκόπου, καὶ ὅτι συνεπῶς ἡ ἐνορία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ “καθολικὴ ἐκκλησία”» (Χρ. Σταμούλη).


Ἡ κατάστρωση τοῦ μακρόπνοου σχεδίου γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀνήκει στὸ Βατικανό, ἀλλ’ ἡ «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» καὶ ἡ κατασκευὴ ἑνὸς Πρωτείου μὲ ὀρθόδοξα ὑλικά, ποὺ ἀποδέχτηκε νὰ κατασκευάσει ὁ κ. Ζηζιούλας, ἔχουν σκοπὸν νὰ παραπλανήσουν τοὺς Ὀρθοδόξους γιὰ νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

5. Εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία καὶ στὸ βάθος τὸ ΠΡΩΤΕΙΟ.


Μὲ διάφορα κείμενα, λοιπόν, ὁ Περγάμου κηρύσσει τὴν κακόδοξη «Εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία». Ἀντιπροσωπευτικὸ δεῖγμα ἀποτελοῦν τὸ βιβλίο του «Ἡ Κτίση ὡς Εὐχαριστία» καὶ τὸ ἄρθρο-ὁμιλία: «Ὁ ἐπίσκοπος ὡς προεστὼς τῆς Θείας Εὐχαριστίας».

Στὸ βιβλίο αὐτὸ –κατὰ τὸν Φαράντο– «ὁ κ. Ζ. ἐξαίρει τὴν θ. Εὐχαριστία μονομερῶς ὡς ἀναφορὰ δώρων πρὸς τὸν Θεό, παραθεωρεῖ δὲ ἢ καὶ στηλιτεύει τὸν χαρακτῆρα αὐτῆς ὡς θυσίας...». Στὸ συγκεκριμένο ἔργο τοῦ κ. Ζηζιούλα παρατηρεῖται «ὁ τέλειος παρα-μερισμὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Ἐκκλησίας, –ὁ κ. Ζ. ὁμιλεῖ διαρκῶς (σ.σ. γενικὰ) περὶ Ἐκκλησίας ἢ χριστιανικῆς Ἐκκλησίας–, ἡ ἀποψίλωσις τῆς θ. Εὐχαριστίας ὡς ἁπλῆς εὐχαριστιακῆς ἀναφορᾶς –ἓν στοιχεῖον ἀποδεκτὸν ἐπὶ οἰκουμενικῆς βάσεως–, μὲ σύγχρονον ἀπόρριψιν τοῦ ἰδίου –διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους– χαρακτῆρος αὐτῆς ὡς θυσίας, ἡ τελεία περιφρόνησις τῆς παραδόσεως..., ἡ τελεία ἀποσιώπησις τῶν Οἰκουμ. συνόδων»!


Ἀλλ’ καὶ ὁ καθηγητὴς Κορναράκης ἐξασκεῖ κριτικὴ στὸ ἴδιο ἄρθρο καὶ εἰδικὰ στὸ ἑξῆς σημεῖο: «Τὸ κατεξοχὴν ἔργον τοῦ Ἐπισκόπου (γράφει ἐκεῖ ὁ κ. Ζηζιούλας) εἶναι ἡ προεδρία τῆς Θ. Εὐχαριστίας. ...Ὅλα τὰ ἄλλα ἔργα του εἶναι δευτερεύοντα γιατὶ ὅλα τὰ ἄλλα νοηματίζονται ἀπὸ τὴ σχέση τοὺς μὲ τὴ Θ. Εὐχαριστία.

Ὁ Ἐπίσκοπος στὴν οὐσία δὲν εἶναι διοικητής, εἶναι λειτουργός, εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ, ...δὲν μποροῦμε νὰ παρακάμψουμε τὴν εἰκόνα καὶ νὰ φθάσουμε ἀπευθείας στὸ πρωτότυπο. Μὲ ἄλλα λόγια δὲν μποροῦμε νὰ προσευχόμεθα ἀπευθείας στὸ Χριστό, ἀλλὰ πρέπει νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα του, ὁ Ἐπίσκοπος»! Διαφορετικὰ «ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸ Θεὸ παρακάμπτει τὸν ἀνθρωπο καὶ πραγματοποιεῖται μέσῳ τῆς φαντασίας»!!!


Ὅλα αὐτά, ὅμως, ἀποδεικνύονται φαντασιώσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα, ἀφοῦ κατὰ τὸν καθηγητὴ Κορναράκη, ἂν «ἀνατρέξουμε στὸ κείμενο τῆς Θ. Λειτουργίας στὸ Ἱερατικόν, θὰ ἰδοῦμε ὅτι ἄλλος εἶναι τὸ κέντρο τῆς Θ. Εὐχαριστίας καὶ ὄχι ὁ Ἐπίσκοπος». Στὸ Ἱερατικόν, λοιπόν, διαβάζουμε πὼς ὁ ἱερέας «πρὸ τοῦ τέμπλου, θὰ ζητήσει τὴν “χεῖρα” τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὴν ἀναίμακτο θυσία... "Κύριε, ἐξαπόστειλόν μοι τὴν χεῖρά σου..."» καὶ ὄχι «τὴν χεῖρα τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου». Στὴν ἀκολουθίαν τῆς Ἀναφορᾶς «ἡ πρόσκληση τοῦ λαοῦ νὰ προσέλθει, ...γίνεται διὰ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι διὰ τοῦ Ἐπισκόπου! “Λάβετε φάγετε...”. Γιὰ τὴν καθαγίαση τῶν τιμίων δώρων ὁ ἱερέας λειτουργὸς ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Κύριο, ποὺ εἶναι συγχρόνως θύτης καὶ θῦμα. Καὶ στὸ σημεῖο τοῦτο ἡ παρουσία ἢ μετοχὴ τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ἀνύπαρκτη: “...Καὶ ποίησον τὸν μὲν Ἄρτον τοῦτον...”. Πρὸ τῆς Θ. μεταλήψεως καὶ πάλι ἡ σχετικὴ εὐχὴ τοῦ ἱερέως θὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν θυσιασθέντα Κύριο καὶ ὄχι στὸν Ἐπίσκοπο: “Πρόσχες Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ... καὶ ἐλθὲ εἰς τὸ ἁγιάσαι ἡμᾶς...”. Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ τῆς Θ. Λειτουργίας δὲν προκύπτει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι προεστὼς τῆς Θ. Εὐχαριστίας, μὲ τὸ νόημά ποὺ θέλει ὁ Σεβ. κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας...”!

Ἡ Θ. Λειτουργία, λοιπόν, εἶναι ἀκραιφνῶς χριστοκεντρικὴ καὶ καθόλου ἐπισκοποκεντρική! ...Ὁ Ἐπίσκοπος μνημονεύεται (ἁπλῶς) ὡς ὁ ἐκκλ. διοικητικὸς προϊστάμενος...» (Κορναράκη Ἰω., "Θεοδρομία", Ἰαν. 2006).
Ἀπ’ αὐτὴ τὴ θέση καὶ ὕβρι τοῦ κ. Ζηζιούλα προκύπτει καὶ τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, ἀλλὰ δὲν ἔχει καταδικασθεῖ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο, οἱ πιστοὶ ποὺ ἀρνοῦνται τὴν ἐπικοινωνία μὲ αὐτόν, δὲν μποροῦν νὰ ἐπικοινωνήσουν μετὰ τοῦ Θεοῦ;

Σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιολογία τοῦ Περγάμου, χωρὶς τὴν παρέμβαση τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ἀδύνατη ἡ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐπικοινωνία. Σύμφωνα μὲ σύμπασα τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅμως, καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ἀσφαλῶς ἡ ἐπικοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὴ καὶ χωρὶς τὴν παρέμβαση τοῦ Ἐπισκόπου, ὅπως συνέβη μὲ τὸν ἅγ. Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν ἀνεγνώριζε 4 Πατριάρχες –ποὺ ἦσαν «ὀρθόδοξοι» μόνον κατ’ ὄνομα, ἀλλ’ αἱρετικοὶ στὰ φρονήματα–, τῶν ὁποίων ἀκριβῶς ἡ αἵρεση ἀποτελοῦσε ἐμπόδιο νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό. Ὅπως συνέβη μὲ τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ: ὅταν καθαιρέθηκε καὶ φυλακίστηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Καλέκα, ἡ προσευχή του δὲν ἦταν ψευδὴς ἢ φανταστικὴ (ὅπως θέλει ὁ κ. Ζηζιούλας), ἐπειδὴ τάχα δὲν δεχόταν νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Καλέκα.

Ὅπως συνέβη μὲ Ἁγίους ποὺ ἐδιώκοντο ἢ εἶχαν καθαιρεθεῖ ἀπὸ κακόδοξους Πατριάρχες, δηλ. τοὺς Ἁγίους Ἀθανάσιο, Ἰωάννη Χρυσόστομο, Ἰωάννη Δαμασκηνό, Θεόδωρο Στουδίτη (ποὺ χωρὶς νὰ μνημονεύει τὸν Ἐπίσκοπο τελοῦσε Θ. Λειτουργία στὴ φυλακή), Ἀθανάσιο Πάριο, Νεκτάριο Αἰγίνης, κ.λπ.


Ἡ «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» τοῦ κ. Ζηζιούλα, τελικά, εἶναι ὁ Δούρειος ἵππος, μέσῳ τοῦ ὁποίου θὰ ἑνωθεῖ τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῶν μελῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὸ Βατικανό. Διότι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ «κάθε εξουσία» στὴν Ἐκκλησία («ἁγιαστική, ποιμαντικὴ καὶ ἡ λεγομένη διοικητική») «πηγάζει ἀπὸ τὴν εὐχαριστία» καὶ αὐτὸν ποὺ κατέχει τὴν «προεδρία τῆς Θ. Εὐχαριστίας», τότε ὁ Προεστὼς τῆς Εὐχαριστίας μεταμορφώνεται σὲ πηγὴ εξουσίας καὶ αὐθεντίας, στὴν σεβασμιότητα τοῦ ὁποίου ἀνήκει ἀπόλυτη ὑπακοή, ἀφοῦ θὰ εἶναι περιβεβλημένος ὅλο τὸ μυστηριακό, ἐσχατολογικὸ καὶ θεσμικὸ φορτίο ἱερότητος, ἄνευ μάλιστα τοῦ ὁποίου (ὅπως εὐθέως διδάσκει ὁ Περγάμου) δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσεγγίσουμε τὸν Κύριο. Ἔτσι παρακάμπτεται καὶ ἀπὸ τὴν Λειτουργία καὶ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ ὁ λατρευόμενος Κύριος, ὁ «προσφέρων καὶ προσφερόμενος» Χριστός, καὶ τὴ θέση του καταλαμβάνει ὁ Προεστώς, πίσω ἀπὸ τὸν ὁποῖο κρύβεται ἐπιμελῶς καὶ θὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή του ἐν τῷ καταλλήλῳ καιρῷ τὸ ἀποκρουστικὸ πρόσωπο καὶ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα, ὅπως τοῦτο διαπιστώθηκε εἰς τὸ Θ’ Διαχριστιανικὸ Συμπόσιον (Δεκέμβριος 2005) παπικῶν καὶ ὀρθοδόξων.

Ἐκεῖ, αἱρετικοὶ καὶ ὀρθόδοξοι συμφώνησαν πώς: «ἡ “Εὐχαριστηριακὴ ἐκκλησιολογία” εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποτελέσει σημαντικὴ βάση προσεγγίσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, στὰ πλαίσια τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, γιὰ τὴν κατανόηση τῆς λειτουργίας τοῦ Ἐπισκοπικοῦ πρωτείου στὴν τοπικὴ ἐκκλησία στὰ πλαίσια τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας»! (Κορναράκη Ἰω.).


Ὅπως βλέπουμε, “Εὐχαριστηριακὴ ἐκκλησιολογία” καὶ Πρωτεῖο πᾶνε μαζί. Ἔτσι, στὶς 23 Φεβρου¬αρίου 2008 στὴν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου ὁ κ. Ζηζιούλας, ἐρωτώμενος γιὰ τὸ Μυστή¬ριο τῆς Ἱεραρχίας, δὲν διστάζει νὰ συγκρίνει τὰ ἀσύγκριτα· τολμᾶ νὰ εἰσάγει τὴν «εἰδωλολατρικὴ» ἔννοια τῆς ἀναλογίας μεταξὺ τῆς Ἱεραρχίας καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος· καὶ θεολογεῖ περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος μὲ ἐφόδιο ὄχι τὸν θεῖο φωτισμό, ἀλλὰ τὸν ὀρθολογισμό, ποὺ ἀνέκαθεν ἐξάγουν τὰ βατικάνεια, προτεσταντικὰ καὶ οἰκουμενιστικὰ ἐργαστήρια. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ κάνει μὲ ποιά σκοπιμότητα; Γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὸ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα! Μᾶς διδάσκει, λοιπόν, τὴν κακόδοξη θεωρία ὅτι μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε κάποιου εἴδους «διαβάθμηση»! Μᾶς λέγει, «οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δεύτερος Θεός».

Ἂς ἀκούσουμε τοὺς κακόδοξους λόγους του:
«Ὁ πρῶτος λοιπὸν αὐτομάτως γεννᾷ τὴν Ἱεραρχία. Ὀντολογικὰ ἡ Ἱεραρχία ὑπάρχει καὶ στην Ἁγ. Τριάδα. Ἡ πηγή, ἡ Ἀρχή, εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ ’κεῖ πηγάζουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος. Στὴν Ἁγία Τριάδα, λοιπόν, ἔχουμε μία διαβάθμιση, δὲν ἔχουμε αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλὰ ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία μεταφέρεται ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Ἐὰν βάλουμε τὰ πρόσωπα νὰ ἐμφανίζονται ἔτσι ταυτόχρονα, τότε καταργοῦμε τὴν ἔννοια τῆς αἰτιότητος. Ἡ αἰτιότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ παραβλέψουμε».

Σταματοῦμε ἐδῶ γιὰ νὰ παραθέσουμε λίγες φράσεις τῶν θεοφωτίστων θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγ. Γρηγορίου καὶ τοῦ ἁγ. Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου, ποὺ κάνουν σκόνη τοὺς ἀφώτιστους συλλογισμοὺς ποὺ ἔχει πλάσει μὲ τὸ μυαλό του καὶ χρησιμοποιεῖ ὁ κ. Ζηζιούλας, μεταφέροντας ἀνθρώπινες ἔννοιες στὸ Θεό.

Γράφει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Λίαν αἰσχρόν... ἐκ τῶν κάτω τῶν ἄνω τὴν εἰκασίαν λαμβάνειν, καὶ τῶν ἀκινήτων ἐκ τῆς ρευστῆς φύσεως». Καὶ συνεχίζει: «Διότι δὲν πρέπει... νὰ μεταφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες καὶ τῆς δικῆς μας συγγενείας ὀνομασίες. Καθὼς ἡ διαφορὰ εἰς τὴν ἀποκάλυψιν καὶ ὄχι τῆς πρὸς ἄλληλα σχέσεως διάφορον, ἔκαμε διαφορετικὴν καὶ τὴν ὀνομασία: Πατὴρ–Υἱὸς–Ἅγιον Πνεῦμα». Καὶ ἀλλοῦ: «Τὸ αἴτιον δὲν εἶναι ἀρχαιότερον ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν ὁποίων εἶναι αἴτιον. Διότι οὔτε ὁ ἥλιος εἶναι ἀρχαιότερος ἀπὸ τὸ Φῶς» .


Καὶ μιὰ μικρὴ ἔνδειξη ἀπὸ τὸν ἅγ. Συμεών, τοῦ πῶς θεολογοῦν οἱ Ἅγιοι καὶ πῶς αἱρετίζει ὁ κ. Ζηζιούλας, καὶ ἀκόμα πῶς ἀντιμετώπιζαν οἱ Ἅγιοι τοὺς κακόδοξους τῆς ἐποχῆς τους. (Περισσότερα γιὰ αὐτὴ τὴν «τερατώδη αἵρεση» στὸν ἅγιο Συμεών).


Ἰσχυρίζονται κάποιοι (λέγει ὁ Ἅγιος) πὼς «μείζων ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ, καθ᾿ ὃ αἴτιός ἐστι τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ». Καὶ κατακεραυνώνει κάθε ἕνα ποὺ θεολογεῖ κακοδόξως, ὅπως ὁ κ. Ζηζιούλα: «Εἰ ἀδιαίρετος ἦν ...ἡ παναγία Τριάς, τίς ἐδίδαξε, τίς ἐνενόησε μέτρα καί βαθμούς, πρῶτον καὶ δεύτερον, μεῖζον καὶ ἔλαττον ἐν αὐτῇ; Τίς τοῖς ἀθεάτοις καὶ ἀγνώστοις καὶ πάντῃ ἀνερμηνεύτοις καὶ ἀκατανοήτοις ταῦτα ἐξέθετο; Τὰ γὰρ ἀεὶ ἡνωμένα καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ὄντα, ἀλλήλων πρῶτα εἶναι οὐ δύνανται» .


Εἶναι δυνατόν, λοιπόν, Σεβασμιώτατοι, νὰ ἔχει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύο θεολογίες; Μία τῶν Ἁγίων καὶ μία τοῦ μητροπολίτου Περγάμου κ. Ζηζιούλα;
Ἂς ἐπανέλθουμε, ὅμως, στὴ συνέχεια τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Ζηζιούλα:
«Ἡ εὐχαριστιακὴ κοινότητα εἶναι δομημένη ἱεραρχικά... Ὁ πρῶτος ἔχει τὴν τιμὴ καὶ προηγεῖται μόνο γιατὶ ἐλεύθερα τὸν ἀποδέχονται οἱ μετ’ αὐτόν. Τὸ πρότυπο τῆς εὐχα-ριστιακῆς ἱεραρχίας εἶναι ἡ Ἁγ. Τριάδα, στὴν ὁποία σαφῶς καὶ ὑπάρχει ἱεραρχία (βλ. “ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι”), ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ ἱεράρχηση (ποτὲ π.χ. δὲν μποροῦμε νὰ βάλουμε πρῶτο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἢ τρίτον τὸν Υἱό), δὲν συνεπάγεται μείωση τῆς οὐσίας, δηλ. ὀντολογικὴ ἱεράρχηση: τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἴσα καὶ ταυτίζονται κατὰ τὴν οὐσία» .

Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅμως, διαφωνεῖ ριζικὰ μὲ τὸν κ. Ζηζιούλα: «Γιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκοντας ὁ Κύριος, δὲν χρησιμοποίησε μαζὶ κι ἀρίθμηση. Δὲν εἶπε δηλ.: Στὸν πρῶτο καὶ δεύτερο καὶ τρίτο. Οὔτε: Σ' ἕνα καὶ δύο καὶ τρία... Ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, ἕνας κι ὁ μονογενὴς Υἱὸς κι ἕνα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις τὴν ἐξαγγέλλουμε μονωμένα. Κι ἂν χρειασθεῖ νὰ τὶς συναριθμήσουμε, δὲν γλιστρᾶμε μὲ ἀπαίδευτη ἀρίθμηση σὲ ἔννοια πολυθεΐας. Γιατὶ δὲν ἀριθμοῦμε προσθέτοντας, γιὰ ν' αὐξήσουμε τὸ ἕνα σὲ πλῆθος, λέγοντας ἕνα καὶ δύο καὶ τρία, οὔτε πρῶτο καὶ δεύτερο καὶ τρίτο. “Ἐγὼ Θεὸς πρῶτος κι ἐγὼ κατόπιν”».


Ἂς δοῦμε, σὲ ἀντιπαράθεση τώρα, τὶς συνεχιζόμενες βλασφημίες τοῦ Ζηζιούλα, ποὺ γράφει: «Ὁ Υἱὸς εἶναι ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ δὲν μποροῦμε νὰ βάζουμε τὸν Υἱὸ πάνω ἀπὸ τὸν Πατέρα ἢ δίπλα–δίπλα, Ἴσον μὲ τὸν Πατέρα. Ἐὰν μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα, ...ὑπάρχει Ἱεραρχία, πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία ποὺ εἰκονίζει τὴν Ἁγία Τριάδα νὰ μὴν ἔχει Ἱεραρχία; ...Ἀκόμη καὶ μέσα στὸ σῶμα τῶν Ἀποστόλων ἔχουμε τὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος ὁπωσδήποτε ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους» . Ὡς πρὸς τί ξεχωρίζει ὁ Πέτρος, δὲν μᾶς τὸ ἐξηγεῖ θεολογικά· μόνο μὲ τὴν Παπική-Λατινικὴ λογικὴ ποὺ ἀποδέχεται ὁ κ. Ζηζιούλας, μόνο ἔτσι ξεχωρίζει ὁ Πέτρος; Ἀντίθετα ἡ Ἐκκλησία ξεχώρισε τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, στὸν ὁποῖο ἀπέδωσε μόνο σ’ αὐτόν, ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους, τὸ ὄνομα τοῦ θεολόγου.


Αὐτὴ εἶναι ἡ αἱρετικὴ θεολογία τοῦ κ. Ζηζιούλα περὶ Ἁγίας Τριάδος· διαστρεβλώνει τὸ μυστήριό της καὶ κατόπιν φέρνει τὸ θέμα ἐκεῖ ποὺ στοχεύει ὅλη αὐτὴ ἡ αἱρετικὴ θεολογία του, στὸν Πέτρο καὶ στὸν Πάπα, ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸν Πέτρο. Καὶ τελειώνει: «Τὸ κεφάλι δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει προτεραιότητα ἔναντι τοῦ ποδιοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει τὴν ἰδιότητα τοῦ πατέρα μέσα στὴν Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ κάθεται εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ ΠΑΤΡΟΣ. Ἐὰν στὴν ὕπαρξή μας καταργήσουμε τὴν Ἱεραρχία, καταργοῦμε τὴν προσωπικὴ ἑτερότητα. Θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας αὐθύπαρκτο...»! Γιὰ νὰ μὴν «ξεγελιόμαστε, λοιπόν, ἀπὸ τὴν πονηρὴ ὁρολο¬γία», πρέπει νὰ καταλάβουμε πὼς ἐδῶ ὁ κ. Ζηζιούλας διδάσκει τὸ ἐξωφρενικό· πὼς «τάχα, ἡ Ἐκκλησία εἰκονίζει τὴν Ἁγία Τριάδα... Μὲ τὶς λέξεις περιγράφεται ἡ ἀναλογία τοῦ Ἀκινάτη, καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα θεμελιώνεται ὀντολογικὰ γιὰ πάντα στὸν ὁρισμὸ τοῦ Θεοῦ σὰν l’ esse ipsum subsistens» .


Ἔτσι, «ἐπινοεῖ (ὁ κ. Ζηζιούλας) καὶ μία θανατηφόρο Τριαδολογία, ἡ ὁποία σκοπὸ ἔχει τὴν ἀναγνώριση τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα! Ἑρμηνεύει τὸν Πατέρα σὰν Θεό, σὰν ὀντο-λογικὴ Ἀρχὴ τῆς Τριάδος. Ἐνῶ οἱ Πατέρες ἔβλεπαν τὸν Πατέρα σὰν Αἰτία κινήσεως τῆς Τριάδος» καὶ τὴν «ὕπαρξη τῶν Τριῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος ταυτόχρονη. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὴν ὑποστάση τοῦ Υἱοῦ, ὑπῆρξε ταυτόχρονη. «Ἂς δοῦμε γιὰ ἄλλη μία φορά, τί ἔχει νὰ μᾶς πεῖ ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ ἅγ. Μάξιμος... “ὁ Πατέρας δὲν ἀπόκτησε ἐκ τῶν ὑστέρων τὸ ὄνομα οὔτε ὡς ἀξίωμά ποὺ ἔλαβε ἐκ τῶν ὑστέρων νοοῦμε τὴν Βασιλεία.

ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΡΧΗ ΣΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΣ. Γιατὶ ἡ σχέση μεταξὺ τῶν Τριῶν Προσώπων ὑποδηλώνει τὴν συνύπαρξή τους, καὶ δὲν ἐπιτρέπει αὐτά, τῶν ὁποίων εἶναι καὶ λέγεται σχέση, νὰ θεωροῦνται μεταγενέστερα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο!”» .
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὀρθοδοξεῖ ὁ κ. Ζηζιούλας, ἢ μήπως εἶναι αὐτὸς (ὅπως ὑποστηρίχτηκε) «ποὺ ράβει τὸ Ὀρθοδοξο κουστοῦμι τοῦ Πάπα...»;

Στὸ σημεῖο αὐτό, θὰ παρουσιάσουμε κάποιες ἀκόμα παπικὲς καὶ ὀρθόδοξες δηλώσεις καὶ κείμενα ποὺ δείχνουν ὅτι ἔχει δρομολογηθεῖ (καὶ ὑφίσταται ἐν μέρει) ἡ ἐξίσωσι τῆς αἱρετικῆς «ἐκκλησίας» τῶν Παπικῶν μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἕνωση τους μὲ καμουφλαρισμένο τὸ Πρωτεῖο καὶ τὸν αἱρετικὸ Πάπα Πρῶτο ὡς εἰκονίζοντα τὸν Θεὸ Πατέρα!!!
Ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β' στὴν Ἐγκύκλιόν του "Ἵνα ἓν ὦσιν" γράφει: Εἴθε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα «νὰ φωτίση ὅλους τοὺς ἐπισκόπους καὶ θεολόγους τῶν Ἐκκλησιῶν μας, γιὰ νὰ δυνηθοῦμε νὰ βροῦμε ὁ ἕνας μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον τὶς μορφές, στὶς ὁποῖες αὐτὴ ἡ διακονία (τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης) δύναται νὰ πραγματοποιῆ μίαν διακονίαν τῆς ἀγάπης, ποὺ θὰ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τοὺς μὲν καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους» .

Ὅπως βλέπετε, τὸ παπικὸ Πρωτεῖο, ἐπειδή “σοκάρει” (καὶ γιὰ νὰ μὴ “σοκάρει”) τὸ βάπτισαν “διακονία”!
Ἂς δοῦμε, πῶς ἐννοοῦν οἱ ἴδιοι οἱ Παπικοὶ τέτοιες ἐκφράσεις. Μιὰ περικοπὴ ἐγγράφου τῆς Παπικῆς Ἐπιτροπῆς Πίστεως μᾶς διαφωτίζει: «Ἡ ἑνότης τῆς Εὐχαριστίας καὶ ἡ ἑνότης τοῦ συνόλου τῶν Ἐπισκόπων μαζὶ μὲ τὸν Πέτρον καὶ ὑπὸ τὸν Πέτρον, ὄχι ἀνεξάρτητες ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλην, εἶναι ρίζα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας». (Εἰς Θεοδώρου Ε., ὅπ. παρ.). Τὸ Βατικανὸ μιλᾶ ἐδῶ ξεκάθαρα περὶ ὑποταγῆς ὅλων στὸν Πέτρον, δηλ. στὸν Πάπα. Σὰν κάτι νὰ θυμίζει ἀπὸ τὴν Ζηζιούλεια «ἐκκλησιολογία» αὐτό. «Ὁ Πάπας Βενέδικτος ἔχει πῆ (1976): “Ἡ Ρώμη, ἐν σχέσει πρὸς τὴν διδασκαλίαν περὶ πρωτείου, δὲν πρέπει νὰ ζητῆ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι διατυπώθηκε καὶ βιώθηκε κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν. Ὅταν ὁ Πατρ. Ἀθηναγόρας τὴν 25/7/67, κατὰ τὴν ἐπί-σκεψιν τοῦ Πάπα στὸ Φανάρι, χαρακτήριζε αὐτὸν ὡς διάδοχον τοῦ Πέτρου, ὡς πρῶτον στὴν τιμὴν ἀνάμεσά μας, ὡς τὸν Προκαθήμενον τῆς ἀγάπης, βρισκόταν στὸ στόμα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου τὸ οὐσιῶδες περιεχόμενον τῶν περὶ πρωτείου ἐκφράσεων τῆς πρώτης χιλιετίας καὶ περισσότερα δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτῆ ἡ Ρώμη”» .


Πίσω λοιπόν, ἀπὸ τὴν μετα-πατερικὴ καὶ βαπτισματικὴ θεολογία, τὴν θεωρία τῶν κλάδων καὶ τὴν εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία κρύβεται ἡ περιπόθητη ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Καὶ τὴν ἕνωση αὐτὴ ο Ζηζιούλας, καὶ ὅλο τὸ οἰκουμενιστικὸ τιμ, τὴν βλέπει ὡς ἕνωση ἐξωτερική, ὡς ἕνωση μὲ ἀμοιβαῖες παραχωρήσεις, ὡς ἕνωση ὑπὸ τὸν Πάπα. Γι’ αὐτὸ καὶ τελευταῖα (μὲ τὴν Ραβέννα, τὴν Ἐλοῦντα τῆς Κρήτης, τὴν Κύπρο καὶ τὴν Βιέννη) ἀγωνίζονται νὰ περάσουν τὴν θέση ὅτι τὸ Πρωτεῖο ὑφίστατο στὴν πρώτη χιλιετία, ὥστε νὰ μᾶς ὑποχρεώσουν νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸν Πάπα μὲ ἕνα ὀρθοδοξοποιημένο Πρωτεῖο.


«Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ κ. Ζηζιούλας, κοσμικοὶ παράγοντες, οἱ ὁποῖοι κυριαρχοῦσαν τότε στὴν ἐκκοσμικευμένη ὀρθοδοξία καὶ δὲν τῆς ἐπέτρεψαν νὰ δεῖ τὴν Ἱερότητα τοῦ πρωτείου. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ Ἀποθέωση. Ἀντὶ νὰ ὁμολογήσουν πὼς αὐτοὶ οἱ κοσμικοὶ παράγοντες γέννησαν τὴν ἀπαίτηση τοῦ πρωτείου, ἰσχυρίζονται (Ζηζιούλας καὶ Kasper), πὼς αὐτοὶ οἱ παράγοντες ἐμπόδισαν τοὺς ἄλλους νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ πρωτείου»! Τώρα, ὅμως, ἔχουμε ἀνάγκη τὸ Πρωτεῖο, «ὅπως διεκήρυξε στὸ Μποζὲ τῆς Ιταλίας ὁ Περγάμου: ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη τὸ παπικό πρωτεῖο!!!» («Ο.Τ.» 16-7-1999) .
Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ μιὰ συνέντευξη τοῦ κ. Ζηζιούλα στὴν “La Republica” (Ἰταλικὴ ἐφημερίδα). «Στὴ Ραβέννα (εἶπε ὁ κ. Ζηζιούλας) ...ξαναρχίσαμε τὸν διάλογο, εἶναι παροῦσες ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, μαζὶ μὲ τὴν Καθολική. Μεταξύ μας ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη καὶ τὴν ἴδια παράδοση. Τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα ποὺ ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε, εἶναι τὸ πρωτεῖο... Ἐγὼ ὑποστηρίζω ὅτι μπορεῖ νὰ βρεθεῖ μία λύση. Ἀρκεῖ νὰ προσδιορίσουμε ἀρκούντως τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρώμης στὴ δομὴ τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας (σ.σ. τῆς «ἐκκλησίας», ἑνωμένης ὑπὸ τὸν Πάπα). Οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦν τὴν ἰδέα ἑνὸς οἰκουμενικοῦ πρωτείου καί, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης εἶναι ὁ πρῶτος”». Πιὸ ὠμὸς δὲν γινόταν νὰ εἶναι ὁ κ. Ζηζιούλας.

Καὶ ἕνα τελευταῖο μαργαριτάρι οἰκουμενιστικῆς λογικῆς ἀπὸ τὸν κ. Ζηζιούλα στὴ Βιέννη τὸ 2010, ποὺ δίνει τὸ κλειδὶ τῆς Ἑνώσεως: «προσαρμογὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς» γιὰ τὴν παγκόσμια Ἐκκλησία μὲ ἐπικεφαλὴς τὸν Πάπα. Εἶπε: «Ἡ ἑνότητα θὰ ἀπαιτήσει ἀλλαγὲς καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. “Ἐγὼ δὲν θὰ ἤθελα νὰ τὶς ὀνομάσω ἀνασχηματισμούς..., ἀλλὰ μιὰ προσαρμογὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές”, δήλωσε ὁ Ἰωάννης (Ζηζιούλας). Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, εἶπε, αὐτὸ σημαίνει ἀναγνώριση, ὅτι ὑπάρχει μιὰ καθολικὴ χριστιανικὴ ἐκκλησία σὲ ἕνα ἐπίπεδο ὑψηλότερο ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν ἐθνικῶν τους ἐκκλησιῶν καὶ ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης εἶναι ἡ παραδοσιακή της κεφαλή”»! Στὸ ἴδιο πνεῦμα ὁ Walter Kasper: «ἡ ἑνότης στὴν πίστιν δὲν σημαίνει ἀνυπερθέτως τὴν ἑνότητα σὲ ὅλες τὶς διατυπώσεις τῆς πίστεως αὐτῆς»!

Οἱ «ὀρθόδοξοι» οἰκουμενιστὲς ἀποδέχτηκαν σιωπηρὰ αὐτὴν τὴν δήλωση. Ἀλλὰ καὶ ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος εἶχε τονίσει ὅτι τὰ σχίσματα «μὲ κανένα τρόπον δὲν ζημιώνουν ἢ ἐγγίζουν τὴν οὐσίαν τῆς πίστεώς των, ἐπειδὴ αὐτὰ δημιουργήθηκαν μόνον ἀπὸ διαφορὲς στὴν ὁρολογίαν»!!! Τὸ συμπέρασμα, ποὺ ἀπὸ τέτοιες δηλώσεις ἔβγαλε ὁ παπικὸς θεολόγος Φ. Gahbauer: «Οἱ διαφορετικὲς διατυπώσεις τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως δὲν ἐγγίζουν τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως» .


Μετὰ ἀπὸ αὐτά, Μακαριώτατε καὶ Σεβασμιώτατοι, τὰ λίγα ἀλλ’ ἐνδεικτικὰ ποὺ παραθέσαμε ὡς καταγγελία, ἐλπίζουμε πὼς σᾶς δίνεται ἡ ἀφορμὴ νὰ ἐρευνήσετε μὲ τὴν «καλὴ ἀνησυχία» ἐνδελεχῶς τὴν περίπτωση τῆς φθορᾶς ποὺ ὑφίστανται οἱ πιστοὶ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ ἀπὸ τέτοιες αἱρετικὲς θέσεις ποὺ διασπείρει ὁ Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας.


Ἁρμόδιος Δικαστικὸς Ἐπιμελητὴς νὰ ἐπιδώσει νόμιμα τὴν παροῦσα πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως αὐτὴ ἐκπροσωπεῖται νόμιμα, γιὰ νὰ λάβει γνώση καὶ γιὰ τὶς νόμιμες συνέπειες, ἀντιγράφοντας τὸ περιεχόμενο τῆς παρούσης στὴν ὑπ’ αὐτοῦ συνταχθησομένη ἔκθεση ἐπιδόσεώς του.
Βόλος 11 Δεκεμβρίου 2011

Διὰ τὸν Χριστιανικὸ Ἀγωνιστικὸ Σύλλογο «Ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης»
Ὁ Πρόεδρος Γρηγορίου Γρηγόριος, ἡ Γραμματέας Νάκου- Ξανθᾶ Χριστίνα

Διὰ τὴν Φιλορθόδοξο Ἕνωσι «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος»
Ὁ Πρόεδρος Ντετζιόρτζιο Λαυρέντιος, Ὁ Γραμματέας Σημάτης Παναγιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου