Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Η ΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΤΟΥ ACTUS PURUS ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Enrico Berti

Πριν ξεκινήσουμε την εργασία του Βerti, ας πούμε χάριν προλόγου, πως σήμερα γίνεται προσπάθεια να αναβαπτισθεί η σημασία του Ακινάτη ακόμη και από την Ορθόδοξη άποψη, μέσω της Ακαδημίας Βόλου, των εκδόσεων "Άρτος Ζωής" και των οπαδών του Ζηζιούλα, όπως του π. Ν.Λουδοβίκου.
Ας πούμε επίσης πως το θέμα της Καθαράς ενεργείας υπήρξε η σοβαρή διαμάχη ανάμεσα στον Ρωμανίδη και τον Τρεμπέλα, μαρτυρία τής οποίας διαθέτουμε στο ήδη εκδοθέν «Εγχειρίδιον» του Ρωμανίδη, από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ. Εκεί διαβάζουμε π.χ. στην σ. 105: «Ο τεχνικός όρος της Δύσεως που περιγράφει την ταύτισιν ουσίας και ακτίστου ενεργείας εν τω Θεώ είναι το λατινικόν «Actus Purus», δηλ. «Καθαρά ενέργεια» Και λίγο πιο κάτω: ο δε κ.Τρεμπέλας γράφει: « τί δέν είναι αυτή η Actus Purus εξήγησα σαφώς, επαναλαμβάνω δε ότι εάν αρνηθώμεν ταύτην εις τον Θεόν, καταντώμεν εις βλασφημίαν....». Και όμως διαβάζουμε στην σελ 109 πως ο Νύσσης Γρηγόριος γράφει: "Θεός φησιν, ενεργούντα δηλοί, θεότης δε ενέργειαν, ουδέν δε των τριών ενέργεια αλλά μάλλον ενεργούν έκαστον αυτών».

Ας δούμε λίγα παραπάνω, πάντοτε από το εγχειρίδιο. Γράφει λοιπόν ο Ρωμανίδης: «Εις την διατριβήν μου αναπτύσσω την Ελληνικήν Πατερικήν διδασκαλίαν, ότι η νοητική ενέργεια του Θεού δέν είναι η Θεία ουσία. Η σύλληψις του σχεδίου και της ιδέας περί κόσμου δέν είναι της Θείας ουσίας, αλλά άκτιστος ενέργεια του Θεού. Τα αρχέτυπα της δημιουργίας δέν είναι εν τη Θεία ουσία ώς διδάσκουν οι Παπικοί, αλλά είναι νοητικαι ενέργειαι του Θεού».
Ο δε Τρεμπέλας γράφει: Αλλά πώς θα ήθελε ο υποψήφιος (ο π. Ρωμανίδης...) να δημιουργηθεί ο κόσμος; Θα ήθελεν άνευ σκέψεως τινός του δημιουργού και άνευ προϋπάρχοντος εν αυτώ σχεδίου; Ο υποψήφιος εξάλλου παρατηρεί ότι «ο νούς δέν είναι της Θείας ουσίας». Και είναι λοιπόν άνους ο Θεός; Και αρνούμεθα ότι ο Θεός είναι ο μόνος σοφός και ότι ο εκ της ουσίας αυτού προελθών Υιός είναι ο Λογος;» Και όμως αγνοείται ότι ο Πρόχορος Κυδώνης κατεδικάσθη υπό Συνόδου δια τας πλάνας που υπήρχαν μεταξύ των αιρέσεών του: «Ότι η νοερά του Θεού ενέργεια εστίν η ουσία αυτού. Ότι η νοερά του Θεού δύναμις εστίν η ουσία αυτού. Ότι η σοφία του Θεού εστίν η ουσία αυτού. Ότι η αλήθεια του Θεού είναι η ουσία αυτού. Ότι η του Θεού θέλησις εστίν η ουσία αυτού».

Όλος αυτός ο ξεσηκωμός περί προσώπου συγχέει λοιπόν ξανά τις ενέργειες του Θεού με τον Θεό. Και καταλήγουμε στην σελ 120 : «Ο Θεός έχει πραγματικήν σχέσιν προς τον κόσμον ουχί κατ’ουσίαν, αλλά μόνον κατ’ενέργειαν και βούλησιν και κατά την εν Χριστώ υποστατικήν ένωσιν.» Και ο Τρεμπέλας συνεχίζει να διαφωνεί λέγοντας: «Λέει ο υποψήφιος ότι ο Θεός έχει σχέσεις με τον κόσμον ουχί κατά την ουσίαν και αμέσως προσθέτει ότι έχει σχέσιν και κατά τας υποστάσεις. Διότι εάν οι υποστάσεις δέν είναι η Θεία ουσία του Θεού, τί είναι, ενέργειες;».
Ο Μ.Βασίλειος όμως πρόλαβε να διευκρινίσει : ούτε ουσίας όνομα ο Πατήρ, ούτε ενέργειας. Και ο Ιωσήφ Βρυέννιος αποκαλεί βλάσφημον τον Θωμά Ακινάτον, διότι «ουσίαν επί Θεού ταυτόν και πρόσωπον (υπόστασιν) αποφαίνεται.»


Ας δούμε όμως την προσπάθεια των συγχρόνων μας να απελευθερώσουν τον Αριστοτέλη από τις πλάνες του Ακινάτη, εφόσον η Πατερική μας θεολογία έχει ήδη κατορθώσει να ελευθερωθεί από τον Ακινάτη.
Ι. Η επιχειρηματολογία με την οποία στο ΧΙΙ βιβλίο της Μεταφυσικής ο Αριστοτέλης αναδεικνύει την αναγκαιότητα μίας ουσίας που να είναι καθαρή ενέργεια, πολύ συχνά σβύνει στην πιο σχηματική και επίπεδη τυποποίηση της διάσημης «πρώτης οδού» του θωμισμού, η οποία εκλαμβάνεται σαν μία αυστηρή αποκατάσταση, όσον αφορά και την μορφή και το περιεχόμενο, της Αριστοτελικής αποδείξεως. Οι κύριες στιγμές της πρώτης οδού είναι, όπως είναι γνωστό : α)η εμπειρική αναγνώριση της υπάρξεως της κινήσεως, β) η βεβαίωση της ετερονομίας της, δηλ. της εξαρτήσεως απο μία αιώνια κίνηση, η οποία κοινώς ονομάζεται «αρχή της αιτιότητος», γ) η απόρριψη της προόδου επ’άπειρον στην σειρά των κινήσεων, δ) η κατάληξη ότι υπάρχει ένα κινητό ακίνητο!

Αν συγκριθούν όμως αυτές οι στιγμές με τα θεμελιώδη περάσματα της Αριστοτελικής επιχειρηματολογίας, φαίνεται σαν να υπάρχουν μερικές πολύ σημαντικές διαφορές, δηλ.: α) ο Αριστοτέλης δεν ξεκινά από την πιστοποίηση της υπάρξεως της κινήσεως, αλλά από την διαλεκτική απόδειξη της αιωνιότητός της, δηλ. από το αναντίρρητο του πράγματος. β) Υποθέτει την «αρχή της αιτιότητος», όχι όμως στην μορφή της ετερονομίας της κινήσεως, δηλ. της εξαρτήσεώς της απο μία εξωτερική αιτία, αλλά απλώς στην μορφή της εξαρτήσεως της από μία αιτία και αποδεικνύει διαλεκτικά, πως αυτή η αιτία πρέπει να είναι εξωτερική στην  κίνηση. γ) Ο Αριστοτέλης δέν έχει ανάγκη να ανατρέξει στον αποκλεισμό τής επ’άπειρον προόδου, καθότι πραγματοποιεί από την αρχή μία καθολική επισκόπηση της κινήσεως. δ) Δέν ολοκληρώνει τα επιχειρήματά του κατευθείαν στην ύπαρξη ενός πρώτου κινητού ακινήτου, αλλά στην ύπαρξη μίας ουσίας η οποία είναι ολοκληρωτικώς και αποκλειστικώς ενέργεια, και συμπεραίνει την ακινησία της από την καθαρή και ολοκληρωτική της εν ενεργεία κατάσταση (την επικαιρότητά της). Θα προσπαθήσουμε να δούμε την στερεότητα αυτών των διαφορών, αναλύοντας την λογική δομή της Αριστοτελικής επιχειρηματολογίας όπως προκύπτει από την Μεταφ. ΧΙΙ c 6.
ΙΙ. Η θέση η οποία προτείνεται από τον Αριστοτέλη και αποδεικνύεται ταυτοχρόνως, διατυπώνεται ως εξής : «επειδή οι ουσίες ήταν τρείς, δύο οι φυσικές και μία η ακίνητη, σχετικά μ’αυτή πρέπει να πούμε πως είναι αναγκαιο να υπάρχει μία αιώνια ακίνητη ουσία» (Μεταφ. ΧΙΙ 6, 1071 b 3-5). Γύρω από αυτή την διατύπωση πρέπει να διευκρινίσουμε πως η διάκριση ανάμεσα στις τρείς ουσίες, η οποία έχει ήδη εκτεθεί στο C.1, στο οποίο αναφέρεται το κείμενο (ήσαν), είναι απλώς μία εννοιολογική ταξινόμηση, η οποία αποκτήθηκε μέσω του συσχετισμού των δύο ζευγαριών αντιθέτων, κινητό-ακίνητο και φθαρτό-αιώνιο. Από αυτή προκύπτουν τρείς τύποι, ή γένη ουσίας: εκείνη η κινητή φθαρτή (τα γήινα σώματα) η κινητή αιώνια (τα ουράνια σώματα) και η αιώνια ακίνητη (η οποία πρέπει να αποδειχθεί) καθώς είναι αντιφατικός ο συσχετισμός ανάμεσα σε ακίνητο, δηλ. αναλλοίωτο, και φθαρτό (Μεταφ. 1, 1069 α 30-b 2). Η διάκριση πάντως δέν έχει την αξία μιάς προυποθέσεως υπάρξεως, αλλά είναι πολύ πιθανόν επιβεβλημένη από την πρόθεση να υπολογισθούν όλα τα γένη της ουσίας αποδεκτά από την προηγούμενη φιλοσοφική έρευνα. Όσο για την ύπαρξη, για το πρώτο γένος ουσίας, δηλ. το κινητό φθαρτό, ο Αριστοτέλης δηλώνει πως είναι δεκτή απο όλους (πάντες ομολογούσιν), πράγμα που σημαίνει πως δέν έχει ανάγκη αποδείξεως. Για το δεύτερο, δηλ. την γήϊνη κινητή αιώνια ουσία, δέν προσδιορίζει εάν είναι αποδεκτή ή όχι, αλλά παρ’όλα αυτά το αποδεικνύει, όπως θα δούμε με συντομία, κατά την διάρκεια της αποδείξεως της υπάρξεως του τρίτου. Γι’αυτό το τελευταίο πάντως, δηλ. την αιώνια ακίνητη ουσία, δηλώνει πως είναι αποδεκτή μόνον από μερικούς, δηλ. από τους πλατωνιστές, οι οποίοι εκτός των άλλων δέν συμφωνούν γύρω από την φύση του, και  γι’αυτό το περιλαμβάνει στην απόδειξή του.

Για να αποφύγουμε όμως ασάφειες και αμφιβολίες, είναι καλό να διευκρινίσουμε λίγο περισσότερο τον όρο «απόδειξη». Εδώ χρησιμοποιείται με μία γενική σημασία,  όχι δηλ. με την έννοια της αποδείξεως που αναπτύσσεται στα Αναλυτικά ύστερα, αλλά απλώς για να δείξη μία επιχειρηματολογία που ολοκληρώνεται στην ανάγκη, σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Αριστοτέλης στην αρχή του κεφαλαίου (λεκτέον ότι ανάγκη). Αντιστοίχως στα δύο ζητούμενα της ουσίας, των οποίων πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη, δηλ την αιωνιότητα και την ακινησία, η απόδειξη αρθρώνεται σε δύο συνεχόμενες φάσεις : η πρώτη φτάνει απλώς στην ύπαρξη μίας αιωνίου ουσίας και η δεύτερη στην ύπαρξη μίας ουσίας επιπλέον ακίνητης.
Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου