Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία καί ἡ εἴσοδός μου στόν μοναχισμό. Γέροντος Ραφαήλ Νόϊκα

Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία καί ἡ εἴσοδός μου στόν μοναχισμό Πρόλογος
Ἡ Ὀρθοδοξία στήν Ἀνατολή καί στήν Δύσι

Γέροντος Ραφαήλ Νόϊκα

Τό παρόν βιβλίο εἶναι μαρτυρία ἑνός ὀρθοδόξου μοναχοῦ τῆς Δύσεως, πού ἔζησε στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στό Ἔσσεξ Ἀγγλίας. Εἶναι ὁ πατήρ Ραφαήλ Νόϊκα, γυιός τοῦ φιλοσόφου Κωνσταντίνου Νόϊκα, πού γεννήθηκε ὀρθόδοξος. Ὁ μοναχός αὐτός δίνει μαρτυρία γιά τήν ζωή καί τήν πίστι του.

Ὅταν τόν ἐκάλεσα στήν Ρουμανία, μαζί μέ τόν ἐλβετικῆς καταγωγῆς, προσήλυτο στήν ὀρθόδοξη πίστι, ἱερομόναχο π. Συμεών Μπρουσκουέϊλερ, εἶχα τήν σκέψι πρίν ἀπ᾿ ὅλα, τήν πνευματική ὠφέλεια, τήν ὁποίαν αὐτόί οἱ μοναχοί θά ἠμποροῦσαν νά δώσουν, μέσῳ τῆς μαρτυρίας τους, προπαντός στούς νέους μας, οἱ ὁποῖοι λαχταροῦν ὄχι, τόσο τήν θεωρία καί τήν θεολογική εὐρυμάθεια, ὅσο τά ζωντανά παραδείγματα, ἀπό τά ὁποῖα πηγάζουν λόγοι πολλῆς δυνάμεως, ἀναμφίβολα ἱκανοί νά κατεβάσουν τόν νοῦ στήν καρδιά γιά νά οἰκοδομηθῆ ὁ πραγματικός πιστός Χριστιανός.
Γι᾿ αὐτό τό προσκύνημα τό ὁποῖον ἔκανα μαζί τους στήν Ρουμανία, εἶχα ὑπ᾿ ὄψιν μου, κατ᾿ ἀρχήν τούς τόπους στούς ὁποίους οἱ νέοι μας ζητοῦν νά πραγματοποιήσουν τά ὄνειρα τῆς ζωῆς τους, δηλαδή τά μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα, καθώς καί μερικά ἐκκλησιαστικά λύκεια καί θεολογικά σεμινάρια.

Παντοῦ συνήντησα μία μεγάλη ἀνταπόκρισι καί μία βαθειά θρησκευτική δίψα, στήν ὁποία ὁ πατήρ Ραφαήλ καί ὁ π. Συμεών ἀπήντησαν μέ αὐθεν­τικότητα καί μέ τήν ἐμπειρία τους, σάν ὀρθόδοξοι μοναχοί, πού ἔζησαν στόν κόσμο τῆς Δύσεως, ὁ ὁποῖος μαγεύει τούς ἀνθρώπους διά τοῦ πλούτου καί τοῦ πολιτισμοῦ του, ἀλλ᾿ ὅμως στό ἴδιο μέτρο ἀπογοητεύει αὐτόν πού τόν γνωρίζει ἀπό κοντά.
Ἡ χιονοστιβάδα τῶν ἐρωτήσεων, πού κατακλύσθηκαν οἱ φιλοξε­νούμενοί μας, συνίστατο, ἐκτός ἀπό τό ἐνδιαφέρον τους γιά τήν Ὀρθο­δοξία καί ἡ ἐπιθυμία διαφωτίσεώς τους σχετικά μέ ἄλλες μορφές πνευματικότητος στήν σημερινή ἐποχή, μετά τήν ἐπανάστασι τοῦ 1989. Ἐπίσης ἐζήτησαν νά ἐνημερωθοῦν ἀναφορικά μέ τόν χωρισμό τῶν χριστιανῶν, πού εἶναι ἀκατανόητος στούς πολλούς καί στούς καλοπρο­αιρέτους, καθώς καί γιά τίς ἄλλες θρησκευτικές ὁμολογίες.

Οἱ γραμμές αὐτές προσπαθοῦν νά φέρουν ἕνα μικρό φῶς σ᾿ αὐτές τίς ἀνησυχίες τῶν νέων μας, κάνοντας μία μικρή ἀναφορά τῆς ἐξελίξεως τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, μετά τόν χωρισμόν του, τό 1054. Ἔτσι ἠμποροῦμε νά ἰδοῦμε καί τόν ρόλο τόν ὁποῖον ἔπαιξε ἡ Ὀρθοδοξία, διά τῆς προσηλώσεώς της στήν Παράδοσι τῆς πρώτης χιλιετίας καί στήν ἰσορροπία τῆς θεολογίας της, τήν ὁποία ἠμπορεῖ νά ἔχη στήν ἐπανένωσι τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.

Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία μέχρι τό μεγάλο Σχίσμα τοῦ 1054, διετήρησε τήν ἐσωτερική καί ἐξωτερική της ἑνότη­­τα, παρ᾿ ὅλες τίς σποραδικές ἐντάσεις, πού σημειώθηκαν καί ἀπό τίς δύο περιοχές Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Σ᾿ ὅλη αὐτή τήν περίοδο γεννήθηκε μέσα μας ἡ ἐπιθυμία νά ὀνομάζεται τοῦ λοιποῦ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ συνειδητά ὡς Ὀρθοδοξία, λόγῳ τῆς καθολικότητός της, τῆς ἐσωτερικῆς της ὑπάρξεως καί τῆς δυνατῆς μαρτυρίας της στόν κόσμο.
Μόνο μετά τό Σχίσμα ἡ «Ἐκκλησία» τῆς Δύσεως ὀνομάζεται «Καθολική» (μέ τήν ἔννοια τῆς παγκοσμιότητός της, τοῦ γεωγραφικοῦ πλάτους τῆς ἐξαπλώσεώς της. Ἡ πρώτη ἔννοια τῆς λέξεως «καθολική» εἶναι ποιοτική καί σημαίνει τό πλήρωμα ἤ τήν ὁλοκλήρωσι τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ. Ἐνῶ στήν Ἀνατολή ἡ λέξις «Ὀρθοδοξία» (Ὀρθοδοξία στήν ἑλληνική γλῶσσα προέρχεται ἀπό δύο λέξεις: ὀρθός, δηλαδή δίκαιος, ἀληθινός καί δόξα, δηλαδή γνώμη, δοξασία, πίστις, ἀκόμη τιμή καί ἔπαινος. Ὁπότε, σημαίνει ἀληθινή πίστις καί ἀληθινή τιμή τοῦ Θεοῦ).
Ἀλλ᾿ ἐπειδή εἶναι μία καί ἀδιαίρετη στήν ὕπαρξί της, καθ᾿ ὅσον καί ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἡ Κεφαλή της, εἶναι Ἕνας καί ἀδιαίρετος, ἡ Ἐκκλησία δέν διῃρέθηκε. Αὐτή συνέχισε καί συνεχίζει νά εἶναι ὁλόκληρη καί τέλεια στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διετήρησε, ὁλόκληρο καί καθαρό, τόν θησαυρό τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει λοιπόν τήν συνείδησι τῆς ἀδιακόπου ἀποστολικῆς χάριτος στήν λατρεία, στήν Παράδοσι καί στήν διδασκαλία της. Ὁ τρόπος τόν ὁποῖον αὐτή κατανοεῖ καί ζῆ ἐν Χριστῷ καί διά Χριστοῦ, τόν Θεό τῶν Τριῶν Προσώπων, τόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρη τήν δημιουργία σέ μία τέλεια ἑνότητα, χωρίς τήν παραμικρή σκιά πανθεϊσμοῦ (ὁ ὁποῖος συγχέει φύσι καί Θεό), τοῦ Πλατωνισμοῦ (μέ τήν ἀντίθεσί του ἀνάμεσα στό πνεῦμα καί τήν ὕλη) ἤ ἀπό τόν δεϊσμό (ὁ ὁποῖος καλλιεργεῖ τήν ἰδέα σ᾿ ἕνα ἀπρόσωπο Θεό), αὐτός ὁ τρόπος ἀνταποκρίνεται στό πλήρωμα τῆς εὐαγγελικῆς καί πατερικῆς πνευματικότητος.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ μεγαλύτερος πόλεμος τῆς Ἐκκλησίας στήν πρώτη χιλιετία δόθηκε γιά τήν προστασία τῆς καθαρότητος τῆς πίστεως, δηλαδή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔχοντας συνείδησι ὅτι μόνο ἡ πίστις συνιστᾶ τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί ὅτι ἡ παραμικρή ἀλλαγή στήν πίστι ἠμπορεῖ νά ἐκθέση τήν χριστιανική ἐμπειρία τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, πού εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας. Μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια, ὁ πατήρ Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ (+1993), ὁ θεμελιωτής καί πνευματικός καθοδηγητής τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀπό ὅπου προέρχεται ὁ ἱερομόναχος π. Ραφαήλ, ἦτο πολύ κατηγορηματικός.

Ὅσον ἀφορᾷ τήν Δυτική «Ἐκκλησία» αὐτή ἐξελίχθηκε μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054 σέ μία ἰδιωτική γραμμή, τήν ὁποία εἶχε χαράξει, πρίν ἀκόμη ἔλθη τό τραγικό αὐτό γεγονός τοῦ χωρισμοῦ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Χωρίς ἰσορροπία, τήν ὁποία ἔφερε μέχρι τότε ἡ χριστιανική Ἀνατολή, ἡ Καθολική «Ἐκκλησία» ἀποξενώθηκε ἀκόμη περισσότερο στήν ὀργάνωσί της, στήν λατρεία καί στήν θεολογία ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας.
Ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς στενῆς ἐπικοινωνίας μέ ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἐπίσκοπό τους, πού κάθεται στόν θρόνο τοῦ Πέτρου (κατά τήν ἔκφρασι τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης (+258), αὐτή ἐξελίχθηκε σέ μία «Ἐκκλησία» θεσμική, πυραμιδοειδῆ, μέ ἐπικεφαλῆς τόν πάπα τῆς Ρώμης, πού θεωρεῖται «ἐπίσκοπος τῶν ἐπισκόπων».
Ἡ καθολική θεολογία ἐξελίχθηκε καί αὐτή ἐπάνω στήν γραμμή ἑνός ὑπερβολικοῦ ὀρθολογισμοῦ, ὁ ὁποῖος μεταβλήθηκε ἀπό θεολογία, σάν λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας μέ ἐπιστημονική θεολογία καί ἀποξενώθηκε ἀπό τό εὐαγγελικό καί τό πατερικό πνεῦμα.
Ἀγνοώντας σέ μεγάλο βαθμό τούς Ἀνατολικούς Πατέρες, πού ἦσαν καί οἱ πρῶτοι δημιουργοί τῆς χριστιανικῆς θεολογίας τῆς πρώτης θεολογίας καί ἀφήνοντας ἐλεύθερη ἐπάνω της τήν ἐπίδρασι τῆς φιλοσοφίας, ἰδιαίτερα τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ μεσαιωνική σχολαστική θεολογία ἐγλίστρησε ἀναπόφευκτα πρός τήν ἀντίληψι ἑνός Θεοῦ, ἀπομακρυσμένου ἀπό τόν κόσμο, καθαρά οὐσία, ἀπρόσιτη στόν ἄνθρωπο· ἀντίληψις ἡ ὁποία κατεύθυνε τόν οὐμανισμό τοῦ 16ου αἰῶνος, ἐπιτήδεια μορφή τῆς αὐτονομίας τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θά φθαρῆ ὁριστικά στόν βίαιο ἀθεϊσμό τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ αἰῶνος τοῦ διαφωτισμοῦ (19ος).
Ἡ ἴδια θεολογία, καθώς καί μερικές πρακτικές ἀποκλίσεις ἀπό τήν Παπική «Ἐκκλησία» ὡδήγησαν στήν μεταρρύθμισι τοῦ Λουθήρου,, πού ἄρχισε ἀπό τόν 15ο αἰῶνα. Ἀλλά ἀκόμη μία φορά, ἡ ἔλλειψις τῆς ἰσορροπημένης ἀνατολικῆς πατερικῆς θεολογίας προκάλεσε τό γεγονός ὥστε ἡ Μεταρρύθμισις μέ ὅλες τίς ὑψηλές της προθέσεις, νά μή πλησιάση τόν σκοπό, ἀλλά, ἀπεναντίας, νά προκαλέση-μέσῳ τῶν σπουδαιοτέρων βασικῶν προβιβασμῶν στήν ἀτομοκρατία: «μόνον ἡ πίστις», «μόνον ἡ Γραφή»...ἕνα ἐξευτελισμό τῆς θεολογίας, ἕνα πλῆθος θεολογικῶν παρερμηνειῶν, οἱ ὁποῖες ἀποκλειστικά ὡδήγησαν στήν ἐμφάνισι τόσων ὁμολογιῶν καί χριστιανικῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων.
Ἐάν ἡ Ἐκκλησία τῆς πρώτης χιλιετίας συνεχίζει νά παραμένη ἀναλλοίωτη στήν πίστι, στήν λατρεία καί στήν Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν ἠμποροῦμε νά λέγωμεν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054, δέν ὑπῆρχε καί δέν ἔχει προορισμό, ὁπότε ὁδηγεῖ καί ἡ ἴδια στήν τραγωδία τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Ἐάν ἡ Δύσις ὑπέφερε μετά τό Σχίσμα, λόγῳ τῆς πνευματικῆς της διαιρέσεως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολή ὑπέφερε διά τό γεγονός ὅτι, χωρίς τήν βοήθεια τῆς Δύσεως, ἔπεσε εὐκολώτερα καί παραδόθηκε στούς τούρκους καί κατόπιν στόν κομμουνισμό.

Ἀλλά ἡ διαίρεσις τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου εἶναι μία ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία ὅλοι οἱ Χριστιανοί πρέπει νά αἰσθάνωνται ὑπεύθυνοι. Κανείς Χριστιανός καί καμμιά Ἐκκλησία, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ὀρθο­δοξίας, δέν ἠμπορεῖ νά δηλώνη ἀδιαφορία. Αὐτό θά ἐσήμαινε ὅτι εἴμεθα ἀναίσθητοι στήν προσευχή πρός τόν Σωτῆρα, πού εἶπε πρό τοῦ Πάθους Του «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰωάν.17,21).
Ὁ χωρισμός τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἕνα ἁμάρτημα ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό πνεῦμα τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐν Χριστῷ καί ταυτόχρονα, μία ἀρνητική μαρτυρία μπροστά στόν ἀντιχριστιανικό καί ἀθεϊστικό κόσμο, ἡ ὁποία θά διστάση νά ἀκολουθήση τόν Χριστό, διότι ἀκριβῶς εἶναι σκανδαλισμένη ἀπό τά αἴτια τοῦ χωρισμοῦ. Ἀλλά τό σκάνδαλο τοῦ χωρισμοῦ εἶναι ἀκόμη καί μεταξύ τῶν Χριστιανῶν τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖες δέν καταλαβαίνουν καί οὔτε ἠμποροῦν νά καταλάβουν τά πάντα σχετικά μέ τίς πάμπολλες ἐξηγήσεις τῶν θεολόγων.
Ἡ μεταφύτευσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Δύσι, μετά τά τραγικά γεγονότα στήν Ρωσσία, τό 1917, καί μετά τόν Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, φαίνονται στούς πολλούς σάν ἕνα προφανές γεγονός προσεγγίσεως τῶν δύο χριστιανικῶν κόσμων. Ὁ Θεός, σίγουρα ἐπέτρεψε γιά τίς ἁμαρτίες μας, τήν ἐγκαθίδρυσι τῶν κομμουνιστικῶν δικτατοριῶν στήν Ἀνατολή, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων χιλιάδες μετανάστες ἐξῆλθαν πρός τήν Δύσι καί τήν Ἀμερική, ἰδιαίτερα ἀπό τήν Ρωσσία.
Αὐτοί οἱ μετανάστες πρός τήν Δύσι ὠργανώθηκαν ἀπό ἀπόψεως θρησκείας σέ ὀρθόδοξες ἐπισκοπές καί ἐνορίες, μέ μοναστήρια καί θεολογικές σχολές, τά ὁποῖα ἀπέκτησαν γρήγορα μία παγκόσμια φήμη. Ἔτσι, ἡ Ὀρθοδοξία γίνεται γνωστή στήν Δύσι, μέσῳ τῆς Λειτουργίας, τῆς πνευματικότητος, τῆς θεολογίας της, ἡ ὁποία πολλούς ἐντυπωσιάζει καί τούς ἑλκύει στούς κόλπους της. Ἀλλά καί αὐτή ἐπωφελεῖται ἀπό τήν παράδοσι τῆς Δύσεως, καθώς καί ἀπό τήν διανοητική προσήλωσί της, γιά νά γνωρίζη καί νά προσδιορίζη καλλίτερα τά ἰδικά της θέματα καί νά ἀξιοποιῆ περισσότερο τόν ἰδικόν της θησαυρό.
Ἡ Δύσις φανερώνει σήμερα τήν πνευματική παράδοσι τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας, πού διατηρήθηκε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σέ ἐπικοινωνία μέ τήν Ὀρθοδοξία, ἡ Δύσις ἐνδιαφέρεται γιά τούς Ἁγίους Πατέρες, τῶν ὁποίων τά συγγράμματα ἐκδίδει μέ κριτική στήν συλλογή: «Χριστιανικές Πηγές» (μέ 400 σελίδες ὁ τόμος), ἀπό τούς ὁποίους ἐπωφελοῦνται καί οἱ ὀρθόδοξοι· μετέφρασαν τήν φιλοκαλία σέ διάφορες γλῶσσες μεγάλης κυκλοφορίας καί διαποτίζονται σιγά-σιγά ἀπό τό πνεῦμα της, προπαντός μέσῳ τοῦ μοναχισμοῦ· ἀποκαλύπτεται ἡ ἀξία τῶν εἰκόνων καί εἰσάγονται στίς ἐκκλησίες τά τέμπλα, οἱ νηστεῖες, ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ καί ἄλλα.
Ἀλλά καί οἱ ὀρθόδοξοι, εὑρισκόμενοι σέ ἐπικοινωνία μέ τήν Δύσι, ἐμβαθύνουν περισσότερο στήν ἰδική τους Παράδοσι. Ἀντιλαμβάνονται τήν «βαβυλώνια αἰχμαλωσία» (Γεώργιος Φλωρόφσκυ), πού ἀσκεῖται ἐπάνω τους, μέσῳ τῶν σχολαστικῶν θεολόγων τοῦ Μεσαίωνος. Καί ἀπό τότε ἔκαναν τήν ἐμφάνισί τους οἱ πρῶτες θεολογικές Ἀκαδημίες τῆς Ἀνατολῆς (στό Κίεβο, ἱδρύθηκε ἀπό τόν μητροπολίτη Πέτρο Μοβίλα-18ος αἰῶνας) καί ἐπιχειρεῖται μία ἀναγένησις τῆς θεολογίας, διά τοῦ παραμερισμοῦ τῆς σχολαστικῆς πνευματικότητος, τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ὁ ὁποῖος τήν μετέτρεψε σέ ἀφηρημένη ἐπιστήμη καί τήν ἐπαναφορά της στήν εὐαγγελική καί πατερική πνευματικότητα, στήν βιωματική θεολογία καί στήν λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, μεγάλοι ρῶσσοι θεολόγοι ἀπό τίς θεολογικές σχολές τοῦ ἁγίου Σεργίου τῶν Παρισσίων καί τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου τῆς Νέας Ὑόρκης εἶναι συγγραφεῖς τῆς ἀναγεννημένης συγχρόνου ὀρθοδόξου θεολογίας σ᾿ ὅλους τούς κλάδους της. Ἀναφέρω τούς πλέον διαπρεπεῖς: Εἶναι οἱ Βλαδίμηρος Λόσκυ καί π. Σέργιος Μπουλγκάγκωβ (δογματική), οἱ Παῦλος Εὐδοκίμωφ καί Κλήμης Ὀλιβιέρ-γάλλοι (Πατρολογία), οἱ π. Νικόλαος Ἀθανασίου καί π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν (Λειτουργική), ὁ π. Ἰωάννης Μέγεντωρφ (Ἐκκλησιαστική ἱστορία) καί ἄλλοι.
Τά συγράμματα αὐτῶν τῶν μεγάλων θεολόγων ἦσαν καί εἶναι περιζήτητα ὄχι μόνο στόν ὀρθόδοξο κόσμο, ἀλλά καί στόν καθολικό καί στόν προτεσταντικό. Αὐτά ἐνέπνευσαν τήν Β΄Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965) στήν ἀνακάλυψι τῆς Ἐκκλησίας καθώς καί στήν ἐπικοινωνία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, πού συγκροτοῦν τήν Εὐχαριστία (Λειτουργία), ἡ ὁποία συγκεντρώνει ὅλο τόν λαό τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἕνα τόπο μέ τόν Ἐπίσκοπό του, γύρω ἀπό τόν Χριστό καί παράλληλα στήν προαγωγή (ὅμως μόνο μερικῶς) τοῦ πνεύματος συνδιαλλαγῆς στήν Ἐκκλησία.

Οἱ ἴδιοι θεολόγοι ἔπαιξαν κι ἕνα μεγάλο ρόλο στήν οἰκουμενική κίνησι, ἰδιαίτερα στίς ἀρχές της, καθορίζοντες τά θέματα τῶν διαφόρων θεολογικῶν ὁμάδων γιά τήν ὑγιᾶ ἀναζήτησι τῆς χριστιανικῆς ἑνώσεως, διά τῆς ἐμβαθύνσεως στήν πίστι (αὐτό τό ὁποῖον γίνεται στό τμῆμα «Πίστις καί Ὀργάνωσις» τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν).

Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, διά τῆς Λειτουργίας καί τῆς πνευματικότητός της, πού εἶναι ἐκ φύσεως ἡσυχαστική, διά τῆς βαθειᾶς θεολογίας της καί τῆς ἐλλείψεως τοῦ ὁποιουδήποτε πνεύματος προση­λυτισμοῦ, ἠμπορεῖ νά ἱδρύση μία γέφυρα μεταξύ τῶν δύο κόσμων: Τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς. Ἠμπορεῖ ἀκόμη νά συμβάλη, περισσότερον στήν εἰρήνευσι καί στήν ἑνότητά τους.

Μητροπολίτης Γερμανίας καί Κεντρικῆς Εὐρώπης Σεραφείμ
τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας
***
Γέροντος Ραφαήλ Νόϊκα
Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία
καί ἡ εἴσοδός μου στόν μοναχισμό

Μετάφρασις - ἐπιμέλεια ὑπό ἀδελφῶν
Ἱερᾶς Μονῆς Ὅσιου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
2005

Το κείμενο προέρχεται από τα αρχεία του πατρός Δαμασκηνού Γρηγοριάτου, από την ιεραποστολή του Κογκό, τον οποίον και ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση των αρχείων, όπως επίσης ευχαριστούμε και τον γέροντα της Μονής Οσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη για την ευλογία και την άδεια δημοσίευσης.

Πηγή : Αναβάσεις

ΣΧΟΛΙΟ : ΓΙΑΤΙ ΓΕΡΟΝΤΑΣ Ο ΝΟΪΚΑΣ; 
ΚΑΛΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΚΑΨΑΝΗΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟ;
ΤΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΜΑΣ ΛΕΕΙ Η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΒΟΛΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗΣ ΔΗΛ.;
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΟΤΙ Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΕΣΣΕΞ, ΣΥΝΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΗΔΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΒΟΛΟΥ;
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ ΟΤΙ Η ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΕΩΣ;
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ!

Αμέθυστος

1 σχόλιο:

  1. χαλαρωσε25/4/12 2:28 μ.μ.

    ειναι λοιπον και η μακεδονια Ρωσσια, το δε τεταρτο ταξιδι του Αποστολου Παυλου κακως εικαζεται οτι ειχε προορισμο την Ισπανια στην Μοσχα των ονειρων τους κατεπλευε. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή