Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Cornelia de Vogel: ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ (6)

Συνέχεια από: Δευτέρα, 23 Ιανουαρίου 2012

Ανταγωνισμός ή κοινά θεμέλια;
4. Ανάλυση του περί κατασκευής κόσμου, 5,20 (3ο μέρος)

Θα ήθελα να ολοκληρώσω λέγοντας πως στην σκέψη του Πλάτωνος και στην γλώσσα του δεν υπήρξε άλλη αλλαγή : η συνειδητή και μεθοδική κάθοδος από το ανυπόθετον μέσω μιας Ιεραρχίας Μορφών μέχρι τον κόσμο των συγκεκριμένων πραγμάτων, η οποία ολοκληρώνεται στα τελευταία του έργα. Στον απολογισμό της φιλοσοφίας του Πλάτωνος, του Σικελού Αλκίμου, που περιέχεται στον Διογένη Λαέρτιο, Βιβλίο ΙΙΙ 9-13, έχουμε μιαν ενδιαφέρουσα μαρτυρία του χαρακτήρος αυτής της φιλοσοφίας, έτσι όπως εμφανιζόταν στους συγχρόνους των τελευταίων του χρόνων. Ο Gaiser έχει δίκαιο μάλλον όταν τον τοποθετεί ανάμεσα στα γραπτά που κυκλοφορούσαν στον κύκλο της Ακαδημίας. Στην ανάλυσή του φανερώνει ιδιαιτέρως εκείνα τα χαρακτηριστικά που ανήκουν στα "άγραφα δόγματα" του Πλάτωνος: την σπουδαιότητα του αριθμού για την διαίρεση του Είναι (9-10) και την διάκριση τριών διαφορετικών ομάδων Μορφών (12-13). Και ορισμένα άλλα στοιχεία είναι επίσης ενδιαφέροντα, και αναφορικά με την συνέχεια του Πλατωνισμού του πρώτου αιώνος, αλλά ιδιαιτέρως με τον Φίλωνα. Κατ' αρχάς, η υπερβατικότης των ιδεών είναι ιδιαιτέρως τονισμένη. Στην συνέχεια, ο βασικός ρόλος της μεθέξεως εισάγεται σ' αυτό το πλαίσιο και τρίτον, λέγεται πως καθεμιά από τις ιδέες είναι αθάνατη, είναι ένα νόημα και επιπλέον δεν υπόκειται σε αλλαγή.

Το κατηγόρημα νόημα έγινε αιτία για τους μοντέρνους να υποπτευθούν αυτόν τον απολογισμό. Η υπόθεση πως η Ιδέα είναι ένα νόημα δεν απερρίφθη μήπως στον Παρμενίδη (132C); Σ' αυτή την ερώτηση θα πρέπει να απαντήσουμε με αυτόν τον τρόπο: Αυτό που απερρίφθη είναι πως η Ιδέα μπορεί να είναι μια σκέψη του ανθρώπου. Παρ' όλα αυτά όμως, πώς για τον Πλάτωνα, το παντελώς ον δεν είναι δυνατόν να διανοηθεί παρά μόνον σαν ένα ζωντανό και στοχαστικό Είναι (ον), κάτι που συνεπάγεται πως κάθε Ιδέα είναι μια θεία σκέψη, αυτό δεν αμφισβητήθηκε καθόλου από την απόρριψη στον Παρμενίδη. Θα ήταν καλύτερα να μην εκφράζουμε αυτόν τον τρόπο σκέψης του Πλάτωνος στην μορφή που του αποδίδουν συνήθως οι ερμηνευτές μιλώντας πως «πιστεύουν ότι οι ιδέες είναι σκέψεις του θεού». Το θέμα δεν ετέθη ποτέ έτσι από τον Πλάτωνα και μάλλον ούτε από κανένα άλλο μέλος της Ακαδημίας. Οπωσδήποτε όμως μερικοί από αυτούς φαίνεται να έχουν ερμηνεύσει τοιουτοτρόπως τον Πλάτωνα του Σοφιστή και του Τίμαιου με την έννοια πως υπολογίζουν το νοητό ον στο σύνολό του σαν ζωντανό και στοχαζόμενο, κάτι που θα μπορούσε επίσης να εκφραστεί λέγοντας πως κάθε Ιδέα είναι μια θεία σκέψη.

Χωρίς καμία αμφιβολία πάντως ο Φίλων βρισκόταν σ' αυτή την γραμμή, την οποία εξέφραζε με την μορφή βάσει της οποίας η Ιδέα δεν θα μπορούσε να έχει καμία άλλη τοποθέτηση παρά μόνον στον Νου του Θεού. Εάν υπήρξε ο πρώτος να ενεργήσει μ' αυτόν τον τρόπο είναι άλλο θέμα. Ίσως όχι. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι εξηγώντας τον "Μωυσή" ο Φίλων σκεπτόταν σύμφωνα με την πλατωνική μεταφυσική. Και επιπλέον πως συνελάμβανε τον θεό του Μωυσέως σύμφωνα με αυτή τη μεταφυσική, και θεωρούσε τον άνθρωπο μ' έναν τρόπο που μπορεί να γίνει κατανοητός μόνον ξεκινώντας από την πλατωνική σύλληψη σύμφωνα με την οποία ένας άνθρωπος εις εαυτόν, αιώνιος και ιδανικός εδημιουργήθη σε μια ουράνια τάξη σαν μοντέλλο για τον γήϊνο άνθρωπο ο οποίος αποτελείται από ψυχή και σώμα. Επιπλέον μπορούμε να αναγνωρίσουμε πως η συχνή χρήση του Φίλωνος, των όρων τύπος και σφραγίς και των αντίστοιχων ρημάτων είναι μια φυσιολογική συνέπεια της πλατωνικής γλώσσας του Τίμαιου. Υπάρχει, στην πραγματικότητα μια κάποια αλλαγή εικόνων, η οποία οφείλεται μάλλον στον Στωικό τρόπο αναπαραστάσεως της "φαντασίας". Πρέπει να θυμηθούμε πως ο Ζήνων την όριζε σαν ένα "ίχνος της ψυχής", ενώ η καταληπτική αναπαράσταση (φαντασία καταληπτική) περιγραφόταν σαν «έχοντας την αιτία από ένα υπαρκτό αντικείμενο και κατόπιν έχοντας τυπωθεί στο υποκείμενο σύμφωνα μ' αυτό το υπαρκτό αντικείμενο». Κατά γράμμα μάλιστα λέγεται: τυπωθεί σαν μία σφραγίδα! Σέξτος Εμπειρικός, Εναντίον των μαθηματικών, VII 248: Φαντασία καταληπτική έστιν η από του υπάρχοντος και κατ' αυτό το υπάρχον εναπομεμαγμένη και εναπεσφραγισμένη.

Πόσο έχει επηρεασθεί ο Φίλων από αυτήν την περιγραφή, μπορούμε να το δούμε από την περιγραφή της γνωστικής προόδου που παρουσιάζει ο ίδιος στην Αλληγορία του Νόμου, Ι 13, 29-30, όπου λέγεται πως τα αιώνια αντικείμενα τυπώνονται μέσα στον νου μέσω των αισθητών αντιλήψεων. Όπως επίσης στο 13, 38, λέγεται πως ο θεός σχημάτισε τον νου του γήινου ανθρώπου "με τις δυνάμεις του οι οποίες είναι προσβάσιμες στη γνώση".

5. Ο Φίλων και οι Χριστιανοί συγγραφείς

Ο Φίλων βρισκόταν στην αρχή μιας νέας εποχής: Μετά από αυτόν οι χριστιανοί συγγραφείς προσέλαβαν πάρα πολλά, τόσο από την ερμηνευτική του μέθοδο, όσο και από την πνευματική του στάση. Μοιράστηκαν την πίστη του σε μια ιδιαίτερη αποκάλυψη του Θεού, η οποία μέσω του Μωυσέως και των προφητών, είχε μιλήσει στον εκλεκτό λαό του Ισραήλ. Αυτής της αποκαλύψεως οι Γραφές υπήρξαν η εμπνευσμένη μαρτυρία και ο Μωυσής την μετέφερε στον λαό. Στην εισαγωγή της αφηγήσεώς του της Δημιουργίας, ο Φίλων βεβαιώνει πως ο Μωυσής «είχε φθάσει την πιο υψηλή κορυφή της φιλοσοφίας». Μια τέτοια δήλωση θα μπορούσε να ηχήσει παράξενα στους σημερινούς ακροατές. Αλλά θα φανεί λιγότερο περίεργη, εάν λάβουμε υπόψιν μας το γεγονός πως για τους Έλληνες ο όρος της φιλοσοφίας ενέπλεκε πάντοτε και μια στάση νοητική η οποία είχε σαν χαρακτηριστικό της το γεγονός πως ήταν υπεράνω, πάνω, από τα κοινά πράγματα της καθημερινής ζωής. Και αυτό διότι, στην άσκηση της φιλοσοφίας, ο νους ήταν ολοκληρωτικώς αφιερωμένος, απασχολημένος, με θεωρητικά προβλήματα, και ιδιαιτέρως με εκείνα τα προβλήματα που αφορούν "την ολότητα των πραγμάτων", στα οποία περιλαμβάνονται τόσο η φύση ή το σύμπαν, όσο και ο άνθρωπος και η ανθρώπινη ζωή. Από αυτή την οπτική γωνία, λοιπόν, ο Μωυσής μπορούσε να γίνει κατανοητός πως με την κοσμοποιΐα του, που ήταν ταυτοχρόνως και ένας Νόμος, είχε φτάσει την πιο υψηλή κορυφή της φιλοσοφίας.

Οπωσδήποτε ο Φίλων θα πρέπει να συνειδητοποιούσε το γεγονός πως η φιλοσοφία είναι ένα γεγονός για την ελίτ των διανοουμένων. Όμως παρ' όλα αυτά, αυτός δεν μπορούσε να την υπολογίσει σαν κάτι που αφορούσε τον μόνον τόν Νου, ή σαν κάτι μόνον και αποκλειστικώς τυπικό. Ξεκινώντας από την γνώση του θεού, έπρεπε να εισχωρήσει στο σύνολο της ζωής και δεν μπορούσε ποτέ να είναι ξεχωριστή από την ηθική συμπεριφορά. Ήταν λοιπόν, ένα θέμα που αφορούσε την εσωτερική ζωή, η οποία κατευθύνονταν από αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν τα "θεία πράγματα". Στην μοντέρνα γλώσσα θα μπορούσε να εξισωθεί με την "θρησκεία", εάν την κατανοήσουμε σαν θρησκευτική ζωή ή πνευματική. Αυτή είναι η σημασία της φιλοσοφίας για τον Φίλωνα. Και είναι η ίδια θέση που θα βρούμε στον Ιουστίνο τον Μάρτυρα και στον Κλήμη τον Αλεξανδρέα.

Ο τρόπος ζωής του φιλοσόφου χαρακτηριζόταν από ένα ισχυρό ασκητικό στοιχείο. Σύμφωνα μ' αυτή την πλευρά, οι εθνικοί φιλόσοφοι και οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων εμοιράζοντο την ίδια νοοτροπία. Δεν ενδιαφερόντουσαν κυρίως για τις αγορές, για τα δικαστήρια ή για τις δημοτικές συγκεντρώσεις, ούτε ησχολούντο με πράξεις πολιτικών ομάδων, ούτε ήταν θαμώνες εορτών ή πανηγύρεων. Δεν γνώριζαν τίποτε από την αριστοκρατική καταγωγή ή την πληβεία των συμπολιτών τους, ούτε τα προσωπικά σκάνδαλα που συνέβαιναν στις οικογένειες. Δεν εντυπωσιάζοντο από την εξουσία των βασιλέων ή των τυράννων, ούτε από τον πλούτο μερικών. Δεν ασχολούντο με αυτά τα πράγματα.

Αυτό το πορτραίτο του φιλοσόφου δεν προέρχεται από κάποιον όψιμο συγγραφέα, είτε Ρωμαίο ή Έλληνα. Προκύπτει από τον Τίμαιο του Πλάτωνος (173 C-D - 175B). Και δεν πρέπει να ξεχνούμε επίσης πως οι Αθηναίοι χειροκροτούσαν τον Κλεάνθη, ένα φτωχό άνθρωπο ο οποίος έφτασε στην Αθήνα από την Ασία για να σπουδάσει με τον Ζήνωνα στην Στοά, και ο οποίος έπρεπε να μεταφέρει νερό για να ζει. Μια ημέρα δε καθώς περπατούσε στον δρόμο και μια ριπή του ανέμου του σήκωσε τον μανδύα, δείχνοντας πως δεν φορούσε τίποτε από κάτω, χειροκροτήθηκε με θέρμη από τους Αθηναίους (Διογένης Λαέρτιος VII 169).

Εάν λάβουμε υπόψιν μας αυτά τα παραδείγματα, τότε ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας δεν θα μας φανεί μια σπάνια εξαίρεση, ούτε και ξένος στην νοοτροπία των φιλοσόφων, όταν μας διηγείται ιδίως τις εμπειρίες που απέκτησε κοντά στις διάφορες φιλοσοφικές σχολές. Όταν παρακολουθούσε μια περιπατητική σχολή, ο καθηγητής τον φώναξε για να ορίσουν μια αμοιβή για τα μαθήματα, έτσι ώστε να μην είναι δωρεάν. Και εγώ, λέει ο Ιουστίνος, τον εγκατέλειψα, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, κατανοώντας πως εκείνος ο άνθρωπος δεν ήταν καθόλου φιλόσοφος (Ιουστίνος, Διάλογοι με τον Τρύφωνα, ΙΙ 3).

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου